Γλωσσικό ζήτημα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Odoiporos (συζήτηση | συνεισφορές)
Τέλος απόψεων Brugman. Στο μέλον θα ασχοληθώ περισσότερο.
Odoiporos (συζήτηση | συνεισφορές)
Τέλος απόψεων Σταματάκου.
Γραμμή 4:
=== Αρχαιότητα ===
{{κύριο|Αττικισμός}}
Αμφιγλωσσία στην Ελλάδα υπήρχε από τα αρχαία χρόνια<ref>{{Cite book|title=Γ. Χατζιδάκη Ἀπάντησις πρὸς τὸν Krumbacher, 1905 Βιβλ. Μαρσαλῆ|last=Χατζιδάκις|first=Γεώργιος|publisher=Ἐκ τῶν τυπογραφείων τῆς ἐφημερίδος "Τὸ Κράτος"|year=1905|isbn=|location=|page=}}</ref> <ref> Geoffrey Horrocks Ελληνικά, Ιστορία της γλώσσας και των ομιλητών της, εκδ. ΕΣΤΙΑ 2014, σελ. 40,42,62,63,86,87,89,91,94,96,99,100 κ.ε.</ref>. Αυτή η αμφιγλωσσία μπορεί εύκολα να εντοπιστεί διάσπαρτη στην αρχαία Ελληνική γραμματεία. [[Προσωκρατικοί φιλόσοφοι|Προσωκρατικοί]] συγγραφείς όπως ο [[Φερεκύδης]], ο [[Παρμενίδης]] και ο [[Ξενοφάνης]] επέλεγαν όχι τον πεζό λόγο (καταλογάδην συγγραφή) αλλά την ποιητική γλώσσα ως παλαιότερη και πιο σεβαστή. Παρόμοιες αναφορές μπορούμε να βρούμε και στον [[Αριστοτέλης|Αριστοτέλη]] («''τιμιώτατον μὲν γὰρ τὸ πρεσβύτατον, ὅρκος δὲ τὸ τιμιώτατόν ἐστιν''»)<ref>Μεταφυσικὰ Ἀριστοτέλους 983b33 “Aristotle's metaphysics, 2 vols.”, Ed. Ross, W.D.Oxford: Clarendon Press, 1924, ανατ. 1970 Bekker.</ref>. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η «[[Τέχνη Γραμματική|Τέχνη Γραμματκή]]» τού [[Διονύσιος ο Θραξ|Διονυσίου τού Θρᾳκός]] (η πρώτη Ελληνική και Ευρωπαϊκή γραμματική), στην οποία ανέλυε την παλαιότερη λογοτεχνική γλώσσα τών ποιητών. Προς τούτοις, ο Θουκυδίδης επέλεγε να γράφει σε γλώσσα πιο αυστηρά (βλέπε τα τρίτα πρόσωμα των προσωπικών αντωνυμιών σφεῖς, σφῶν κτλ αντί των τότε εν χρήσει αττικών αὐτοί αὐτῶν, οὗτοι τούτων ή ἐκείνοι ἐκείνων), τις παλαιές μεταβολές του διπλού σσ σε σρ, διότι τα πρό αυτού χρόνια το ρρ το έλεγαν ττ. Βλ. ακόμη τους εκλιπόντες τύπους δοτικής -οισι από του Ε΄ αιώνος σε -οις (ἀνθρώποισι – ἀνθρώποις) κτλ. Όμως ο «δημοτικιστής» της εποχής [[Αριστοφάνης|Ἀριστοφάνης]] στους [[Βάτραχοι (κωμωδία)|Βατράχους]] γράφει ακόμη «''τοῖς μὲν γὰρ παιδαρίοισίν ἐστι''» και άλλα πάμπολλα παραδείγματα. Μάλιστα εκεί κατηγορείται τον [[Αισχύλος|Αἰσχύλο]] ότι ''γράφει τις παραστάσεις του σε γλώσσα ακατανόητη στον απλό λαό'' (Βάτραχοι, στίχος 926). Ακόμη φαίνεται ότι υπήρχε σαφεστάτη διαφορά μεταξύ του γραπτού και του προφορικού λόγου, όπως για παράδειγμα η γλώσσα των ποιητών οι οποίοι ανεμίγνυαν στοιχεία πεπαλαιωμένα (βλέπε τον χορό στην Δωρική διάλεκτο των τραγικών, η οποία ήταν η καθαρεύουσα όπως θα λέγαμε σήμερα). Έγραφαν διαλέγοντες ένα κράμα από Δωρικά Αιολικά/Ιωνικά και επικά στοιχεία, γλώσσα η οποία είναι αδύνατον να μιλήθηκε ποτε.
