Πράσινη Επανάσταση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 8:
Η Δεύτερη Πράσινη Επανάσταση ξεκίνησε από το 1967 όταν οι νέες, κοντές ποικιλίες σιταριού και ρυζιού εισήχθησαν σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες. Οι νέες ποικιλίες σιταριού και ρυζιού είναι νάνα φυτά που εκμεταλλεύονται καλύτερα τα λιπάσματα και το νερό που τους παρέχονται με αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη στρεμματική απόδοση σε σχέση με τις παραδοσιακές καλλιέργειες. Στις παραδοσιακές ποικιλίες αυξημένες ποσότητες λιπασμάτων και νερού δημιουργούν ψηλά φυτά αλλά όχι μεγαλύτερη καρποφορία. Αντίθετα στις νέες ποικιλίες μεγαλύτερες δόσεις λιπασμάτων και νερού ευνοούν την καρποφορία. Έτσι δημιουργούνται βραχυστέλεχα, δύσκαμπτα στον άνεμο και τη βροχή και υψηλής απόδοσης φυτά (2-5 φορές υψηλότερη από αυτή των παραδοσιακών ποικιλιών - εικ. 2). Παράλληλα οι νέες ποικιλίες χαρακτηρίζονται από μεγάλη προσαρμοστικότητα, μπορούν να αναπτυχθούν σε διαφορετικά κλίματα, ωριμάζουν σε συντομότερο χρονικό διάστημα και γι αυτό, με επάρκεια νερού, μπορούν να δώσουν δύο ή περισσότερες σοδιές το χρόνο.
 
Τα πρώτα χρόνια της Πράσινης Επανάστασης συνοδεύτηκαν από μεγάλο ενθουσιασμό παγκόσμια καθώς οι πρακτικές της υπόσχονταν την εξάλειψη της πείνας στα αναπτυσσόμενα έθνη. Χώρες όπως η Ινδονησία και η Ινδία, που πριν στηριζόταν σε εισαγωγές για τη θρέψη των πληθυσμών τους, σύντομα έγιναν αυτάρκεις, προχώρησαν ακόμα και σε εξαγωγές προϊόντων. Το 1971 ο Norman BorlandBorlaug, ο θεωρούμενος πατέρας της πράσινης επανάστασης, βραβεύτηκε με το Νόμπελ Ειρήνης.
 
Το 90% της αύξησης στην παγκόσμια παραγωγή στη δεκαετία του 1960, το 70% περίπου στη δεκαετία του 1970 και το 80% στη δεκαετία του 1980 αποδίδεται στη Δεύτερη Πράσινη Επανάσταση. Στις μέρες μας λιγότεροι παραγωγοί διατρέφουν πολύ περισσότερους καταναλωτές από οποιαδήποτε προηγούμενη περίοδο. Η αυξημένη στρεμματική απόδοση συμβάλλει επίσης στη διατήρηση της βιοποικιλότητας καθώς ευνοεί τη διάσωση σημαντικών εκτάσεων δάσους, βοσκοτόπων, υγροτόπων κ.ά. Ωστόσο η εντατικοποίηση των καλλιεργειών οδήγησε στην κατάχρηση χημικών λιπασμάτων, αρδευτικού νερού, φυτοφαρμάκων και μηχανικής επεξεργασίας του εδάφους, στην εγκατάλειψη της αμειψισποράς και στην απώλεια πολύτιμου γενετικού υλικού φυτών και ζώων.