Γλωσσικό ζήτημα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Odoiporos (συζήτηση | συνεισφορές)
Θα ακολουθήσει στο μέλλον καλλωπισμός τού άρθρου +βιβ/ία.
Odoiporos (συζήτηση | συνεισφορές)
Τέλος απόψεων Brugman. Στο μέλον θα ασχοληθώ περισσότερο.
Γραμμή 32:
Το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, στη νεότερη ιστορία του διαμορφώνει ένα εκπαιδευτικό σύστημα οργανωμένο από την [[Αντιβασιλεία Όθωνα 1833|Αντιβασιλεία]] και μεταφυτευμένο από τη [[Γερμανία]], δημιουργημένο στις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες του γερμανικού κράτους, που δεν είχαν καμία σχέση με αυτές του, ρημαγμένου απ' τον πόλεμο, νέου ελληνικού κράτους. Το ποια γλώσσα πρέπει να χρησιμοποιείται στη λογοτεχνία αλλά και στην εκπαίδευση και στις επίσημες εκδηλώσεις, αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα. Η λαϊκή γλώσσα είναι ακαλλιέργητη, παραφθαρμένη και δεν μπορεί να εκφράσει πολυσύνθετες ιδέες.
[[Image:Adamantios Korais.jpg|thumb|Ο Αδαμάντιος Κοραής.]]
Ο [[Αδαμάντιος Κοραής]], κύριος εκφραστής του εκδυτικισμού στην Ελλάδα, στο ζήτημα της διένεξης για το ποια θα είναι η εθνική γλώσσα του κράτους, ξεκινά μια τάση καθαρισμού της γλώσσας από ξένα στοιχεία και επινοεί και προτείνει την [[καθαρεύουσα]], η οποία καθιερώνεται ως επίσημη γλώσσα του κράτους ([[1834]]). Η αρχική σύλληψή του για την κάθαρση μιας δημώδους γλώσσας αλλά και τη διατήρηση όλου του δυναμισμού της δεδεν πραγματώνεται. Το [[1818]] ο Παναγιώτης Κοδρικάς, άν και υπέρμαχος της καθαρευούσης, εκδίδει τη ''Μελέτη τῆς Κοινῆς Ἑλληνικῆς Διαλέκτου'', με σκοπό μια πολεμική εναντίον του Κοραή. Ενισχυόμενος ο Κοδρικάς από τους Φαναριώτες με συντηρητικές απόψεις προσβλέπει στην καθιέρωση μιας καθαρεύουσας «Εκκλησιαστικής», αντίστοιχης της γλώσσας των Βερσαλιών στη [[Γαλλία]].<ref>Δημαράς 1983, 206.</ref>. Άν και διαφωνούσε θεωρητικά με τον Κοραή επιδιώκων ένα ύφος ομοιάζον με το υψηλό της «Μεγάλης εκκλησίας» <ref>Κοραῆς καὶ Κορδικᾶς: Ἡ μεγάλη φιλολογικὴ διαμάχη τῶν Ἑλλήνων, 1966 σελ. 503</ref>. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα παρέχει ο Browning <ref>Η μεσαιωνική και η νέα Ελληνική γλώσσα, μτφρ. Μ. Κονομή/Δ. Σωτηρόπουλος, 2002, σ. 102</ref>. όπου ο Κοραής διορθώνει το «ψάρι» σε «ὀψάριον» ενώ ο Κορδικάς σε «ἰχθύς». Φυσικά η διαμάχη αυτών των δυο παρείχε σε πολλούς λογίους και δημοτικιστές τον γέλωτα καθώς συνέκλιναν σε ενενηνταοκτώ πράγματα και πολεμούσαν σφοδρά για τα δύο. Κάτι το οποίο φαίνεται και από τον τρόπο καθ’ όν έγραφαν καθώς εν πολλοίς ήταν σχεδόν αδύνατο να διαχωρίσεις ποιος έγραψε τί βάσει του ύφους. Ο απώτερος και άμεσος σκοπός του Κοραή ήταν ο περιορισμός των άκρων, π.χ. χαρακτηριστικά ψέγει μία μετάφραση του [[Θουκυδίδης|Θουκυδίδου]] όπου ο ''(μακαρονιστής'') μεταφραστής φοβούμενος μη δεν γίνει αντιληπτή η λέξη «ὀργίζομαι» την μετέφρασε «χαλεπαίνω»! Το ίδιο ψέγει και τους ''μαλλιαριστές'' που αντί να χρησιμοποιούν τις λέξεις λ.χ. "σημαία" και "κήρυκας" (κῆρυξ τότε) χρησιμοποιούσαν τις λέξεις "παρντιέρα" καί "κράχτης".
