Ιωάννης Καλβίνος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 13:
Το [[1533]] ερχόμενος σε επαφή με το δόγμα του [[Μαρτίνος Λούθηρος|Λούθηρου]] δοκιμάζει ξαφνικά <ref>the life and theology of Calvin by pastor Steve Weaver.pdf</ref>, όπως ονομάζει, την ''«πνευματική αναγέννηση»'', «…''ο Θεός δάμασε την καρδιά μου και την οδήγησε σε υποταγή. Είχε γίνει πιο σκληρή απέναντι σε τέτοια θέματα απ' όσο μπορούσε κανείς να περιμένει από έναν νέο άνθρωπο''», γράφει.<ref>στέφανου κατσάρκα από την ιστοσελίδα του Πανελλήνιου Ευαγγελικού Συνδέσμου</ref>
 
Η φιλία του με τον Νικολά Κοπ, πρύτανη του Βασιλικού Κολλεγίου στο Παρίσι, και η βοήθεια που του πρόσφερε στη συγγραφή του λόγου με έντονα ουμανιστικό και λουθηρανικό πνεύμα, του δημιούργησε προβλήματα, και όταν ο φίλος του κατηγορήθηκε για αιρετικός επειδή συμμετείχε στο κίνημα για την αναμόρφωση της Καθολικής Εκκλησίας, η κατάσταση έγινε δύσκολη και για τον Καλβίνο. Ο Κοπ έφυγε για τις [[Βρυξέλλες]] και ο Καλβίνος για τη [[Βασιλεία]]. Εκεί, το [[1536]] πρωτοδημοσιεύει στα Λατινικά το έργο του ''Διδαχές της χριστιανικήςΧριστιανικής θρησκείαςΘρησκείας'' ''(Institutio Christianae Religionis)''. Φεύγοντας από τη Βασιλεία με σκοπό να επιστρέψει στο Παρίσι σταματάει στη [[Γενεύη]]. Τελικά, εγκαταστάθηκε εκεί ύστερα από παράκληση του φίλου του, Γκιγιώμ Φαρέλ, ενός τοπικού [[Προτεσταντισμός|προτεστάντη]] ιερέα, που του είπε "πως η κατάρα του Θεού θα έπεφτε πάνω του, αν δεν έμενε στη [[Γενεύη]] να βοηθήσει στο έργο του Θεού που γινόταν εκεί".<ref>Cairns, Christianity through the Centuries: a history of the cristian church, p.303-304</ref>
Στη Γενεύη θα μείνει 2 χρόνια περίπου, μέχρι το 1538, και τελικά ύστερα από διαφωνίες που δημιουργήθηκαν εκεί με το εκκλησιαστικό συμβούλιο –το κονσιστόριο-, σχετικά με την επανεισαγωγή της ποινής του αφορισμού ως πειθαρχικό μέτρο, που πρότειναν αυτός και ο Φαρέλ, και το τελετουργικό της Θείας Ευχαριστίας, εγκατέλειψε την πόλη.<ref>ιστορία της ανθρωπότητας της UNESCO, τόμος 12, σελ.3771</ref> Τον Αύγουστο του 1540 θα παντρευτεί τη χήρα κάποιου αναβαπτιστή, την Ιντελέτ ντε Μπυρ (Idelette de Bure), που είχε ήδη δύο παιδιά από τον προηγούμενο γάμο της,<ref>Cottret, Bernard η βιογραφία του Καλβίνου, έκδοση 1995 σελ.139-142</ref> μια γυναίκα που οι βιογράφοι του θεωρούν ιδανική για αυτόν, διαλεγμένη με τις ίδιες αυστηρές ασκητικές προδιαγραφές όπως και όλα τα πράγματα στη ζωή του. Είναι σεμνή, δεν είναι γκρινιάρα και ιδιότροπη, είναι οικονόμα και υπομονετική και πάντα παρούσα στα προβλήματα της υγείας του. ‘’Πιστή συνεργάτιδα της διακονίας του’’, ‘’και την καλύτερη συντροφιά της ζωής μου’’ την περιγράφει ο ίδιος στην αλληλογραφία του.<ref name="ReferenceA">Στέφανου Κατσάρκα από την ιστοσελίδα του Πανελλήνιου Ευαγγελικού Συνδέσμου</ref>. Θα περάσουν μαζί εννέα χρόνια προτού πεθάνει το 1549. Ήδη από το 1542 είχε πεθάνει και ο γιος του Καλβίνου και της Ιντελέτ, ένα αγοράκι, που γεννημένο πρόωρα, δεν έζησε παρά λίγες εβδομάδες.<ref>Cottret Bernard, Calvin: a biography.</ref>
 
Το [[1541]] ωστόσο, το δημοτικό συμβούλιο της πόλης, σπαρασσόμενο από διαμάχες και διαφωνίες, τον ξανακάλεσε πίσω. Για τον Καλβίνο αρχίζει μια περίοδος τρομερής δημιουργικότητας και εργατικότητας για την αναμόρφωση των θεσμών αλλά και των πολιτών της Γενεύης, που πολλοί δεν δίστασαν να ονομάσουν Θεοκρατική Δικτατορία. Τα επόμενα 23 χρόνια και μέχρι το τέλος της ζωής του δεν θα εγκαταλείψει τητην πόλη αυτή.
Από το 1550 ήδη, η υγεία του άρχισε να του δημιουργεί προβλήματα, ωθώντας τον να τελειώσει τη Χριστιανικήχριστιανική Διδασκαλίαδιδασκαλία του. Το 1559 εκδίδονται στην οριστική τους μορφή οι "Διδαχές της Χριστιανικής ΘεολογίαςΘρησκείας" και σύντομα μεταφράζονται σε πολλές γλώσσες και γνωρίζουν αλλεπάλληλες εκδόσεις.<ref>η πρώτη ελληνική μετάφραση ''Θεσμοί της Χριστιανικής Θρησκείας'' έγινε με επιμέλεια της Γενικής Συνόδου της Ευαγγελικής εκκλησίαςΕκκλησίας σε μετάφραση Αντώνη Κουλούρη το 1983</ref>.
 
Σοβαρά άρρωστος το 1564, διάβασε το τελευταίο του κήρυγμα, στις 6 Φεβρουαρίου αυτού του ίδιου έτους.
Πέθανε στις 27 Μαΐου του [[1564]] από [[φυματίωση]] σε ηλικία 55 χρόνων ύστερα από μια μακρά σειρά επώδυνων ασθενειών που είχαν καταστρέψει το σώμα του εντελώς. Χιλιάδες συνέρρευσαν στη Γενεύη για να δουν τη σορό του, και το σώμα του κάηκε και θάφτηκε σε κάποιον ανώνυμο τάφο, όπως ο ίδιος είχε ζητήσει.<ref name="ReferenceA"/>
Τον διαδέχτηκε ο φίλος του και επίσης καθηγητής Τεοντόρ ντε Μπεζ (Théodore de Bèze), που έγραψε και τη βιογραφία του.