Τείχος του Βερολίνου: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Παρακαλώ μην αφαιρείτε κείμενο με τεκμηρίωση
Ετικέτα: Αναίρεση
Αλλαξα πολλές ιστορικές ανακρίβειες , αντικατεστησα με πραγματικά γεγονότα βάσει δημοσιεύσεων της ΟΔΓ και της ΛΔΓ
Γραμμή 56:
[[Αρχείο:West and East Berlin.svg|thumb|300px|<center>Χάρτης του Δυτικού και Ανατολικού Βερολίνου, με τα συνοριακά περάσματα και τα μητροπολιτικά δίκτυα {{nobr|([[ShareMap:public/West and East Berlin|χρησιμοποιήστε τον διαδραστικό χάρτη]])}}</center>]]
 
Το '''Τείχος του Βερολίνου''' (στα [[γερμανικά]] ''{{lang|de|Berliner Mauer}}'')<ref>Το σύνορο μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης μεταξύ του 1947 και του 1989 ήταν πιο γνωστό ως «[[σιδηρούν παραπέτασμα]]».</ref>, «τείχος της ντροπής» για τους Γερμανούς της δύσης και επισήμως αποκαλούμενο από την ανατολικογερμανική κυβέρνηση ως «αντιφασιστικό τείχος προστασίας», ανεγέρθηκε στην καρδιά του [[Βερολίνο]]υ με αφετηρία το βράδυ μεταξύ της [[12 Αυγούστου|12ης]] και της [[13 Αυγούστου|13ης Αυγούστου]] του [[1961]] απόέπειτα τηαπο [[Λαοκρατικήκοινή Δημοκρατίαέκκληση τηςτων Γερμανίας]]κρατών (ΛΔΓ)<ref- name="dumont"/>,μελών ητου οποία[[Σύμφωνο επιχείρησετης μεΒαρσοβίας|Συμφώνου αυτότης τονΒαρσοβίας]], τρόποκαι νακαθώς θέσειείχε έναφτάσει τέλοςστο στηναποκορύφωμα, ολοέναη καικατάχριση αυξανόμενητων φυγήανοιχτών των κατοίκωνσυνόρων της προς την [[ΔυτικήΛαοκρατική ΓερμανίαΔημοκρατία της Γερμανίας|ΟμοσπονδιακήΛαοκρατικής ΔημοκρατίαΔημοκρατίας της Γερμανίας]] (ΟΔΓΛΔΓ)<ref name="dumont"/>{{,}}<ref name="andre_fontaine"/>.ένοπλοι Τοσχηματισμοί τείχοςτης, συνιστώσαμε τηςτην υποστήριξη του [[εσωτερικήΚόκκινος γερμανική συνοριογραμμήΣτρατός|εσωτερικήςΚόκκινου γερμανικήςΣτρατού]], συνοριογραμμήςκατάφεραν αστραπιαία, σε μία μονο νύχτα, να ασφαλίσουν τα σύνορα με το [[Δυτικό Βερολίνο]]. Το τείχος, αποτελούσε ένα φυσικό σύνορο μεταξύ του [[Ανατολικό Βερολίνο|Ανατολικού Βερολίνου]] και του [[Δυτικό Βερολίνο|Δυτικού Βερολίνου]] για διάστημα άνω των εικοσιοκτώ ετών, ενώ αποτελούσε το σημαντικότερο σύμβολο μιαςαντίστασης Ευρώπηςστον διχοτομημένηςεπεκτατισμό απότων το [[σιδηρούν παραπέτασμα]]Δυτικών. Κάτι παραπάνω από ένα απλό [[τείχος]], επρόκειτο για μια σύνθετη στρατιωτική κατασκευή η οποία περιείχε δύο τείχη ύψους 3,6 μέτρων<ref>[http://www.berlin.de/mauer/verlauf/index/index.fr.php Le tracé du mur dans Berlin - Berlin.de<!-- Bot generated title -->]</ref> με διάδρομο περιπολίας, 302 [[παρατηρητήριο|παρατηρητήρια]] και συστήματα συναγερμού, μαζί με {{formatnum:14000}} φύλακες,. 600Οι σκυλιάεπίσημες καιστατιστηκες καλωδιωτάγια πλέγματα.τους Έναςθανάτους αδιευκρίνιστοςσε αριθμόςεπεισόδια ατόμωνστο υπήρξαντείχος, θύματατοσο προσπαθειώνστις διάβασηςκρατικές τουυπηρεσίες τείχους.της Ωστόσο,ΟΔΓ<ref φαίνεταιname="dumont"/><ref ότιname="andre_fontaine"/> οιόσο Ανατολικογερμανοίκαι συνοριοφύλακεςστη καιδιεθνή οιαρθρογραφία, Σοβιετικοίκυμαίνονται στρατιώτεςαπο δεν86 δίσταζανμέχρι να200 πυροβολήσουνθανάτους τουςστις πιο ακράιες φυγάδεςπεριπτώσεις.
 
[[Αρχείο:Berliner Mauer.jpg|thumb|Υπολείμματα του τείχους του Βερολίνου, το 2004.]]
[[Αρχείο:UTafel A115 Teilung.jpg|thumb|Πινακίδα σήμανσης της παλαιάς γερμανικής διχοτόμησης.]]
 
Η αποδυνάμωση της [[Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών|Σοβιετικής Ένωσης]], η [[Περεστρόικα]] της οποίας ηγείτο ο [[Μιχαήλ Γκορμπατσώφ]], καθώς και το πείσμα των [[Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας|Ανατολικογερμανών]] οι οποίοι οργάνωσαν μεγάλες διαδηλώσεις, οδήγησαν στις [[9 Νοεμβρίου]] [[1989]] στην πτώση του «τείχους της ντροπής», προκαλώντας τον μεγάλο θαυμασμό του «ελεύθερου κόσμου» και ανοίγοντας τον δρόμο για την [[γερμανική επανένωση]]. Σχεδόν ολοκληρωτικά κατεστραμμένο, το Τείχος έχει αφήσει, ωστόσο, στην αστική πολεοδομική οργάνωση της γερμανικής πρωτεύουσας ανεπούλωτα σημάδια τα οποία παραμένουν ως σήμερα. Το τείχος του Βερολίνου, σύμβολο του ιδεολογικού και πολιτικού χάσματος του [[ψυχρός πόλεμος|ψυχρού πολέμου]], αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για αριθμό λογοτεχνικών βιβλίων και ταινιών. Σήμερα, αρκετά είναι τα μουσεία που το έχουν ως θέμα.
 
== Ιστορία ==
Γραμμή 70 ⟶ 68 :
{{Κύριο|Κατοχή της Γερμανίας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο}}
 
H άνευ όρων συνθηκολόγηση της Γερμανίας τη νύχτα της 8 προς [[9 Μαΐου|9 Μαίου]] [[1945]] οριοθετεί το τέλος του πολέμου για τη [[Γερμανία]]. Λίγο αργότερα, συνθηκολόγησε και η [[Ιαπωνία]]. Στις [[5 Ιουνίου]] [[1945]] οι τέσσερις νικητές ([[Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών|ΕΣΣΔ]], [[ΗΠΑ]], [[Γαλλία]], [[Ηνωμένο Βασίλειο|Βρετανία]]) υπέγραψαν τη «Διακήρυξη σχετικά με την Ηττα της Γερμανίας και την Ανάληψη της Ανώτατης Αρχής», σύμφωνα με την οποία η Γερμανία χωρίστηκε σε τέσσερις ζώνες κατοχής και το [[Βερολίνο]] σε τέσσερις τομείς. Από τις [[9 Ιουνίου]] εγκαθιδρύονται οι στρατιωτικές κυβερνήσεις των ζωνών κατοχής. Κάθε ένα κράτος από τους νικητές είχε την ανώτατη εξουσία στο τμήμα της Γερμανίας που ήταν υπό τον έλεγχό του και στην αντίστοιχη ζώνη στο Βερολίνο μέχρι την επαναδημιουργία του ενιαίου γερμανικού κράτους.
Μετά την παράδοσή της στις [[8 Μαΐου]] [[1945]], η [[Γερμανία]] διαιρέθηκε σε τρεις και στη συνέχεια τέσσερις ζώνες κατοχής υπό σοβιετική, αμερικάνικη, βρετανική και γαλλική διοίκηση, σύμφωνα με την συμφωνία που είχε επικυρωθεί στην [[Σύνοδος της Γιάλτας|σύνοδο της Γιάλτας]]. Το [[Βερολίνο]], η πρωτεύουσα του [[Γ΄ Ράιχ]], αρχικά ευρισκόμενη στο σύνολό της υπό την κατοχή του [[Κόκκινος Στρατός|Κόκκινου Στρατού]] έπρεπε επίσης να διαμοιραστεί σε τέσσερα τμήματα μεταξύ των τεσσάρων συμμαχικών δυνάμεων. Οι Σοβιετικοί άφησαν, τότε, στους Δυτικούς τις δυτικές συνοικίες της πόλης, οι οποίες βρέθηκαν, με αυτό τον τρόπο, πλήρως απομονωμένες ως θύλακας στη ζώνη κατοχής τους, με τη ζώνη που παρέμεινε υπό σοβιετικό έλεγχο να έχει από μόνη της έκτασης της τάξεως των 409 km², ή αλλιώς ποσοστό 45,6 % επί της συνολικής έκτασης της πόλης<ref name="dumont">{{cite web
 
|url=http://www.herodote.net/dossiers/synthese.php?ID=64
Αυτό το οποίο πρέπει να ξεκαθαριστεί, είναι ότι ολόκληρο το Βερολίνο βρισκόταν μέσα στην καρδιά της σοβιετικής ζώνης κατοχής και μετέπειτα της [[Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας|ΓΛΔ]]. Δηλαδή, το [[Δυτικό Βερολίνο]] ούτε ανήκε γεωγραφικά ούτε καν συνόρευε με την [[Δυτική Γερμανία|ΟΔΓ]]. Το Δυτικό Βερολίνο αποτελούσε ένα προκεχωρημένο φυλάκιο, μέσα στα σπλάχνα της σοσιαλιστικής ΓΛΔ και του σοσιαλιστικού συστήματος συνολικά. Αυτή η γεωγραφική διευκρίνιση είναι πολύ σημαντική, δεδομένου ότι η πόλη του Βερολίνου είχε μετατραπεί στην κυρίως σκηνή της διεθνούς αντιπαράθεσης μεταξύ δύο αντιτιθέμενων συστημάτων, της ανερχόμενης εργατικής εξουσίας και της έμπειρης εξουσίας τκαι φυσικά δύο αντιτιθέμενων στρατιωτικών συνασπισμών ([[Σύμφωνο της Βαρσοβίας|Σύμφωνο Βαρσοβίας]] και [[ΝΑΤΟ]]). Με την αντίστοιχη εξέλιξη της διαμόρφωσης των δύο διαφορετικών γερμανικών κρατών αυτή η κυρίως σκηνή βρισκόταν στην καρδιά μιας σοσιαλιστικής χώρας, της ΓΛΔ.<ref name="dumont">{{cite web|url=http://www.chronik-der-mauer.de/chronik/_year1961/_month10/?month=10&year=1961&opennid=181747&moc=1#anchornid174567|title=Chronic Der Mauer|last=|first=|date=|website=Chronic Der Mauer|publisher=http://www.chronik-der-mauer.de|archiveurl=|archivedate=|accessdate=21 Αυγούστου 2007|author=}}</ref>.
|title=Le Mur de Berlin dans l'Histoire
|author=Gérard-François Dumont (Université de Paris-Sorbonne)
|publisher=[http://www.herodote.net/ Herodote.net]
|accessdate=21 Αυγούστου 2007
}}</ref>. Η θέση και η σημασία του Βερολίνου το κατέστησαν ως ένα από τα μεγαλύτερα διακυβεύματα του [[ψυχρός πόλεμος|ψυχρού πολέμου]] ο οποίος ξεκίνησε με την λήξη των εχθροπραξιών.
 
