Ντράζα Μιχαήλοβιτς: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 33:
Ο Μιχαήλοβιτς συνειδητοποίησε σύντομα ότι οι άνδρες του δεν είχαν τα μέσα για να προστατεύσουν τους Σέρβους πολίτες ενάντια στα γερμανικά αντίποινα.{{sfn|Pavlowitch|2007|p=63}}{{sfn|Tomasevich|1975|p=148}}. Η προοπτική των αντιποίνων τροφοδοτούσε επίσης τις ανησυχίες του Τσέτνικ σχετικά με πιθανή κατάληψη της Γιουγκοσλαβίας από τους Παρτιζάνους μετά τον πόλεμο και δεν επιθυμούσαν να συμμετάσχουν σε ενέργειες που θα μπορούσαν τελικά να οδηγήσουν σε μια μεταπολεμική μειοψηφία των Σέρβων{{sfn|Roberts|1973|p=48}}. Η στρατηγική του Μιχαήλοβιτς ήταν να συγκεντρώσει τις διάφορες σερβικές ομάδες και να οικοδομήσει μια οργάνωση ικανή να καταλάβει την εξουσία μετά την αποχώρηση ή την ήττα του Άξονα αντί να εμπλακεί σε άμεση σύγκρουση με αυτόν.{{sfn|Milazzo|1975|pp=15–16}} Σε αντίθεση με την απροθυμία των ηγετών των Τσέτνικ να συγκρουστούν άμεσα με τις δυνάμεις του Άξονα, οι Παρτιζάνοι υποστήριζαν ανοιχτά την αντίσταση, απευθυνόμενοι σε εκείνους τους Τσέτνικ που επιθυμούσαν να πολεμήσουν τον κατακτητή.{{sfn|Milazzo|1975|p=21}} Από το Σεπτέμβριο του 1941 ο Μιχαήλοβιτς άρχισε να χάνει άντρες προς τους Παρτιζάνους, όπως ο Βλάντο Ζέτσεβιτς (ιερέας), ο Υπολοχαγός Ράτκο Μαρτίνοβιτς και οι Τσέτνικ του [[Τσερ]], με επικεφαλής το Λοχαγό Ντράγκοσλαβ Ράτσιτς {{sfn|Milazzo|1975|p=21}}{{sfn|Tomasevich|1975|p=141}}.
 
Στις 19 Σεπτεμβρίου 1941 ο Τίτο συναντήθηκε με το Μιχαήλοβιτς για να διαπραγματευτεί μια συμμαχία μεταξύ των Παρτιζάνων και των Τσέτνικ, αλλά δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε συμφωνία, καθώς η διαφορά των στόχων των αντίστοιχων κινήσεών τους ήταν αρκετά μεγάλη ώστε απέκλεισε κάθε πραγματικό συμβιβασμό.{{sfn|Tomasevich|1975|p=140}} Ο Τίτο τασσόταν υπέρ μιας κοινής επίθεσης ευρείας κλίμακας, ενώ ο Μιχαήλοβιτς θεωρούσε ότι μια γενική εξέγερση ήταν πρόωρη και επικίνδυνη, καθώς πίστευε ότι θα προκαλούσε αντίποινα{{sfn|Pavlowitch|2007|p=63}}. Από την πλευρά του στόχος του Τίτο ήταν να αποτρέψει μια επίθεση των Τσέτνικ από τα μετόπισθεν, καθώς ήταν πεπεισμένος ότι ο Μιχαήλοβιτς έπαιζε "διπλό παιχνίδι", διατηρώντας επαφές με τις Γερμανικές δυνάμεις μέσω της κυβέρνησης Νέντιτς. Ο Μιχαήλοβιτς ήταν σε επαφή με την κυβέρνηση του Νέντιτς και έπαιρνε οικονομική βοήθεια μέσω του Συνταγματάρχη Πόποβιτς.{{sfn|Ramet|2006|p=133}} Από την άλλη πλευρά ο Μιχαήλοβιτς προσπάθησε να εμποδίσει τον Τίτο να αναλάβει τον ηγετικό ρόλο στην αντίσταση{{sfn|Tomasevich|1975|p=140}}{{sfn|Milazzo|1975|p=26}}, καθώς οι στόχοι του Τίτο ήταν αντίθετοι με τους δικούς του για την αποκατάσταση της [[Οίκος των Καραγεώργεβιτς|δυναστείας Καραγεώργεβιτς]] και την εγκαθίδρυση της [[ΜεγάληςΜεγάλη Σερβία|Μεγάλης Σερβίας]].{{sfn|Tomasevich|1975|p=178}} Περαιτέρω συζητήσεις είχαν προγραμματιστεί για τις 16 Οκτωβρίου.{{sfn|Milazzo|1975|p=26}}
 
Στα τέλη Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί ξεκίνησαν μια μαζική επίθεση εναντίον και των Παρτιζάνων και των Τσέτνικ που ονομάστηκε Επιχείρηση [[Ούζιτσε]]{{sfn|Pavlowitch|2007|p=63}}. Μια κοινή βρετανογιουγκοσλαβική υπηρεσία πληροφοριών, που συγκροτήθηκε γρήγορα από τις [[Επιχειρήσεις Ειδικών Αποστολών]] (SOE) και με επικεφαλής το Λοχαγό Ν. Τ. Χιούντσον, έφτασε στην ακτή του Μαυροβουνίου στις 22 Σεπτεμβρίου, από όπου και πήγε με τη βοήθεια των Μαυροβούνιων Παρτιζάνων στην έδρα τους και στη συνέχεια στην έδρα του Τίτο στο [[Ούζιτσε]],{{sfn|Tomasevich|1975|p=143}} όπου έφθασε γύρω στις 25 Οκτωβρίου.{{sfn|Milazzo|1975|p=33}} Ο Χιούντσον ανέφερε ότι οι προηγούμενες υποσχέσεις για εφόδια που έκαναν οι Βρετανοί στο Μιχαήλοβιτς συνέβαλαν στην κακή σχέση μεταξύ Μιχαήλοβιτς και Τίτο, καθώς ο πρώτος πίστευε σωστά ότι κανείς έξω από τη Γιουγκοσλαβία δεν γνώριζε για το κίνημα των Παρτιζάνων και ότι «η ώρα ήταν ώριμη για σφοδρή δράση εναντίον των κομμουνιστών».{{sfn|Milazzo|1975|p=33-34}}