Ροβέρτος Γυισκάρδος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 34:
 
Μέλος του [[Οίκος των Ωτβίλ|Οίκου των Ωτβίλ]], διακρίθηκε στη μάχη του Τσιβιτάτε το 1053 ενάντια στον Πάπα [[Πάπας Λέων Θ΄|Λέοντα τον Θ΄]] και στη συνέχεια μαζί με τον αδελφό του [[Ρογήρος Α΄ της Σικελίας|Ρογήρο]] κατέκτησαν την [[Απουλία]] και την [[Καλαβρία]] και το 1059 ορίστηκε δούκας της Καλαβρίας και της Σικελίας. Κατέλαβε το [[Ρέτζιο Ντι Καλάμπρια|Ρέτζο]], τον [[Τάραντας|Τάραντα]] και το [[Μπρίντιζι]]. Το 1061 εισέβαλε και κατέλαβε μαζί με τον Ρογήρο τη [[Σικελία]]. Το 1071 κατέλαβε το [[Μπάρι]], το τελευταίο έδαφος της [[βυζαντινή αυτοκρατορία|Βυζαντινής Αυτοκρατορίας]] στην Ιταλική χερσόνησο.
 
==Υποταγή της Καλαβρίας==
 
Ο Γυισκάρδος οδήγησε έναν στρατό στην Καλαβρία, ήταν η πρώτη σοβαρή του προσπάθεια να υποτάξει την Βυζαντινή επαρχία από την εποχή του Γκουαιμάρ. Πολιόρκησε με τον στρατό του το Καριάτι που υποτάχθηκε, πρίν το χειμώνα ακολούθησε το Ροσάνο και η Γκεράς, μόνο το [[Ρήγιο]] είχε μείνει στους Βυζαντινούς όταν επέστρεψε ο Γυισκάρδος στην [[Απουλία]]. Προσπάθησε να υποτάξει τις Βυζαντινές φρουρές στον [[Τάραντας|Τάραντα]] και το [[Μπρίντιζι]], κατόπιν επέστρεψε στην [[Καλαβρία]] όπου ο αδελφός του Ρογήρος περίμενε τις νέες πολιορκητικές μηχανές.
 
Μετά την πτώση του Ρήγιου και την υποταγή της [[Σκύλλα της Μεσσήνης|Σκύλλας]] της Ακρόπολης σε μια νησίδα που είχε καταφύγει η φρουρά του Ρήγιου συνέχισε για την κατάκτηση ολόκληρης της Σικελίας. Ο [[Ρογήρος Α΄ της Σικελίας]] επιτέθηκε πρώτα με μια μικρή δύναμη στην [[Μεσσήνη (Ιταλία)|Μεσσήνη]] αλλά αποκρούστηκε από την φρουρά των Σαρακηνών. Η μεγάλη επίθεση που σχεδίαζε ο Γυισκάρδος δεν έγινε τελικά επειδή συνάντησε αντίσταση από Βυζαντινό στρατό που έστειλε ο [[Κωνσταντίνος Ι΄ Δούκας]] για να λεηλατήσει την Απουλία. Η [[Μέλφι]] πολιορκήθηκε ξανά τον Ιανουάριο του 1061 αλλά ο Ρογήρος βρήκε νέα αντίσταση, οι δυνάμεις του Γυισκάρδου πιέστηκαν από τους Βυζαντινούς να οπισθοχωρήσουν και η Απουλία έμεινε ήρεμη.
 
==Η Σικελική εκστρατεία==
 
Ο Ροβέρτος Γυισκάρδος επιτέθηκε στην [[Σικελία]] με τον αδελφό του Ρογήρο και κατέλαβαν την [[Μεσσήνη (Ιταλία)|Μεσσήνη]] με σχετική ευκολία (1061), στρατοπέδευσαν αθέατοι την νύχτα και αιφνιδίασαν τον στρατό των [[Σαρακηνοί|Σαρακηνών]].<ref>Rogers 2010, p. 66.</ref> Με την επιτυχία αυτή απέκτησαν τον έλεγχο στο [[Στενό της Μεσσήνης]].<ref>Rogers 2010, p. 66.</ref> Ο Γυισκάρδος συμμάχησε αμέσως με τον Ίμπν-ατ-Τιμνάχ έναν από τους εμίρηδες της Σικελίας εναντίον του αντιπάλου του Ίμπν-αλπ-Χαουά. Ο Γυισκάρδος, ο αδελφός του και ο Ίμπν-ατ-Τιμνάχ βάδισαν στην κεντρική Σικελία μέσω της Ρομέττας που είχε μείνει πιστή στον Ίμπν-ατ-Τιμνάχ, στην συνέχεια πέρασαν στην πεδιάδα στην οποία είχαν διακριθεί πριν από 21 χρόνια ο [[Γεώργιος Μανιάκης]] και οι πρώτοι Ωτβίλ. Ο Γυισκάρδος επιτέθηκε στην Κεντουρίπ αλλά η αντίσταση που συνάντησε ήταν σκληρή και μετακινήθηκε, η Πατέρνο έπεσε και μετακίνησε τον στρατό του σε ένα ισχυρό κάστρο στην [[Έννα (επαρχία)|Έννα]].
 
Οι Σαρακηνοί ηττήθηκαν αλλά η Έννα δεν έπεσε και ο Γυισκάρδος πήγε με την σύζυγο του Σίλτσεγκαιτα στην Καλαβρία για τα Χριστούγεννα. Το 1064 επέστρεψε αλλά προσπέρασε την Έννα και βάδισε για το [[Παλέρμο]], το στρατόπεδο του μολύνθηκε από ταραντούλες και αναγκάστηκε να δραπετεύσει. Η εκστρατεία ήταν ανεπιτυχής αλλά σε μια μετέπειτα εκστρατεία (1072) έπεσε το Παλέρμο, η υπόλοιπη Σικελία ήταν θέμα χρόνου. Στην διάρκεια της Σικελικής εκστρατείας ο Ροβέρτος Γυισκάρδος καταγράφεται ως ''"Ροβέρτος ο Μαυροπουκαμισάς"'' επειδή φορούσε κομψά υφάσματα με εισαγόμενες βαφές που τους έδιναν μελανό χρώμα.<ref>http://cat.inist.fr/?aModele=afficheN&cpsidt=20623842</ref>
 
==Ήττα από τους Βενετούς (1081)==
Γραμμή 81 ⟶ 93 :
*Nicol, Donald M. (1988). Byzantium and Venice: A Study in Diplomatic and Cultural Relations, Cambridge: Cambridge University Press.
*Norwich, John Julius. (1989). A History of Venice, New York: Vintage Books.
*Rogers, Clifford J. (2010). The Oxford Encyclopedia of Medieval Warfare and Military Technology: Vol. 1. Oxford: Oxford University Press.
*Skinner, Patricia. (2003). Family Power in Southern Italy, Cambridge: Cambridge University Press.