==== Γεγονότα στην Γερμανία ====
Για ζητήματα, τα οποία αφορούσαν ολόκληρη τη Γερμανία, αποφάσιζε το [[Συμμαχικό Συμβούλιο Ελέγχου]], το οποίο αποτελούνταν από εκπροσώπους και των τεσσάρων δυνάμεων. Από τις 17 Ιούλη μέχρι τις 2 Αυγούστου 1945, έλαβε χώρα στο Πότσνταμ, 26 χλμ. νοτιοδυτικά του Βερολίνου, η γνωστή Διάσκεψη του Πότσνταμ, στην οποία πήραν μέρος οι ηγέτες της ΕΣΣΔ Ιωσήφ Στάλιν, της Αγγλίας Ουίνστον Τσόρτσιλ (ο οποίος στη συνέχεια έχασε τις εκλογές και αντικαταστάθηκε στις 28 Ιούλη στη Συνδιάσκεψη από το νέο πρωθυπουργό Κλέμεντ Ατλι) και των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν. Στη Συνδιάσκεψη αυτή (Πρωτόκολλο της Διάσκεψης του Πότσνταμ) πάρθηκαν μια σειρά αποφάσεις για την αποναζιστικοποίηση, την αποστρατικοποίηση, τις επανορθώσεις, την κατοχή και διοίκηση του γερμανικού κράτους και γενικά ζητήματα της μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων στη Γερμανία. Ολα τα επιμέρους μέτρα υποτάσσονταν στον κεντρικό στόχο που έθεσε η Διάσκεψη, ο οποίος δεν ήταν άλλος από τη δημιουργία ενός ενιαίου γερμανικού, αποστρατικοποιημένου, αποναζιστικοποιημένου, δημοκρατικά οργανωμένου κράτους. Οπως θα γίνει αντιληπτό πιο κάτω, τα αστικά κράτη δεν τήρησαν και από την αρχή δεν σκόπευαν να τηρήσουν ούτε λέξη από αυτά που υπέγραψαν στο Πότσνταμ. Στο μεταξύ, στις 21 Ιούλη, οι ΗΠΑ έκαναν την πρώτη επιτυχή δοκιμή της πυρηνικής βόμβας, την οποία λίγες μέρες μετά έριξαν στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, μόνο και μόνο για να απειλήσουν τους λαούς και την ΕΣΣΔ για τη μεταπολεμική τάξη πραγμάτων, αφού δεν υπήρχε καμία στρατιωτική αναγκαιότητα.<ref name="Thalmann">Rita Thalmann, article Histoire de l'Allemagne, la République démocratique allemande, Encyclopædia Universalis, DVD, 2007</ref>.) <ref>André Fontaine, article « Guerre froide », ''Encyclopædia Universalis'', DVD, 2007.</ref>.
Η συνεργασία μεταξύ των τεσσάρων κατοχικών δυνάμεων της Γερμανίας έλαβε τέλος το 1948 όταν η [[Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών|Σοβιετική Ένωση]] ανέστειλε την συμμετοχή της στο [[Συμμαχικό Συμβούλιο Ελέγχου]] και στη Διασυμμαχική Διοίκηση στις [[19 Μαρτίου]] [[1948]]<ref name="Thalmann">Rita Thalmann, article Histoire de l'Allemagne, la République démocratique allemande, Encyclopædia Universalis, DVD, 2007</ref>. Οι Σοβιετικοί ξεκίνησαν, από εκείνη την στιγμή, παρενόχληση των επικοινωνιών των Δυτικών με το Δυτικό Βερολίνο, με απώτερο στόχο, το πιθανότερο, την εξώθησή τους στην εγκατάλειψη της πρώην πρωτεύουσας του Ράιχ. Από τις [[24 Ιουνίου]] [[1948]] έως τις [[12 Μαΐου]] [[1949]], ο [[Ιωσήφ Στάλιν|Στάλιν]] έθεσε σε εφαρμογή τον [[Αποκλεισμός του Βερολίνου|αποκλεισμό του Βερολίνου]]. Όλες οι εδαφικές και υδάτινες διελεύσεις μεταξύ [[Δυτικό Βερολίνο|Δυτικού Βερολίνου]] και [[Δυτική Γερμανία|Δυτικής Γερμανίας]] ανεστάλησαν. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη κρίση μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και των Δυτικών. Χάρη σε μία μεγάλη [[αερογέφυρα]] που οργανώθηκε υπό την αιγίδα των [[ΗΠΑ|Ηνωμένων Πολιτειών]], το Δυτικό Βερολίνο επέζησε του αποκλεισμού<ref>André Fontaine, article « Guerre froide », ''Encyclopædia Universalis'', DVD, 2007.</ref>.
 
Το έτος [[1949]] είδε την δημιουργία της [[Δυτική Γερμανία|Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας]] (ΟΔΓ) εντός της ''[[trizone]]'' η οποία αποτελείτο από τις [[Γαλλική ζώνη κατοχής στη Γερμανία|γαλλικές]], [[Βρετανική ζώνη κατοχής στη Γερμανία|βρετανικές]] και [[Αμερικανική ζώνη κατοχής στη Γερμανία|γερμανικές]] ζώνες, της οποίας ακολούθησε λίγο καιρό αργότερα αυτή της [[Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας|Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας]] (ΛΔΓ) εντός της [[Σοβιετική ζώνη κατοχής στη Γερμανία|υπό σοβιετικό έλεγχο ζώνης]]<ref name="Thalmann"/>. Η ίδρυση των δύο αυτών Κρατών παγίωσε την πολιτική διαίρεση του [[Βερολίνο]]υ. Ξεκίνησε, τότε, και από τις δύο πλευρές η ασφάλιση και το κλείσιμο των [[Εσωτερική γερμανική συνοριογραμμή|συνόρων μεταξύ των δύο Κρατών]]. Τελωνειακοί υπάλληλοι και αποσπασμένοι στρατιώτες στη φύλαξη των συνόρων πραγματοποιούσαν περιπολίες μεταξύ της ΛΔΓ και της ΟΔΓ, ενώ ισχυρά πλέγματα εγκαταστάθηκαν λίγο καιρό αργότερα από την πλευρά της ΛΔΓ.
 
Από νομικής άποψης, το [[Βερολίνο]] διατήρησε το καταστατικό αποστρατικοποιημένης πόλης (απουσία Γερμανών στρατιωτών) η οποία ήταν μοιρασμένη σε τέσσερα τμήματα, ενώ ήταν ανεξάρτητη των δύο κρατών που αποτελούσαν η ΟΔΓ και η ΛΔΓ. Στην πραγματικότητα, η ανεξαρτησία αυτή σε πρακτικό επίπεδο ήταν ιδιαιτέρως περιορισμένη. Όντως, το καταστατικό του Δυτικού Βερολίνου ήταν ανάλογο αυτού ενός ''[[Ομόσπονδα κρατίδια της Γερμανίας|Land]]'', με εκπροσώπους δίχως το δικαίωμα ψήφου στο [[Bundestag]], ενώ το [[Ανατολικό Βερολίνο]] κατέστη, κατά παράβαση του καταστατικού του, πρωτεύουσα της ΛΔΓ. Η πόλη παρέμεινε, ωστόσο, το μοναδικό σημείο όπου οι Γερμανοί πολίτες της Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας μπορούσαν να επικοινωνούν μεταξύ τους.
 
<ref name="Thalmann"/>.
Στις [[27 Νοεμβρίου]] [[1958]], η [[Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών|ΕΣΣΔ]] επιχείρησε έναν νέο χτύπημα με το «[[τελεσίγραφο του Χρουστσόφ]]» το οποίο πρότεινε την αποχώρηση των δυτικών στρατευμάτων εντός έξι μηνών, ώστε το Βερολίνο να καταστεί μια αποστρατιωτικοποιημένη «ελεύθερη πόλη». Οι δυτικοί σύμμαχοι αρνήθηκαν<ref>[[Αν-Μαρί Λε Γκλοανέκ|Anne-Marie Le Gloannec]], ''Un mur à Berlin'', page 47 et suivantes.</ref>.
 
==== Αίτια της ανέγερσης του Τείχους του Βερολίνου ====
ο [[Βερολίνο]] μια πόλη με δύο νομίσματα, δύο συντάγματα, τα στρατεύματα δύο αντιτιθέμενων στρατιωτικών συμμαχιών δεν είχε για 12 ολόκληρα χρόνια (από το [[1949]] έως το [[1961]]) κρατικά σύνορα. Μέχρι τον [[Αύγουστος|Αύγουστο]] του [[1961]], οπότε και χτίστηκε το τείχος, τα σύνορα όχι μόνο δεν ήταν ασφαλισμένα, αλλά ούτε καν υπό έλεγχο. Περνούσαν νοητά μέσα από δρόμους, συγκροτήματα σπιτιών, κήπους και υδάτινους δρόμους. Μισό εκατομμύριο άνθρωποι τα διάβαιναν καθημερινά. Μία πόλη με μικρότερο πληθυσμό από την [[Αθήνα]], στην οποία κυκλοφορούσαν πάνω από 10.000 Δυτικογερμανοί πράκτορες, συν χιλιάδες Αμερικάνοι της [[CIA]], Αγγλοι της [[Https://en.wikipedia.org/wiki/Secret Intelligence Service|ΜI6]] και όλες οι μυστικές υπηρεσίες του κόσμου και φυσικά και οι σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες, ένα πραγματικό ενεργό πολυβολείο εχθρικών δυνάμεων μέσα στην καρδιά ενός ανεξάρτητου κράτους. Αν υπάρχει κάτι που πραγματικά γεννάει ερωτήματα δεν είναι η ανέγερση του τείχους, αλλά το γιατί καθυστέρησε από την πλευρά των Σοβιετικών και των Ανατολικογερμανών να θεμελιώσουν για τη ΓΛΔ το αυτονόητο, το δικαίωμα ύπαρξής της.
Από τη δημιουργία της το 1949, η [[Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας|ΛΔΓ]] γνώρισε ένα ολοένα και αυξανόμενο κύμα φυγής προς την ΟΔΓ, ειδικότερα στο Βερολίνο. Η αστική συνοριογραμμή ήταν με μεγαλύτερη δυσκολία ελέγξιμη, σε αντίθεση με τις αγροτικές περιοχές οι οποίες ήταν ήδη έντονα φυλασσόμενες. Μεταξύ 2,6 και 3,6 εκατομμύρια Γερμανοί διέφυγαν της [[Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας|ΛΔΓ]] μέσω του Βερολίνου μεταξύ του 1949 και του 1961, στερώντας με αυτό τον τρόπο την χώρα από εργατικό δυναμικό την στιγμή της ανακατασκευής της και δείχνοντας στον κόσμο την μικρή πίστη των πολιτών στο κομμουνιστικό καθεστώς.<ref name="dumont"/><ref name="andre_fontaine">Ο [[Αντρέ Φονταίν (δημοσιογράφος)|André Fontaine]] στο ''Histoire de la guerre froide'', tome 2, {{p.|348}} κάνει λόγο για «περίπου 3 εκατομμύρια», ενώ η ιστοσελίδα [http://www.berlin.de/mauer/geschichte/index.fr.html Berlin.de] κάνει λόγο ότι ''μεταξύ του 1945 και του 1961, σχεδόν 3,6 εκατομμύρια Γερμανοί διέφυγαν της σοβιετικής ζώνης κατοχής και του Ανατολικού Βερολίνου''. Τέλος, σύμφωνα με τον [[Ζαν-Φρανσουά Σουλέ|Jean-François Soulet]]: « Επίσης, από το 1950 ως το 1961, {{formatnum:2609321}} άτομα είχαν εγκαταλείψει την ΛΔΓ για να βρουν καταφύγιο στην ΟΔΓ » στο [http://www.diploweb.com/forum/soulet1.htm]</ref> Η φυγή δεν παρουσίαζε ιδιαίτερες δυσκολίες καθώς, έως τον Αύγουστο του 1961, αρκούσε να πάρει κανείς το μετρό ή τον βερολινέζικο σιδηρόδρομο για να περάσει από την Ανατολή στη Δύση<ref>Jean-François Soulet, ''La "question allemande" et la désintégration de l'empire soviétique est-européen'', les Cahiers d'histoire immédiate, {{numéro|15}}, {{p.|259-274}}</ref>, κάτι που έκαναν σε καθημερινή βάση αρκετοί Βερολινέζοι για να πάνε στον χώρο εργασίας τους. Οι Γερμανοί αποκαλούσαν τη φυγή αυτή από την κομμουνιστική ΛΔΓ προς την καπιταλιστική ΟΔΓ: «ψήφος μέσω των ποδιών». Κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων εβδομάδων του Αυγούστου του [[1961]], εν μέσω οργιωδών φημών, περισσότεροι από {{formatnum:47000}} Ανατολικογερμανοί πολίτες διέφυγαν στην Δυτική Γερμανία μέσω του [[Βερολίνο]]υ. Επιπλέον, το Δυτικό Βερολίνο έπαιξε τον ρόλο πύλης εισόδου προς τη Δύση για αριθμό Τσέχων και Πολωνών. Καθώς το κύμα φυγάδων αφορούσε κυρίως τις νεότερες ηλικιακές κατηγορίες, άρχισε να αποτελεί ένα μείζον οικονομικό ζήτημα, θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη της ΛΔΓ.
 
Οσο πλησιάζουμε προς τον Αύγουστο του 1961, οι προβοκάτσιες γιγαντώνονται. Στις [[10 Ιουλίου]] του [[1961]], ο δυτικογερμανικός Τύπος απαιτούσε κατά της ΓΛΔ ''«να χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα του ψυχρού πολέμου, του πολέμου των νεύρων και του πολέμου των πυροβολισμών... Γι' αυτό, δεν χρειάζονται μόνο συμβατικές στρατιωτικές δυνάμεις και εξοπλισμοί, αλλά και η υπονόμευση, η θέρμανση της εσωτερικής αντίστασης, η δουλειά στην παρανομία, η αποσύνθεση της εξουσίας, το σαμποτάζ, η διατάραξη των συγκοινωνιών και της οικονομίας, η ανυπακοή, η ανταρσία [...]»''.
Ακόμη, περίπου {{formatnum:50000}} Βερολινέζοι εργάζονταν στην άλλη πλευρά των συνόρων, καθώς εργάζονταν μεν στο Δυτικό Βερολίνο ωστόσο κατοικούσαν στο Ανατολικό Βερολίνο ή στα προάστιά του, όπου το κόστος της ζωής και των ακινήτων ήταν χαμηλότερο. Στις [[4 Αυγούστου]] [[1961]] ένα διάταγμα που εκδόθηκε υποχρέωνε όσους εργάζονταν στην άλλη πλευρά των συνόρων να καταγραφούν ως τέτοιοι και να πληρώνουν τα ενοίκιά τους σε [[γερμανικό μάρκο|γερμανικά μάρκα]] (νόμισμα της [[Δυτική Γερμανία|ΟΔΓ]]). Προτού ακόμη ξεκινήσει η κατασκευή του Τείχους, η αστυνομία της ΛΔΓ είχε θέσει υπό εντατική παρακολούθηση στα σημεία πρόσβασης στο Δυτικό Βερολίνο αυτούς τους οποίους χαρακτήριζε ως ''λαθρεμπόρους'' ή ''λιποτάκτες της Δημοκρατίας''.
 