 
Περίπου τον 1ο αιώνα μ.Χ. οι αττικιστές, με ρομαντική πάντως διάθεση, προσπάθησαν να μεταρρυθμίσουν τη γλώσσα, όχι στο πώς χρησιμοποιείται αλλά στο πώς πρέπει να χρησιμοποιείται βάσει τής Αττικής διαλεκτου τού 5ου π.Χ. αι. Τότε και άρχεται επισήμως το περίφημο γλωσσικό ζήτημα, όταν δηλαδή αυτή η διάκριση του ύφους απευθύνεται ως οδηγία στις μεγάλες μάζες τών ανθρώπων. Αυτό είχε ως ακόλουθο την ταχεία εξάπλωση του διαχωρισμού τής λογίας από την δημώδη γλώσσα.
Κάτι παρόμοιο υποστήριξαν και όλοι οι Έλληνες λόγιοι αμφοτέρων των παρατάξεων, ακόμη και οι δημοτικιστές εκτός των [[Εμμανουήλ Ροΐδης|Ε. Ρόιδη]] (στο έργο του «Τὰ Εἴδωλα 1833 ἐκδόσεις Ἑστίας)» και [[Δημήτριος Βερναρδάκης|Δ. Βερναρδάκη]]. Τον πρώτο ο καθηγητής Γεώργιος Χατζιδάκις κατηγορεί διότι αμελεί τα όσα τεκμήρια παρέχει στο «Φιλολογικό περιοδικό Ἀθηνᾶ» (τόμος Ε΄ σελ. 181 κ.ε.) καθώς υποστηρίζει ότι μόνον στην σημερινή Ελλάδα υπάρχει διγλωσσία, πράγμα απαίσιο κατά τον Ρόιδη.
Γραμμή 12 ⟶ 13 :
Όπως είναι φυσικό δέχτηκε τα βέλη του [[Γεώργιος Χατζιδάκις|Γ. Χατζιδάκι]] ο οποίος έγραψε ότι πρέπει να πάσχει από κάποιου εγκεφαλικού νοσήματος για να υποστηρίζει ότι πρέπει να δημιουργήσουμε ένα κράμα, αφού πρώτα το χωρίσουμε για να το ξαναφτιάξουμε<ref>{{Cite book|title=Γλωσσικῶν ἀτοπημάτων ἀναίρεσις|last=Χατζιδάκις|first=Γεώργιος|publisher=Τυπογραφεῖον Παπαλεξανδρῆ καὶ Παπαγεωργίου|year=1886|isbn=|location=|page=}}</ref><ref>{{Cite book|title=Μελέτη ἐπὶ τῆς νέας Ἑλληνικῆς ἢ Βάσανος του ἐλέγχου τοῦ ψευδοαττικισμοῦ|last=Χατζιδάκις|first=Γεώργιος|publisher=ἐκ τοῦ τυπογραφείου τοῦ Κορομηλᾶ|year=1884|isbn=|location=|page=}}</ref>.