Οι βασικές σκέψεις του Κοραή επί του παρόντος ζητήματος συνοψίζονται από τον Beaton και περιέχονται στα εξής τρία στοιχεία. 1ον. Ο Εθνικός αυτοπροσδιορισμός βασίζεται στην επανεκτίμηση της αρχαίας Ελληνικής. 2ον. Η νέα γραπτή γλώσσα πρέπει να συμβαδίζει με την γραμματική της σύγχρονης ομιλουμένης των μορφωμένων τάξεων των πόλεων ως αναπόσπαστα στοιχεία του λαού. 3ον. Οι δυο προτάσεις συνδυάζονται με ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα, το οποίο θα διορθώνει τα κακώς έχοντα της προφορικής εκείνης γλώσσας και την καθιστούν όλως απέναντι της κλασσικής Ελληνικής (π.χ. τουρκικό και γενικά αλλοδαπό λεξιλόγιο το οποίο εχρησιμοποιείτο αυτολεξεί στην ομιλουμένη όπως δεπαρταμένα αντί dipartemento, ἀπελατζιόνε αντί appelazione, κεχαγιάς, τζέργα κ.ο.κ.) <ref>Εισαγωγή στη νεότερη Ελληνική λογοτεχνία, Αθήνα 1996 σελ. 301 κ.ε.</ref>.
Εκτός των ανωτέρω ο Κοραής θεωρούσε αναγκαία την εισαγωγή λεξιλογίου από την αρχαία προς κάλυψιν βασικών αναγκών της γλώσσας όπως φάνηκε από τα προηγούμενα. Θεωρούσε επίσης και δήλωνε ότι η άποψη των ακραίων λογίων περί βαθμιαίας επιστροφής στην κλασσική ως σύμβολο εθνικής υπερηφανείας και όχι δουλείας δεν είχε καμμία σχέση με την πραγματικότητα και μάλιστα ετάσσετο κατά της συγγραφής βιβλίων στην κλασσική «Τίς εἶναι τόσον μωρὸς ἢ εἰς τίνα περισσεύει τόσος καιρὸς, ὥστε ν’ ἀφήσῃ τοὺς Ὁμήρους, τοὺς Πλάτωνας... διὰ νὰ ἀναγινώσκῃ τὸν νέον τοῦτον Ἑλληνιστήν;»<ref>Ἱστορία τοῦ Γλωσσικοῦ ζητήματος Ἀναστασίου Μέγα Τόμος 2 σελ. 196 εκδ. Δωδώνη 1997</ref> Το δε γεγονός ότι προσπαθούσε να ταυτίσει έμπρακτα την γλώσσα με το έθνος σε όλες του τις βαθμίδες και τάξεις βρήκε ευήκοα ώτα σε μερίδα λογίων και δημοτικιστών.
Γραμμή 42:
 
Πόλεμος φυσικά ξέσπασε και με τον Π. Σοῦτσο, και όπως συνηθίζετο εκείνη την περίοδο ο Σοῦτσος εξέδωσε ένα βιβλίο με το οποίο όχι απλώς επεσήμαινε αλλά και έψεγε τους σολοικισμούς άλλων συγγραφέων. Τον χαρακτήριζε η παραδοχή του ότι η λανθασμένη χρήση της γλώσσας θα λυνόταν με την στενότερη επαφή αυτής με την αρχαία. Μεγάλο μέρος αυτών των λαθών κατ’ αυτόν υπήρχε λόγω της αθέμιτης προσμίξεως της κλασσικής με την καθαρεύουσα του Κοραή, την οποία χαρακτήριζε ως «''ἀνεπαρκῆ συμβιβασμόν''». Το ίδιο συνεχίστηκε καθώς πολλοί διόρθωναν τα έργα του Κοραή με πρότυπο την κλασσική και άλλοι με πρότυπο την δημοτικίστικη. Οι πρώτοι κατηγορούσαν τον Κοραή όχι τόσο για την έλλειψη των γνώσεών του (αυτό σε σπάνιες περιπτώσεις σημείωνε ο Γ. Χατζιδάκις) όσο για την πορεία του στην «''μέσην ὁδόν''» απέχων εξ ίσου από τους πλέον αγραμμάτους και τους λογίους (σοφούς) του έθνους.
Η μέση αυτή οδός βασιζόταν στην ερώτηση «Μόνον οι σπουδαίοι πρέπει να κατεβαίνουν στην γλώσσα των αμαθών και όχι οι αμαθείς να ανεβαίνουν στην γλώσσα των σπουδαίων;» για να κλείσει με το «μήτε τύῤῥανοι τῶν χυδαίων μήτε πάλιν δοῦλοι τῆς χυδαιότητος αὐτῶν».
