Ωριγένης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Alex76gala (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 105:
 
Μετά τον θάνατο του Ωριγένη, το έτος 253, δημιουργήθηκαν μέσα στην Εκκλησία δύο αντίθετα ρεύματα, ήτοι εκείνων που τον θαύμαζαν και μελετούσαν συστηματικά τα έργα του (οι ωριγενιστές), και εκείνων που απέρριπταν τις διδασκαλίες του (οι αντιωριγενιστές).
Μεταξύ των δύο παρατάξεων έλαβαν χώρα αρκετές συγκρούσεις, οι λεγόμενες «ωριγενιστικές έριδες»., Αυτήμία ηαντιπαράθεση κατάστασηπου επικρατούσεεπικράτησε μέχρι τον ΣΤ΄ αιώνα.
 
Αρχικά αμφισβητήθηκε η περί ψυχής και περί αναστάσεως διδασκαλία του Ωριγένη από τον Πέτρο Α’ Αλεξανδρείας<ref>{{Cite book|title=Β.Ε.Π. 18,255 «Τοῦ ἁγίου Πέτρου ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας καὶ μάρτυρος ἐκ τοῦ μὴ προϋπάρχειν τὴν ψυχὴν τοῦ σώματος»|first=|last=|isbn=|year=|location=|page=}}</ref> και τον Μεθόδιο Ολύμπου<ref>{{Cite book|title=Β.Ε.Π. 18, 111-175 «Περὶ ἀναστάσεως»|first=|last=|isbn=|year=|location=|page=}}</ref> στα τέλη του Γ’ αιώνα. Η απήχηση της διδασκαλίας του Ωριγένη στους μετριοπαθείς αρειανόφρονους με κύριο εκφραστή τον Ευσέβιο Καισαρείας της Παλαιστίνης και τους συν αυτώ επισκόπους, στα μέσα του Δ’ αιώνα, οδήγησε σε νέα αμφισβήτηση της εν λόγω διδασκαλίας. Η αρχικά μετριοπαθής αντιμετώπιση του ωριγενισμού οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι ακόμα και οι αντιωριγενιστές χρησιμοποιούν εκλεκτικά τα έργα του Ωριγένη ως σημαντική πηγή ερμηνευτικής και θεολογικής αναφοράς, παρά τις ξεκάθαρες επιφυλάξεις που διατύπωναν για συγκεκριμένες θεωρίες του. Οι αντιθέσεις αυτές δημιούργησαν νέες έντονες διαμάχες ανάμεσα στους ωριγενιστές μοναχούς της ερήμου της Νιτρίας και στους αντιωριγενιστές μοναχούς της Σκήτεως στην Αίγυπτο, που οδήγησαν τις δύο ομάδες στη διατύπωση ακραίων θεολογικών τοποθετήσεων. Οι ωριγενιστικές θέσεις βρήκαν απήχηση και στις μοναστικές κοινότητες της Παλαιστίνης λόγω των στοιχείων εσωτερισμού που εμπεριείχαν, γεγονός που έδωσε νέα ώθηση στη θεολογική αντιπαράθεση. Κύριοι εκφραστές της πολεμικής εναντίον του ωριγενισμού αναδεικνύονται ο Μάρκελλος Αγκύρας, ο μοναχός Ατάρβιος, ο Επιφάνιος Κωνσταντίας Κύπρου και ο Θεόφιλος Αλεξανδρείας. Μάλιστα ο τελευταίος συγκρότησε στην Αλεξάνδρεια το 400 μ.Χ. Σύνοδο που καταδικάζει τις ωριγενιστικές θέσεις<ref>{{Cite book|title=Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου (Καλαμαρά), Η Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδος, (1985) σελ. 612-613|first=|last=|isbn=|year=|location=|page=}}</ref>. Την ίδια περίοδο η συμμετοχή στη διαμάχη των λατίνων Ρουφίνου (ωριγενιστής) και Ιερωνύμου (αντιωριγενιστής) μετέφερε αναπόφευκτα τις συνέπειες και στη Δυτική χριστιανοσύνη. Στις αρχές του Ε’ αιώνα έστω και αν η υπόθεση του ωριγενισμού δεν βρίσκεται στο θεολογικό προσκήνιο, το οποίο μονοπωλείται από τις Χριστολογικές έριδες, εντούτοις οδηγεί σε κρίση τους θρόνους της Κωνσταντινουπόλεως και της Αλεξάνδρειας<ref>{{Cite book|title=Φειδά Βλασίου, Εκκλησιαστική Ιστορία Α’, (1994) σελ. 542-552|first=|last=|isbn=|year=|location=|page=}}</ref>.
 
