Γλωσσικό ζήτημα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Odoiporos (συζήτηση | συνεισφορές)
Ακολουθεί Ψυχάρης, πηγές και καλλωπισμός.
Odoiporos (συζήτηση | συνεισφορές)
Ακολουθεί καλλωπισμός και αρχαιότητα.
Γραμμή 13:
 
=== Βυζαντινή αυτοκρατορία ===
Η Ελληνική γλώσσα εκείνη την εποχή μπορεί να διακριθεί σε τρείς υποπεριόδους. Την Πρώιμη Βυζαντινή (6ος-12ος αι.), την όψιμη (12ος-15ος αι.) και την μεταβυζαντινή (15ος-19ος αι.)<ref>Συνοπτική ιστορία τής Ελληνικής γλώσσας, Κέντρο λεξικολογίας, Στ΄ έκδοση 2017, σ. 149 κ.ε.</ref>. Αυτές οι περίοδοι είναι πολύ σημαντικές καθώς σε αυτές μπορούμε να εντοπίσουμε σχεδόν όλες τις φάσεις τού γλωσσικού ζητήματος. Κατά την πρώτη (συγκεκριμένα τον 12ο αιώνα στα λεγόμενα «''Πτωχοπροδρομικά''» τού [[Θεόδωρος Πρόδρομος|Θεοδώρου Προδρόμου]]) πρωτοεμφανίζονται λογοτεχνικά κείμενα στην δημώδη γλώσσα και κατά την δεύτερη, βαθμηδόν, εξαπλώνεται η χρήση αυτής στον γραπτό λόγο (αναμεμειγμένη με την λογία) και δημιουργούνται οι περισσότερες μετέπειτα εμφανιζόμενες διαλεκτικές μορφές τής γλώσσας (βλ. τα «''ἱπποτικά μυθιστορήματα''»). Αυτή η διεργασία συντελείται μετά την πτώση τής [[Κωνσταντινούπολη (Βυζαντινή)|Πόλεως]] στις 29 Μαΐου τού 1453 υπό τών [[Οθωμανική περίοδος στην Ελλάδα|Οθωμανών]], λόγω τής απουσίας ενός συντεταγμένου κράτους το οποίο να λειτουργεί συνδετικώς για τους κατοίκους απομακρυσμένων περιοχών. Δήλον λοιπόν ότι ελλείψει κράτους και Παιδείας και υπό ξένης κατοχής θα εισήγετο και πληθύς ξένων λέξεων. Παραδείγματα αποτελούν η Κρήτη και η Κύπρος, οι οποίες και συνδυάζουν τα τοπικά διαλεκτικά στοιχεία με ξένες λέξεις υπό την επίδραση τής παλαιάς λογιας γλώσσας. Παρόμοιες εξελίξεις φαίνεται ότι προσεπάθησε να εμποδίσει λίγους αιώνες πριν ένα νέο κύμα αττικισμού τον δεύτερο μισό τού 10ου αιώνος, όταν και μετηγράφησαν, θρησκευτικά κυρίως, κείμενα <ref>Geoffrey Horrocks Ελληνικά, Ιστορία της γλώσσας και των ομιλητών της, εκδ. ΕΣΤΙΑ 2014, σελ. 315-317.</ref>, ενώ στα χρόνια τής [[Άννα Κομνηνή|Άννας τής Κομνηνής]] <ref>Geoffrey Horrocks Ελληνικά, Ιστορία της γλώσσας και των ομιλητών της, εκδ. ΕΣΤΙΑ 2014, σελ. 357 κ.ε.</ref> η γλώσσα υπέστη περαιτέρω κάθαρση και στη συντακτική της δομή με πιο εκλεπτυσμένες και παρωχημένες συντάξεις. Οι τρείς κύριες αντιμαχόμενες ομάδες κατά τα χρόνια τού Βυζαντίου ήταν οι υποστηρικτές τής γλώσσας τής υμνογραφίας και καθόλου τής Χριστιανικής λατρείας (βασισμένη στην Κοινή τού Ευαγγελίου), οι αττικιστές και οι υπέρ τής ομιλουμένης τής τελευταίας τών ανωτέρω περιόδων.
 
=== Τουρκοκρατία ===
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας εξαιτίας τής περαιτέρω και παντελούς απόσχισης περιοχών τού πρώην βυζαντινού κράτους, των διαφόρων κατακτητών σε περιοχές του και της απομόνωσης περιοχών του, παρατηρείται και η τελική διαμόρφωση τής ιδιωματικής δημοτικής επηρεασμένη τα μέγιστα, κυρίως λεξιλογικώς, από την Τουρκική γλώσσα και την Ιταλική, που εξασθενούν με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους. Χαρακτηριστική είναι η τάση των Ελλήνων να συνδεθούν ψυχικά με την αρχαιότητα καθώς δίνουν αρχαία ονόματα στα παιδιά τους και στα καράβια τους.<ref>Βακαλόπουλος 1973, Τ.Δ', 662</ref>. Η αρχαιολατρεία αυτή είναι συνέπεια της αναγεννητικής ορμής τού [[Έθνος (κοινωνιολογία)|έθνους]] που αφυπνίζεται και ζητά να στηριχτεί στην κλασσική κληρονομιά του. Εδώ αξίζει να αναφερθεί και η «κακήν κακώς» απόσυρση μιας μεταφράσεως της [[Καινή Διαθήκη|Καινής Διαθήκης]] μόλις το 1638 ύστερα από την έντονη αντίδραση της εκκλησίας, κάτι το οποίο στάθηκε ως παράδειγμα πρακτικής προς αποφυγήν για τους μετέπειτα (έως ότου να αποτύχει εκ νέου με την μετάφραση του [[Αλέξανδρος Πάλλης|Ἀλ. Πάλλη]] το 1901).
 
Εξαιρετικά σημαντική προσωπικότητα υπήρξεν ο [[Νικόλαος Σοφιανός]], ο οποίος εξέδωσε περίπου το 1540 μ.Χ. τήν πρώτη γραμματική τής τότε ομιλουμένης γλώσσας (την οποία ονόμαζε ''Κοινή''). Ο απώτερος σκοπός τού Σοφιανού ήταν ότι αυτή η γλώσσα έδει να αποτελέσει πρότυπο ώστε να γίνουν τα θρησκευτικά κείμενα αντιληπτά από τούς αμαθείς ώς και στις… γυναίκες!<ref> È. Legrand, Νικολάου Σοφιανοῦ τοῦ Κερκυραίου Γραμματικὴ τῆς κοινῆς τῶν Ἑλλήνων γλώσσης νῦν τὸ πρῶτον κατὰ τὸ ἐν Παρισίοις χειρίγραφον ἐκδοθεῖσα ἐπιμελείᾳ καὶ διορθώσει Αἰμιλίου Λεγρανδίου, Παρίσι 1870.</ref>. Το παράδειγμά του μιμίθηκε και ο Ἀθανάσιος Λάνδος (Ἀγάπιος ὁ Κρής, περ. 1580-1657) για να απευθυνθεί στους ανθρώπους κατωτέρου μορφωτικού επιπέδου. Λίγο αργότερα, κατά τόν 17ο αιώνα, αυτό το ύφος επιλέγουν (αντί τού αρχαΐζοντος) οι [[Φραγκίσκος Σκούφος]] και [[Ηλίας Μηνιάτης]]. Μάλιστα στο βιβλίο τού Μηνιάτη, «''Τέχνη ῥητορικῆς''», αναφέρει ότι «''...ἡ κοινή μας γλῶσσα … εἶναι πτωχὴ ἀπὸ λέξαις… καὶ πολλαῖς φοραῖς κάλλιον ἠθέλησα νὰ σιωπήσω καὶ ὑψηλὰ νοήματα, παρὰ νὰ διηγηθῶ ἢ μὲ φωνὴν βάρβαρον ἢ μὲ ὁλότελα ἑλληνικήν...''»<ref>Παράρτημα νεοελληνικῆς φιλολογίας, Κ. Σάθα, Ἀθῆναι, 1870 σ. 64.</ref>. Αυτούς όμως τούς συγγραφείς και τις ιδέες των έψεξε ως αξιοθρηνήτους και ζημιογόνους για την πατρίδα ο επιφανής Λαρισαίος λόγιος [[Αλέξανδρος Ελλάδιος|Ἀλέξανδρος Ἑλλάδιος]]<ref> Alexander Helladius, Status praesens Ecclesiae Graecae, Νυρεμβέργη 1714 σ. 204.</ref>.
 