Άλλοι δημοτικιστές υποστήριζαν ότι το «γλωσσικό ζήτημα» καθ' εαυτό άρχεται με την επανάσταση του 1821, ενώ η αμφιγλωσσία όπως σημειώθηκε και ανωτέρω εμφανίζεται από τους αττικιστικούς χρόνους τού Πλουτάρχου και τού Λουκιανού. <ref>ΓΡΑΦΤΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, του KARL BRUGMAN, μετάφραση Λέκας Αρβανίτης, Αθήνα 1907 σ. 14 κ.ε.</ref>. Μάλιστα ο Κοραής κατηγορείται με χυδαίο τρόπο από το στρατόπεδο του Brugman ότι «θαλλάσωσε τα πάντα» με την επιλογή του να σταματήσει τον δρόμο προς την δημοτική, διότι ο «''καημένος ἀντὶς νὰ ρυθμίζει τὰ ἀρχαῖα στοιχεῖα πρὸς τὰ δημοτικά. Ρύθμιζε ἀνάποδα τὰ δημοτικὰ στοιχεῖα πρὸς τὰ ἀρχαῖα. Ἔπειτα ἔστησε… διωγμὸ τῶν λεξῶνε, χωρὶς νὰ λογαριάσει πὼς οἱ κατοπινοί του θὰ τραβοῦσαν πολὺ μακρύτερά του καὶ θὰ κλάδεβαν κάθε λέξη μὴ κλασσικιά καὶ πὼς δὲ σύφερνε τῆς γλώσσας νὰ χάσει ρίζες...''»<ref>ΓΡΑΦΤΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, του KARL BRUGMAN, μετάφραση Λέκας Αρβανίτης, Αθήνα 1907 σ. 15 σημ. 2 κ.ε.</ref>. Επί τη βάσει αυτής τής λογικής οι δημοτικιστές πίστευαν ότι με την είσοδο του νεοσυστάτου τότε Ελληνικού κράτους στην Ευρώπη έπρεπε μεν να συμπληρωθεί και να πλουτισθεί η γλώσσα ανάλογα αλλά όχι δε και να καθαρισθεί από τα πολλά Τούρκικα και Βενετσιάνικα στοιχεία. Ούτω κατηγόρησαν τον Κοραή ότι αντικατέστησε Τουρκικές και Ιταλικές λέξεις ανακατεμένες ήδη από πολλές δεκαετίες στην Ελληνική. Πρός τούτοις θα έπρεπε με θάρρος η καθαρεύουσα να ξεριζωθεί λόγω τής πολύτιμης δημοτικής ποιήσεως και των τραγουδιών. Τεκμήριό τους ήταν κάποιες μεταφράσεις τού Γκαίτε στη Γερμανική. Σύμφωνα με τον Brugman η δημοτική έπρεπε να βασιστεί επί τών απόψεων του Βηλαρά με τελικό σκοπό «''ἡ κοινὴ ἀφτὴ γλώσσα παντοῦ νὰ ἀνεβοκατεβαίνει ποικιλότατα, τὸ συμμορφωτικό της ὅμως πάντα μένει τέτιο ὥστε οἱ χῶρες παντοῦ στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν Τουρκία νὰ συναγρικοῦνται δίχως καμιὰ δυσκολία''»<ref> ΓΡΑΦΤΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, του KARL BRUGMAN, μετάφραση Λέκας Αρβανίτης, Αθήνα 1907 σ. 20 κ.ε.</ref>. Με αυτόν τον τρόπο η ψευτοπαιδεία (δηλαδή η διδασκαλεία τής γραπτής γλώσσας στο σχολείο) θα έφθινε σταδιακώς και οι μαθητές θα αποκτούσαν τήν αληθινή γνώση. Μάλιστα επιχείρημά τους ήταν η διδασκαλία τών Ρητορικών λόγων τού Γ. Μιστριώτου στα ανώτατα σχολεία τών «κοριτσιῶνε» με την συνενοχή τού επισήμου κράτους. Η δε καθαρεύουσα περιγράφεται ως ψώρα, λόγω τής οποίας ο Έλληνας σταμάτησε να παράγει οποιοδήποτε λογοτεχνικό έργο. Πιο χαρακτηριστική δεν θα μπορούσε να είναι άλλη φράση για τις απόψεις τού γράψαντος παρά η ακόλουθη. «''Τῆς καταρέβουσας ἡ βλάβη στάθηκε ἀσύγκριτα μεγαλύτερη παρὰ τ’ ὄφελός της. Τὰ κεφάλια ποὺ κλούβιανε δὲν ἔχουν μετρημό''» (έν. αν. σ. 25). Ξεκάθαρα αντίθετη είναι πλέον είναι η άποψη των περισσοτέρων διακεκριμένων φιλολόγων και γλωσσολόγων όπως ο Γ. Μπαμπινιώτης, ο οποίος αναφέρει ότι η περί το γλωσσικό ζήτημα διαμάχη υπήρξε κάτι θετικό καθώς πολλοί ασχολήθησαν με την βαθύτερη καλλιέργεια της γλώσσας στην διπλή της παράδοση.