Αλέξανδρος ο Μέγας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 148:
Μετά την διάβαση των στενών των Περσίδων Πυλών, ο Αλέξανδρος έσπευσε ταχύτατα προς την Περσέπολη, προκειμένου να μην επιτρέψει στη φρουρά της να φυγαδεύσει τους περσικούς βασιλικούς θησαυρούς. Τότε δέχτηκε γράμμα του Τιριδάτη, διοικητή της πόλης, με το οποίο ο δεύτερος τον πληροφορούσε ότι ήταν έτοιμος να του παραδώσει την Περσέπολη αν ο Αλέξανδρος προλάβαινε τους ανθρώπους του Δαρείου.{{Sfn|Κανελλόπουλος|1973|p=129}} Τότε, πλησιάζοντας την πόλη, ο μακεδονικός στρατός συνάντησε, κατά τη διήγηση του Διόδωρου Σικελιώτη (όπως επίσης του Κούρτιου και του Ιουστίνου) ένα τραγικό θέαμα. Περίπου 800 ακρωτηριασμένοι άνθρωποι (στα χέρια ή στα πόδια ήτα αυτιά και τις μύτες), ηλικιωμένοι οι πιο πολλοί, βγήκαν να προϋπαντήσουν τον Αλέξανδρο, κρατώντας ικετηρίες (σύμβολο δυστυχίας, ικεσίας). Επρόκειτο για Έλληνες τεχνίτες, τους οποίους προηγούμενοι Πέρσες βασιλείς είχαν ακρωτηριάσει κρατώντας από τα μέλη τους μόνο αυτά που ήταν απαραίτητα για την τέχνη που ασκούσαν. Όλοι οι Μακεδόνες συμπόνεσαν εκείνους τους ανθρώπους, ο δε Αλέξανδρος προσφέρθηκε να φροντίσει να γυρίσουν στις πατρίδες τους, αν και τελικά αυτοί προτίμησαν να μείνουν στην Περσία, ενωμένοι, προκειμένου να αντέξουν πιο εύκολα τη δυστυχία τους.{{Sfn|Κανελλόπουλος|1973|p=129-130}}
 
Όταν μπήκε στην πλούσια πόλη, ο Αλέξανδρος την άφησε στη διάθεση των στρατιωτών του για μία ολόκληρη μέρα κατά την οποία σημειώθηκε λεηλασία, καταστροφή των ιερών και ανήκουστη σφαγή. Η συμπεριφορά αυτή, κατά την Αθηνά Καλογεροπούλου (''Ιστορία του Ελληνικού Έθνους''), έχει μείνει ανεξήγητη από τους νεότερους ιστορικούς, παρά την προσπάθεια να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα απόφασης στρατιωτικού συμβουλίου που συγκάλεσε ο ΜακεδόναςΕλληνα βασιλιάς. της Μακεδονίας Έχει ειπωθεί μάλιστα πως στο συμβούλιο αυτό αποφασίστηκε να λεηλατηθεί η πόλη αλλά όχι τα ανάκτορά της στην ακρόπολη και πως ο Παρμενίωνας διαφώνησε θεωρώντας την απόφαση ως προσβολή των αισθημάτων των ηττημένων.{{Sfn|Κανελλόπουλος|1973|p=131}} Ακολούθησε, λίγο αργότερα, η νυχτερινή πυρπόληση των επιβλητικών ανακτόρων των Αχαιμενιδών. Την πράξη εκείνη, όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς, εκτός από τον Αρριανό, αποδίδουν σε προτροπή της εταίρας [[Θαΐδα|Θαΐδας]], φίλης του [[Πτολεμαίος Α΄ Σωτήρ|Πτολεμαίου του Λάγου]], η οποία έπεισε τους μεθυσμένους Μακεδόνες αξιωματούχους να πάρουν από έναν δαυλό και να κάψουν τα ανάκτορα, ως εκδίκηση για την καταστροφή των ελληνικών ιερών κατά τους Περσικούς πολέμους. Ο Αρριανός χαρακτηρίζει ακατανόητο τον εμπρησμό των ανακτόρων και απορρίπτει την εξήγηση της εκδίκησης μιας τόσο παλιάς πράξης. Η ιστορικότητα του περιστατικού με τη Θαΐδα δεν είναι αποδεκτή από πολλούς νεότερους ιστορικούς οι οποίοι προσπάθησαν να εξηγήσουν τον εμπρησμό των ανακτόρων ως πολιτική διακήρυξη του Αλεξάνδρου, με την οποία αποδείκνυε πως έληξε η εξουσία των Αχαιμενιδών ή πως εκδικούνταν την πυρπόληση του μεγάλου ιερού της Βαβυλώνας από τον Ξέρξη. Γενικά, η καταστροφή της Περσέπολης και των ανακτόρων της έχει χαρακτηριστεί πράξη σκληρή, άστοχη και αδικαιολόγητη και ως μελανή σελίδα στην ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Κατά την Αθηνά Καλογεροπούλου, ίσως οδηγήθηκε στην απόφαση αυτή λόγω των αλληλοσυγκρουόμενων αισθημάτων που του προκάλεσαν η ισχυρή αντίσταση του Αριοβαρζάνη στις Περσίδες Πύλες, το θέαμα των ακρωτηριασμένων Ελλήνων, η επιδεικτική χλιδή των ανακτόρων και το αλαζονικό ύφος των περσικών επιγραφών στα ανάκτορα. Κατά την ίδια ιστορικό, αυτή ήταν η πρώτη από μια σειρά από απάνθρωπες πράξεις στις οποίες προέβη ο Αλέξανδρος, αν και ως τότε είχε δείξει, σε διάφορες περιπτώσεις, μεγαλοψυχία και ευαισθησία.{{Sfn|Κανελλόπουλος|1973|p=131-132}}
 
Στην Περσέπολη βρήκε τον αυτοκρατορικό θησαυρό, αποτελούμενο, κατά τον Διόδωρο και τον Κούρτιο, από περίπου 120.000 [[Τάλαντο|τάλαντα]] σε χρυσό και ασήμι. Ένα μέρος από αυτό το ποσό κράτησε για τη συνέχιση του πολέμου και το υπόλοιπο το έστειλε στα Σούσα, όπου μπορούσε να φρουρηθεί αποτελεσματικότερα. Για τη μεταφορά στα Σούσα χρησιμοποιήθηκαν 10.00 ζευγάρια μουλαριών και 5.000 καμήλες. Ως σατράπη της Περσίδας διόρισε τον Πέρση Φρασαόρτη.{{Sfn|Κανελλόπουλος|1973|p=132}}