Ο γλωσσικός όμως πόλεμος σε όλη του την έκταση ξεκίνησε από τον [[Ευγένιος Βούλγαρης|Εὐγένιο Βούλγαρι]], ο οποίος υποστήριζε ότι η χρήση τής Κοινής γλώσσας (εδώ τών αμόρφωτων) είναι απαράδεκτη για πονήματα υψηλοτέρου κύρους και αποδοκιμάζεται εντόνως (πράγμα το οποίο λόγω τής αδυναμίας αυτής ήταν αληθές). Η απάντηση στον Βούλγαρι προέρχεται από τον, διάσημο πλέον, μαθητή του [[Ιώσηπος Μοισιόδακας|Ἰώσηπο Μοισιόδακα]]. Αυτός έμπλεως σεβασμού πρός τον δάσκαλό του και μέσω ενός πονήματος («Θεωρία Γεωγραφίας») εισηγείται την χρήση υψηλοτέρου μεν ύφους, απέχοντος δε διαρρήδην από τού αρχαΐζοντος. Μπορεί να ειπωθεί ότι αυτή η γλώσσα (ή σωστότερα «''ὕφος''», λέξη την οποία και ο ίδιος εισήγαγε) είναι ο πρόδρομος της Καθαρευούσης τού [[Αδαμάντιος Κοραής|Ἀδαμαντίου Κοραῆ]] («''Μοῦ ἐφάνη ὅτι οἱ Ἱεροκύρηκες, ὅταν διδάσκουσι, καὶ οἱ Σπουδαῖοι, ὅταν συνομιλοῦν, πρέπει νὰ μεταχειρίζωνται ἕνα Ὕφος ὑψηλότερον ἀπὸ τὸ τετριμμένον. Τὸ ἴδιον ἔπραξαν καὶ πράττουν καὶ οἱ Εὐρωπαῖοι, χωρὶς οὐδὲ ποσῶς νὰ ζημιοῦνται οἱ ἁπλούστεροί των''»<ref>Συνοπτική ιστορία τής Ελληνικής γλώσσας, Κέντρο λεξικολογίας, Στ΄ έκδοση 2017, σ. 210 σημ. 23.</ref>). Το ύφος του διαφαίνεται καθαρά και από το ανωτέρω έργο του, όπου και δικαιολογεί τον «απλοϊκό» τρόπο τής γραφής του γράφων τα εξής:
«''Ἐγὼ διὰ λόγους, τοὺς ὁποίους ἐπιφέρω, ἔκρινα νὰ ἐξυφάνω τὴν παροῦσαν συγγραφὴν ἐν τῷ ἁπλῷ ὕφει, σώζων ὅμως ἀεὶ τοὺς ὡρισμένους ὅρους τῶν πραγμάτων, οἵτινες ἦσαν ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ἀρχαίοις, καὶ μεθαρμόζων ἀεὶ τὸ ὕφος ἐπὶ τὸ σεμνότερον, ἢ ἐλάχιστον ἐπὶ τὸ πρεπωδέστερον τῇ ἀνὰ χεῖρας πραγματευομένῃ ὕλῃ''»<ref>Νεοελληνικῆς φιλολογίας παράρτημα, Ἀθῆναι 1872-94 σ.150</ref>. Καθ’ όν λοιπόν τρόπον ο Μοισιόδαξ εκφράζει την πεποίθησή του, δίκην τού επερχομένου Κοραή, ότι πρέπει να υπάρξει Καθαρισμός τής γλώσσας καί ως πρός την γραμματική και ως πρός την αποβολή ξένων λέξεων. Σημειωτέον εδώ ότι η χρήση τού Όρου «Κοινή» εκείνη την περίοδο (μετά από τήν Κοινή τού Ευαγγελίου και τήν Κοινή τών αγραμμάτων) πρέπει να ταυτίζεται με την απλή Καθαρεύουσα και ουδαμώς με την μετέπειτα Δημοτική.
 