<ref>Συνοπτική ιστορία τής Ελληνικής γλώσσας, Κέντρο λεξικολογίας, Στ΄ έκδοση 2017, σ. 13.</ref>. Τέλος ο Brugman, συμφωνών και αυτός <ref>ΓΡΑΦΤΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, του KARL BRUGMAN, μετάφραση Λέκας Αρβανίτης, Αθήνα 1907 σ. 27 κ.ε.</ref> με τον Krumbacher και τον Ρόιδη, με την σειρά του παραδέχεται ότι η «αγνή» δημοτική τού Ψυχάρη δεν είναι η πραγματική γλώσσα τού λαού καθώς «''ἀφτοὶ τὸ παραξηλώνουν''». Καταλήγει δε στο ότι χρειάζεται ένας συμβιβασμός, όχι με βάση όμως τον Κοραή αλλά με βάση τον Βηλαρά. Δηλαδή δεν θα πρέπει να εξευγενίσουμε την γλώσσα προς την μέση οδό αλλά να την προσαρμόσουμε περισσότερο προς τις εκάστοτε «ντοπιολαλιές». Επί τη βάσει αυτής τής λογικής η καθαρεύουσα θα πρέπει να «κατεβεί πολλά σκαλοπάτια από το θρόνο της» και να ακολουθήσει την ζωντανή δημοτική, η οποία θα παραμείνει ως έχει με την προσθήκη ελαχίστων λέξεων από «''τὸ λεξικολογικὸ θησαβρὸ… ποὺ ξοδιάστηκε καὶ ἀποθηκέφτηκε στην Καθαρέβουσα''». Και σε αυτό το ζήτημα η άποψη του Γ. Μπαμπινιώτη είναι τελείως διαφορετική καθώς αποκαλεί υγιή αυτόν τον εσωτερικό δανεισμό και καθαρισμό τής γλώσσας με βάσει την αρχαία πρός αποφυγήν το κινδύνου τής πληθύος τών ξένων λέξεων στο σώμα τής δημοτικής γλώσσας τής εποχής. Υπεύθυνος γι’ αυτό υπήρξε ο «φωτισμένος» Αδαμάντιος Κοραής, συνεχίζει ο Μπαμπινιώτης, που έσωσε τη γλώσσα από βέβαιο μιγαδισμό και άλλοι διδάσκαλοι του γένους. Καθ’ όμοιο τρόπο οι τοποθετήσεις τού Ψυχάρη χαρακτηρίζονται ακραιες.<ref>Συνοπτική ιστορία τής Ελληνικής γλώσσας, Κέντρο λεξικολογίας, Στ΄ έκδοση 2017, σ. 15-22.</ref>.
 
Η αναζήτηση της [[εθνική ταυτότητα|εθνικής ταυτότητας]], κοινό χαρακτηριστικό όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών λαών το 19ο αιώνα, θα βοηθήσει στην εμφάνιση και στην άνθηση της [[λαογραφία]]ς, με αποτέλεσμα, στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, να πολλαπλασιαστούν η συλλογή και οι δημοσιεύσεις δημοτικών τραγουδιών. Την παράδοση που δημιουργεί ο [[Διονύσιος Σολωμός]] στην έντεχνη [[Επτανησιακή σχολή (λογοτεχνία)|Επτανησιακή Σχολή]], θα συνεχίσουν οι [[Ιάκωβος Πολυλάς]], [[Αλέξανδρος Βαλαωρίτης]], κ.ά, οι οποίοι, επηρεασμένοι από τα αντίστοιχα [[Ευρώπη|ευρωπαϊκά]] λογοτεχνικά κινήματα, καταπιάνονται με θέματα [[Ιστορία|ιστορικά]], κυρίως, όμως, με κοινωνικά, στα οποία βρίσκουμε ρίζες του κινήματος του δημοτικισμού και επομένως της πόλωσης που σύντομα θα στιγματίσει το γλωσσικό ζήτημα. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι στα [[Επτάνησα]], που για αιώνες ήταν υπό [[Ενετική κυριαρχία στα Επτάνησα|Ενετική]] και Αγγλική κατοχή, δεν υποστηριζόταν ο αρχαϊσμός και πολύ πριν τον Σολωμό ήταν καλλιεργημένη η λαϊκή παράδοση στην ποίηση.<ref>''Ιστορία του Ελληνικού Έθνους'' 1977, Τ.ΙΔ, 635.</ref>