Ριχάρδος Β΄ της Αγγλίας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 29:
 
[[Αρχείο:Wilton_diptych.jpg|thumb|right|250px|O Ριχάρδος Β΄ προσκυνά το Θείο Βρέφος υπό τη συνοδεία του Εδουάρδου του «Μάρτυρα», του Εδουάρδου του «Εξομολογητή» και του Ιωάννη του «Βαπτιστή» - μικρογραφία (1395 - 1400)]]
Ο Ριχάρδος του Μπορντώ ήταν μικρότερος γιος του [[Εδουάρδος του Γούντστοκ|Εδουάρδου, του «Μαύρου Πρίγκηπα»]] και της [[Ιωάννα του Κεντ|Ιωάννας του Κεντ]], της ισχυρής κυρίας του Κεντ. Ο πατέρας του ήταν σπουδαίος στρατιωτικός ηγέτης τα πρώτα χρόνια του [[Εκατονταετής Πόλεμος|Εκατονταετούς Πολέμου]], με αποκορύφωμα το θρίαμβο στο [[Πουατιέ]] (1356), όπου συνέλαβε τον [[Ιωάννης Β΄ της Γαλλίας|Ιωάννη Β΄ της Γαλλίας]]. Ωστόσο, έχοντας αρρωστήσει από [[Αμοιβαδική δυσεντερία|δυσεντερία]] το 1370, χωρίς ν' αποκατασταθεί η υγεία του έως το θάνατό του, αποφάσισε να εγκαταλείψει τις μάχες και να επιστρέψει στην πατρίδα του την Αγγλία.<ref>Barber, Richard (2004). «Edward , prince of Wales and of Aquitaine (1330–1376)». Oxford Dictionary of National Biography. Oxford: Oxford University Press.</ref> Η μητέρα του [[Ιωάννα του Κεντ]], πριν το γάμο της με τον «Μαύρο Πρίγκηπα», είχε γίνει το ''μήλο της έριδoς'' ανάμεσα στον [[Τόμας Χόλλαντ, 1ος κόμης του Κεντ|Τόμας Χόλλαντ, 1ο κόμη του Κεντ]] και τον ΓουίλιαμΟυίλιαμ Μόνταγκιου, κόμη του Σώλσμπερι, όπου επικράτησε ο πρώτος. Μετά το θάνατο του Χόλλαντ (1360) η μητέρα του παντρεύτηκε τον Εδουάρδο, τον «Μαύρο Πρίγκηπα». Η Ιωάννα του Κεντ ήταν στενή συγγενής με τον Εδουάρδο, καθώς ήταν πρώτη εξαδέλφη του πατέρα του, βασιλιά [[Εδουάρδος Γ΄ της Αγγλίας|Εδουάρδου Γ΄]], και εγγονή του βασιλιά της Αγγλίας [[Εδουάρδος Α΄ της Αγγλίας|Εδουάρδου Α΄]], και επομένως χρειάστηκε παπική έγκριση προκειμένου να προχωρήσει ο γάμος.<ref>Barber, Richard (2004). «Joan, suo jure countess of Kent, and princess of Wales and of Aquitaine [called the Fair Maid of Kent] (c. 1328 – 1385)». Oxford Dictionary of National Biography. Oxford: Oxford University Press.</ref>
 
Ο Ριχάρδος Β΄ γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 1367 στα ανάκτορα του [[Μπορντό|Μπορντώ]], την εποχή που ο πατέρας του ήταν δούκας της [[Ακουιτανία|Ακουιτανίας]]. Σύμφωνα με κάποιες πηγές της εποχής, τρεις βασιλείς, της Καστίλλης, της Ναβάρρας και της Πορτογαλίας, ήταν παρόντες την ώρα της γέννησής του.<ref>Tuck (2004).</ref> Η γέννηση του Ριχάρδου Β΄ ανήμερα της εορτής των [[Θεοφάνεια (εορτή)|Θεοφανείων]] έδωσε τροφή να δημιουργηθούν πολλά ανέκδοτα για το πρόσωπο του, όπως η λατρευτική εικόνα του Ουίλτον Ντιπτάικ, όπου απεικονίζεται ως ένας από τους τρεις βασιλείς που προσκυνούν την [[Παναγία]] και το «Θείο Βρέφος».<ref>Gillespie and Goodman (1998), σελ. 266.</ref> O μεγαλύτερος αδελφός του, [[Εδουάρδος της Ανγκουλέμ]], πέθανε το 1371 σε ηλικία 5 ετών, και ο ίδιος έγινε ο επόμενος διάδοχος του αγγλικού θρόνου μετά τον πατέρα του.<ref>Saul (1997), σελ. 12.</ref> Όταν ο πατέρας του υπέκυψε στην ασθένειά του το 1376, δημιουργήθηκε σύντομα ο φόβος ότι ο θείος του, [[Ιωάννης της Γάνδης]], προετοιμαζόταν να σφετεριστεί το θρόνο, λόγος για τον οποίο οι ευγενείς έχρισαν άμεσα τον μικρό Ριχάρδο, Πρίγκηπα της Ουαλίας (παραδοσιακά ο τίτλος του διαδόχου του αγγλικού θρόνου), με όλα τα αξιώματα του πατέρα του. Στις 21 Ιουνίου της επόμενης χρονιάς (1377) πέθανε και ο ηλικιωμένος παππούς του Ριχάρδου, βασιλιάς Εδουάρδος Γ΄, και ο δεκάχρονος Ριχάρδος στέφθηκε βασιλιάς της Αγγλίας, στις 16 Ιουλίου 1377<ref>Saul (1997) σελ. 24.</ref>. Καθώς υπήρχε η απειλή του φιλόδοξου Ιωάννη της Γάνδης να σφετεριστεί το θρόνο, φρόντισαν να τον αποκλείσουν από το «Συμβούλιο της Αντιβασιλείας». Εντούτοις, ο Ιωάννης της Γάνδης μαζί με τον μικρότερο αδελφό του, [[Θωμάς του Γούντστοκ|Θωμά Γούντστοκ, κόμη του Μπάκινγχαμ]], σταδιακά απέκτησαν μεγάλη επιρροή στο Συμβούλιο.<ref>McKisack (1959), σσ. 399–400</ref> Παράλληλα, οι βασιλικοί σύμβουλοι και ιδιαιτέρως ο Σάιμον του Μπέρλι και ο Ροβέρτος του Βιρ, δούκας της Ιρλανδίας, προκάλεσαν σταδιακά εις βάρος τους μεγάλη δυσαρέσκεια από τη [[Βουλή των Κοινοτήτων]], λόγω της υψηλής φορολογίας κατά την περίοδο 1377-1381, προκειμένου να πραγματοποιηθούν στρατιωτικές επιχειρήσεις οι οποίες όμως απέτυχαν στο σύνολό τους.<ref>Harriss (2005), σσ. 445–6.</ref> Από το 1381 η δυσαρέσκεια στις κατώτερες λαϊκές τάξεις αυξήθηκε σημαντικά.<ref>Harriss (2005), σσ. 229–30.</ref>