Προϊόντος κατά βραχύ τού χρόνου εμφανίζεται ο [[Δημήτριος Καταρτζής|Δημήτριος Κατρατζής]], ο οποίος παρουσιάζει ως πρότυπο «Κοινής» (αυτή η μεταβαλλόμενη νοηματικώς λέξη εδώ σημαίνει προφορική και γραπτή γλώσσα όλων) τήν Λογία, καίπερ γέμουσα τοπικών ιδιωματισμών, ομιλουμένη γλώσσα τής Κωνσταντινουπόλεως. Αυτή η Κοινή τής [[Κωνσταντινούπολη|Πόλεως]] γλώσσα βρήκε λίγους μιμητές (συγκεκριμένα τούς [[Δανιήλ Φιλιππίδης|Δανιήν Φιλιππίδη]] και [[Γρηγόριος Κωνσταντάς|Γρηγόριο Κωνσταντά]]) οι οποίοι κατά το παράδειγμα τού δασκάλου τους έγραψαν το βιβλίο «Νεωτερικὴ Γεωγραφία», το οποίο απετέλεσε αιτία να αναφωνήσει ο Κατρατζής «''ὁ μαθητής μου χάλασε τὴ Γλῶσσα μου!''»<ref>Παναγιώτης Κοδρικᾶς, Μελέτη τῆς Κοινῆς Ἑλληνικῆς διαλέκτου, Παρίσι 1818 σ. λγ΄ (33).</ref>. Επόμενο λοιπόν ότι η ταχεία αυτή εγκατάλειψη τού ύφους και από τους λιγοστούς πλέον υποστηρικτές τού Καταρτζή ευνόησε την απλή Καθαρεύουσα, την οποίαν και τελικώς και ακολούθησαν. Σε αυτό το σημείο εμφανίζεται ο [[Νικηφόρος Θεοτόκης]], μορφωμένος κληρικός, ο οποίος κατά τα πρότυπα τών Σκούφου και Μηνιάτη προχωρεί έτι περαιτέρω στην διαμόρφωση της Καθαρεύουσας. Προϊότος όμως τού χρόνου ο Θεοτόκης επιφέρει μεγάλο καθαρισμό στην Καθαρεύουσα από τα λόγια στοιχεία, σε σημείο να επαινείται από τον [[Σάθας|Σάθα]]. Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο ο Θεοτόκης τοποθετείται στο μεταίχμιο τής λογίας δημώδους γλώσσης με την Καθαρεύουσα, της οποίας και θεωρείται κύριος διαμορφωτής<ref>Συνοπτική ιστορία τής Ελληνικής γλώσσας, Κέντρο λεξικολογίας, Στ΄ έκδοση 2017, σ. 177.</ref>.
Γραμμή 81 ⟶ 82 :
[[Image:Karl_Krumbacher.jpg|thumb|left|Ο καθηγητής τού Βυζαντινού πολιτισμού και ακραίος υποστηρικτής τής Δημοτικής [[Κρουμπάχερ|Karl Krumbacher]].]]
Οι απόψεις τού [[Φαλμεράιερ|Fallmerayer]] εκείνα τα χρόνια έτυχαν μεγάλης υποδοχής ανά την Ευρώπη και δή ανά την Γερμανία. Ο γνωστός βυζαντινολόγος [[Κρουμπάχερ|Krumbacher]] (όπως και ο [[Karl Brugmann]]) κατηγορήθη ότι δεν αποτελούσε εξαίρέση <ref> Τὸ γλωσσικὸν ἡμῶν ζήτημα ὑπὸ τῆς ἐπιστήμης ἐξεταζόμενον, Τὸ πρόβλημα τῆς νεωτέρας γραφομένης Ἑλληνικῆς ὑπὸ K. Krumbacher καὶ ἀπάντησις εἰς αὐτὸν ὑπὸ Γεωργίου Χατζιδάκι, Αθήνησιν, ἐκ τῆς ἐφημρίδος ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ 1905 σ. 4-7, 35.</ref>. Σύμφωνα με τούς κατηγόρους του, καθ’ όν τρόπον οι δήθεν επιστημονικές αυτές αποδείξεις τού Fallmerayer (οι οποίες σήμερα θεωρούνται ανθελληνικές και αντιεπιστημονικές <ref>Θεοδώρου Γ. Γιαννόπουλου Πόθεν και πότε οι Έλληνες, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2014 ([https://www.naftemporiki.gr/story/744934 Τιμηθέν] με το [https://erroresgraecorum.files.wordpress.com/2013/12/ceb2cf81ceb1ceb2ceb5ceafcebf1.jpg Λυκούργειο βραβείο] τής Ακαδημίας τών Αθηνών τῷ 2013) σ. 467-70, 498.</ref>) επηρέασαν τα μέγιστα τον Krumbacher ο οποίος βλέποντας ένα λαό κατ’ αυτόν μιγαδοποιημένο να θέλει, διά τής γλώσσας του, να πλησιάσει τον Κλασσικό Ελληνικό πολιτισμό υιοθέτησε μία εξαιρετικά σκληρή γραμμή υπέρ τής ακράτου Δημοτικής τών εκάστοτε «''ντοπιολαλιῶνε''». Αυτών ακριβώς τών απόψεων την ανασκευή ανέλαβε ο έγκριτος και διεθνώς αναγνωρισμένος Γλωσσολόγος (μαθητής τού [[Κωνσταντίνος Κόντος|Κων. Κόντου]]) [[Γεώργιος Χατζιδάκις|Γ. Χατζιδάκις]], κατηγορώντας τον, μεταξύ άλλων, ως μή επαρκώς κατηρτισμένον στα επί τού θέματος (δηλαδή επί τής γλωσσολογίας και τής ιστορικής συνέχειας τής εξεταζομένης γλώσσας) και τέλος επί μεροληψία, σφάλμασι και αντιφάσεσιν<ref>Τὸ γλωσσικὸν ἡμῶν ζήτημα ὑπὸ τῆς ἐπιστήμης ἐξεταζόμενον, Τὸ πρόβλημα τῆς νεωτέρας γραφομένης Ἑλληνικῆς ὑπὸ K. Krumbacher καὶ ἀπάντησις εἰς αὐτὸν ὑπὸ Γεωργίου Χατζιδάκι, Αθήνησιν, ἐκ τῆς ἐφημρίδος ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ 1905 σ. 7.</ref>. Πρώτο μέλημα του Χατζιδάκι ήταν να επισημάνει την διαφορά τής Λατινικής από την κλασσική Ελληνική γλώσσα. Διότι όπως διετείνετο ο Krumbacher κατά το παράδειγμα άλλων εθνών τα οποία αποσκοράκισαν την [[Λατινική γλώσσα|Λατινική]], έπρεπε ομοίως και εμείς να αποβάλλουμε εν συνόλῳ τα στοιχεία τής αρχαίας Ελληνικής (βλ. «''καμπίσιος''» αντί τού «αγνώστου» αρχαίου «''ἀγροτικός''» και «''ἀπέθαντος''» αντί τού «''ἀθάνατος''» <ref>Γ. Ν. Χατζιδάκι, Περὶ τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος ἐν Ἑλλάδι (ανατ. «ΑΓΩΝ»), ἐν Ἀθήναις, Τυπογραφεῖον Π.Δ. Σακελλαρίου 1903 σ. 56-57, 43-44 (αναφερόμενος στους περί τον Ψυχάρη ακραίους).</ref>. Μεταξύ άλλων εξήγησε γλωσσολογικώς τήν με αργούς ρυθμούς εξέλιξη τής Ελληνικής Κοινής γλώσσας και επεσήμηνε ότι σε κάθε εποχή ακόμη και οι αγράμματοι μπορούσαν με σχετική ευκολία να εννοήσουν αρχαίες μεν εν χρήσει δε λέξεις και συντάξεις ώς τήν τότε περίοδο (βλ. Βυζαντινή αυτοκρατορία). Από την άλλη μεριά η Λατινική ποτέ δεν έμεινε ζώσα (τουτέστιν ελαφρώς μετηλλαγμένη) είτε λεξιλογικώς είτε καθ’ οιονδήποτε τρόπον σε κάποια άλλη χώρα, συνεπώς οι χρησιμοποιούντες την Λατινική το μόνο το οποίο έκαναν είναι να μιμούνται, αντιγράφουν και επαναφέρουν απολεσθέντες και μηδαμώς εν χρήσει ορφανούς και παρωχημένους τύπους. Και καταλήγει εμφατικώς «''Καὶ τοῖς τυφλοῖς ἄρα δῆλον ὅτι σαφέστατα καὶ προσφιλέστερα τοῖς πολλοῖς, τῷ ἔθνει εἶναι τὰ ἐν τῇ γραφομένῃ συντασσόμενα τῶν ἐν τῇ νεοτεύκτῳ ταύτῃ, καὶ ὅτι ἡ ἀποβολὴ τῆς νῦν παρ’ ἡμῖν γραφομένης πρὸς τὴν κατὰ τὸν μέσον αἰῶνα ἐν χρήσει Λατινικὴν εἶναι παντελῶς πλημμελής καὶ καιρὸς νὰ μὴ ἐπιτρέπηται τό λοιπόν''»<ref>Γ. Ν. Χατζιδάκι, Περὶ τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος ἐν Ἑλλάδι (ανατ. «ΑΓΩΝ»), ἐν Ἀθήναις, Τυπογραφεῖον Π.Δ. Σακελλαρίου 1903 σ. 12-15.</ref>. Μάλιστα ο Krumbacher έφτασε σε σημείο να παραλληλίσει τήν κυριαρχία τής [[Αττική διάλεκτος|Αττικής διαλέκτου]] (γενομένης βαθμηδόν Κοινή) έναντι πασών τών άλλων διαλέκτων. Η απάντηση εδώ φυσικά ήταν ότι πάντες οι Έλληνες, παντού οικούντες τής Ελλάδος, εδύναντο να εννοήσουν τις άλλες διαλέκτους, καίπερ με κάποια δυσκολία σε ακραίες περιπτώσεις (βλ. Αρχαιότητα). Την σύγχρονη όμως εποχή (καθ’ ήν έγραφε ο Χατζιδάκις) η συνεννόηση μεταξύ ενός κατοίκου τής [[Κωνσταντινούπολη|Πόλεως]] και ενός [[Κρήτη|Κρητός]] ή [[Κύπρος|Κυπρίου]] ή [[Θεσσαλονίκη|Θεσσαλονικέως]] διά τής ιδιωματικής δημοτικής ήταν εξαιρετικά δύσκολη ώς και αδύνατη<ref> Τὸ γλωσσικὸν ἡμῶν ζήτημα ὑπὸ τῆς ἐπιστήμης ἐξεταζόμενον, Τὸ πρόβλημα τῆς νεωτέρας γραφομένης Ἑλληνικῆς ὑπὸ K. Krumbacher καὶ ἀπάντησις εἰς αὐτὸν ὑπὸ Γεωργίου Χατζιδάκι, Αθήνησιν, ἐκ τῆς ἐφημρίδος ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ 1905 σ. 10.</ref>. Την αντίθετη γνώμη είχε ο «''ποιητὴς μὲν βεβαίως πλείστου λόγου ἄξιος, ἄπειρος δ’ ὅμως τελέως τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης καὶ τῆς ἱστορίας αὐτῆς''» [[Διονύσιος Σολωμός|Σολωμός]]<ref> Γ. Ν. Χατζιδάκι, Περὶ τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος ἐν Ἑλλάδι (ανατ. «ΑΓΩΝ»), ἐν Ἀθήναις, Τυπογραφεῖον Π.Δ. Σακελλαρίου 1903 σ. 19 άνω και 40.</ref>. Αυτό και μόνο το επιχείρημα καθιστούσε την χρήση τής Δημοτικής ως «Κοινή» γλώσσα όλων τών Ελλήνων εκείνη την εποχή αδύνατη. Η εν χρήσει όμως καθαρεύουσα στον Τύπο, στα σχολεία, στην εκκλησία<ref> Γ. Ν. Χατζιδάκι, Περὶ τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος ἐν Ἑλλάδι (ανατ. «ΑΓΩΝ»), ἐν Ἀθήναις, Τυπογραφεῖον Π.Δ. Σακελλαρίου 1903 σ. 9.</ref><ref> Τὸ γλωσσικὸν ἡμῶν ζήτημα ὑπὸ τῆς ἐπιστήμης ἐξεταζόμενον, Τὸ πρόβλημα τῆς νεωτέρας γραφομένης Ἑλληνικῆς ὑπὸ K. Krumbacher καὶ ἀπάντησις εἰς αὐτὸν ὑπὸ Γεωργίου Χατζιδάκι, Αθήνησιν, ἐκ τῆς ἐφημρίδος ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ 1905 σ. 32-33.</ref>, στα δικαστήρια, στόν στρατό, στο κράτος κ.ο.κ. ήταν ευνόητη στους Έλληνες καθώς «''Οὕτω σήμερον ἡ λαλουμένη ἐν ταῖς πόλεσι καὶ ταῖς κωμοπόλεσι γλῶσσα διαφέρει τῆς Κοινῆς τοῦ [[Πολύβιος|Πολυβίου]] ὀλιγώτερον ἢ ἡ Κοινὴ αὕτη τῆς [[Όμηρος|Ὁμηρικῆς]]''»<ref> Γ. Ν. Χατζιδάκι, Περὶ τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος ἐν Ἑλλάδι (ανατ. «ΑΓΩΝ»), ἐν Ἀθήναις, Τυπογραφεῖον Π.Δ. Σακελλαρίου 1903 σ. 17.</ref>. Μάλιστα ο Χατζιδάκις αλλού φέρνει συγγενικά του πρόσωπα (συγκεκριμένα τα ανίψια του) ως επιχείρημα, τα οποία και τού ζητούσαν να ερμηνεύει ξένες ή καθόλου δημοτικές λέξεις «διὰ τῶν ἀντιστοίχων τῆς γραφομένης»<ref> Γ. Ν. Χατζιδάκι, Περὶ τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος ἐν Ἑλλάδι (ανατ. «ΑΓΩΝ»), ἐν Ἀθήναις, Τυπογραφεῖον Π.Δ. Σακελλαρίου 1903 σ. 27.</ref>. Απεναντίας οι ακραίοι δημοτικιστές έλεγαν ότι γράφουν την φυσική τους γλώσσα αλλά αφού πρώτα σκεπτούν πολλές ώρες τον κάθε τύπο και την κάθε λέξη, ενδεικτικό τής τότε καταστάσεως αφ’ ενός τής δημοτικής και αφ’ ετέρου τών περί τόν Ψυχάρη<ref> Γ. Ν. Χατζιδάκι, Περὶ τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος ἐν Ἑλλάδι (ανατ. «ΑΓΩΝ»), ἐν Ἀθήναις, Τυπογραφεῖον Π.Δ. Σακελλαρίου 1903 σ. 42.</ref>. Εν τούτοις λοιπόν την καθαρεύουσα μπορούσαν να την χειριστούν άξια και οι μη φιλόλογοι (και συγκεκριμένα φέρει ως παράδειγμα τους δημοσιογράφους). Άρα ακόμη και εκείνη την εποχή οι απανταχού αγράμματοι άπτονταν της γλώσσας, τής οποίας η εξέλιξη προέρχεται μέσω τής Κοινής από την Αττική διάλεκτο<ref> Συνοπτική ιστορία τής Ελληνικής γλώσσας, Κέντρο λεξικολογίας, Στ΄ έκδοση 2017, σ. 114-118.</ref>. Συνεπώς η άποψη τού Γερμανού Βυζαντονολόγου ότι η γραπτή γλώσσα (διάβ. Καθαρεύουσα, η οποία τότε μόλις είχε ούτω από Κοινή ονομασθεί) είναι ένα κράμα από ζωντανές και πεθαμένες λέξεις είναι καθόλου σφαλερό. Ως παραδείγματα τέτοιων λέξεων αναγράφει ενδεικτικώς τις λέξεις «''οἶκος''» «''οἶνος''» «''ὕδωρ''». Ομοίως και εδώ η απάντηση είναι ότι «''...ἐπίσης εἶναι ψευδὲς τὸ λεγόμενον, ὅτι ἡ ἀρχαία Ἑλληνικὴ εἶναι οὕτω νεκρὰ διὰ τοὺς νεωτέρους Ἕλληνας ὅπως καὶ διὰ τοὺς λοιποὺς ἀνθρώπους, διότι ἡμεῖς ἕνεκα τῆς μεγάλης ὁμοιότητος καὶ τῆς ἐν πολλοῖς ταυτότητος τῆς νέας πρὸς τὴν ἀρχαίαν, εὐκολώτερον ἢ πάντες οἱ λοιποὶ μανθάνομεν, αἰσθανόμεθα καὶ νοούμεν αὐτήν, τοῦτο, πιστεύω, θὰ μοὶ ὁμολογήσῃ πᾶς ἐχέφρων''»<ref> Γ. Ν. Χατζιδάκι, Περὶ τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος ἐν Ἑλλάδι (ανατ. «ΑΓΩΝ»), ἐν Ἀθήναις, Τυπογραφεῖον Π.Δ. Σακελλαρίου 1903 σ. 21.</ref>. Προσέτι, στην πραγματεία του ο Krumbacher αναγάγει τον διαχωρισμό γραπτής και λαλουμένης μόλις στον προηγούμενο αιώνα (βλ. Αρχαιότητα), ενώ αλλού κατηγορήθη ότι υπό μεροληψίας επήνεσε μία μετάφραση της [[Ιλιάδα|Ιλιάδος]] υπό τόν [[Ιάκωβος Πολυλάς|Ιάκωβο Πολυλά]] η οποία όμως δεν είχε ακόμη τυπωθεί! Σύμφωνα με αυτόν η καθαρεύουσα ήταν ο μοναδικός λόγος διά τον οποίον «''δὲν ἔχομεν μηχανικούς, ἀρχιτέκτονας, χημικούς...''» και όχι οι ραγδαίως ρέουσες πολιτικές στα [[Βαλκάνια]] εξελίξεις<ref> Τὸ γλωσσικὸν ἡμῶν ζήτημα ὑπὸ τῆς ἐπιστήμης ἐξεταζόμενον, Τὸ πρόβλημα τῆς νεωτέρας γραφομένης Ἑλληνικῆς ὑπὸ K. Krumbacher καὶ ἀπάντησις εἰς αὐτὸν ὑπὸ Γεωργίου Χατζιδάκι, Αθήνησιν, ἐκ τῆς ἐφημρίδος ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ 1905 σ. 24-27.</ref>. Αυτός είναι και ο λόγος διά τόν οποίον όχι μόνον θα έπρεπε να διατηρηθούν οι ξένες λέξεις τής, γεμούσης ιδιωμάτων, δημοτικής αλλά και να ληφθούν όσες το δυνατόν περισσότερες ως ανάμνηση «επιμειξιών»! Λόγου χάριν δεν έπρεπε να πλάττουμε ιατρικούς όρους από την Ελληνική (βλ. Οφθαλμίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος κ.ά.) αλλά έπρεπε να τις παραλάμβάνουμε αυτούσιες από άλλες γλώσσες, κάτι το οποίο ο Χατζιδάκις χαρακτήρισε ως παρανοϊκό και ως ανταλλαγή «''σίτου ἀντὶ δρυοβαλάνων''» (=βελανιδιών)<ref>Τὸ γλωσσικὸν ἡμῶν ζήτημα ὑπὸ τῆς ἐπιστήμης ἐξεταζόμενον, Τὸ πρόβλημα τῆς νεωτέρας γραφομένης Ἑλληνικῆς ὑπὸ K. Krumbacher καὶ ἀπάντησις εἰς αὐτὸν ὑπὸ Γεωργίου Χατζιδάκι, Αθήνησιν, ἐκ τῆς ἐφημρίδος ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ 1905 σ. 29 κ.ε.</ref> και επεσήμηνε ότι η ενσωμάτωση αυτή δεν οφειλόταν στις επιμειξίες αλλά στους χρόνους δουλείας και τυραννικής πιέσεως. Αλλού τού φαίνεται αδιανόητο ο [[Χίος|Χιώτης]] λ.χ. να χρησιμοποιεί μία αλλοδαπή λέξη αντί τής ήδη υπαρχούσης, και εν πλήρει χρήσει, Ελληνικής στην [[Πελοπόννησος|Πελοπόννησο]] και τούμπαλιν. Με το πέρας τής επιχειρηματολογίας του αναφέρει ότι «''Κατ’ ἀνάγκην ἄρα ἔδει (=έπρεπε) ἢ νὰ μὴ δανειζόμεθα τὸ παράπαν (=καθόλου) ἢ δανειζόμενοι νὰ διατηρῶμεν ἀπαθῆ τὸν τύπον αὐτῶν χάριν τοῦ εὐδιαγνώστου''». Σημαντική από ιστορικής πλευράς είναι και η τυφλή προσήλωση του Krumbacher στον Ψυχάρη και στους περί αυτόν ώστε να αναφέρει ότι όπως υπάρχουν αγάλματα του [[Θεόδωρος Κολοκοτρώνης|Κολοκοτρώνη]] και του [[Κωνσταντίνος Κανάρης|Κανάρη]] ούτω θα έπρεπε να υπήρχαν και αντίστοιχα για τους [[Γιάννης Ψυχάρης|Ψυχάρη]], [[Ροΐδης|Ροΐδη]], [[Νικόλαος Κονεμένος|Κονεμένο]] και [[Ιάκωβος Πολυλάς|Πολυλά]]<ref>Τὸ πρόβλημα τῆς νεωτέρας γραφομένης Ἑλληνικῆς ὑπὸ K. Krumbacher καὶ ἀπάντησις εἰς αὐτὸν ὑπὸ Γεωργίου Χατζιδάκι, ἐν Ἀθήναις, Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου 1905 σ. 181.</ref>!
[[Image:Giannis_Psixaris.jpg|thumb|left|Ο γλωσσολόγος και ακραίος δημοτικιστής [[Γιάννης Ψυχάρης]].]]
Την δεκαετία τού 1880 εμφανίζεται στο προσκήνιο ο εκ Παρισίων γλωσσολόγος [[Γιάννης Ψυχάρης]]. Το έτος 1888 ο Ψυχάρης εκδίδει γαλλιστί ένα βιβλίο γλωσσολογικού περιεχομένου υπό τόν τίτλο «''Questions d’histoire et de linguistique''», ενώ το ίδιο έτος εκδίδει και το αποκαλούμενο «μανιφέστο» του με τον τίτλο «''Τὸ ταξίδι μου''». Το ταξίδι δεν είναι κάτι άλλο παρά μιάς ιδιαζούσης μορφής λογοτεχνικό έργο, συνταχθέν για να αποτελέσει παράδειγμα της (δημοτικής) γραφομένης και λαλουμένης γλώσσας όλων, όπως τουλάχιστον την εννοούσε ο Ψυχάρης. Όμως, όπως αναφέρεται και αλλού, προκαλεί μεγάλη εντύπωση ότι ενώ ο Ψυχάρης γράφει στην μητρική και ανεπιτήδευτη δημοτική ανέφερε ότι «''δὲν ἔγραψα μία λέξη, μία συλλαβὴ στὸ βιβλίο μου, χωρὶς νὰ τὸ συλλογιστῶ πρὶν ὧρες...''». Ο γλωσσολόγος αυτός υπήρξε μία από τις σημαντικότερες εν όλω προσωπικότητες τής ιστορίας τού γλωσσικού ζητήματος, διότι όχι μόνον ησχολήθη παρέχων στα έργα του φιλολογικές απόψεις και ερμηνείες τών φαινομένων αλλά, κυρίως, επορεύετο βάσει τής νεοσυστάτου τότε γλωσσολογίας. Επηρεασμένος από τόν δάσκαλό του στην Σορβόνη, [[Φερντινάν ντε Σωσσύρ|Saussure]], δίδει όλο το βάρος στην νύν προφορική γλώσσα τών αγραμμάτων τής εποχής και όχι στην γραπτή, δηλαδή στην ιστορική εξέλιξή της. Επηρεασμένος προσέτι τα μέγιστα από την παλαιότερη (ώς το 1880) ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία έμεινε προσκολλημένος στην αντίληψη ότι πρότυπο γλώσσας πρέπει να είναι αυτό τών παντελώς αγραμμάτων και όχι τού μέσου ανθρώπου, στου οποίου το λεξιλόγιο είχαν παγιωθεί, μέσω τής εξελικτικής διαδικασίας και πολλοί τύποι τού λογιοτέρου λόγου. Λόγω αυτών τών απόψεων ο Ψυχάρης θεωρείται πατέρας τής ακραίας μαχητικής δημοτικής. Μάλιστα ο ίδιος υποστήριζε ότι είναι απαράδεκτο να καθαρίζεται η γλώσσα από τους λογίους διά τών εκάστοτε μικροεπεμβάσεων αλλά ο ίδιος θεωρούσε επιβεβλημένη κάθε ρύθμιση και κανονισμό (ομοίως παρά φύσιν) τής ομιλουμένης, αρχικώς, γλώσσας. Όπως σημειώνει και ο [[Γεώργιος Μπαμπινιώτης|Γ. Μπαμπινιώτης]], ο Ψυχάρης ήταν τόσο απόλυτος και ακραίος ώστε να θεωρεί τούς πάντες (ήδη καθιερωμένους) τύπους τής επισήμου γλώσσας στην προφορική ως απαράδεκτο συμβιβασμό και προδοσία. Δεν διστάζει να κατηγορήσει ακόμη και δημοτικιστές όπως τον [[Κωστής Παλαμάς|Κ. Παλαμά]] και τόν [[Μανόλης Τριανταφυλλίδης|Μ. Τριανταφυλλίδη]] επί προδοσίᾳ και συμβιβασμῷ!<ref>Συνοπτική ιστορία τής Ελληνικής γλώσσας, Κέντρο λεξικολογίας, Στ΄ έκδοση 2017, σ. 192.</ref>. Ένα παράδειγμα τού ακραίου του ύφους είναι το εξής. «''Οἱ ἄλλοι μας ἦχοι μορφωνόντανε ὣς τώρα εἴτε μὲ σφάληγμα -σωστότερα μ’ ἕνα πρωτοστούμπωμα… εἴτε μὲ πέρασμα, δηλαδὴ μὲ μόρφωση στενάδας στὸ γλωσσόσπιτο κάπου… ἐνῶ οἱ προηγούμενοι γίνουνται μ’ ἕνα κίνημα καὶ σώνει, αὐτὸς θέλει τὸ λιγώτερο δύο κινήματα.''»<ref>Μεγάλη Ρωμαίικη Γραμματική, Παρίσι Τόμος Α΄, 1929 σ. 54 (το απόσπασμα από τον Γ. Μπαμπινιώτη)</ref>. Το μεγάλο, και προκλητικό για τό κοινό αίσθημα, σφάλμα τού Ψυχάρη ήταν βεβαίως η ανιστόρητη θέαση τής γλώσσας ως μη διαμορφωθείσης προϊόντος τού χρόνου και μη επηρεασθείσης από την γραπτή παράδοση ή καθόλου ειπείν από την γλώσσα τών πιο μορφωμένων<ref>Krumbacher, Τὸ πρόβλημα τῆς νεωτέρας γραφομένης γλώσσης καὶ ἀπάντησις εἰς αὐτὸν ὑπὸ Γεωργίου Χατζιδάκι, Μαρσ, 1905 σ. 151.</ref>. Ο μεγαλύτερός του κριτής ήταν ο Γεώργιος Χατζιδάκις (βλ. ανωτέρω), ο οποίος τον αποκαλούσε με κάθε τρόπο επικίνδυνο και τον έβλεπε ως καταστροφέα εξ αλλοδαπής, χωρίς να έχει εικόνα για την εν Ελλάδι κατάσταση. Παρά όμως τον λίαν επιθετικό του χαρακτήρα προς όλους τούς διαφωνούντες, η συνεισφορά του ήταν σημαντικότατη για την λήξη τού γλωσσικού ζητήματος, καθώς παρέδωσε ένα πρότυπο γλώσσας, στο οποίο οι μετέπειτα γλωσσολόγοι (βλ. Μ. Τριανταφυλλίδης) προσέθεσαν και καθιερωμένους τύπους τής λογίας γραπτής γλώσσας, ενώ συγχρόνως απέφυγαν τα ακραία του γλωσσικά στοιχεία. Αυτή είναι και η μετάβαση από τον ''Παλαιοδημοτικισμό'' τού ακραίου Ψυχάρη στον ''Νεοδημοτικισμό'' τού μετριοπαθούς [[Μανόλης Τριανταφυλλίδης|Μ. Τριανταφυλλίδη]], ο οποίος και αμφισβητούσε έντονα τον Ψυχάρη. Ο Τριανταφυλλίδης υπήρξε ηγετική μορφή για την καθιέρωση τής δημοτικής στα σχολεία το 1917 (βλ. παρακάτω). Εκείνη την εποχή λειτούργησε ως αρχηγός τού νεοδημοτικισμού, χωρίς να συνδέει όμως την πολιτική με την γλώσσα, καθώς δεν ήταν αριστερός αλλά φιλελεύθερος επιστήμονας και μόνον. Το 1941 εξέδωσε την «''Κρατικὴ γραμματική''» (ή «''Γραμματικὴ Τριανταφυλλίδη''»), στην οποίαν και διά τής γλωσσολογίας προσήρμοσε την δημοτική στην σημερινή, σχεδόν, μορφή της.
 