 
Χαρακτηριστικό είναι ότι όσο ο Βερναρδάκης τόσο και ο Εμμ. Ρόιδης άν και ήταν υπέρμαχοι της δημοτικής επέλεγαν να γράφουν σε αυστηρά καθαρεύουσα, σχεδόν υπερκαθαρεύουσα λόγω των κενών τής έως τότε άπλαστης δημοτικής. Βέβαια ο Βερναρδάκης παραδέχθηκε ότι «''ὁ ἀγὼν δὲν ἦτο περὶ ἀρχῶν καὶ ἰδεῶν ἀλλὰ ὑπὲρ προσώπων καὶ κατὰ προσώπων''»<ref>{{Cite book|title=Ἱστορία τοῦ γλωσσικού ζητήματος Α.Ε. Μέγα, Τόμος Β΄|last=Μέγας|first=Αναστάσιος|publisher=Δωδώνη|year=1997|isbn=960-248-882-4|location=|page=338}}</ref>. Το γενονός αυτό φαίνεται από πολλές πηγές, χαρακτηριστικώς ο Γερμανός δημοτικιστής [[Karl Brugman]] αναφέρει <ref>ΓΡΑΦΤΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, του KARL BRUGMAN, μετάφραση Λέκας Αρβανίτης, Αθήνα 1907 σ. 9, 12, 22.</ref> ότι το έθνος το τρώει η σκουριασμένη γραπτή γλώσσα, η αρρώστια του έθνους, και δίκην Ιταλικής (η οποία βέβαια αποτελεί διαφορετική περίπτωση κατά τον έγκριτο γλωσσολόγο [[Γεώργιος Μπαμπινιώτης|Γ. Μπαμπινιώτη]] <ref>Συνοπτική ιστορία τής Ελληνικής γλώσσας, Κέντρο λεξικολογίας, Στ΄ έκδοση 2017, σ. 10.</ref>, τον Γερμανό φιλόλογο Heymann Steinthal <ref>Geschichte der Sprachwissenschaft bei den Griechen und Römern, 1863 σ.411</ref> κ.α.) πρέπει να πεταχτεί στα σκουπίδια για να ανθίσει το έθνος. Έτσι εάν δεν βρεθεί το φάρμακο οι τεράστιες ζημιές που έπαθε ο Ελληνικός πολιτισμός από το γλωσσικό ζήτημα θα συνεχιστούν. Έτσι, συνεχίζει ο BRUGMAN, όπως η Λατινική στον μεσαίωνα κρατούσε πίσω τις φυσικές γλώσσες έτσι ακριβώς και η καθαρεύουσα καταστρέφει το Ελληνικό έθνος.
Ο δριμύς αυτός προσωπικός πόλεμος απεικονίζεται καιξεκάθαρα μέσω τού Γερμανού Γλωσσολόγου Karl Brugman. Εκεί κατηγορεί τον Χατζιδάκι, τον οποίον αποκαλούσε ακραίο επειδή τόλμησε μεν να αντιπαρατεθεί με τον (δάσκαλό του) Krumbacher και χρησιμοποιούσε δε αυστηρή καθαρεύουσα στον προσωπικό γραπτό του λόγο ενώ διεκήρυσσε υπέρ τής απλή καθαρεύουσας <ref>ΓΡΑΦΤΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, του KARL BRUGMAN, μετάφραση Λέκας Αρβανίτης, Αθήνα 1907 σ. 12 και σημ. 2.</ref>, ό,τι δηλαδή έκανε και ο Ε. Ρόιδης. Εκεί μάλιστα χρεώνει στον «ξεδιάντροπο» Χατζιδάκι, χωρίς επιρροή καθηγητή όπως αναφέρει, «''παιδιάτικες, σιχαμένες καὶ πρόστυχες σοφιστεῖες''» και ότι προσπαθεί να αποδείξει τον Krumbacher μισέλληνα. Έφτασε μάλιστα σε σημείο να τον παρουσιάζει ως εθνικό κίνδυνο στους ξένους, καθώς «''τέτιος πρόστυχος ἄθρωπος… εἶναι κίντυνος ἐθνικός… καὶ ἀφτοχειροτόνητος''»<ref>ΓΡΑΦΤΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, του KARL BRUGMAN, μετάφραση Λέκας Αρβανίτης, Αθήνα 1907 σ. 16 σημ. 1.</ref>. Τούτο προφανώς είναι μια ακραία ερμηνεία καθώς ο ίδιος ο Χατζιδάκις αλλού έγραφε ότι οι περισσότεροι φιλόλογοι δεν είναι άξιοι να λύσουν ούτε τον ιμάντα τών υποδημάτων τού Krumbacher <ref> Διασαφήσεις εἰς τὴν ὑπὸ τοῦ καθηγητοῦ κ. Γ. Χατζιδάκι περὶ τοῦ νόμου τῆς ἐξασθενώσεως, ὑπὸ Ἀθανασίου Χ. ΜΠΟΥΤΟΥΡΑ, Τυπογραφεῖον Β, ΑΥΛΗΣ Α. ΡΑΦΤΑΝΗ, Ἐν Ἀθήναις 1922 σ. 10.</ref>.
