Ελληνιστική Κοινή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 39:
 
==Διαφορές με την Αττική διάλεκτο==
Οι έξι αιώνες που καλύπτει ουσιαστικά η Ελληνιστική Κοινή δεν μπορεί να μην επηρέασαν τη γλώσσα τόσο στην απαρχή της όσο και στην εξέλιξή της. Οι διαφορές αφορούν στην γραμματική και στη σύνταξη, στη μορφολογία, στο λεξιλόγιο αλλά ασφαλώς και στη [[φωνολογία]] - την προφορά που πλέον είχε αλλάξει δραματικά. Αναμφίβολα όμως η Ελληνιστική Κοινή είναι πολύ πιο κατανοητή σε έναν γνώστη της Νεοελληνικής σε σύγκριση με τα Αρχαία Ελληνικά.
 
Οι διαφορές της από την Αττική διάλεκτο είναι αρκετές, αλλά οι ομοιότητές της πολύ περισσότερες. Οι περισσότερες διαφορές αφορούν σε απλοποιήσεις<ref>James Morwood, "Oxford Grammar of Classical Greek".</ref>. ΟιΠιο συγγραφείςσυγκεκριμένα: χρησιμοποιούν λιγότερα επίθετα με ανώμαλα παραθετικά, αποφεύγουν επίθετα της τρίτης κλίσης όπως και μονοσύλλαβα ουσιαστικά που έχουν ανώμαλη κλίση. Αποφεύγουν επίσης τα ρήματα εις -μι και πλάθουν ή βρίσκουν και χρησιμοποιούν ρηματικούς τύπους με την κατάληξη -ω. Επίσης αντικαθίστανται οι καταλήξεις του β΄ αορίστου με τις καταλήξεις του α΄ αορίστου
 
* Καταργείται η [[Προσωδία (γλωσσολογία)|προσωδία]] (δηλαδή η διάκριση μακρών και βραχέων φωνηέντων), με αποτέλεσμα τα : ᾱ, ᾰ, ῑ, ῐ, ῡ, ῠ να μετατραπούν σε ισόχρονα, δηλαδή να προφέρονται σε όλες τις περιπτώσεις ως : α, ι, υ. Ισόχρονα επίσης έγιναν και τα ''ω'' και ''ο'', με αποτέλεσμα να συμπέσουν στην προφορά. Ανάλογο φαινόμενο ωστόσο δεν παρατηρήθηκε στο μακρύ και βραχύ ''e'' (στο η και στο ε), διότι το <''η>'' αρχικώς προφέρθηκε κλειστότερα ως <ει> ήδη στα τέλη του 5ου αιώνα πΧ. στην Θεσσαλία, προκαλώντας έτσι σύγχυση στη γραφή (πχ στατεῖρας αντί στατῆρας), και εν συνεχεία προφέρθηκε ακόμα πιο κλειστά και πιο πρόσθια ως <ι> ([[Ιωτακισμός]]).
Στη σύνταξη το «ἴνα» αντικαθιστά μια σειρά από συνδέσμους και απαρέμφατα. Γίνεται ευρύτερη χρήση των υποκοριστικών χωρίς όμως αυτά να έχουν την αρχική υποκοριστική τους έννοια (π.χ. το παιδίον δεν είναι όπως στα Αρχαία Ελληνικά το μικρό παιδί, αλλά γενικά το παιδί). Επίσης, επηρεασμένη από την αραμαϊκή γλώσσα, η Ελληνιστική Κοινή χρησιμοποιεί συχνά το «τότε» και τη φράση-κλισέ «καί το δέ».
 
<br />
Το [[απαρέμφατο]] στην [[Κυπριακή διάλεκτος|Κύπρο]] και στον [[Ποντιακή διάλεκτος|Πόντο]] είχε μακροβιότερη ιστορία, αλλά στην Ελλάδα η χρήση του περιορίζεται δραματικά από την Ελληνιστική Κοινή. Χρησιμοποιείται πλατιά μόνον όταν μαρτυρεί σκοπό και συχνά βρίσκεται εμπρόθετο με γενική. Επίσης περιορίζεται η χρήση της παθητικής φωνής και ο κόσμος προτιμά να χρησιμοποιεί το ενεργητικό ρήμα μαζί με κάποιαν αυτοπαθή αντωνυμία.
 