Ο μεγάλος φιλόλογος [[Ιωάννης Σταματάκος]], όντας συντηρητικός μάλλον παρά ακραίος υποστηρικτής τής καθαρεύουσας, υπήρξε επί σειρά ετών εμπόδιο στον [[Μανόλης Τριανταφυλλίδης|Τριανταφυλλίδη]] επί τη έδρᾳ τής γλωσσολογίας λόγω ακριβώς τών επιλογών τού δευτέρου υπέρ τής δημοτικής. Αντιθέτως από τούς άλλους διαξιφισμούς, οι οποίοι οδήγησαν σε χυδαίες προσωπικές επιθέσεις, τών προαναφερθέντων προσώπων ο Σταματάκος σε μία εισηγητική έκθεση<ref>{{Cite web|url=http://digital.lib.auth.gr/record/40566/files/arc-2005-14108.pdf|title=Ἔκθεσις καθηγητοῦ κ. Ἰω. Σταματάκου περὶ τῶν ὑποψηφίων διὰ τὴν ἕδραν τῆς Γλωσσολογίας καὶ τῆς ἕδρας τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Φιλολογίας|last=|first=|ημερομηνία=10 Ιανουαρίου 1958|website=|publisher=|archiveurl=|archivedate=|accessdate=}}</ref> για την υποψηφιότητα του κ. Τριανταφυλλίδη τόν επήνεσε χαρακτηρίζοντάς τον διαπρεπή γλωσσολόγο, ιδιοφυή περί την γλωσσική επιστήμη και σημείωσε ότι δεν στερείται καλές, στο εξωτερικό, σπουδές ενώ υπήρξε και συγγραφέας πολλών και ποιοτικών πονημάτων. Η κύρια επιχειρηματολογία τού Σταματάκου ήταν ότι «ἠδίκησεν αὐτὸς ἑαυτόν» καθώς αντί να ακολουθήσει την λεωφόρο τής αντικειμενικής και επιστημονικής ερεύνης προτίμησε, μετά φανατισμού, «''νὰ βαδίζῃ τὴν ἀτραπὸν αὐτὴν μέχρι τοῦ κρημνοῦ''». Την άποψή του αυτή την αποδίδει ο Σταματάκος σε νεανική παραπλάνηση όπως χαρακτηριστικά ανέφερε και τον έψεγε διότι δι’ αυτών του τών απόψεων (την αυτοκτονία κατά τον Σταματάκο) ζητεί και επιβράβευση, προφανώς διά τής έδρας. Την δημοτική ο Σταματάκος την ονόμαζε «''ἀξίαν δι’ ὡρισμένους τομεῖς τῆς πνευματικῆς δράσεως καὶ δημιουργίας''», ενώ προσέθετε ότι την ανέχεται και δεν οκνεί να χρησιμοποιεί στοιχεία της στις διάφορες αποδόσεις αρχαίων κειμένων, τονίζοντας την όλη θεωρία τού Δημοτικισμού ως σεβαστή και αξιοπρόσεκτη. Δυστυχώς, όπως αναφέρεται και κατωτέρω, εκείνα να χρόνια η δημοτική χρησιμοποιήθηκε από πολιτικές παρατάξεις (βλ. [[Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο|Ε.Α.Μ]].) και η χρήση της συνδέθηκε με πολιτικές (και όχι καθαρά εθνικές) ιδεολογίες. Γι’ αυτόν τον λόγο «''ὁ Δημοτικισμὸς ἔγινε συνωμότης, ἐπαναστάτης και ἐτέθη ἐκτὸς Νόμου διὰ τὴν συνείδησιν τῶν Ἑλλήνων''» σύμφωνα με την έκθεσή του. Η έκθεση αυτή συνεχίζει με την πεποίθηση ότι ο Τριανταφυλλίδης έπρεπε να προφυλάσσει ως κόρη οφθαλμού τήν παράδοση και να σέβεται «''ὡς στοργικὴν μητέρα ἢ Πρεσβυτέραν ἀδελφὴν τὴν καθαρεύουσαν''», υπό της οποίας ο Δημοτικισμός θα εφροντίζετο ως «χαϊδεμένο παιδί». Αντιθέτως εμφανίζεται ως μητροκτόνος, παιδοκτόνος κ.τ.τ. Τέλος σύμφωνα με αυτόν ο αγράμματος άνθρωπος του λαού στέλνει τα παιδίά του στο σχολείο για να γίνουν καλύτερα από αυτόν, κυρίως διά τής γλώσσας, ενώ ο Δημοτικισμός τον επιστρέφει από το σχολείο χειρότερο απ’ ό,τι πρίν, έχοντας ως σκοπό να «κρημνήσει» τη γλώσσα τής παραδόσεως και ό,τι συνδέεται με το παρελθόν.
Γραμμή 93 ⟶ 96 :
Ειδικότερα το 1911, μετά από τέσσερις ημέρες συνεδρίασης στη βουλή η κυβέρνηση του Ἐ. Βενιζέλου υποστήριξε την απλή καθαρεύουσα καθώς έλεγε ότι η γραπτή γλώσσα έπρεπε να ταυτίζεται με την προφορική <ref>Ἱστορία τοῦ Γλωσσικοῦ ζητήματος Ἀναστασίου Μέγα Τόμος 2 σελ. 609 εκδ. Δωδώνη 1997</ref> και μέσω του συντάγματος έδωσε τις βασικές γραμμές εντός των οποίων πρέπει να κινείται η γλώσσα ορίζοντάς την να είναι ίδια με αυτήν του Συντάγματος («''Ἐπίσημος γλῶσσα τοῦ Κράτους εἶναι ἐκείνη εἰς τὴν ὁποίαν συντάσσεται τὸ πολίτευμα καὶ εἰς τῆς Ἑλληνικῆς νομοθεσίας τα κείμενα· πᾶσα πρὸς παραφθορὰν ταύτης ἔμβασις ἀπαγορεύεται''» <ref>Ἄρθρο 107, Δημαράς Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε 1974 Τόμος Β´ σελ. 307</ref>. Για ακόμη μια φορά από κάποιους ο χρήστης της δημοτικής και πάλι θεωρείται ότι υποτιμά τις αξίες της παράδοσης, της θρησκείας και πολεμά την καθιερωμένη κοινωνική τάξη πραγμάτων.
 