Το Μάρτιο του [[1961]] το δυτικογερμανικό στρατιωτικό περιοδικό «[[Wehrwissenschaftliche Rundschau]]» διακηρύσσει ανοιχτά τα σχέδια της ΟΔΓ: ''«Επειδή έχουν εξαντληθεί τα περιθώρια της Δύσης για απώθηση της Ανατολής, μας μένει μόνο η δυνατότητα της βίαιης αλλαγής του status quo». Λίγες μέρες μετά, ο Δυτικογερμανός υπουργός Ερνστ Λέμερ έσπευσε στο Δυτικό Βερολίνο για να κατευθύνει τη διεξαγωγή του ψυχολογικού πολέμου. Ταυτόχρονα, σαμποτέρ έβαλαν φωτιές σε εγκαταστάσεις του Ανατολικού Βερολίνου, στο σταθμό του ηλεκτρικού της πόλης, στη Λεωφόρο Λένιν και στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ. Μόνο τον Ιούλη, τον τελευταίο μήνα πριν την ανέγερση του τείχους, υπήρξαν 105 προκλήσεις στα σύνορα μεταξύ Ανατολικού και Δυτικού Βερολίνου''».<ref>{{Cite book|title=Wehrwissenschaftliche Rundschau: Zeitschrift für die europäische Sicherheit|publisher=E.S. Mittler & Sohn|date=1962|url=https://books.google.com.cy/books/about/Wehrwissenschaftliche_Rundschau.html?id=2OveAAAAMAAJ&redir_esc=y}}</ref> Τα στρατεύματα του ΝΑΤΟ στη Κεντρική Ευρώπη τέθηκαν σε κατάσταση συναγερμού και τα δυτικά τανκς πέρασαν την Πύλη του Βρανδεμβούργου, μπαίνοντας στο έδαφος της ΓΛΔ. <ref name="dumont" />
Όπως σε όλα τα κομμουνιστικά κράτη, στην ΛΔΓ επιβλήθηκε μία [[σχεδιασμένη οικονομία]] από την [[Σοβιετική Ένωση|Μόσχα]]. Το επταετές σχέδιο 1959-1965 απέτυχε εξαρχής. Η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε με ρυθμούς αργότερους του αναμενόμενου. Πράγματι οι επενδύσεις ήταν ανεπαρκείς. Η [[κολεκτιβοποίηση]] των αγροτικών γαιών προκάλεσε μια μείωση της παραγωγής και έλλειψη τροφίμων. Οι μισθοί αυξήθηκαν γρηγορότερα του αναμενόμενου εξαιτίας της έλλειψης εργατικών χεριών, κάτι που προκλήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τη φυγή των νέων προς τη Δύση. Ένα σημαντικό λαθρεμπόριο συναλλαγμάτων και εμπορευμάτων, επιβλαβές για την ανατολικογερμανική οικονομία, περνούσε μέσω του Βερολίνου. Η ΛΔΓ βρισκόταν το 1961 στο χείλος της οικονομικής και κοινωνικής κατάρρευσης<ref name="Thalmann"/>.
 
Ολα έδειχναν ότι κυοφορούνταν ένα νέο αντεπαναστατικό πραξικόπημα. Ετσι, μεταξύ 3 και 5 Αυγούστου, τα σοσιαλιστικά κράτη - μέλη του [[Σύμφωνο της Βαρσοβίας|Συμφώνου της Βαρσοβίας]] εξέδωσαν ένα ανακοινωθέν, στο οποίο αναφερόταν ότι «οι υπονομευτικές προσπάθειες στα δυτικοβερολινέζικα σύνορα πρέπει να αναχαιτιστούν και να εγγυηθούν αξιόπιστη φύλαξη και πραγματικό έλεγχο στην περιοχή γύρω από το [[Δυτικό Βερολίνο]]». Στις [[13 Αυγούστου]] [[1961]], η ΓΛΔ<ref name="Thalmann" /> έκανε το αυτονόητο, το οποίο ήδη είχε αργήσει πολλά χρόνια να κάνει. Θεμελίωσε διακριτά κρατικά σύνορα με την έναρξη της ανέγερσης του Aντιφασιστικού Προστατευτικού Τείχους, όπως ήταν το επίσημο όνομά του. Η ανέγερση του τείχους βεβαίως και δημιούργησε προβλήματα σε οικογενειακό επίπεδο (περιορισμός δυνατότητας επίσκεψης για ένα διάστημα Μεταξύ αυτών που προσπαθούσαν να περάσουν παράνομα στην ΟΔΓ ήταν και τα πρώην στελέχη του ναζιστικού καθεστώτος με τις οικογένειές τους. Ηξεραν πολύ καλά ότι στη ΓΛΔ τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα γι' αυτούς, ενώ στην ΟΔΓ θα επιβραβεύονταν με την τοποθέτησή τους σε μια σειρά αξιώματα. Αυτή η μάζα ανθρώπων δεν ήταν καθόλου αμελητέα.<ref name="andre_fontaine">Ο [[Αντρέ Φονταίν (δημοσιογράφος)|André Fontaine]] στο ''Histoire de la guerre froide'', tome 2, {{p.|348}} κάνει λόγο για «περίπου 3 εκατομμύρια», ενώ η ιστοσελίδα [http://www.berlin.de/mauer/geschichte/index.fr.html Berlin.de] κάνει λόγο ότι ''μεταξύ του 1945 και του 1961, σχεδόν 3,6 εκατομμύρια Γερμανοί διέφυγαν της σοβιετικής ζώνης κατοχής και του Ανατολικού Βερολίνου''. Τέλος, σύμφωνα με τον [[Ζαν-Φρανσουά Σουλέ|Jean-François Soulet]]: « Επίσης, από το 1950 ως το 1961, {{formatnum:2609321}} άτομα είχαν εγκαταλείψει την ΛΔΓ για να βρουν καταφύγιο στην ΟΔΓ » στο [http://www.diploweb.com/forum/soulet1.htm]</ref> <ref>Jean-François Soulet, ''La "question allemande" et la désintégration de l'empire soviétique est-européen'', les Cahiers d'histoire immédiate, {{numéro|15}}, {{p.|259-274}}</ref>
==Το τείχος του Βερολίνου==
Από τα τέλη Ιουλίου του 1961 η διεθνής κοινότητα παρακολουθούσε ανήσυχα την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης των [[Η.Π.Α.|Ηνωμένων Πολιτειών]] και της [[Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών|Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών]] γύρω από το θέμα του Δυτικού Βερολίνου. Στις αρχές Ιουνίου το κλίμα των σχέσεων ανάμεσα στις υπερδυνάμεις ήταν θετικό. ''Ανεκτίμητης αξίας'' χαρακτήρισε τη συνάντησή του στη [[Βιέννη]] με τον Σοβιετικό ηγέτη [[Νικίτα Χρουστσόφ]] ο πρόεδρος των Η.Π.Α. [[Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι]]. ''Μέγα και ενθαρρυντικό γεγονός'' την χαρακτήρισε και ο [[Λεονίντ Μπρέζνιεφ]]. Κανείς δεν υποψιαζόταν τη ραγδαία επιδείνωση που θα ακολουθούσε, ούτε όταν αποκαλύφθηκε η επίδοση σοβιετικού υπομνήματος για το θέμα του Δυτικού Βερολίνου στο οποίο η [[Μόσχα]] απειλούσε με τη σύναψη χωριστής συνθήκης ειρήνης με τη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία και την προβολή εμποδίων στην ελεύθερη διακίνηση των δυτικών στρατιωτικών δυνάμεων προς το Δυτικό Βερολίνο, εάν οι Δυτικοί δεν υπέγραφαν συνθήκη ειρήνης με τη Γερμανία. Η Δύση δεκαπέντε χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου καθυστερούσε εσκεμμένα στο θέμα αυτό. Ο λόγος για αυτό ήταν ότι δεν ήθελε να αναγνωρίσει επίσημα την ύπαρξη της Ανατολικής Γερμανίας ως χωριστού κράτους.
 
[[Αρχείο:Winken ueber die Berliner Mauer.jpg|thumb|250px|Μια ηλικιωμένη γυναίκα, γνέφει από το δυτικό τομέα σε γνωστούς της, που βρίσκονται στον ανατολικό τομέα (1961)|εναλλ.=]]
Αν και σταδιακά η ένταση αυξανόταν στο διπλωματικό πεδίο, η κοινή γνώμη αιφνιδιάστηκε όταν στις [[25 Ιουλίου]] ο πρόεδρος Κένεντι απηύθυνε από ραδιοφώνου και τηλεοράσεως διάγγελμα προς τον αμερικανικό λαό σε δραματικούς τόνους:
«''Το Δυτικό Βερολίνο είναι κάτι περισσότερο από σύνδεσμος με τον ελεύθερο κόσμο, είναι φάρος ελπίδας πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα, είναι θυρίδα διαφυγής για τους πρόσφυγες»''.
Την επομένη ο Αμερικανός πρόεδρος ζήτησε από το [[Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών|Κογκρέσο]] εξουσιοδότηση για παράταση της στρατιωτικής θητείας κατά 12 μήνες και δυνατότητα επιστράτευσης 250.000 εφέδρων σε συνδυασμό με αύξηση των συμβατικών εξοπλισμών και άμεση αύξηση των στρατιωτικών κονδυλίων κατά 3,5 δισεκατομμύρια δολάρια.
 
== Οι δύο Γερμανίες ==
Η αγωνία έφτασε στο κατακόρυφο στις [[5 Αυγούστου]], όταν συναντήθηκαν στο [[Παρίσι]] οι υπουργοί Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών [[Ντιν Ρασκ]], της [[Γαλλία|Γαλλίας]] [[Κουβ ντε Μιρβίλ]], της [[Ηνωμένου Βασίλειο|Μεγάλης Βρετανίας]] λόρδος Χιουμ και, σε κάποια φάση, της Δυτικής Γερμανίας [[Χάινριχ φον Μπρεντάνο]], οι οποίοι υιοθέτησαν κοινή γραμμή για την αντιμετώπιση της κρίσης του Δυτικού Βερολίνου, είτε δια διαπραγματεύσεων είτε δια πυρηνικού πολέμου. Η Σοβιετική Ένωση αντέδρασε βίαια. Μιλώντας από την τηλεόραση και το ραδιόφωνο δύο μέρες αργότερα ο Νικίτα Χρουστσόφ ήταν άκρως απειλητικός: «''Διαθέτουμε τα αναγκαία στρατιωτικά μέσα για να μπορέσουμε, σε περίπτωση ιμπεριαλιστικής επίθεσης, όχι μόνο να καταφέρουμε συντριπτικό πλήγμα κατά του εδάφους των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά ταυτόχρονα να καταστήσουμε αβλαβείς τους συμμάχους του επιδρομέα και να καταστρέψουμε τις στρατιωτικές αμερικανικές βάσεις που είναι διεσπαρμένες σε όλο τον κόσμο»''.
[[Αρχείο:Berlin Wall 1961-11-20.jpg|thumb|250px|Ανατολικογερμανοί οικοδόμοι δουλεύουν στο χτίσιμο του τείχους ([[20 Νοεμβρίου]] [[1961]])]]Από το 1946, οι καπιταλιστικές δυνάμεις κατοχής της Γερμανίας διακήρυσσαν ανοιχτά την πρόθεσή τους για δημιουργία δύο γερμανικών κρατών. Στη συνάντηση μεταξύ του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών [[Ernest Bevin]] και του επικεφαλής της βρετανικής ζώνης κατοχής [[John Hynd]] στις [[3 Απριλίου]] [[1946]] υπήρξε συμφωνία ότι δεν ήταν επιθυμητή η δημιουργία γερμανικής κεντρικής διοίκησης ή γερμανικής κυβέρνησης αν -όπως φοβόντουσαν- αυτές ήταν υπό κομμουνιστικό έλεγχο. Γι' αυτό καλούσαν σε δημιουργία κυβέρνησης στη βρετανική ζώνη, η οποία στην πορεία θα ενωνόταν με τις υπόλοιπες δυτικές ζώνες, δημιουργώντας ένα συμπαγές αντισοβιετικό μπλοκ.
 
Οι παραπάνω σκέψεις έγιναν πράξη λίγους μήνες αργότερα. Στις [[2 Δεκεμβρίου]] [[1946]] ο υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ [[J. Byrnes]] και ο Αγγλος ομόλογός του Ε. Bevin, παραβιάζοντας απροσχημάτιστα τις αποφάσεις του [[Πότσδαμ|Πότσνταμ]], υπέγραψαν συμφωνία υπέρ της ενοποίησης των δύο ζωνών κατοχής, της αμερικανικής και της αγγλικής, σε μία (την αποκαλούμενη και [[διζωνία]]). Αργότερα εισχώρησε και η γαλλική ζώνη, δημιουργώντας μία συμπαγή ιμπεριαλιστική ζώνη (την αποκαλούμενη και τριζωνία), η οποία αποτέλεσε το πρόπλασμα για τη δημιουργία της Γερμανίας, δηλαδή της [[Γερμανία|Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.]]
Παράλληλα διεξάχθηκαν πυρετώδεις διαβουλεύσεις μεταξύ των ηγετών των χωρών που ήταν μέλη του [[Σύμφωνο της Βαρσοβίας|Συμφώνου της Βαρσοβίας]] με αποτέλεσμα να απευθύνουν, όπως αποκάλυψε στις [[14 Αυγούστου]] η ''[[Πράβντα]]'', μήνυμα προς την κυβέρνηση και τη Βουλή της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας ''να αποκαταστήσουν στα σύνορα του Δυτικού Βερολίνου μια τάξη που να αποτελεί σταθερό φραγμό εναντίον των υπονομευτικών δραστηριοτήτων που έχουν στόχο τις χώρες του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Τάξη η οποία θα εξασφαλίζει τον αποτελεσματικό έλεγχο και προστασία γύρω από ολόκληρο το Δυτικό Βερολίνο, συμπεριλαμβανομένων των συνόρων του με το δημοκρατικό Βερολίνο''.
 