* Οι "νόθες δίφθογγοι" "ει" και "ου" και αυτές μεταβλήθηκαν φονολογικώς. Έτσι λοιπόν το <ει> προφέρθηκε κλειστότερα και ιωτακίστηκε: ει < ῑ < ι , ενώ το <ου> επίσης προφέρθηκε κλειστότερα και μετατράπηκε σε <nowiki><u>: ου < ū < u. </nowiki>
Στην Ελληνιστική (τουλάχιστον όπως μαρτυρούν τα εκκλησιαστικά κείμενα) επέδρασαν και οι σημιτικοί τύποι σύνταξης ή σχημάτων λόγου ή και λέξεις, όπως π.χ. η λέξη σατανάς. Η λέξη άγγελος αποτελεί άλλο ένα παράδειγμα επίδρασης, αφού παύει να χρησιμοποιείται τόσο συχνά με την έννοια του αγγελιοφόρου όσο του άγγελου, που είναι μεν αγγελιοφόρος του Θεού, αλλά η λέξη πλέον εννοεί το συγκεκριμένο ον, τον άγγελο, ο δε «διάβολος» παύει να σημαίνει εκείνον που ενσπείρει διαβολές, αλλά τον διάβολο του [[Ιώβ]].
 
<br />
 
* Οι βραχύφωνοι δίφθογγοι αι, οι, αυ και ευ επίσης εξελίχθησαν. Το <αι> εξελίχθη με ανοικτότερη προφορά του υποτακτικού φωνήεντος (του ιώτα) και μονοφθογγίσθηκε σε <ē> και εν τέλει σε <e> μετά την κατάργηση της προσωδίας: αι (ai) < ae < ē < e. Η δίφθογγος "οι" είχε την πιο πολύπλοκη πορεία μεταβατικών εξελίξεων : oi < œ < ȫ < ǖ < ü < u < i. Και αυτή η δίφθογγος (όπως και η <αι>) εμφανίζει προσέγγιση της προφοράς των στοιχείων της με την ανοικτότερη προφορά τού i σε e. Εν συνεχεία μονοφθογγίζεται σε έναν φθόγγο μεταξύ τού o και τού e, στο φωνήεν "ȫ". Ο φθόγγος αυτός γίνεται κλειστότερος (u) , και τελικά προσθιούται και ιωτακίζεται σε i. Χρονικώς οι αλλαγές συνετελέσθησαν ως εξής : Ήδη από τον 5ο πΧ. αιώνα στη Βοιωτία ο <oi> είχε μετατραπεί σε <oe> όπως μαρτυρούν και επιγραφές όπως κοέρανος (= κοίρανος) και Fhεκαδᾱμοε (= Ἀκαδήμιοι, τοπική πτώση). Έπειτα περνά από το ενδιάμεσο στάδιο όπου μετατρέπεται σε <ȫ> (αν και δεν μαρτυρείται αυτή η μεταβολή από επιγραφές) και έναν αιώνα αργότερα (250 πΧ.) μετατρέπεται σε <ǖ> (πχ. βοιωτ. Fῡκιᾱ = Fοικία, δᾱμυ = δῆμοι). Η σύγχυση γενικεύεται από τον 3ο και 2ο πΧ. αιώνα, μέχρι και τον 10ο αιώνα μΧ. , οπότε και ο φθόγγος <nowiki><u> ιωτακίζεται και μετατρέπεται σε <i>. </nowiki><ref>{{Cite book|title=Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας|first=Γεώργιος|last=Μπαμπινιώτης|isbn=|year=2002|location=Αθήνα|page=124}}</ref><ref>Αν και ωρισμένα ιδιώματα και διάλεκτοι διατήρησαν την προφορά τού υ και του οι ως <nowiki><u> (= u/ iu) Έτσι στο παλαιό αθηναϊκό ιδίωμα καθώς και στα ιδιώματα των Μεγάρων, της Αίγινας και της Κύμης (Εύβοια) προφέρονταν τσιουλιά (= κοιλιά), στσιούλος (=σκύλος), γιουναίκα (=γυναίκα), χιούρος (=χοίρος), κλπ. Το ίδιο συμβαίνει και στα </nowiki>[[Τσακωνική διάλεκτος|Τσακώνικα]], όπου επίσης διατηρήθηκε η αρχαία λακωνική προφορά του υ ως <nowiki><u/iu> : λιούκο (=λύκος), νιουτα (=νύχτα), κούψη (= κύψη, "κοιμηθεί), γλουτούη (=γλυτώση). </nowiki></ref> Τέλος, οι "αυ" και "ευ" δεν μονοφθογγίσθηκαν, αλλά μετατράπηκαν σε συνδυασμό φωνήεντος- συμφώνου (αντί ημιφώνου) αυ= av/af , ευ = ev/ef , αντί του αρχικού αυ = au, ευ = eu.
 
