Στατιστική σημαντικότητα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Τις υποδείξεις σας στη σελίδα συζήτησης...
Ετικέτα: Αναίρεση
γραμματική
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 3:
Όσον αφορά τις στατιστικές, στατιστική σημαντικότητα (ή ένα στατιστικά σημαντικό αποτέλεσμα) επιτυγχάνεται όταν το p-value είναι μικρότερο από το επίπεδο σημαντικότητας. Η p-value είναι η πιθανότητα απόκτησης τουλάχιστον ως ακραία αποτελέσματα, δεδομένου ότι η μηδενική υπόθεση είναι αληθής, ενώ η σημασία ή άλφα (α) επίπεδο είναι η πιθανότητα της απόρριψης της μηδενικής υπόθεσης, δεδομένου ότι είναι αλήθεια. Ως θέμα της ορθής επιστημονικής μεθόδου-πρακτικής, ένα επίπεδο σημαντικότητας επιλέγεται πριν τη συλλογή δεδομένων και συνήθως βρίσκεται στο 0,05 (5%). Άλλα επίπεδα σημαντικότητας (π.χ., 0,01) δύνανται να βρουν εφαρμογή, ανάλογα με τον τομέα μελέτης.
 
Η στατιστική σημαντικότητα είναι θεμελιώδης για την δοκιμή στατιστικής υπόθεσης. Σε κάθε πείραμα ή παρατήρηση που περιλαμβάνει τη σύνταξη ενός δείγματος από έναν πληθυσμό, υπάρχει πάντα η πιθανότητα ότι ένα παρατηρούμενο αποτέλεσμα θα συνέβαινε λόγω σφάλμασφάλματος δειγματοληψίας μόνο. ​​Αλλά αν η p-τιμή είναι μικρότερη από το επίπεδο σημαντικότητας (π.χ., p <0,05), τότε ο ερευνητής μπορεί να συμπεράνει ότι η παρατηρούμενη επίδραση αντανακλά στην πραγματικότητα τα χαρακτηριστικά του πληθυσμού και όχι μόνο δειγματοληπτικό σφάλμα. Ένας ερευνητής μπορεί στη συνέχεια να αναφέρουν ότι το αποτέλεσμα επιτυγχάνει στατιστική σημαντικότητα, απορρίπτοντας έτσι την μηδενική υπόθεση.
 
Η σημερινή έννοια της στατιστικής σημαντικότητας ξεκίνησε με τον Ronald Fisher, όταν αναπτύχθηκε δοκιμών στατιστικών υποθέσεων με βάση p-αξίες στις αρχές του 20ου αιώνα. Ήταν Jerzy Neyman και Egon Pearson ο οποίος αργότερα συνιστάται η επίπεδο σημαντικότητας να οριστεί εκ των προτέρων, πριν από κάθε συλλογή δεδομένων.