Πριν φτάσουμε όμως επίσημα στην ίδρυση της ΟΔΓ είχε δημιουργηθεί ένα άλλο πολύ σημαντικό γεγονός, το οποίο αποτέλεσε το πρώτο ξεκάθαρο βήμα από την πλευρά των Δυτικών δυνάμεων για τη διαίρεση της Γερμανίας. Αυτό το βήμα δεν είναι άλλο από τη νομισματική μεταρρύθμιση της [[20 Ιουνίου|20ής Ιουνίου]] [[1948]] στις δυτικές ζώνες (στην [[τριζωνία]]). Με το νόμο για την «Αναδιάταξη του Γερμανικού Νομισματικού Συστήματος» το παλιό μάρκο, το [[ράιχσμαρκ]], αντικαταστάθηκε στις ζώνες κατοχής των καπιταλιστικών χωρών (στην τριζωνία) από το [[Γερμανικό Μάρκο]] (Deutsche Mark - DM), το οποίο καθιερωνόταν ως νέο νόμισμα. Οι Σοβιετικοί βρέθηκαν προ τετελεσμένων. Στις [[23 Ιουνίου]], η [[Σοβιετική Στρατιωτική Διοίκηση στη Γερμανία|Σοβιετική Στρατιωτική Διοίκηση]] (ΣΣΔ) προχώρησε και αυτή σε νομισματική μεταρρύθμιση, αντικαθιστώντας το ράιχσμαρκ με το [[ανατολικογερμανικό μάρκο]]. Στις [[24 Ιουνίου]] οι Δυτικοί επέβαλαν την εισαγωγή του δυτικογερμανικού μάρκου και στο Δυτικό Βερολίνο. Ωστόσο, στο Βερολίνο υπήρχε ελευθερία κίνησης προσώπων και οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις του Δυτικού Βερολίνου μπορούσαν ανενόχλητοι να αγοράζουν φθηνά προϊόντα από το Ανατολικό Βερολίνο. Είναι σαν να κυκλοφορούσαν στην Αθήνα δύο νομίσματα, η ελληνική [[δραχμή]] και η [[τουρκική λίρα]] ή στη Ν. Υόρκη το [[Δολάριο ΗΠΑ|δολάριο]] και το [[ρούβλι]]. Είναι προφανές ότι αυτό το καθεστώς λειτουργούσε εντελώς αποδιαρθρωτικά στις προσπάθειες παραγωγικής ανοικοδόμησης της ΓΛΔ. Μία παρόμοια κατάσταση θα δημιουργούσε τεράστιο πρόβλημα ακόμα και αν προέκυπτε μεταξύ δύο καπιταλιστικών οικονομιών, πόσο μάλλον μεταξύ μιας αδρά στηριζόμενης από παντού καπιταλιστικής οικονομίας και μιας επιφορτισμένης με αποζημιώσεις σοσιαλιστικής, κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας.
Στις [[12 Αυγούστου]] το υπουργικό συμβούλιο της Ανατολικής Γερμανίας υιοθέτησε πραγματικά σχετική απόφαση να κλείσουν τα σύνορα γύρω από τους δυτικούς τομείς του Βερολίνου. Την αυγή της [[13 Αυγούστου|13ης Αυγούστου]] χιλιάδες άνδρες του στρατού και της πολιτοφυλακής του ανατολικογερμανικού καθεστώτος χώρισαν με αγκαθωτά συρματοπλέγματα τους δύο τομείς της πόλης, που μέχρι τότε επικοινωνούσαν ελεύθερα.
 
Τα επόμενα χρόνια, οι κάτοικοι του Δυτικού Βερολίνου αλλά και αυτοί του Ανατολικού Βερολίνου, οι οποίοι όμως εργάζονταν στο Δυτικό, πληρώνονταν με το «σκληρό» δυτικογερμανικό μάρκο, το μετέτρεπαν στη μαύρη αγορά σε ανατολικογερμανικά μάρκα (το ανατολικογερμανικό μάρκο δεν ήταν μετατρέψιμο νόμισμα, δεν υπήρχε νόμιμη αγορά των δύο νομισμάτων) και αγόραζαν τα πολύ φθηνά και επιδοτούμενα από το κράτος ανατολικογερμανικά προϊόντα. Πολλοί από αυτούς απολάμβαναν όλες τις κατακτήσεις της ΓΛΔ, τη δωρεάν Παιδεία και Υγεία, την ελεύθερη πρόσβαση στα πολιτιστικά αγαθά κ.λπ. Επωφελούνταν, δηλαδή, από τα πλεονεκτήματα του σοσιαλιστικού συστήματος χωρίς να προσφέρουν τίποτα σε αυτό. Φυσικά, αυτοί οι εργαζόμενοι ήταν από τους πρώτους που εναντιώθηκαν στο Τείχος. Οι παραπάνω εξελίξεις ισοδυναμούσαν με μία σταθερή αφαίμαξη πόρων τεράστιου μεγέθους για τα δεδομένα της ΓΛΔ στα πρώτα της βήματα.
Μία εβδομάδα αργότερα τα συρματοπλέγματα άρχισαν να αντικαθίστανται από προκατασκευασμένα τμήματα τσιμεντένιων τοίχων. Έτσι δημιουργήθηκε το γνωστό Τείχος του Βερολίνου, που για τριάντα ολόκληρα χρόνια θα ήταν το σύμβολο της αποτυχίας ενός καθεστώτος. Κύριος λόγος της κατασκευής του ήταν όχι η προστασία από εξωτερική επιβουλή, αλλά ή αποτροπή μαζικής φυγής των κατοίκων του.
 
Επίσης, στο βαθμό που δεν είχε προχωρήσει η σοσιαλιστική αναδιάρθρωση της οικονομίας, ασκούνταν ισχυρές ανοδικές, πληθωριστικές πιέσεις και στις τιμές των προϊόντων. Αυτή η πληθωριστική τάση δημιουργούσε σημαντικά προβλήματα στη σχεδιασμένη οικονομία, η οποία, εκτός των άλλων, πρέπει να βασίζεται στον περιορισμό της εμπορευματικής παραγωγής και της αντίστοιχης διακύμανσης των τιμών των προϊόντων.<ref>[[Αν-Μαρί Λε Γκλοανέκ|Anne-Marie Le Gloannec]], ''Un mur à Berlin'', page 47 et suivantes.</ref>[[Αρχείο:Bundesarchiv Bild 183-88222-0002, Berlin, Mauer am Brandenburger Tor.jpg|thumb|left|250px|Το Τείχος του Βερολίνου μπροστά από την Πύλη του Βραδεμβούργου. ]]
Θα αποτελούσε ταυτόχρονα το σύμβολο διαίρεσης της [[Ευρώπη|Ευρώπης]], αλλά και δραματικό σύμβολο ελευθερίας, αφού πολλοί Ανατολικογερμανοί δολοφονήθηκαν από τους μεθοριακούς φρουρούς της Ανατολικής Γερμανίας, καθώς προσπαθούσαν να διαφύγουν στο [[Δυτικό Βερολίνο]].
 
==== Η ίδρυση του Γερμανικού Κράτους ====
Κατά μήκος του τείχους από την ανατολική πλευρά υπήρχε μία ζώνη ελεγχόμενη από τους φρουρούς, γνωστή και ως ''ζώνη θανάτου'', με 302 παρατηρητήρια και 20 φυλάκια σε ένα συνολικό μήκος 115 m. Οι φύλακες είχαν τη διαταγή να πυροβολούν όποιον προσπαθούσε να δραπετεύσει με αποτέλεσμα τα επόμενα χρόνια 192 άνθρωποι να σκοτωθούν στην προσπάθεια να καταφύγουν στη Δύση.
Τη νομισματική μεταρρύθμιση ακολούθησε το δεύτερο και σημαντικότερο βήμα. Αυτό της δημιουργίας ξεχωριστού γερμανικού κράτους στις δυτικές ζώνες κατοχής. Στις [[23 Μαΐου|23 Μαϊου]] [[1949]] ιδρύθηκε η καπιταλιστική Γερμανία, η [[Γερμανία|Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας]] (ΟΔΓ). Επίσημα η δημιουργία ξεχωριστού κράτους από τις τρεις δυτικές ζώνες κατοχής είχε αποφασιστεί από το Δεκέμβριο του [[1947]] στη [[Συνδιάσκεψη του Λονδίνου]].
 
Στις [[7 Οκτωβρίου]] του [[1949]] ιδρύθηκε με τη σειρά της η [[Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας|Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία]] (ΓΛΔ). Στις 10 Οκτώβρη η εξουσία παραδόθηκε από την ΕΣΣΔ στην κυβέρνηση της ΓΛΔ. Στις 11 Οκτώβρη ο [[Βίλχελμ Πικ]] ψηφίζεται πρώτος Πρόεδρος της ΓΛΔ. Οι Σοβιετικοί και οι Ανατολικογερμανοί πιέζουν σταθερά για την εφαρμογή του Πότσνταμ και τη μη διαίρεση της Γερμανίας. Στις 23 Μάη 1948 διατυπώνουν επίσημα την πρόταση για δημοψήφισμα όλων των Γερμανών, έτσι ώστε να πουν οι Γερμανοί τη γνώμη τους γι' αυτό που ήδη είχε διακηρυχτεί στο Πότσνταμ, τη δημιουργία ενιαίας Γερμανίας. Οι ζώνες κατοχής των καπιταλιστικών κρατών αμέσως απαγόρευσαν το δημοψήφισμα στις δικές τους ζώνες. Από τη μεριά τους οι Ανατολικογερμανοί και οι Σοβιετικοί ακόμα και την ίδρυση της ΓΛΔ την έβλεπαν σαν πρώτο βήμα για τη δημιουργία της ενιαίας Γερμανίας. Για άλλη μια φορά το ΕΣΚΓ (Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανίας, το κόμμα που καθοδηγούσε τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, που ιδρύθηκε στις 21 Απρίλη 1946 μετά από συνένωση του Κομμουνιστικού και του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της ανατολικής ζώνης) ζήτησε το 1952 να εγκριθεί με δημοψήφισμα το αίτημα της ενιαίας Γερμανίας. Τα καπιταλιστικά κράτη όμως αντιστάθηκαν σθεναρά. Το 1952 ο Στάλιν απέστειλε στον καγκελάριο της ΟΔΓ Κόνραντ Αντενάουερ ένα σημείωμα, με το οποίο ζητούσε την επανένωση της Γερμανίας, σύμφωνα με τα υπογεγραμμένα στο Πότσνταμ, απόσυρση όλων των ξένων στρατευμάτων από το γερμανικό έδαφος, απόδοση δημοκρατικών δικαιωμάτων και δημιουργία εθνικού στρατού του ενιαίου κράτους. Ο μοναδικός όρος για όλα αυτά ήταν η δήλωση ουδετερότητας της ενιαίας Γερμανίας. Οι Σοβιετικοί προσπαθούσαν μόνοι τους να τηρήσουν τις αποφάσεις του Πότσνταμ.[[Αρχείο:Berliner Mauer mit Panzersperren (Liesenstraße-Gartenstraße 1980).jpg|thumb|350px|left|Η είσοδος του προαστιακού σιδηροδρόμου προς τον ανατολικό τομέα στις οδούς Λίζενστράσε/Γκάρτενστράσε το 1980]]
Οι Δυτικοί διαμαρτυρήθηκαν έντονα, αλλά καθώς τα περιοριστικά μέτρα αφορούσαν μόνο τους Ανατολικογερμανούς και οι Σοβιετικοί φρόντιζαν να μη θιχτούν τα δικαιώματα των δυτικών δυνάμεων, οι αντιδράσεις τους περιορίστηκαν σε προφορικά ή γραπτά διαβήματα.
 
Η ένταση αυξήθηκε κατακόρυφα όταν στις [[31 Αυγούστου]] [[1961]] η Σοβιετική Ένωση προέβη σε δήλωση ότι θα επαναληφθούν οι δοκιμές πυρηνικών όπλων ''για να μπορεί να φτάσει το όπλο της τιμωρίας στην ίδια τη φωλιά του επιδρομέα''.
 
Από την επόμενη κιόλας ημέρα άρχισε μία πρωτοφανής σειρά 16 πυρηνικών σοβιετικών δοκιμών μέσα στο Σεπτέμβριο, η οποία κατέληξε στις [[24 Οκτωβρίου|24]] και [[30 Οκτωβρίου]] σε δύο τρομοκρατικές δοκιμές ''υπερβομβών'' για την εποχή εκείνη, 30 και 50 μεγατόνων αντίστοιχα, που προκάλεσαν πανικό στη Δύση, καθώς οι Η.Π.Α. και το [[ΝΑΤΟ]] δεν διέθεταν πυρηνικά όπλα τόσο μεγάλης ισχύος.
 
Μετά την επίσκεψη του Σοβιετικού ηγέτη [[Μιχαήλ Γκορμπατσώφ]] στη Δυτική Γερμανία το [[1989]], η [[Ουγγαρία]] άνοιξε τα σύνορά της με την [[Αυστρία]]. Αυτό επέτρεπε τους Ανατολικογερμανούς να διαφύγουν προς τη δύση. Εν τω μεταξύ οι διαμαρτυρίες και οι πορείες κατά της κυβέρνησης πλήθαιναν και τελικά στις [[9 Νοεμβρίου]] [[1989]] οι περιορισμοί για τη διέλευση των συνόρων τερματίστηκαν. Από τότε τα περισσότερα κομμάτια του τείχους αποσυναρμολογήθηκαν. Το πιο διάσημο κομμάτι είναι μήκους 1326 μέτρων, βρίσκεται κατά μήκος της Muhlenstrasse και είναι διακοσμημένο με 106 τοιχογραφίες.
 
Το Τείχος του Βερολίνου έπεσε τη νύχτα της Πέμπτης 9 προς Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 1989, μετά από 28 χρόνια. Στην πτώση του συνέβαλλαν πολλοί παράγοντες. Ο σημαντικότερος ήταν η πολιτική του Γενικού Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης Μιχαήλ Γκορμπατσώφ. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ο Γκορμπατσώφ κατάργησε το Δόγμα Μπρέζνιεφ και επέτρεψε στις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας να επιλέξουν ελεύθερα το δρόμο που θα ακολουθούσε κάθε μία στην εσωτερική και διεθνή πολιτική. Εκμεταλλευόμενες τη νέα γραμμή, οι χώρες του Ανατολικού Συνασπισμού, η μία μετά την άλλη, άρχισαν να ανοίγουν τα σύνορά τους προς τη Δύση, να καταλύουν τα κομμουνιστικά τους καθεστώτα και να εκλέγουν δημοκρατικές κυβερνήσεις.
 