Η [[γλώσσα]] γίνεται όπλο για την άσκηση βίας και εξουσίας. Ειδικότερα κατά τη [[δικτατορία]], οι ''καθαρευουσιανισμοί'' στόχευαν στην κοινωνική διάκριση και επομένως στη μετάδοση του μηνύματος ότι είναι ανώτεροι και πολιτικά. Η ασάφεια, κυρίως, που χαρακτήριζε το λόγο των πολιτικών τους, νομιμοποιούσε την κατοχή του βήματος και του λόγου. Στην αντίθετη πλευρά, πάλι, οι δημοτικιστές, όπως γράφει ο Χρηστίδης στη μετάφραση του Αστικού Κώδικα και τονίζει η [[Άννα Φραγκουδάκη]],<ref>Φραγκουδάκη 2001, 78</ref> έφτανε να γράψουν ''της αποβλάκωσης'' αντί ''της αποβλακώσεως'' για να χαρακτηριστούν αμφίβολης εθνικοφροσύνης, πράκτορες του κομμουνισμού ή και ακόμη να χάσουν κάθε ελπίδα σταδιοδρομίας σε επίσημους επιστημονικούς κύκλους. Μετά την αποτυχία να ψηφιστούν τα [[Νομοσχέδια Τσιριμώκου]] το [[1913]], η πρώτη επιτυχής επίσημη κίνηση για την καθιέρωση της δημοτικής στην εκπαίδευση έγινε το [[1917]], με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της προσωρινής κυβέρνησης του [[Ελευθέριος Βενιζέλος|Βενιζέλου]], που όριζε τη δημοτική σαν τη γλώσσα που θα χρησιμοποιούνταν πλέον στις πρώτες τάξεις των σχολείων. Με την πτώση όμως των [[Κόμμα Φιλελευθέρων|Φιλελεύθερων]] το [[1920]] ο νόμος ακυρώθηκε και η καινούργια κυβέρνηση διέταξε τα αναγνωστικά του Δημοτικού που ήταν γραμμένα στη δημοτική ("[[Τα Ψηλά Βουνά]]") "νὰ καῶσιν ὡς ἔργα ψεύδους". Οι δε εμπνευστές της μεταρρύθμισης απολύθηκαν από τις θέσεις τους και κατέληξαν στην εξορία. Η αντίληψη περί απειλής κατά της εθνικής κυριαρχίας από τη χρήση της δημοτικής κορυφώνεται με την πειθαρχική δίωξη του καθ. [[Ιωάννης Κακριδής|Ιωάννη Κακριδή]] κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, επειδή τόλμησε να δημοσιεύσει στη δημοτική και σε [[μονοτονικό σύστημα]] την πανεπιστημιακή του παράδοση.<ref>Παναγιώτης Μαντζούφας, Η δίκη των τόνων, [http://www.constitutionalism.gr/html/ent/826/ent.1826.asp]</ref>.
 