 
Στις διάφορες μελέτες των λογίων φαίνεται ότι υπήρχε σαφεστάτη διαφορά μεταξύ του γραπτού και του προφορικού λόγου, όπως για παράδειγμα η γλώσσα των ποιητών οι οποίοι ανεμίγνυαν στοιχεία πεπαλαιωμένα (βλέπε τον χορό στην Δωρική διάλεκτο των τραγικών, η οποία ήταν η καθαρεύουσα όπως θα λέγαμε σήμερα). Έγραφαν διαλέγοντες ένα κράμα από Δωρικά Αιολικά/Ιωνικά και επικά στοιχεία.
 
 
Γραμμή 51:
=== 20ός αιώνας ===
[[Εικόνα:Royidis.jpg|thumb|Ο [[Εμμανουήλ Ροΐδης]], υπερασπιστής της δημοτικής γλώσσας.]]
Ο δε κατά πολλούς μέγας φιλόλογος [[Γεώργιος Χατζιδάκις]] υπεστήριζε υπερήφανα την χρήση της «καθαρευούσης» μέσα πάντα σε λογικά πλαίσια τα οποία δεν πρέπει να παραβιάζονται από καμμία πλευρά. Ειδικότερα κατηγορούσε διαφόρους διαπρεπείς φιλολόγους -ακραίους τότε νεο-αττικιστές- ότι «παρὰ φύσιν» προσπαθούν να αλλάξουν την φυσική συνέχεια της νέας Ελληνικής γλώσσης (κατ' αυτόν την καθαρεύουσα). Εξαίρεση αυτών ήταν ο [[Κωνσταντίνος Κόντος]] κατά τον Χατζ.Χατζιδάκι ο οποίος εδίδασκε ότι «πολλῷ κάλλιον εἶναι νὰ στέργῃ τις τὰ κοινολεκτούμενα ἢ σπουδάζων περὶ τὰ χαριέστερα νὰ σολοικίζῃ δεινότατα». Επίσης κάποιες λέξεις στο έργο του «Γλωσσικαὶ παρατηρήσεις» (πρὸς διόρθωσιν τῆς νέας ἡμῶν γλώσσης) προέρχονταν από μεσαιωνικές-μεταγενέστερες και όχι αρχαίες λέξεις. Πίστευε ακράδαντα ότι μέγα κατόρθωμα ήταν το ότι οι γνωρίζοντες την νέα αυτή γλώσσα με την -σε αρκετό βαθμό- νέα γραμματική και σύνταξη μπορούσαν να εννοούν αρκετά εύκολα και την κλασσική Ελληνική του 5ου αι. π.Χ. Ειδικότερα αναφέρει ο ίδιος στο βιβλίο του «Σύντομος ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης» (Κεφ. ΙΔ «Περὶ τοῦ νέου ἡμῶν γραπτοῦ λόγου» εκδοθέν το 1915<ref>Σύλλογος πρὸς διάδοσιν ὠφελίμων βιβλίων σ. 122 έως 127 </ref>:
«...Καὶ ταῦτα δῆλον ὅτι ἡμεῖς δὲν μεταχειριζόμεθα οὔτε τὴν Ἀττικὴν διάλεκτον, ὅπως ἀναλήθως ἐπὶ διαβολῇ ἐλέχθη, ...οὔτε καθόλου τὴν ἀρχαίαν ἢ τὴν Κοινὴν τοῦ Εὐαγγελίου ἀμετάβλητον καὶ ἑπομένως ἀπηρχαιωμένην καὶ ἄχρηστον ἡμῖν νῦν (οὐκ ἀληθὲς ἄρα ὅτι «ἡ γραφομένη εἶναι ἐκτὸς ἄλλων ἡ γλῶσσα τοῦ Εὐαγγελίου»). Ἐπίσης εἶναι δῆλον ὅτι ἡμεῖς δὲν ἐπλάσαμεν, δὲν ἠδυνάμεθα νὰ πλάσωμεν κατ' ἀλήθειαν νέαν γλῶσσαν, ἀλλ' ἁπλῶς μετερρυθμήσαμεν προσηκόντως καὶ προσηρμόσαμεν κατὰ τὸ δυνατὸν πρὸς τὰς νεωτέρας ἀνάγκας ἡμῶν τὴν γλῶσσαν (δηλαδή την καθαρεύουσα), ἣν ἀπὸ αἰώνων ἠκούομεν... Πάντα ἄρα τὰ λεγόμενα περὶ ἐπιβολῆς εἰς τὸ ἔθνος ἡμῶν γλώσσης νέας ἢ ξένης, ἀρχαίας, ἀγνώστου αὐτῷ εἶναι αὐτὸ τοῦτο ἀναλήθη.».
Όπως είναι γνωστό ο Γ. Χατζιδάκις ακολούθησε πιστά τους καθαρευουσιάνους και όχι τους δημοτικιστές.
 
Ο μεγάλος φιλόλογος Ιωάννης Σταματάκος, όντας συντηρητικός μάλλον παρά ακραίος υποστηρικτής τής καθαρεύουσας, υπήρξε επί σειρά ετών εμπόδιο στον Τριανταφυλλίδη επί τη έδρᾳ τής γλωσσολογίας λόγω ακριβώς τών επιλογών τού δευτέρου υπέρ τής δημοτικής. Αντιθέτως από τούς άλλους διαξιφισμούς, οι οποίοι οδήγησαν σε χυδαίες προσωπικές επιθέσεις, τών προαναφερθέντων προσώπων ο Σταματάκος σε μία εισηγητική έκθεση για την υποψηφιότητα του κ. Τριανταφυλλίδη τόν επήνεσε χαρακτηρίζοντάς τον διαπρεπή γλωσσολόγο, ιδιοφυή περί την γλωσσική επιστήμη και σημείωσε ότι δεν στερείται καλές, στο εξωτερικό, σπουδές ενώ υπήρξε και συγγραφέας πολλών και ποιοτικών πονημάτων. Η κύρια επιχειρηματολογία τού Σταματάκου ήταν ότι «ἠδίκησεν αὐτὸς ἑαυτόν» καθώς αντί να ακολουθήσει την λεωφόρο τής αντικειμενικής και επιστημονικής ερεύνης προτίμησε, μετά φανατισμού, «''νὰ βαδίζῃ τὴν ἀτραπὸν αὐτὴν μέχρι τοῦ κρημνοῦ''». Την άποψή του αυτή την αποδίδει ο Σταματάκος σε νεανική παραπλάνηση όπως χαρακτηριστικά ανέφερε και τον έψεγε διότι δι’ αυτών του τών απόψεων (την αυτοκτονία κατά τον Σταματάκο) ζητεί και επιβράβευση, προφανώς διά τής έδρας. Την δημοτική ο Σταματάκος την ονόμαζε «''ἀξίαν δι’ ὡρισμένους τομεῖς τῆς πνευματικῆς δράσεως καὶ δημιουργίας''», ενώ προσέθετε ότι την ανέχεται και δεν οκνεί να χρησιμοποιεί στοιχεία της στις διάφορες αποδόσεις αρχαίων κειμένων, τονίζοντας την όλη θεωρία τού Δημοτικισμού ως σεβαστή και αξιοπρόσεκτη. Δυστυχώς, όπως αναφέρεται και κατωτέρω, εκείνα να χρόνια η δημοτική χρησιμοποιήθηκε από πολιτικές παρατάξεις (βλ. Ε.