Ενήλικος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
το υπόλοιπο θα μεταφραστεί σε λίγο |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 10:
== Η ενηλικίωση στην βιολογία ==
[[Αρχείο:RudolfMilly.jpg|δεξιά|μικρογραφία|270x270εσ|A group of adult people]]
Αφού δημιουργήθηκε η κοινωνική κατάσταση της [[Εφηβεία|εφηβείας]], η ενηλικότητα έσπασε σε δύο μορφές: βιολογική και κοινωνική ενηλικότητα. Έτσι, τώρα υπάρχουν δύο κύριες ομάδες ενηλίκων: βιολογικοί ενήλικες (άνθρωποι που έχουν επιτύχει αναπαραγωγική ικανότητα, είναι γόνιμοι ή έχουν στοιχεία δευτερεύοντων χαρακτηριστικών φύλου) και κοινωνικοί ενήλικες (άνθρωποι που αναγνωρίζονται από τον πολιτισμό ή τη νομοθεσία του ως ενήλικες). Ανάλογα με τη περίσταση, ο όρος μπορεί να σημαίνει οποιονδήποτε από τους δύο ορισμούς.
Although few or no established dictionaries provide a definition for the two word term biological adult, the first definition of adult in multiple dictionaries includes "the stage of the life cycle of an animal after reproductive capacity has been attained".<ref>''International Dictionary of Medicine and Biology'' (1986)</ref><ref>''Churchill's Medical Dictionary'' (1989)</ref> Thus, the base definition of the word adult is the period beginning at physical sexual maturity, which occurs sometime after the onset of puberty. Although this is the primary definition of the base word "adult", the term is also frequently used to refer to social adults. The two-word term ''biological adult'' stresses or clarifies that the original definition, based on physical maturity, is being used.
|