Ένα από τα μεγάλα προβλήματα, ώς το σημείο τού απλά γελοίου, είναι η πολιτικοποίηση τής Καθαρεύουσας και τής δημοτικής (στίς απλές τους μορφές). Ούτω το 1917 στα σχολεία εδιδάσκετο η δημοτική, το 1921 η καθαρεύουσα, το 1923 η δημοτική, το 1926 η καθαρεύουσα, το 1927 η δημοτική μαζί με την καθαρεύουσα (λόγω τής οικουμενικής κυβερνήσεως!), το 1931 η δημοτική, το 1933 η καθαρεύουσα, και το 1939 η Καθαρεύουσα μαζί με την Δημοτική (με την καθαρεύουσα να χρησιμοποιείται μετά την [[Γερμανική Κατοχή|Γερμανική κατοχή]])<ref>Συνοπτική ιστορία τής Ελληνικής γλώσσας, Κέντρο λεξικολογίας, Στ΄ έκδοση 2017, σ. 199.</ref>! Το μόνο αξιοσημείωτο εδώ είναι ότι ο [[Ιωάννης Μεταξάς|Ι. Μεταξάς]] προέκρινε την Δημοτική και όχι την Καθαρεύουσα.
Μετά την αποτυχία να ψηφιστούν τα [[Νομοσχέδια Τσιριμώκου]] το [[1913]], η πρώτη επιτυχής επίσημη κίνηση για την καθιέρωση της δημοτικής στην εκπαίδευση έγινε το [[1917]], με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της προσωρινής κυβέρνησης του [[Ελευθέριος Βενιζέλος|Βενιζέλου]], που όριζε τη δημοτική σαν τη γλώσσα που θα χρησιμοποιούνταν πλέον στις πρώτες τάξεις των σχολείων. Με την πτώση όμως των [[Κόμμα Φιλελευθέρων|Φιλελεύθερων]] το [[1920]] ο νόμος ακυρώθηκε και η καινούργια κυβέρνηση διέταξε τα αναγνωστικά του Δημοτικού που ήταν γραμμένα στη δημοτική ("[[Τα Ψηλά Βουνά]]") "νὰ καῶσιν ὡς ἔργα ψεύδους". Οι δε εμπνευστές της μεταρρύθμισης απολύθηκαν από τις θέσεις τους και κατέληξαν στην εξορία. Η αντίληψη περί απειλής κατά της εθνικής κυριαρχίας από τη χρήση της δημοτικής κορυφώνεται με την πειθαρχική δίωξη του καθ. [[Ιωάννης Κακριδής|Ιωάννη Κακριδή]] κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, επειδή τόλμησε να δημοσιεύσει στη δημοτική και σε [[μονοτονικό σύστημα]] την πανεπιστημιακή του παράδοση.<ref>Παναγιώτης Μαντζούφας, Η δίκη των τόνων, [http://www.constitutionalism.gr/html/ent/826/ent.1826.asp]</ref>
 