Α.Μ.) και η χρήση της συνδέθηκε με πολιτικές (και όχι καθαρά εθνικές) ιδεολογίες. Γι’ αυτόν τον λόγο «''ὁ Δημοτικισμὸς ἔγινε συνωμότης, ἐπαναστάτης και ἐτέθη ἐκτὸς Νόμου διὰ τὴν συνείδησιν τῶν Ἑλλήνων''» σύμφωνα με την έκθεσή του. Η έκθεση αυτή συνεχίζει με την πεποίθηση ότι ο Τριανταφυλλίδης έπρεπε να προφυλάσσει ως κόρη οφθαλμού τήν παράδοση και να σέβεται «''ὡς στοργικὴν μητέρα ἢ Πρεσβυτέραν ἀδελφὴν τὴν καθαρεύουσαν''», υπό της οποίας ο Δημοτικισμός θα εφροντίζετο ως «χαϊδεμένο παιδί». Αντιθέτως εμφανίζεται ως μητροκτόνος, παιδοκτόνος κ.τ.τ. Τέλος σύμφωνα με αυτόν ο αγράμματος άνθρωπος του λαού στέλνει τα παιδίά του στο σχολείο για να γίνουν καλύτερα από αυτόν, κυρίως διά τής γλώσσας, ενώ ο Δημοτικισμός τον επιστρέφει από το σχολείο χειρότερο απ’ ό,τι πρίν, έχοντας ως σκοπό να «κρημνήσει» τη γλώσσα τής παραδόσεως και ό,τι συνδέεται με το παρελθόν.
Επίθεση εξαπολύει και μέσω τής Ἱστορικής γραμματικής <ref>Ἰ. Σταματάκου, Ἱστορικὴ γραμματικὴ ἀρχαίας Ἑλληνικῆς, εκδ 6η ΔΕΔΕΜΑΔΗ, 2006 σ. στ΄ - ια΄ (6-11)</ref> του, όπου γράφει κατά τής μάζας τών «ἐπιπολαίως χαρακτηριζομένων ἀγραμμάτων» οι οποίοι κατ’ αυτόν θέλουν να κρημνίσουν την γραμματική τής αρχαίας Ελληνικής και της καθαρεύουσας». Συνεχίζοντας γράφει ότι αυτή η απέχθεια οφείλεται στην άγνοια λόγω τού όσο βαθύτερα κατανοεί κάποιος κάτι τόσο περισσότερο το αγαπά και ό,τι δεν καταλαβαίνει το αποστρέφεται, απευθυνόμενος εξίσου και στους μη επαρκώς κατηρτισμένους φιλολόγους τής εποχής του. Σε γενικές γραμμές η άποψή του ήταν ότι οι μορφωμένοι τού έθνους έπρεπε να δείξουν τον δρόμο διά τού οποίου άνθρωποι όλων τών κοινωνικών τάξεων θα είχαν βαθεία γνώσση τής Ελληνικής γλώσσας, και κατά συνέπεια της κλασσικής παιδείας. Αυτό όπως προαναφέρθηκε δεν σημαίνει ότι η δημοτική θα ξεριζωνόταν, αλλά θα είχε λόγο μόνο στην ποίηση, στα τραγούδια και γενικά δευτερεύοντα ρόλο στα πράγματα.