*Πλήρης σίγηση της [[Υπογεγραμμένη]]<nowiki/>ς ως τον 1ο πΧ. αιώνα, διαδικασία που είχε ξεκινήσει ήδη από το 400 πΧ. στην αττική διάλεκτο, όπως μαρτυρείται και από την έλλειψη του -ι από τους παπύρους και τις επιγραφές. Η γραφή του -ι επανεισάγεται με το κίνημα του [[Αττικισμός|Αττικισμού]].
*Αποδάσυνση των διαρκών αήχων δα<nowiki/>σέων σε διαρκή ψιλά. Ήτοι : ph (φ) < f , th (θ) < θ , kh (χ) < χ . <br />
 
* Οι συγγραφείς χρησιμοποιούν λιγότερα επίθετα με ανώμαλα παραθετικά, αποφεύγουν επίθετα της τρίτης κλίσης όπως και μονοσύλλαβα ουσιαστικά που έχουν ανώμαλη κλίση. Αποφεύγουν επίσης τα ρήματα εις -μι και πλάθουν ή βρίσκουν και χρησιμοποιούν ρηματικούς τύπους με την κατάληξη -ω. Επίσης αντικαθίστανται οι καταλήξεις του β΄ αορίστου με τις καταλήξεις του α΄ αορίστου
 
* Στη σύνταξη το «ἴνα» αντικαθιστά μια σειρά από συνδέσμους και απαρέμφατα. Γίνεται ευρύτερη χρήση των υποκοριστικών χωρίς όμως αυτά να έχουν την αρχική υποκοριστική τους έννοια (π.χ. το παιδίον δεν είναι όπως στα Αρχαία Ελληνικά το μικρό παιδί, αλλά γενικά το παιδί). Επίσης, επηρεασμένη από την αραμαϊκή γλώσσα, η Ελληνιστική Κοινή χρησιμοποιεί συχνά το «τότε» και τη φράση-κλισέ «καί το δέ».
 
* Το [[απαρέμφατο]] στην [[Κυπριακή διάλεκτος|Κύπρο]] και στον [[Ποντιακή διάλεκτος|Πόντο]] είχε μακροβιότερη ιστορία, αλλά στην Ελλάδα η χρήση του περιορίζεται δραματικά από την Ελληνιστική Κοινή. Χρησιμοποιείται πλατιά μόνον όταν μαρτυρεί σκοπό και συχνά βρίσκεται εμπρόθετο με γενική. Επίσης περιορίζεται η χρήση της παθητικής φωνής και ο κόσμος προτιμά να χρησιμοποιεί το ενεργητικό ρήμα μαζί με κάποιαν αυτοπαθή αντωνυμία.
 
* Στην Ελληνιστική (τουλάχιστον όπως μαρτυρούν τα εκκλησιαστικά κείμενα) επέδρασαν και οι σημιτικοί τύποι σύνταξης ή σχημάτων λόγου ή και λέξεις, όπως π.χ. η λέξη σατανάς. Η λέξη άγγελος αποτελεί άλλο ένα παράδειγμα επίδρασης, αφού παύει να χρησιμοποιείται τόσο συχνά με την έννοια του αγγελιοφόρου όσο του άγγελου, που είναι μεν αγγελιοφόρος του Θεού, αλλά η λέξη πλέον εννοεί το συγκεκριμένο ον, τον άγγελο, ο δε «διάβολος» παύει να σημαίνει εκείνον που ενσπείρει διαβολές, αλλά τον διάβολο του [[Ιώβ]].
 
<br />