Η κατάσταση παρέμεινε ουσιαστικά η ίδια περίπου μέχρι τη δεκαετία του '70, με σημαντικότερη ίσως εξέλιξη τη σύνταξη -από το Μανόλη Τριανταφυλλίδη- και έκδοση το [[1941]] της Νεοελληνικής Γραμματικής (της δημοτικής). Το [[1964]] η κυβέρνηση του [[Γεώργιος Παπανδρέου (πρεσβύτερος)|Γεωργίου Παπανδρέου]], με τον [[Ευάγγελος Παπανούτσος|Ευάγγελο Παπανούτσο]] Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας, έδωσε την ελευθερία στους εκπαιδευτικούς να χρησιμοποιούν όποια από τις δυο γλώσσες ήθελαν, ενώ γινόταν η διδασκαλία και των δύο.
Γραμμή 107 ⟶ 110 :
===Η σημερινή ΠΝΕ και η διαμόρφωσή της===
 
Σήμερα δεν είναι ορθό να λέγεται ότι στην ΠΝΕ (Πρότυπη Νέα Ελληνική) έχει επικρατήσει η Δημοτική. Οι λόγοι είναι πολλοί εκ των οποίων οι δύο κυριότεροι είναι οι εξής. Η ΠΝΕ έχει επηρεασθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, κυρίως λεξιλογικώς, από την καθαρεύουσα <ref>Geoffrey Horrocks Ελληνικά, Ιστορία της γλώσσας και των ομιλητών της, εκδ. ΕΣΤΙΑ 2014, σελ. 564,581</ref> με την προσθήκη αγνώστων λέξεων την εποχή του 17ο αιώνα, οι οποίες σήμερα ηχούν φυσιολογικά. Τέτοιες είναι οι λέξεις βρέφος, ευλάβεια, συμβουλεύω, οδύνη κ.ά. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία προσπάθεια ακόμη μεγαλυτέρου εμπλουτισμού τού υπάρχοντος αποδεκτού λεξιλογίου με υπερβολικά λόγιες και αρχαίες λέξεις όπως μεμψιμοιρία κ.ά. υπό γνωστών καθηγητών όπως ο Μπαμπινιώτης <ref> Εμπλούτισε το λεξιλόγιό σου- Λεξικό των πιο απαιτητικών λέξεων της νέας Ελληνικής, εκδ. Κέντρο λεξικότητας 2015</ref>. Σύμφωνα δε με τον Νόμο 309/1976 αρχίζει να χρησιμοποιείται η «δημοτική, συντεταγμένη άνευ ιδιωματισμών και ακροτήτων». Στηριζομένη δηλαδή στην δημοτική, χωρίς όμως το κύριο χαρακτηριστικό της (δηλαδή τα ιδιώματα), στην Καθαρευουσα, χωρίς όμως την γραμματική της, παρέχουσα τεράστιο λεξιλόγιο στην δημοτική. Τέλος εν μέρει χρησιμοποιούνται και λίγες, στερεότυπες πλέον, φράσεις τού αρχαΐζοντος κινήματος (βλ. εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, τῷ ὄντι κτλ).
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι εάν ανατρέξει κάποιος στα λαϊκά ποιήματα (στα οποία κυρίως στηρίζεται κατά βάσιν η δημοτική γλώσσα του μη μορφωμένου λαού παρωχημένων εποχών) γίνεται πρόδηλο ότι δεν υπάρχει σαφές πλαίσιο. Όχι μόνον διότι κάθε περιοχή είχε τα δικά της -σε μεγάλο βαθμό- ιδιώματα (χαρακτηριστικά βλέπε στην Κρήτη την προσθήκη του [-γ/j-] μεταξύ του ρηματικού χαρακτήρος [a/ev] και της ρηματικής καταλήξεως, π.χ. μισεύγω, την απώλεια του [j] μετά των [s] ή [r], π.χ. άξος αντί άξιος, την αύξηση -η αντί -ε, π.χ. ήφερα, την απώλεια του -ν- εν μέσω λέξεων μπροστά από τριβόμενο, π.χ. άθρωπος αντί άνθρωπος, η χρήση του τσί και τσή ως γενική ενικού/πληθυντικού της κλιτικής αντωνυμίας, ο τύπος (ε)ίντα <τί εἶναι τα αντί του τί κ.ά.) αλλά και λόγω του ότι οι εκάστοτε «Δημοτικιστές» είχαν μεγάλη διαφορά απόψεων σχετικά με την «Πρώτυπη δημοτική» (βλ. Ψυχάρης).
Τέλος οι υπέρμαχοι της δημοτικής κατά τον 20ο αιώνα στηριζόντουσαν στα έργα του Πολίτη, ο οποίος αφού μελέτησε το λαϊκό αυτό ύφος πολλών ποιημάτων και τραγουδιών τυποποίησε την βασική ορθογραφία και το λεξιλόγιό τους. Φυσικά υπήρξαν πολλές αντιδράσεις καθώς είναι φανερό ότι σε πολλά λαϊκά έργα εν είδει ποιητικής αδείας εχρησιμοποιούντο λέξεις άγνωστοι και συντάξεις <ref>Geoffrey Horrocks Ελληνικά, Ιστορία της γλώσσας και των ομιλητών της, εκδ. ΕΣΤΙΑ 2014, σελ. 564</ref>. Ένας από τους λόγους ήταν ότι επρόκετο για χειρόγραφα τα οποία είχαν αντιγραφεί πολλές φορές, είτε από λογίους είτε από αγγραμάτους, με αποτέλεσμα να υπάρχουν σημαντικές διαφορές στο ύφος τους (βλ. «Τραγούδι του Αρμούρη»). Αυτό σημαίνει ότι κάποια από τα τραγούδια αποτελούν προφορικές εξελίξεις τραγουδιών και ποιημάτων γραμμένα στη λόγια γλώσσα. Η στενοτέρα όμως σχέση μεταξύ της Δημοτικής και της Μεταβυζαντινής περιόδου (15ος-18ος αι.) ευρίσκεται στο τραγούδι «Ὁ Χάρος καὶ ὁ τσοπάνης», το οποίο όμως πρωτοδημοσιεύθη το 1860 <ref>A. Passow «Popularia carmina Graeciae recentioris», Λειψία 1860 αρ. 426</ref>.
 
Η χρήση του δημοτικίζοντος ύφους άρχισε να πραγματοποιείται περιορισμένως στον γραπτό λόγο μόλις τον 18ο αιώνα καθώς οι συγγραφείς ήθελαν να απευθύνονται σε μεγαλύτερο κομμάτι του λαού. Συνήθως τα βιβλία αυτά ήσαν ποιητικές ανθολογίες, ιστορίες της εποχής ή θρησκευτικά κείμενα. Σχετικά με τα δεύτερα αξίζει να αναφερθεί η «κακήν κακώς» απόσυρση μιας μεταφράσεως της Καινής Διαθήκης μόλις το 1638 ύστερα από την έντονη αντίδραση της εκκλησίας, κάτι το οποίο στάθηκε ως παράδειγμα πρακτικής προς αποφυγήν για τους μετέπειτα (έως ότου να αποτύχει εκ νέου με την μετάφραση του Ἀλ. Πάλλη το 1901). Εν τούτοις πρέπει να επισημανθεί ότι η δημοτική εκείνης της εποχής ομοίαζε αρκετά έως πολύ με την καθαρεύουσα των τελευταίων χρόνων της Δικτατορίας. Αυτό γίνεται καταφανές εάν ανατρέξει κάποιος στα κείμενα των λογίων όπως του Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου όπου η επίσημη γλώσσα του ομοίαζε περισσότερο με την Κοινή της Αγίας Γραφής παρά με την καθαρεύουσα. Επίσης διαφαίνεται καθαρά και από το έργο τού Μοισιόδακος «<ref>Θεωρία τῆς γεωγραφίας (1781)</ref>» όπου και δικαιολογεί τον «απλοϊκό» τρόπο της γραφής του γράφων τα εξής:
 
«''Ἐγὼ διὰ λόγους, τοὺς ὁποίους ἐπιφέρω, ἔκρινα νὰ ἐξυφάνω τὴν παροῦσαν συγγραφὴν ἐν τῷ ἁπλῷ ὕφει, σώζων ὅμως ἀεὶ τοὺς ὡρισμένους ὅρους τῶν πραγμάτων, οἵτινες ἦσαν ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ἀρχαίοις, καὶ μεθαρμόζων ἀεὶ τὸ ὕφος ἐπὶ τὸ σεμνότερον, ἢ ἐλάχιστον ἐπὶ τὸ πρεπωδέστερον τῇ ἀνὰ χεῖρας πραγματευομένῃ ὕλῃ''»<ref>Νεοελληνικῆς φιλολογίας παράρτημα, Ἀθῆναι 1872-94 σ.150</ref>.
 