Σήμερα, λίγα κομμάτια του Τείχους έχουν απομείνει αφού το μεγαλύτερο μέρος του έχει κατεδαφιστεί. Τρία τμήματα μένουν ακόμα όρθια: ένα μήκους 80 μέτρων τμήμα του «πρώτου Τείχους» στο σημείο που βρίσκονταν τα αρχηγεία της Γκεστάπο (ανάμεσα στο σημείο ελέγχου Τσάρλι και την πλατεία Ποτσντάμερ), ένα μακρύτερο τμήμα του δεύτερου τείχους, κατά μήκος του ποταμού Σπρέε, κοντά στη γέφυρα Oberbaumbrücke, γνωστό σήμερα ως East Side Gallery, και ένα τρίτο τμήμα στην Bernauer Straße το οποίο μετατράπηκε σε μνημείο το 1999. Ακόμη, κάποια άλλα μικρότερα τμήματα και λίγα φυλάκια βρίσκονται διασκορπισμένα στην πόλη του Βερολίνου. Όλα τα κομμάτια του τείχους έχουν υποστεί αλλοιώσεις κυρίως από τουρίστες οι οποίοι αφαιρούσαν υλικό από το τείχος για να το κρατήσουν ως σουβενίρ ή να το πουλήσουν. Μέχρι και σήμερα υπάρχουν καταστήματα σουβενίρ στο Βερολίνο τα οποία πουλάνε μικρά κομμάτια από το τείχος με ή χωρίς πιστοποιητικό αυθεντικότητας.
 
Το ανατολικό μέρος του τείχους είναι σήμερα καλυμμένο από γκράφιτι τα οποία δεν υπήρχαν όταν το Τείχος φρουρούταν από οπλισμένους στρατιώτες της Ανατολικής Γερμανίας. Το 1990, 118 καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο κλήθηκαν να διακοσμήσουν τα τμήματα του Τείχους που δεν είχαν καταστραφεί. Το 2008, και ενόψει της επετείου των 20 ετών από την πτώση του Τείχους ένα χρόνο αργότερα, ξεκίνησε ένα πολυδάπανο σχέδιο για την αποκατάσταση των τοιχογραφιών αυτών, με τη συμμετοχή μάλιστα και πολλών από τους 118 καλλιτέχνες που δημιούργησαν τα έργα[3].
 
Σε πολλά τουριστικά σημεία της πόλης, ο Δήμος έχει τοποθετήσει πέτρινες πλάκες κατά μήκος της διαδρομής του Τείχους και μεταλλικές επιγραφές που αναγράφουν: “Berliner Mauer 1961-1989”.
 
== Ανέγερση του τείχους ==
[[Αρχείο:Winken ueber die Berliner Mauer.jpg|thumb|250px|Μια ηλικιωμένη γυναίκα, μετά από τρεις ώρες αναμονής, γνέφει από το δυτικό τομέα σε γνωστούς της, που βρίσκονται στον ανατολικό τομέα (1961)]]
[[Αρχείο:Berlin Wall 1961-11-20.jpg|thumb|250px|Ανατολικογερμανοί οικοδόμοι δουλεύουν στο χτίσιμο του τείχους ([[20 Νοεμβρίου]] [[1961]])]]
[[Αρχείο:Bundesarchiv Bild 183-88222-0002, Berlin, Mauer am Brandenburger Tor.jpg|thumb|left|250px|Το Τείχος του Βερολίνου μπροστά από την Πύλη του Βραδεμβούργου. ]]
 
Τα σχέδια για την ανέγερση τείχους στο Βερολίνο ήταν ένα από τα πιο καλά κρυμμένα κρατικά μυστικά της ανατολικογερμανικής κυβέρνησης. Το τείχος χτίστηκε με εντολή της ηγεσίας του [[Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανίας|Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος]] (SED, το ΚΚ της Ανατολικής Γερμανίας) από οικοδόμους υπό την προστασία και την επιτήρηση της αστυνομίας και του στρατού, παρά τις διαβεβαιώσεις του [[Βάλτερ Ούλμπριχτ]] (Walter Ulbricht). Σε μια διεθνή συνέντευξη τύπου στο Ανατολικό Βερολίνο στις [[15 Ιουνίου]] [[1961]] τέθηκε στον ηγέτη της Ανατολικής Γερμανίας σχετική ερώτηση από τη δυτικογερμανίδα δημοσιογράφο [[Ανναμαρί Ντόερ]] (Annamarie Doherr). Και εκείνος απάντησε:
 
«Την ερώτησή σας την αντιλαμβάνομαι ως εξής: υπάρχουν άνθρωποι στη Δυτική Γερμανία, που θέλουν να κινητοποιήσουμε τους οικοδόμους της πρωτεύουσας της ΛΔΓ για να χτίσουμε ένα τείχος. Δεν έχω ακούσει να υπάρχει τέτοια πρόθεση. Οι οικοδόμοι της πρωτεύουσας ασχολούνται ως επί το πλείστον με την ανέγερση κατοικιών και εκεί επιστρατεύουν όλες τους τις δυνάμεις. Κανείς δεν σκοπεύει να χτίσει τείχος!'''»
 
Έτσι, ο Ούλμπριχτ ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο «τείχος» με αυτή την έννοια, δύο μήνες πριν χτιστεί πραγματικά.
 
Πληροφορίες για το σχεδιασμό «δραστικών μέτρων» με σκοπό τη στεγανοποίηση του Δυτικού Βερολίνου έφθαναν στις μυστικές υπηρεσίες των Δυτικών Συμμάχων, ωστόσο η συγκεκριμένη χρονική στιγμή και η έκταση των μέτρων τους εξέπληξαν. Καθώς ο αποκλεισμός δεν περιόριζε τα δικαιώματα πρόσβασής τους στο Δυτικό Βερολίνο, δεν μπορούσαν να επέμβουν. Σχετικές πληροφορίες έφθασαν και στην [[Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών]] (BND) της Δυτικής Γερμανίας ήδη από τα μέσα Ιουλίου. Μετά την επίσκεψη του Β. Ούλμπριχτ στον ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης [[Νικίτα Χρουστσώφ]] στα πλαίσια της συνάντησης κορυφής των χωρών του [[Σύμφωνο της Βαρσοβίας|Συμφώνου της Βαρσοβίας]] στη Μόσχα στις 3-5 Αυγούστου [[1961]], η δυτικογερμανική Υπηρεσία Πληροφοριών καταγράφει στην εβδομαδιαία αναφορά της στις [[9 Αυγούστου]]:
 
«Οι πληροφορίες που διαθέτουμε δείχνουν πως το καθεστώς του Πάνκοβ (Pankow) (ενν. η ανατολικογερμανική κυβέρνηση) επιδιώκει να εξασφαλίσει την έγκριση της Μόσχας για να θέσει σε εφαρμογή δραστικά μέτρα αποκλεισμού, που θα περιλάμβαναν κυρίως τη στεγανοποίηση των συνόρων ανάμεσα στους τομείς του Βερολίνου και τη διακοπή της κυκλοφορίας του προαστιακού σιδηροδρόμου και του μετρό στην πόλη. Περιμένουμε να δούμε πόσο κατάφερε να πείσει ο Ούλμπριχτ τη Μόσχα με αυτές του τις κρούσεις».
 
Πραγματικά, ο Ούλμπριχτ παρουσίασε την κατάσταση της χώρας του με τα πιο μελανά χρώματα και υπαινίχθηκε ότι αν δεν λαμβάνονταν μέτρα ενάντια στη φυγή του πληθυσμού, η ΛΔΓ θα ήταν πολύ σύντομα ανίκανη να εκπληρώσει τις οικονομικές υποχρεώσεις της απέναντι στη Σοβιετική Ένωση. Τελικά συμφωνήθηκε να χωριστούν με συρματόπλεγμα οι δύο τομείς του Βερολίνου και, αν δεν υπάρξουν αντιδράσεις από τη Δύση, να χτιστεί τελικά ένα τείχος. Στην ανακοίνωση που συντάχθηκε μετά συνάντηση του Συμφώνου της Βαρσοβίας και δημοσιεύτηκε τη μέρα της ανέγερσης του Τείχους, οι χώρες που έλαβαν μέρος εξέφραζαν την κοινή πρόθεσή τους «να κλείσουν τα σύνορα του Δυτικού Βερολίνου για τις ανατρεπτικές ενέργειες εναντίον των χωρών του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και να εξασφαλίσουν την αποτελεσματική φύλαξη και τον έλεγχο γύρω από την περιοχή του Δυτικού Βερολίνου». Στις [[11 Αυγούστου]] κυρώθηκαν τα αποτελέσματα της συνδιάσκεψης της Μόσχας από τη βουλή της ΛΔΓ και δόθηκε η εξουσιοδότηση στο Υπουργικό Συμβούλιο να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα. Το Υπουργικό Συμβούλιο της ΛΔΓ ενέκρινε στις [[12 Αυγούστου]] την κινητοποίηση ένοπλων δυνάμεων για την κατάληψη των συνόρων προς το Δυτικό Βερολίνο και το στήσιμο οδοφραγμάτων.
 
Το Σάββατο 12 Αυγούστου έφτασε στη δυτικογερμανική Υπηρεσία Πληροφοριών η ακόλουθη αναφορά από το Ανατολικό Βερολίνο: «Στις 11 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε σύσκεψη, στην οποία συμμετείχαν οι κομματικοί επίτροποι των εκδοτικών επιχειρήσεων του κόμματος και άλλοι κομματικοί παράγοντες στην Κεντρική Επιτροπή του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος. Σ’ αυτή διαπιστώθηκε μεταξύ άλλων... Η συνεχιζόμενη αύξηση του κύματος προσφύγων επιβάλλει την εφαρμογή μέτρων αποκλεισμού του ανατολικού τομέα του Βερολίνου και της Σοβιετικής Ζώνης Κατοχής τις επόμενες ημέρες και όχι, όπως πρόβλεπε αρχικά το σχέδιο, σε 14 μέρες. Ακριβής ημερομηνία δεν αναφέρθηκε.»
 
[[Αρχείο:Berliner Mauer mit Panzersperren (Liesenstraße-Gartenstraße 1980).jpg|thumb|350px|left|Η είσοδος του προαστιακού σιδηροδρόμου προς τον ανατολικό τομέα στις οδούς Λίζενστράσε/Γκάρτενστράσε το 1980]]
 
Τη νύχτα από 12 προς [[13 Αυγούστου]] [[1961]] μονάδες του [[Εθνικός Λαϊκός Στρατός (Ανατολική Γερμανία)|Εθνικού Λαϊκού Στρατού]], 5.000 συνοριοφύλακες, 5.000 αστυνομικοί και 4.500 μέλη των [[Εργατικά Τάγματα Μάχης|Εργατικών Ομάδων Μάχης]] άρχισαν να κλείνουν τους δρόμους και τις τροχιές των μέσων μεταφοράς προς το Δυτικό Βερολίνο. Οι σοβιετικές δυνάμεις παρέμεναν σε συναγερμό μάχης σταθμευμένες στις μεθοριακές διαβάσεις που προβλέπονταν για τους Συμμάχους. Όλες οι συγκοινωνίες μεταξύ των δύο τομέων της πόλης διακόπηκαν. Ήδη από το Σεπτέμβριο του 1961 άρχισαν ωστόσο να κυκλοφορούν μερικές γραμμές του προαστιακού σιδηροδρόμου και του μετρό περνώντας από σήραγγες κάτω από ανατολικογερμανικό έδαφος, χωρίς όμως να σταματούν στους αποκαλούμενους πια «σταθμούς-φαντάσματα». Ο [[Έριχ Χόνεκερ]] ήταν εκείνη την εποχή Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής για θέματα ασφαλείας και είχε την πολιτική ευθύνη του συνολικού σχεδιασμού και της ανέγερσης του τείχους για λογαριασμό της ηγεσίας του κόμματος. Τα μέσα ενημέρωσης εμφάνιζαν το Τείχος σαν κοινή επιχείρηση των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας και σαν χρήση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, ενώ επαναλάμβαναν την αντιδυτική ρητορεία της συνάντησης των προηγούμενων ημερών. Η επίσημη ανακοίνωση τελείωνε με μια επισήμανση που αποκάλυπτε όλη την υποκρισία και την αντιφατικότητα των προηγούμενων ρητορισμών: τα σύνορα δεν θα επιτρεπόταν πια να τα περνούν οι πολίτες της ΛΔΓ χωρίς ειδική άδεια.
 
Μόνον από τις ένοπλες μονάδες που διατέθηκαν για τη φύλαξη λιποτάκτησαν και διέφυγαν προς το Δυτικό Βερολίνο τις πρώτες μέρες 85 άνδρες, ενώ πέτυχαν 216 απόπειρες διαφυγής από τις συνολικά 400. Αξέχαστες θα μείνουν οι διάσημες εικόνες προσφύγων που κατέβαιναν με σεντόνια από τα παράθυρα των σπιτιών στους δρόμους που βρίσκονταν πάνω στα σύνορα. Αξέχαστος θα μείνει, επίσης, ο συνοριοφύλακας [[Κόνραντ Σούμαν]] που, ενώ ήταν σκοπός στην Μπέρνάουερ-Στράσε, υπερπήδησε το συρματόπλεγμα κρατώντας το όπλο του και βρέθηκε στο Δυτικό Βερολίνο.
 