Μετά από μια περίοδο ύφεσης οι ωριγενιστικές έριδες ξαναέρχονται στο επίκεντρο των θεολογικών ζυμώσεων στις αρχές του ΣΤ’ αιώνα. Τη συγκεκριμένη περίοδο ο θρόνος των Ιεροσολύμων απηχεί τις θέσεις της πανίσχυρης ομάδας των ωριγενιστών μοναχών της Παλαιστίνης και οι μοναχοί Λεόντιος Βυζάντιος ή Ιεροσολυμίτης, Θεόδωρος Ασκιδάς και Δομετιανός μεταβαίνουν στην Κωνσταντινούπολη για να πετύχουν την αποκατάσταση των ιδεών του Ωριγένη. Μάλιστα μοναχός ο Θεόδωρος εκλέγεται μητροπολίτης Καισαρείας της Καππαδοκίας και ο Διομετιανός εκλέγεται επίσκοπος Αγκύρας με τη βοήθεια του πανίσχυρου ωριγενιστή πρεσβυτέρου Ευσέβιου, κειμηλιάρχου της εν Κωνσταντινουπόλει Εκκλησίας, και συμβούλου του αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Η θεώρηση του Ωριγένη απασχολούσε κυρίως τους ασκητές της Παλαιστίνης, οι οποίοι και βρέθηκαν σε δύο αντίπαλες παρατάξεις, οι μεν ωριγενιστές με επίκεντρο τη Νέα Λαύρα και οι αντιωριγενιστές με σημείο αναφοράς τη Μεγάλη Λαύρα<ref>{{Cite book|title=Φειδά Βλασίου, Εκκλησιαστική Ιστορία Α’, (1994) σελ. 694-701|first=|last=|isbn=|year=|location=|page=}}</ref>. Η ενεργοποίηση και εμπλοκή πλειάδας εκκλησιαστικών ταγών κατά του ωριγενισμού, όπως του πατριάρχη Αντιοχείας Εφραιμίου, του πατριάρχη Ιεροσολύμων Πέτρου, του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Ζωίλου, του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μηνά, του παπικού αποκρισιάριου Πελάγιου, του ηγουμένου Σάββα της ομώνυμης μονής της Παλαιστίνης αποδεικνύει τη γεωγραφική έκταση των ωριγενιστικών ερίδων. Η εκρηκτική κατάσταση που ακουμπούσε πλέον το σύνολο της εκκλησιαστικής πραγματικότητας οδήγησε τον Ιουστινιανό στο να αναζητήσει φόρμουλες προσέγγισης και να επινοήσει λύσεις με κύρια χαρακτηριστικά άλλοτε τις διαδικασίες πελατειακών εξυπηρετήσεων και άλλοτε την επίδειξη αυτοκρατορικής πυγμής.
Το έτος 553 ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός συγκάλεσε την Ε΄ οικουμενική σύνοδο με σκοπό να εξετάσει ένα άλλο θέμα (τα λεγόμενα «Τρία Κεφάλαια»), το οποίο δεν είχε καμία σχέση με τον Ωριγένη. Μετά την έκδοση της απόφασης για τα «Τρία Κεφάλαια», ο Ιουστινιανός έστειλε ένα γράμμα στη σύνοδο, με το οποίο ζητούσε κατηγορηματικά να καταδικάσουν και την διδασκαλία του Ωριγένη. <ref> Το Γράμμα αυτό σώζεται στο «Χρονικόν» του Γεωργίου Μοναχού ή Αμαρτωλού και δημοσιεύεται στην Patrologia Graeca, τόμος 110, σελ. 780-784 </ref>.