Η λαϊκότερη αυτή διάλεκτος εξαπλώθηκε έτι περαιτέρω στα μέσα του ιδίου αιώνος λόγω του διαφωτισμού και έργα με θέμα την ιστορία, τη γεωγραφία, την πολιτική και τις φυσικές επιστήμες εξαπλώθησαν. Το ανυπέρβλητο για την εποχή και την άπλαστη λαϊκή εκείνη γλώσσα εμπόδιο ήταν οι σημαντικώτατες λεξιλογικές ελλείψεις οι οποίες είτε καλύφθησαν εκ μέρους των λογίων απευθείας από την αρχαία είτε εκ μέρους των μη ειδικών με αντιδάνεια τα οποία χρησιμοποιούνταν στις Ευρωπαϊκές γλώσσες. Μάλιστα πολλοί παρομοίαζαν την αποτυχία συντάξεως ενός γράμματος στην δημοτική με την προσπάθεια ενός αετού να πετάξει με κομμένα φτερά νομίζοντας ότι όπως παλιά έτσι και τώρα μπορεί να πετάξει <ref>Ἱστορία τοῦ Γλωσσικοῦ ζητήματος Ἀναστασίου Μέγα Τόμος 2 σελ. 57 υποσημ. εκδ. Δωδώνη 1997</ref>. Φυσικά αυτό γέννησε ένα ακόμη σημείο πολέμου καθώς λόγιοι όπως ο Νεόφυτος Δούκας πίστευσαν ότι μετά το λεξιλόγιο και την χρήση τους από τις εφημερίδες κατά ορθό τρόπο ανοίγει ο δρόμος για περαιτέρω αλλαγές όπως η κλασσική σύνταξη του ἀπό με γενική αντί αιτιατικής, ο μονολεκτικός μέλλοντας, το απαρέμφατο κ.ά. («''Εἰς δὲ τὴν σύνταξιν αὖθις εἰσαχθέντος τοῦ ἀπαρεμφάτου καὶ μέλλοντος, καί τινων μορίων μεταλλαγέντων, ἐν τίσιν ἔσται διαφορά;''»)<ref>Ἱστορία τοῦ Γλωσσικοῦ ζητήματος Ἀναστασίου Μέγα Τόμος 2 σελ. 185 εκδ. Δωδώνη 1997</ref>
Γραμμή 122 ⟶ 121 :
Μερικά χρόνια αργότερα άν και οι Τριανταφυλλίδης και Δελμοῦζος προσπάθησαν να δείξουν ότι η δημοτική δεν συνδέεται με τον κομμουνισμό, ούτε θεωρητικά ούτε πρακτικά, οι προσπάθειές τους έπεσαν στο κενό διότι ο Γληνός προσχώρησε στον Μαρξισμό μέσω του ΚΚΕ το 1927 καθώς και αυτό άρχισε να χρησιμοποιεί την δημοτική γλώσσα, κάτι που απέφευγε από το 1918.
Μόλις το 1963 ο φιλελεύθερος Γ. Παπανδρέου διακήρυξε δημοσία ότι εφαρμόζει «πολιτικὴ ἴσων δικαιωμάτων» απέναντι στο ακανθώδες αυτό ζήτημα ενώ ακόμη χρησιμοποιούσε την καθαρεύουσα ως επίσημη γραπτή γλώσσα του Ελληνικού κράτους. Αποτέλεσμα αυτής της νέας πολιτικής ήταν η εισαγωγή, για πρώτη φορά, της γραμματικής του Τριανταφυλλίδη στα σχολεία. Η γραμματική αυτή βέβαια γρήγορα κατεκρίθη καθώς δεν ανέφερε σχεδόν τίποτα περί των αφομοιωθέντων λογίων στοιχείων της δημοτικής εκείνης της περιόδου. Ο πόλεμος φαίνεται πως εν μέρει κρίθηκε το 1974 όπου ο Κ. Καραμανλής άρχισε να χρησιμοποιεί την δημοτική από την πρώτη στιγμή ως επίσημη γλώσσα του κράτους και νομιμοποίησε το ΚΚΕ. Φυσικά η καθαρεύουσα σημάδεψε για πάντα την δημοτική όπως φαίνεται και από το μυθιστόρημα του Κ. Ταχτσή «Το τρίτο στεφάνι» όπου η ομιλία δυο λαϊκών γυναικών εμπλουτίζεται με πολλά λόγια στοιχεία <ref> R.Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη Ελληνική λογοτεχνία, Αθήνα 1996 σελ. 346-347</ref>.
 
Σήμερα, κατά τον Γ. Μπαμπινιώτη, το γλωσσικό ζήτημα εκλαμβάνεται διττώς, και ως ωφέλιμο και ως επιβλαβές. Ήταν Ωφέλιμο (ευλογία) καθώς υπήρξαν πολλοί και άξιοι άνθρωποι οι οποίοι ασχολήθηκαν με την γλώσσα και την ανέλυσαν μορφοσυντακτικώς και ιστορικώς, πράγμα το οποίον δεν είχε γίνει για αιώνες. Αντιθέτως ήταν τεραστία σπατάλη πνευματικών δυνάμεων οι οποίες άνθισαν εκείνη την εποχή, διότι αντί τού να ασχοληθούν με τις καθ’ εαυτών επιστήμες ανάλωσαν κυριολεκτικώς το μεγαλύτερο μέρος τών πονημάτων τους είτε σε άσκοπες επικρίσεις (βλ. [[Παναγιώτης Κοδρικάς|Κοδρικά]]), είτε σε ανούσια πονήματα (βλ. [[Εμμανουήλ Ροΐδης|Ροΐδη]] «Εἰδώλων κατάλυσις») είτε σε μελέτες οι οποίες απετέλεσαν μετά από ένα σημείο ιδεολογικές πραγματείες περί τής χρήσεως τής γλώσσας. Κυρίως αυτά τα πρόσωπα ήσαν οι [[Αδαμάντιος Κοραής]], [[Γεώργιος Χατζιδάκις]], [[Γιάννης Ψυχάρης]] και [[Μανόλης Τριανταφυλλίδης]] <ref>Συνοπτική ιστορία τής Ελληνικής γλώσσας, Κέντρο λεξικολογίας, Στ΄ έκδοση 2017, σ. 201-202.</ref>.
 
Η αιφνίδια αυτή όμως αλλαγή δημιούργησε ένα νέο πρόβλημα (όχι ζήτημα), το ονομασθέν γλωσσικό. Δηλαδή ελλείψει εγχειριδίων και ορθής καθοδηγήσεως υπήρξε κατακόρυφη πτώση τής ποιότητος τής δημοτικής και μεγάλα χάσματα μεταξύ τής Κοινής δημοτικής και τής παλαιοτέρας <ref>Συνοπτική ιστορία τής Ελληνικής γλώσσας, Κέντρο λεξικολογίας, Στ΄ έκδοση 2017, σ. 205-207.</ref>. Μεγάλο πρόβλημα υπήρξε και η μεταρρύθμιση επί τή καθιερώσει τού μονοτονικού (ακόμη και με ψευδή επιχειρήματα όπως αυτό το οποίο ανεφέρετο στον Γ. Χατζιδάκι <ref>Συνοπτική ιστορία τής Ελληνικής γλώσσας, Κέντρο λεξικολογίας, Στ΄ έκδοση 2017, σ. 217-218 σημ. 120.</ref>), η οποία σύμφωνα με τον Μπαμπινιώτη γεννά δυσχέρειες στην ανάγνωση και πρέπει να βελτιωθεί<ref>Συνοπτική ιστορία τής Ελληνικής γλώσσας, Κέντρο λεξικολογίας, Στ΄ έκδοση 2017, σ. 219 σημ. 127.</ref>.
Η γλωσσική αυτή διαμάχη (η οποία επισήμως κατά τα προειρημένα άρχισε τον 1ο π.Χ. αιώνα) δεν κατέληξε ένας πόλεμος μεταξύ δύο στρατοπέδων αλλά περισσοτέρων, των οποίων τα κινήματα τα οποία ξεχώρισαν ήσαν το Αρχαΐζον, το τής Καθαρεύουσας (βλ. Θεοτόκη, Κοραῆ κ.ά.) το λόγιο τής Κωνσταντινουπόλεως ιδίωμα (βλ. Καταρτζή), το κίνημα τής λαϊκοτέρας κοινής (ιδιωματικής εν πολλώ) γλώσσας, γνωστή και ως χυδαία (βλ. Ψυχάρης, Σολωμός) και, τέλος, στα χρόνια τού Βυζαντίου υπήρχε και το ισχυρότατο στρατόπεδο τής Κοινής τής Αγίας Γραφής.
 
== Παραπομπές ==