[[Αρχείο:Kennedy in Berlin.jpg|thumb|250px|Οι Κένεντυ και Αντενάουερ στο Τείχος του Βερολίνου]]
 
== Αντιδράσεις στη Δυτική Γερμανία ==
 
Ο Αντενάουερ μαζί με τους Αμερικανούς, τους Βρετανούς και τους Γάλλους συνέχισαν στην ίδια γραμμή, απορρίπτοντας όλες αυτές τις προτάσεις. Ο ίδιος ο Αντενάουερ ανοιχτά είχε δηλώσει ότι προτιμούν να ελέγχουν εξολοκλήρου τη μισή Γερμανία παρά κατά το ήμισυ ολόκληρη τη Γερμανία.
Την ίδια κιόλας ημέρα ο ομοσπονδιακός καγκελάριος [[Κόνραντ Αντενάουερ]] κάλεσε από το ραδιόφωνο τον πληθυσμό να παραμείνει ήρεμος και ψύχραιμος, επικαλούμενος μέτρα αντιμετώπισης της κατάστασης από κοινού με τους Συμμάχους, χωρίς όμως να γίνει πιο συγκεκριμένος. Δύο εβδομάδες πέρασαν πριν επισκεφθεί το Δυτικό Βερολίνο. Μόνο ο δήμαρχος και κυβερνήτης του Δυτικού Βερολίνου [[Βίλλυ Μπραντ]] διαμαρτυρήθηκε έντονα κατά της περιχαράκωσης και της οριστικής διαίρεσης της πόλης, στους τρεις Δυτικούς διοικητές, στους οποίους και κατήγγειλε ότι η Ανατολική Γερμανία είχε καταλάβει πραξικοπηματικά το Ανατολικό Βερολίνο και είχε καταργήσει το καθεστώς της τετραμερούς κατοχής της πόλης και συνεπώς η ενέργεια αυτή αιτιολογούσε αντίποινα, δεν είχε όμως καμιά ουσιαστική δύναμη στα χέρια του. Μάταια οι κάτοικοι του δυτικού τμήματος περίμεναν κάποια ένδειξη ότι οι [[ΗΠΑ]] θα τους βοηθούσαν όπως το 1948. Την ίδια κιόλας χρονιά τα δυτικογερμανικά κρατίδια ίδρυσαν την Κεντρική Δικαστική Υπηρεσία Τεκμηρίωσης (Zentrale Erfassungsstelle der Landesjustizverwaltungen) στο Ζάλτσγκίτερ (Salzgitter), για την καταγραφή των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο έδαφος της ΛΔΓ, εκφράζοντας έτσι τουλάχιστο συμβολικά τον αποτροπιασμό τους για το ανατολικογερμανικό καθεστώς. Στις [[16 Αυγούστου]] [[1961]] πραγματοποιήθηκε εκδήλωση διαμαρτυρίας με τη συμμετοχή του [[Βίλλυ Μπραντ]] και 300.000 Δυτικοβερολινέζων μπροστά από το δημαρχείο του Σένεμπεργκ (Schöneberg).
 
Φυσικά όλοι, μεταξύ των οποίων και ο Αντενάουερ, ήξεραν ότι εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να υπάρχει μία Γερμανία και γενικά ένα κράτος κατά 50% καπιταλιστικό και κατά 50% σοσιαλιστικό. Με λίγα λόγια ή θα ήταν κράτος καπιταλιστικό ή κράτος σοσιαλιστικό. Τρίτος δρόμος δεν υπήρχε. Αρα και αυτό το «ενιαίο γερμανικό, αποστρατικοποιημένο, αποναζιστικοποιημένο, δημοκρατικά οργανωμένο κράτος» του Πρωτοκόλλου του Πότσνταμ θα έπρεπε να ξεκαθαρίσει τον ταξικό του χαρακτήρα. Σε αυτό το ζήτημα, οι Δυτικοί δεν έδειξαν καμία ταλάντευση, δεδομένου ότι η μεταπολεμική κατάσταση εμπεριείχε τη δυνατότητα να κινδυνέψει η εξουσία του κεφαλαίου σε πολλές περιοχές και των δυτικών ζωνών κατοχής. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Βρετανού αξιωματούχου [[Sir Orme]] ότι «αν παραμελήσουμε αυτό το καθήκον (σ.σ. τη δημιουργία αντισοβιετικού μπλοκ από τις δυτικές ζώνες κατοχής), η εναλλακτική θα μπορούσε να είναι κομμουνισμός μέχρι το [[Ρήνος|Ρήνο]]».
== Αντιδράσεις των Συμμάχων ==
 
Από την πλευρά των σοσιαλιστικών κρατών, η υπερεκτίμηση του μεταπολεμικού συσχετισμού δυνάμεων και αργότερα η κοινοβουλευτική αντίληψη για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό δημιούργησαν αυταπάτες για τη δυνατότητα να «τραβηχτεί» ειρηνικά η Δυτική Γερμανία στη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Σε αυτό το πλαίσιο η δημιουργία της ΓΛΔ είχε περισσότερο μεταβατικό χαρακτήρα με σκοπό την ενιαία Γερμανία. Χαρακτηριστικό είναι ότι στο πρώτο σύνταγμα της ΓΛΔ δεν ορίζεται ούτε ξεχωριστή σημαία ούτε εθνόσημο, αφού αυτά θα γίνονταν στην ενιαία Γερμανία. Η γνωστή σημαία της ΓΛΔ, με το έμβλημα με το σφυρί και το διαβήτη κυκλωμένα από στάχυ πάνω στη μαύρη, την κόκκινη και την κίτρινη ρίγα, καθιερώθηκε την 1η Οκτώβρη 1959, δέκα χρόνια ακριβώς μετά την ίδρυση της ΓΛΔ.
Οι αντιδράσεις των δυτικών συμμάχων ήταν αργές και οι ηγέτες τους βρίσκονταν σε διακοπές, τις οποίες δεν θεώρησαν αναγκαίο να διακόψουν. 20 ώρες πέρασαν μέχρι την εμφάνιση στρατιωτικών περιπόλων στα σύνορα και 40 μέχρι την επίδοση διαμαρτυρίας στο σοβιετικό στρατιωτικό διοικητή του Βερολίνου. 72 ώρες χρειάστηκαν για να επιδοθούν επίσημες νότες διαμαρτυρίας σύμφωνα με τους διπλωματικούς τύπους στη [[Μόσχα]]. Διαδόθηκαν φήμες πως οι Σοβιετικοί είχαν ενημερώσει από πριν τους δυτικούς συμμάχους και τους είχαν διαβεβαιώσει πως δεν θα θίξουν τα δικαιώματά τους στο Δυτικό Βερολίνο. Είναι αλήθεια ότι μετά την εμπειρία του εμπάργκο της πόλης και τα επανειλημμένα τελεσίγραφα του Χρουστσώφ, το 1958 και τον Ιούνιο του 1961, με τα οποία ζητούσε την αποστρατικοποίηση του Βερολίνου και την κήρυξή του σε ελεύθερη πόλη, οι δυτικοί σύμμαχοι ανησυχούσαν διαρκώς για το καθεστώς του Βερολίνου. Ήδη στις 5 Αυγούστου είχε προκαλέσει σάλο ο γερουσιαστής Ουίλιαμ Φούλμπράιτ (William Fullbright), όταν αναρωτήθηκε γιατί οι Ανατολικογερμανοί δεν κλείνουν τα σύνορά τους, όπως έχουν δικαίωμα. Μπροστά στα απειλητικά αιτήματα του Χρουστσόφ για αποστρατικοποίηση του Βερολίνου, ο πρόεδρος των ΗΠΑ [[Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι]] παραιτήθηκε από τα δικαιώματα που είχαν όλες οι νικήτριες δυνάμεις σε ολόκληρο το Βερολίνο, έθεσε τα όρια της ανοχής του στην εξασφάλιση της προσβασιμότητας και βιωσιμότητας του Δυτικού Βερολίνου και σχεδόν «υπέδειξε» τη λύση της διχοτόμησης της πόλης.
 
Στις [[9 Μαΐου|9 Μαϊου]] [[1955]], η ΟΔΓ μπήκε στο [[ΝΑΤΟ]]. Τα πράγματα πλέον ήταν ξεκάθαρα. Η ΟΔΓ ήταν πλέον προμαχώνας της αντιπαράθεσης του ιμπεριαλισμού με το σοσιαλισμό. Σε απάντηση στην προσχώρηση της ΟΔΓ στο ΝΑΤΟ και αφού η απειλή πλέον γιγαντώθηκε, ιδρύθηκε από 8 ευρωπαϊκές σοσιαλιστικές χώρες, στις 14 Μαϊου, η «Συνθήκη της Φιλίας, Συνεργασίας και Αμοιβαίας Βοήθειας», γνωστή και ως [[Σύμφωνο της Βαρσοβίας]], στο οποίο προσχώρησε και η ΓΛΔ. Ενα χρόνο μετά την προσχώρηση της ΟΔΓ στο ΝΑΤΟ και δύο μήνες μετά την ίδρυση του στρατού της ΟΔΓ ([[Bundeswehr]]) ιδρύθηκε ο εθνικός λαϊκός στρατός της ΓΛΔ ([[Nationale Volksarmee]]).
Οι Δυτικοί, λοιπόν, είδαν με ανακούφιση το γεγονός ότι με το τείχος παγιωνόταν το καθεστώς του Βερολίνου, «τσιμεντωνόταν» με όλη τη σημασία της λέξης. Ο Κέννεντυ δήλωσε: «Δεν είναι και πολύ ωραία λύση, είναι όμως χίλιες φορές καλύτερη από τον πόλεμο». «Οι Ανατολικογερμανοί», δήλωσε ο Βρετανός πρωθυπουργός Χάρολντ Μακμίλλαν (Harold MacMillan), «σταματούν το κύμα προσφύγων και οχυρώνονται πίσω από ένα ακόμα πιο αδιαπέραστο Σιδηρούν Παραπέτασμα. Σ’ αυτό δεν υπάρχει τίποτα παράνομο».
 
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι δε χωράει η παραμικρή αμφισβήτηση του γεγονότος ότι η αθέτηση των αποφάσεων του Πότσνταμ για δημιουργία ενιαίου, αποστρατικοποιημένου, αποναζιστικοποιημένου, δημοκρατικά οργανωμένου γερμανικού κράτους βαραίνει ''αποκλειστικά'' τις Δυτικές δυνάμεις, τις ΗΠΑ, την Αγγλία και τη Γαλλία. Αφού το αποφάσισαν από το Δεκέμβρη του 1947 στο Λονδίνο, δεν αλλαξαν τις θέσεις τους. Διαχώρισαν το κομμάτι τους οικονομικά (νομισματική μεταρρύθμιση στις 20 Ιούνη 1948), κρατικά (ίδρυση της ΟΔΓ την 23 Ιούνη 1949) και στρατιωτικά (δημιουργία στρατού της ΟΔΓ και προσχώρηση στο ΝΑΤΟ το 1955). Αυτό που πρέπει να κατανοηθεί για να γίνουν αντιληπτές οι κινήσεις του κάθε κράτους είναι ότι οι αποφάσεις του Πότσνταμ βασίζονταν σε ένα συγκεκριμένο συσχετισμό δύναμης και δεν μπορούσαν παρά να εκφράζουν έναν προσωρινό συμβιβασμό.<ref>όπ.π., σελ.207</ref>
Στις [[22 Φεβρουαρίου]] του [[1962]], ο υπουργός Δικαιοσύνης των [[Η.Π.Α.]] [[Ρόμπερτ Κένεντι]], έχοντας μαζί του τον δήμαρχο της πόλης και μετέπειτα Δυτικογερμανό καγκελάριο [[Βίλλυ Μπραντ]], επισκέφτηκε το Τείχος του Βερολίνου, το οποίο και παρατήρησε ανεβασμένος σε μία εξέδρα στην πλατεία Πότσνταμ του Δυτικού Βερολίνου.
 
Ο Κένεντυ τουλάχιστον παρέμεινε αμετακίνητος στη διατήρηση της προσβασιμότητας και βιωσιμότητας του Δυτικού Βερολίνου. Για να επιβεβαιώσει ότι οι προσβάσεις προς την πόλη έμειναν ανοιχτές, έστειλε 1.500 στρατιώτες μέσω της οδού τράνζιτ που τη συνέδεε με τη Δυτική Γερμανία περνώντας από ανατολικογερμανικό έδαφος, καθώς επίσης και τον αντιπρόεδρο [[Λύντον Τζόνσον]] (Lyndon B. Johnson), που έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους Δυτικοβερολινέζους. Η αξίωση του ηγέτη της ΛΔΓ [[Βάλτερ Ούλμπριχτ]], να ελέγχει η αστυνομία του τους αξιωματικούς και το πολιτικό προσωπικό των συμμάχων, απορρίφθηκε κατηγορηματικότατα από τους Αμερικανούς. Στο τέλος αναγκάστηκε και ο ίδιος ο διοικητής των Σοβιετικών Ενόπλων Δυνάμεων στη Γερμανία να επέμβει κατευναστικά στους κομματικούς παράγοντες της ΛΔΓ γι’ αυτό το θέμα.
 
Οι Δυτικοί αξιοποίησαν το γεγονός προπαγανδιστικά για να καταδικάσουν το ''Τείχος του αίσχους'' και τη βαρβαρότητα του ανατολικού κόσμου. Ο ίδιος ο πρόεδρος Κένεντυ θα εκφωνήσει μπροστά του την περίφημη ομιλία του, στην οποία σε άπταιστα γερμανικά, δήλωνε πως και ο ίδιος ήταν ένας Βερολινέζος («ich bin ein Berliner»)<ref>όπ.π., σελ.207</ref>
 
== Η διαιρεμένη χώρα ==
[[Αρχείο:mauerbrandenburgertor87.jpg|thumb|300px|Η [[Πύλη του Βραδεμβούργου]] το 1987, άποψη από τα δυτικά]]
[[Αρχείο:Occupied Berlin.svg|μικρογραφία|Οι τρείς κατεχόμενες περιοχές στο Βερολίνο. Η λεγόμενη "Τριζωνία".]]
Οι κάτοικοι του Δυτικού Βερολίνου δεν μπορούσαν πλέον να εισέρχονται ελεύθερα στην Ανατολική Γερμανία ήδη από την 1η Ιουνίου 1952. Μετά από επίπονες διαπραγματεύσεις συμφωνήθηκε τελικά, το 1963, μια ρύθμιση, που επέτρεπε σε μερικές εκατοντάδες χιλιάδες Δυτικοβερολινέζους να επισκέπτονται συγγενείς τους στις ανατολικές συνοικίες της πόλης τα Χριστούγεννα.
Οπως ήδη είδαμε, οι Δυτικοί ιεραρχούσαν την «προσέλκυση» ανθρώπινου δυναμικού από τη ΓΛΔ με σκοπό την πρόκληση ρήγματος στο εσωτερικό της, αλλά και με πιο άμεσο στόχο την παρεμπόδιση της οικονομικής της ανάπτυξης. Στόχευαν σε συγκεκριμένα στρώματα του πληθυσμού, τα οποία ήταν τα πιο εξειδικευμένα και φυσικά τα λιγότερο πειθαρχημένα και μαχητικοποιημένα στην υπόθεση του σοσιαλισμού. Οι αστοί ξέρουν πολύ καλά να παίζουν με τη διάθεση πλουτισμού και τις προσωπικές φιλοδοξίες. Ξέρουν πολύ καλά να εκμεταλλεύονται προς όφελός τους την αστική, τη μη κομμουνιστική στάση απέναντι στην εργασία. Οι Δυτικογερμανοί πλήρωναν πολλές φορές μισθούς καλύτερους απ' ό,τι στους δικούς τους πολίτες για να προκαλέσουν ρήγμα στη ΓΛΔ. Επίσης, πολύ μεγάλες ήταν οι φοροαπαλλαγές γι' αυτούς που πήγαιναν στην ΟΔΓ. Είναι γνωστές οι περιπτώσεις, όπου Ανατολικογερμανοί, ενώ σπούδαζαν εντελώς δωρεάν στα πολύ υψηλής ποιότητας πανεπιστήμια της ΓΛΔ, έχοντας στη διάθεσή τους δωρεάν κατοικία και ό,τι άλλο χρειαζόταν για τις σπουδές τους, εξασφάλιζαν υψηλές αμοιβές στα δυτικογερμανικά μονοπώλια όταν τελείωναν τις σπουδές τους και μετακόμιζαν (μέχρι να χτιστεί το τείχος το 1961) στην ΟΔΓ. Αυτό είχε ένα τεράστιο κόστος για τη ΓΛΔ. Από τη μία η ΓΛΔ χρηματοδοτούσε κάτι παραπάνω από αδρά τις εντελώς δωρεάν σπουδές και όλες τις άλλες κοινωνικές υπηρεσίες προς τους Ανατολικογερμανούς και από την άλλη έχανε στη συνέχεια την εργασία τους. Οι οικονομικές απώλειες μέχρι το 1961 έχουν υπολογιστεί από τον Δυτικογερμανό οικονομολόγο [[Fritz Baade]] σε 100 έως 130 εκατομμύρια μάρκα. Για ένα σχετικά μικρό γεωγραφικά και πληθυσμιακά κράτος, όπως η ΓΛΔ, το κόστος ήταν δυσβάσταχτο.
 
