Ραϊχσκονκορδάτο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 13:
Όταν στις [[30 Ιανουαρίου]] του [[1933]] ο Χίτλερ ανέλαβε καγκελάριος, διαπίστωσε ότι η πολιτική δύναμη του Καθολικισμού αποτελούσε ένα σημαντικό εμπόδιο στις βλέψεις του και αυτό διότι οι καθολικοί επίσκοποι στη Γερμανία απέτρεπαν τους πιστούς τους να γίνουν μέλη του ναζιστικού κόμματος, προτροπή που ίσχυε από χρόνια πριν. Τότε λοιπόν ο Χίτλερ έκανε δημόσια δήλωση για τον Πάπα, για το πόσο σημαντικό θα ήταν για την χώρα η Αγία Έδρα να παύσει να υποστηρίζει θρησκευτικά πολιτικά κόμματα.
 
Έτσι στις [[20 Μαρτίου]] αρχίζει η νέα σειρά συνομιλιών μεταξύ του καρδινάλιου Λ. Κάας και του Χίτλερ όπου ο δεύτερος τελικά συμφώνησε να ικανοποιήσει όλα τα αιτήματα του [[Κόμμα του Κέντρου (Γερμανία)|Κόμματος του Κέντρου]] με ταυτόχρονη αναγνώριση και των κονκορδάτων που ίσχυαν ήδη σε άλλα γερμανικά κρατίδια, (Βαυαρία, Πρωσία και Βάδη), με αντάλλαγμα την ανάκληση της παραπάνω προτροπής προκειμένου συμμετέχοντας έτσι και οι καθολικοί βουλευτές να ψηφίσουν τον "υπερνόμο" ([[Εξουσιοδοτικός Νόμος|Εξουσιοδοτικό νόμο]] που έδινε στον καγκελάριο, δηλαδή τον Χίτλερ, το δικαίωμα να ασκεί όλες τις εξουσίες. Πέντε ημέρες μόλις μετά, ίσως και από πίεση από την Αγία Έδρα, οι επίσκοποι της Γερμανίας ανακαλούν την απαγόρευση που έθεταν στο ποίμνιό τους. Αμέσως τότε ο Χίτλερ δρομολογεί την συνομολόγηση κονκορδάτου με την Αγία Έδρα στη [[Ρώμη]], δια του αντικαγκελαρίου του φον Πάπεν.
 
== Η συνομολόγηση ==