Ο πιο σημαντικός όμως παράγοντας είναι άλλος. Η αναδιοργάνωση της οικονομίας σε σοσιαλιστική βάση έχει ως αποτέλεσμα να θιγεί όχι μόνο η καπιταλιστική ιδιοκτησία αλλά και ανώτερα μεσαία στρώματα. Στη σοσιαλιστική ΓΛΔ, όπως και σε κάθε διαδικασία σοσιαλιστικής οικοδόμησης, οξύνθηκε η ταξική πάλη, η οποία εκφραζόταν όπως πάντα σε όλα τα επίπεδα (οικονομικό, ιδεολογικό, πολιτικό). Με δεδομένα τα παραπάνω, αλλά και τα οικονομικά δεδομένα που αναφέρθηκαν σε άλλες παραγράφους, συν τα πολύ σημαντικά στοιχεία της κοινής εθνικής ρίζας αλλά και των οικογενειακών, φιλικών δεσμών, συν την ελεύθερη για 12 χρόνια μετακίνηση προσώπων και την αντίστοιχη οικοδόμηση κάθε είδους ανθρώπινων σχέσεων, δημιουργήθηκε πράγματι ένα μεταναστευτικό ρεύμα προς την ΟΔΓ, το οποίο σαφώς και ενισχύθηκε και από τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις στη ΓΛΔ που ισχυροποιούσαν στοιχεία της αγοράς σε βάρος του κεντρικού σχεδιασμού και βεβαίως συνέβαλαν και στην άμβλυνση της κομμουνιστικής συνείδησης.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, με την πολιτική προσέγγισης της ΟΔΓ και της ΛΔΓ που ακολούθησαν ο [[Βίλυ Μπραντ]] και ο [[Έριχ Χόνεκερ]], έγιναν λιγότερο αδιαπέραστα τα σύνορα ανάμεσα στις δύο χώρες. Η Ανατολική Γερμανία παρείχε ταξιδιωτικές διευκολύνσεις κυρίως σε «μη παραγωγικές» ομάδες του πληθυσμού, όπως οι συνταξιούχοι, και επέτρεπε σε Δυτικογερμανούς κατοίκους παραμεθόριων περιοχών να πραγματοποιούν απλές επισκέψεις. Η ΛΔΓ εξαρτούσε την ευρύτερη ελευθερία διακίνησης από την αναγνώριση της υπόστασής της ως κυρίαρχου και ανεξάρτητου κράτους και απαιτούσε την έκδοση των πολιτών της που ταξίδευαν προς τη Δυτική Γερμανία και δεν επέστρεφαν. Η ΟΔΓ όμως δεν ήθελε να ικανοποιήσει αυτούς τους όρους σύμφωνα και με σχετικές προβλέψεις του συντάγματός της. Η ανατολικογερμανική προπαγάνδα αποκαλούσε το τείχος και τις εγκαταστάσεις του «αντιφασιστικό προστατευτικό φράγμα», το οποίο είχε σκοπό να προφυλάξει τη ΛΔΓ από τη «εγκατάλειψη, τη διάβρωση, την κατασκοπεία, τη δολιοφθορά, το λαθρεμπόριο, το ξεπούλημα και την επιθετικότητα» της Δύσης. Στην πραγματικότητα τα αμυντικά έργα στρέφονταν κυρίως κατά των ίδιων της των πολιτών.
 
Μεταξύ αυτών που προσπαθούσαν να περάσουν παράνομα στην ΟΔΓ ήταν και τα πρώην στελέχη του ναζιστικού καθεστώτος με τις οικογένειές τους. Ηξεραν πολύ καλά ότι στη ΓΛΔ τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα γι' αυτούς, ενώ στην ΟΔΓ θα επιβραβεύονταν με την τοποθέτησή τους σε μια σειρά αξιώματα. Αυτή η μάζα ανθρώπων δεν ήταν καθόλου αμελητέα.
== Θύματα ==
Στα 28 χρόνια της ύπαρξής του τουλάχιστον 86 άνθρωποι βρήκαν το θάνατο στο τείχος στην προσπάθειά τους να διαφύγουν. Τις πρώτες θανάσιμες βολές δέχτηκε στις [[24 Αυγούστου]] [[1961]], έντεκα μέρες μετά το κλείσιμο των συνόρων, ο εικοσιτετράχρονος [[Γκύντερ Λίτφιν]] (Günter Litfin), που πυροβολήθηκε από αστυνομικούς στην περιοχή του σιδηροδρομικού σταθμού Φρίντριχστράσε κατά την απόπειρά του να διαφύγει. Στις [[17 Αυγούστου]] του [[1962]], ένα 18χρονο αγόρι, ο [[Πέτερ Φέχτερ]] γαζώθηκε από τα αυτόματα των Ανατολικογερμανών μεθοριακών φρουρών, καθώς προσπαθούσε να πηδήσει πάνω από το Τείχος, μαζί με ένα φίλο του. Το σώμα του έπεσε μπροστά στο Τείχος και έμεινε εκεί, αιμόφυρτο, σπαράσσοντας, βγάζοντας απελπισμένες κραυγές για βοήθεια, επί μία περίπου ώρα, χωρίς οι Ανατολικογερμανοί στρατιώτες να τον βοηθούν. Όταν πια τον πήραν, ήταν νεκρός. Τις επόμενες μέρες αγανακτισμένοι Δυτικοβερολινέζοι διαδηλωτές λιθοβόλησαν σοβιετικά στρατιωτικά λεωφορεία που διέρχονταν από τον δυτικό τομέα της πόλης<ref>''Αίμα στο Τείχος του Βερολίνου'', Ιστορικό Λεύκωμα 1962, σελ. 84-87, Καθημερινή (1997)</ref>. Με συνολικά 40 πυροβολισμούς σκοτώθηκαν το 1966 δύο παιδιά ηλικίας 10 και 13 ετών. Το τελευταίο θανάσιμο συμβάν, κατά το οποίο πέθανε από αιμορραγία ο [[Κρις Γκέφροϋ]] (Chris Gueffroy), σημειώθηκε στις [[6 Φεβρουαρίου]] [[1989]].
 
Για όλους τους παραπάνω λόγους κάποιοι είχαν - όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο [[Μπέρτολτ Μπρεχτ|Μπρεχτ]] - το «διαβατήριο στην τσέπη». Σύμφωνα με τις στατιστικές της ΓΛΔ, περίπου 2 εκατομμύρια πολίτες της πήγαν στην ΟΔΓ μεταξύ 1949 και 1989, περίπου το 12% του πληθυσμού της. Αυτό το κομμάτι αποτελούνταν κυρίως από νέους σε ηλικία και συνήθως μορφωμένους και ειδικευμένους εργαζόμενους, το πιο παραγωγικό δηλαδή εργατικό δυναμικό της ΓΛΔ.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις 75.000 άνθρωποι σύρθηκαν στα δικαστήρια της ΛΔΓ με την κατηγορία της «εγκατάλειψης της χώρας». Το αδίκημα τιμωρούνταν με ποινές κάθειρξης μέχρι και οκτώ χρόνων σύμφωνα με την παράγραφο 213 του Ποινικού Κώδικα της Ανατολικής Γερμανίας. Όποιος κατά την απόπειρα έφερε όπλο ή προκαλούσε καταστροφές των συνοριακών εγκαταστάσεων, καθώς και όσοι προσπαθούσαν να διαφύγουν ενώ υπηρετούσαν στις ένοπλες δυνάμεις ή γενικά σε θέσεις που διαχειρίζονταν κρατικά μυστικά, γλίτωναν σπάνια με κάθειρξη μικρότερη των πέντε χρόνων. Όποιος μάλιστα υποβοηθούσε άλλους στην «εγκατάλειψη της χώρας», μπορούσε να τιμωρηθεί με ισόβια.
 
== Τα θύματα του Τείχους ==
Σε επεισόδια στο τείχος έχασαν τη ζωή τους και συνοριοφύλακες. Η πιο γνωστή περίπτωση είναι αυτή του στρατιώτη [[Ράινχολντ Χουν]] (Reinhold Huhn), που πυροβολήθηκε από ένα βοηθό σε κάποια απόπειρα διαφυγής. Αυτά τα συμβάντα τα εκμεταλλεύονταν οι υπεύθυνοι της κρατικής προπαγάνδας για να δικαιολογήσουν εκ των υστέρων την ανέγερση του τείχους.
Στους «νεκρούς του τείχους» κατά καιρούς περιλαμβάνονταν δολοφονημένοι, πνιγμένοι στη Βαλτική Θάλασσα και ό,τι άλλο μπορεί να βάλει ο νους. Οι επίσημες ωστόσο στατιστικές για τους θανάτους σε επεισόδια στο τείχος, τόσο στις κρατικές υπηρεσίες της ΟΔΓ όσο και στη διεθνή αρθρογραφία κυμαίνονται από 86 μέχρι 200 θανάτους στις πιο ακραίες περιπτώσεις.
 
Ας δούμε όμως και τις ένοπλες επιθέσεις από την πλευρά του Δυτικού Βερολίνου, οι οποίες δεν είναι γνωστές. Το 1975 δημοσιεύθηκε η περίπτωση της δολοφονίας 2 συνοριακών φρουρών της ΓΛΔ από το Δυτικό Βερολίνο. Το παράξενο δεν είναι αυτό. Οι επιθέσεις και οι προβοκάτσιες από το Δυτικό Βερολίνο δεν ήταν καθόλου σπάνιες, έτσι κι αλλιώς. Το σημαντικό είναι πώς χειρίστηκε την περίπτωση το κράτος της ΟΔΓ. Στο δικαστήριο, αντί οποιασδήποτε ποινής, προσφέρθηκε στον εκτελεστή μία ανθοδέσμη. Μετά από προσωπική παρέμβαση του Προέδρου της ΓΛΔ, Ερικ Χόνεκερ, στον καγκελάριο Σμιτ της ΟΔΓ και τη διεθνή γνωστοποίηση του ζητήματος, ένα άλλο δικαστήριο της ΟΔΓ καταδίκασε τον εκτελεστή, έστω και με εντελώς συμβολική τιμωρία. Το μήνυμα της ΟΔΓ ήταν καθαρό. Οι δολοφονίες και οι πυροβολισμοί από το Δυτικό στο Ανατολικό Βερολίνο όχι μόνο δε θα τιμωρούνταν αλλά θα επιβραβεύονταν.
 
Μιλάμε λοιπόν για έναν ανοιχτό πόλεμο. Αν ακολουθήσουμε τη δική τους τακτική της αριθμολογίας μπορούμε να σημειώσουμε τα εξής: Από το 1991 μέχρι το 2006 στο τείχος μεταξύ ΗΠΑ και Μεξικού έχουν χάσει τη ζωή τους πάνω από 5.600 άνθρωποι. Οπως και στο διαβόητο «[[τείχος του Σαρόν]]» που χωρίζει τους Ισραηλινούς από τους Παλαιστίνιους και τα καθημερινά θανατηφόρα επεισόδια. <ref>''Αίμα στο Τείχος του Βερολίνου'', Ιστορικό Λεύκωμα 1962, σελ. 84-87, Καθημερινή (1997)</ref>.
 
== Η πορεία προς την πτώση ==
Γραμμή 194 ⟶ 143 :
 
Με την ελπίδα να διασώσει το καθεστώς, το ΚΚ της Ανατολικής Γερμανίας προσπάθησε να δώσει λύση στην εκρηκτική εσωτερική και εξωτερική κατάσταση με την αντικατάσταση του Χόνεκερ από τον Έγκον Κρεντς στις [[17 Οκτωβρίου]] [[1989]] και την εξαγγελία αόριστων μέτρων εκδημοκρατισμού και φιλελευθεροποίησης. Η βίαιη απαγόρευση της διακίνησης προς το εξωτερικό ήταν όμως το μόνο μέσο που διέθετε το ολοκληρωτικό καθεστώς,για να κρατήσει τους πολίτες του στη χώρα. Ειδικά οι Ανατολικογερμανοί είχαν ένα κράτος δυτικού τύπου δίπλα στη χώρα τους, το οποίο λόγω της εθνικής συγγένειας και της ισχυρής οικονομίας του ήταν πολύ πιο ισχυρός πόλος έλξης απ’ ότι γενικά η Δύση για τους πολίτες άλλων κομμουνιστικών χωρών. Πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών δεν επιδίωκε το μόνιμο εκπατρισμό και την εγκατάλειψη της χώρας του. Διεκδικούσε τον εκδημοκρατισμό της και την ελευθερία να πραγματοποιεί ιδιωτικές επισκέψεις ή σύντομα ταξίδια στη Δυτική Γερμανία και τις άλλες χώρες της Δύσης. Αλλά και η οικονομία της ΛΔΓ δεν θα μπορούσε να επιβιώσει παρά μόνο με κλειστά σύνορα, καθώς δεν θα άντεχε τον ανταγωνισμό με τη Δύση. Το άνοιγμα των συνόρων της ΛΔΓ θα σήμαινε το τέλος του κομμουνισμού σε γερμανικό έδαφος, όπως άλλωστε έδειξαν και οι κατοπινές εξελίξεις.
 
== Τα γεγονότα της 9ης Νοεμβρίου ==
 
Μπροστά σ’ αυτά τα διλήμματα, η νέα ηγεσία φάνηκε ανίκανη να χειριστεί την κατάσταση. Σύντομα επικράτησε σύγχυση, καθώς οι διαδηλώσεις γίνονταν ολοένα και πιο μαζικές και δυναμικές, ενώ οι ανατολικές χώρες, τις οποίες κατέκλυζαν οι πρόσφυγες για να περάσουν στη Δυτική Γερμανία, καλούσαν με τελεσίγραφα τη ΛΔΓ να δώσει λύση και απειλούσαν να κλείσουν τα σύνορά τους με αυτή. Στις [[6 Νοεμβρίου]] [[1989]] η κυβέρνηση δημοσιοποίησε ένα σχέδιο ταξιδιωτικού νόμου, το οποίο ήταν πολύ κατώτερο των προσδοκιών του κόσμου και τελικά φούντωσε ακόμα περισσότερο τις αντιδράσεις αντί να τις κατευνάσει. Την ίδια μέρα κατέβηκαν μόνο στη [[Λειψία]] 500.000 άνθρωποι σε διαδήλωση. Το πρωί της [[9 Νοεμβρίου|9ης Νοεμβρίου]] [[1989]] συνεδρίασε με εντολή του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος μια επιτροπή αξιωματικών των Υπουργείων Εσωτερικών και Κρατικής Ασφάλειας για να προτείνει λύσεις και να σχεδιάσει μια έκτακτη ρύθμιση, που θα έθετε αμέσως σε εφαρμογή τα ουσιαστικότερα μέτρα του σχεδίου ταξιδιωτικού νόμου. Η πρόταση που υπέβαλαν στο Πολιτικό Γραφείο ήταν να επιτραπούν τόσο η μόνιμη μετεγκατάσταση, που δημιουργούσε το πρόβλημα με τους πρόσφυγες στις τρίτες χώρες, όσο και τα σύντομα ιδιωτικά ταξίδια. Διαφορετικά θα εξωθούνταν στη μετανάστευση πολλοί που ήθελαν μόνο να επισκέπτονται συγγενείς τους στη Δυτική Γερμανία. Η επιτροπή των αξιωματικών πρότεινε να δίνονται οι άδειες και για τα δύο από τις αρμόδιες υπηρεσίες μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων, χωρίς διατυπώσεις. Με αυτές τις προτάσεις ήταν αναμενόμενο ότι θα ξεσηκωνόταν ένα πρωτόγνωρο κύμα μόνιμης και προσωρινής εξόδου από τη χώρα, η πίεση όμως θα διοχετευόταν στις αρμόδιες υπηρεσίες, όχι στα σύνορα, και θα μπορούσε να ελεγχθεί. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας το Πολιτικό Γραφείο ενέκρινε το σχέδιο ταξιδιωτικών ρυθμίσεων της επιτροπής και το έθεσε σε κυκλοφορία στα συναρμόδια υπουργεία μέσω της υπηρεσιακής οδού για να γίνουν έλεγχοι και προτάσεις εντός της ημέρας. Σύμφωνα με την πάγια τακτική, η μη έκφραση αντιρρήσεων ως μια ορισμένη ώρα ισοδυναμούσε με έγκριση του σχεδίου από το Υπουργικό Συμβούλιο. Η ώρα 4:00 το πρωί της 10ης Νοεμβρίου ορίστηκε για να δοθεί η απόφαση στον τύπο.
 
Μέχρι το απόγευμα τα Υπουργεία Εσωτερικών, Κρατικής Ασφάλειας και Δικαιοσύνης ελέγχουν το σχέδιο ρύθμισης. Τα δύο πρώτα Υπουργεία εγκρίνουν τις ρυθμίσεις που αφορούν στη μόνιμη μετεγκατάσταση στο εξωτερικό, εκφράζουν όμως αντιρρήσεις και προτείνουν χρονικούς περιορισμούς για τα σύντομα ιδιωτικά ταξίδια. Ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης Ζίγκφριντ Βίτενμπεκ (Siegfried Wittenbeck) απορρίπτει εντελώς τη ρύθμιση για λογαριασμό του απόντος Υπουργού Χανς Χέρμαν Χέρτλε (Hans-Herman Hertle), καθώς εντοπίζει τυπικά και τεχνικά προβλήματα στο σχέδιο που του υποβλήθηκε. Η κυβέρνηση όμως στην Ανατολική Γερμανία δεν ήταν παρά ο εκτελεστής των αποφάσεων του κόμματος και η κυκλοφορία των νομοσχεδίων στα υπουργεία δεν ήταν παρά μια γραφειοκρατική ρουτίνα. Έτσι, ενώ τα υπουργεία επεξεργάζονται τη ρύθμιση και διαπιστώνουν προβλήματα, το σχέδιο φθάνει στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος στις 15:00 και καταλήγει στα χέρια του Γενικού Γραμματέα [[Έγκον Κρεντς]]. Ο Κρεντς δεν γνωρίζει τις αντιρρήσεις των συναρμόδιων υπουργείων και δεν προσέχει ότι η ρύθμιση προορίζεται να δοθεί την άλλη μέρα στον τύπο. Χωρίς να πολυασχοληθεί, τη δίνει μαζί με ένα σχετικό δελτίο τύπου στο μέλος του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος [[Γκύντερ Σαμπόφσκι]] (Günter Schabowski), που ετοιμαζόταν εκείνη την ώρα να δώσει συνέντευξη τύπου στους Ανατολικογερμανούς και τους ξένους δημοσιογράφους.
 
Η συνέντευξη πραγματοποιείται στο Διεθνές Κέντρο Τύπου το Ανατολικού Βερολίνου και μεταδίδεται ζωντανά από την τηλεόραση της Ανατολικής Γερμανίας. Αρχίζει στις 18:00, πριν προλάβει ο Σαμπόφσκι να μελετήσει το σημείωμα που πήρε από τον Κρεντς. Προς το τέλος της συνέντευξης, στις 18:57, ο Σαμπόφσκι αναφέρει εν παρόδω ότι το Υπουργικό Συμβούλιο ''ενέκρινε'' μια νέα ταξιδιωτική ρύθμιση, η οποία όμως στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ένα νομοσχέδιο υπό επεξεργασία, για το οποίο μάλιστα τα συναρμόδια υπουργεία είχαν αντιρρήσεις. Εμφανώς αμήχανος και ψάχνοντας τα χαρτιά του διαβάζει δυνατά το σημείωμα παρουσία δημοσιογράφων στη ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση:
 
«Αιτήσεις για σύντομα ιδιωτικά ταξίδια προς το εξωτερικό μπορούν να κατατίθενται χωρίς την επίκληση προϋποθέσεων (λόγοι ταξιδιού, συγγενικές σχέσεις). Οι άδειες θα δίνονται με σύντομες διαδικασίες. Στις υπεύθυνες υπηρεσίες δημοτολογίων και έκδοσης διαβατηρίων της ΛΔΓ έχει δοθεί εντολή να εκδίδουν βίζες άμεσα, χωρίς πια να απαιτούνται οι ισχύουσες προϋποθέσεις για μόνιμο εκπατρισμό. Η μόνιμη έξοδος από τη χώρα μπορεί να πραγματοποιείται από οποιοδήποτε μεθοριακό σημείο διέλευσης προς την ΟΔΓ.»
 
Η ρύθμιση, όπως είχε αντιληφθεί ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ήταν συγκεχυμένη και τυπικά παράνομη. Συγχέονται τα σύντομα ιδιωτικά ταξίδια με τη μόνιμη μετεγκατάσταση στο εξωτερικό και αγνοούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνταν τόσα χρόνια από το δίκαιο της ΛΔΓ και ήταν ακόμα σε ισχύ. Επίσης αφήνει την εντύπωση ότι για τα σύντομα ταξίδια δεν απαιτείται διαβατήριο ή άλλες διατυπώσεις. Θα δινόταν λοιπόν η άδεια για μια επίσκεψη στο Δυτικό Βερολίνο στα σύνορα; Σήμαινε αυτό πως οι πύλες του τείχους θα ήταν στο εξής ανοιχτές; Και κυρίως, ήταν ανοιχτές από εκείνη τη στιγμή; Σύμφωνα με τις προθέσεις των συντακτών του σχεδίου ρύθμισης και του κόμματος η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα έπρεπε να ήταν αρνητική.
 
Όμως στην ερώτηση του δημοσιογράφου Ρικάρντο Έρμαν από το ιταλικό πρακτορείο ANSA «πότε τίθεται σε εφαρμογή αυτή η ρύθμιση», ο Σαμπόφσκι απαντά φυλλομετρώντας τα χαρτιά του: ''«Αυτή η ρύθμιση τίθεται σε εφαρμογή... απ’ όσο ξέρω... αμέσως τίθεται σε εφαρμογή, χωρίς καθυστέρηση»''.
 
Μια συγκεχυμένη αναφορά του αμήχανου Σαμπόφσκι γίνεται το τηλεοπτικό γεγονός του αιώνα. Τα δυτικά πρακτορεία ειδήσεων μέσα σε λίγα λεπτά και η ανατολικογερμανική τηλεόραση αργότερα αναμεταδίδουν τη συνέντευξη και τα νέα αγνοώντας ή ξεκαθαρίζοντας με δική τους πρωτοβουλία τις ασάφειες και συνοψίζοντας την είδηση στο γεγονός ότι το τείχος άνοιξε. Οι Ανατολικοβερολινέζοι ακούν τις ειδήσεις από το Δυτικό Βερολίνο, βγαίνουν ο ένας μετά τον άλλο στους δρόμους και κατευθύνονται προς το τείχος. Εκεί συναντούν τους έκπληκτους συνοριοφύλακες και το προσωπικό ελέγχου διαβατηρίων, που δεν είχαν ιδέα για τη νέα ρύθμιση και είχαν τόσα χρόνια εκπαιδευτεί να θεωρούν το τείχος ιερό και απαραβίαστο. Αρχικά καλούν τον κόσμο να φύγει και να απευθυνθεί την επόμενη μέρα στις υπηρεσίες έκδοσης διαβατηρίων. Το πλήθος όμως αυξάνεται συνεχώς και αρχίζει να χάνει την υπομονή του. Μπροστά στον κίνδυνο να λιντσαριστούν από τις μάζες το προσωπικό του μεθοριακού φυλακίου [[Μπόρνχόλμερ Στράσε]] (Bornholmer Straße) ανοίγει τις πύλες στις 23:00. Σύντομα ακολουθούν και άλλα φυλάκια. Οι εικόνες που μεταδίδονται από την τηλεόραση ενθαρρύνουν και άλλους Ανατολικοβερολινέζους να κατέβουν στο τείχος πεζοί ή με αυτοκίνητα και να δοκιμάσουν μια βόλτα στο Δυτικό Βερολίνο. Μέχρι το πρωί της 10ης Νοεμβρίου όλες οι πύλες του τείχους έχουν ανοίξει διάπλατα και οι πολίτες τις περνούν χωρίς κανένα έλεγχο.
 
Οι κάτοικοι του [[Δυτικό Βερολίνο|Δυτικού Βερολίνου]] δέχτηκαν τους πολίτες της ΛΔΓ με ενθουσιασμό. Οι πιο πολλές μπυραρίες στην περιοχή του τείχους πρόσφεραν δωρεάν μπύρα, τα αυτοκίνητα άρχισαν να κορνάρουν και άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι αγκαλιάζονταν. Μέσα στην ευφορία της βραδιάς σκαρφάλωναν στο τείχος και Δυτικοβερολινέζοι, ενώ άλλοι περνούσαν από την απροσπέλαστη ως τότε [[Πύλη του Βραδεμβούργου]]. Μόλις έγινε γνωστό ότι άνοιξε το τείχος, η δυτικογερμανική [[Ομοσπονδιακή Βουλή (Γερμανία)|Ομοσπονδιακή Βουλή]] στη [[Βόννη]] διέκοψε τη συνεδρίαση, που αφορούσε στη συζήτηση του προϋπολογισμού. Μερικοί βουλευτές τραγούδησαν αυθόρμητα τον Εθνικό Ύμνο.
 
Η επανόρθωση του λάθους από την πλευρά του κράτους ήταν αδύνατη χωρίς τη χρήση βίας. Αν και έγιναν τέτοιες σκέψεις στα ηγετικά κλιμάκια της κυβέρνησης και του κόμματος, τελικά επικράτησε η σύνεση και η αποδοχή των τετελεσμένων. Είναι εξάλλου αμφίβολο αν οι δυνάμεις ασφαλείας θα εκτελούσαν τέτοιες εντολές. Από τη Μόσχα πάντως, αντίθετα με ότι συνέβη ίδια την Ανατολική Γερμανία το 1953, στην Ουγγαρία το 1956 και στην Τσεχοσλοβακία το 1968, δεν επρόκειτο να δοθεί κάλυψη σε βίαιες ενέργειες. Ήδη από τον Αύγουστο του 1989 οι σοβιετικές ένοπλες δυνάμεις στο έδαφος της ΛΔΓ είχαν λάβει την εντολή να μην αναμειχθούν και να παραμείνουν στα στρατόπεδά τους.
 
[[Αρχείο:Berlin Wall 2006.JPG|δεξιά|thumb|200px|Τμήμα της East Side Gallery]]