Γόπα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μορφοποίηση
Γραμμή 9:
| τάξη = [[Περκόμορφα]] ''(Perciformes)''
| οικογένεια = [[Σπαρίδες]] ''(Sparidae)''
| γένος = '''''[[Βόωψ]]''''' (''Boops'')
| είδος = '''''Β. ο βόωψ'' ''(B. boops)'''''
| διώνυμο = ''Boops boops'' ''(Βόωψ ο βόωψ)''
| binomial_authority = ([[Κάρολος Λινναίος|Λινναίος]], 1758)
| synonyms = ''Boops canariensis'' <small>(Valenciennes, 1839)</small><br /> ''Box boops'' <small>(Λινναίος, 1758)</small><br /> ''Box vulgaris'' <small>(Valenciennes, 1830)</small><br /> ''Sparus boops'' <small>(Λινναίος, 1758)</small>
}}
Η '''γόπα''' είναι μικρό [[ψάρι]] μήκους 20 – 35 εκατοστών και συγγενεύει με τη [[σάλπα]], τον [[Σπάρος|σπάρο]] και τον [[Σαργός|σαργό]]. Υπάγεται στα τελεόστεα ή υποβραχιόνια και έχει τα γενικά χαρακτηριστικά τους. Το επίσημοεπιστημονικό όνομά τηςτου είναι "'''''Βόωψ ο βόωψ"''''' '''(''Boops boops'')''' ειναιείναι ο αρχαίος "«Bόωψ ο γνήσιος"» και ανήκει στην [[οικογένεια (βιολογία)|οικογένεια]] των [[Σπαρίδες|Σπαριδών]] (Sparidae). Οι γόπες ζουν κοπαδιαστά σε βραχώδεις ακτές και σε φυκιάδες, είναι δε άφθονες στις ελληνικές θάλασσες.
 
Το κρέας τους είναι εύγευστο παρά την κάπως βαριά οσμή τους.
Γραμμή 27:
 
== Είδη ==
Στο γένος βόωψ, στο οποίο ανήκει η γόπα, ανήκει και το νόστιμο ψάρι σάρπα ή [[σάλπα]]{{fact}}. Το εν λόγω ψάρι είναι διαδεδομένο και στις ελληνικές θάλασσες.
 
==Ετυμολογία==
Η λέξη βόωψ προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά: βους και ωψ (μάτια σαν του βοδιού, δηλαδή μεγάλα μάτια). Η λέξη προτάθηκε από τον [[Αθήναιος|Αθήναιο το Ναυκρατίτη]] ο οποίος εξηγούσε ότι κακώς ο [[Αριστοφάνης ο Βυζάντιος]] αναφέρει το ψάρι ως βώκα, ενώ έπρεπε να το λέει βώοπα, γιατί αν και μικρό έχει μεγάλα μάτια, δηλαδή βόωψ, αυτός που έχει μάτια σαν του βοδιού<ref>[http://books.google.gr/books?id=KGo-AAAAcAAJ&dq=%22%CE%B2%CF%8C%CF%89%CF%88%22&pg=PA623#v=onepage&q=%22%CE%B2%CF%8C%CF%89%CF%88%22&f=false Athenaeus, Volume 2], Athenaeus (Naucratites), Wilhelm Dindorf «Αριστοφάνης δ'ο Βυζάντιος κακώς φησίν ημάς λέγειν τον ιχθύ βώκα, δεόν βώοπα , επεί μικρός υπάρχων μεγάλους ώπας έχει, είη αν ουν ο βόωψ, βοός οφθαλμούς έχων»</ref>. Από τον Πατριάρχη Φώτιο, αναφέρεται ως '''βωψ'''<ref>[http://books.google.gr/books?id=fjpelgPlT0cC&lpg=PA349&dq=%22%CE%B2%CF%8C%CF%89%CF%88%22&pg=PA349#v=onepage&q=%22%CE%B2%CF%8C%CF%89%CF%88%22&f=false Photii Patriarchae Lexicon Vol.1], Saint Photius I (Patriarch of Constantinople), Christos Theodoridis, 1982, Walter de Gruyter, σελ. 349</ref>, ενώ αργότερα αναφέρεται και ως '''Βούπα''' (με κοινή προφορά '''Γούπα''')<ref>[http://books.google.gr/books?id=jIoCAAAAQAAJ&dq=%22%CE%B2%CF%8C%CF%89%CF%88%22&pg=PA46#v=onepage&q=%22%CE%B2%CF%8C%CF%89%CF%88%22&f=false Λεξικόν της καθ'ημάς Ελληνικής Διαλέκτου, μεθερμηνευμένης εις το αρχαίον Ελληνικόν και το Γαλλικόν υπό Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου] Σκαρλάτος Βυζάντιος, σελ. 46, Αθήνα, 1835 «Βούπα (προφ. κοιν. Γούπα) ψ. βόωψ, βώξ, βωκός, bogue, pagel, boops»</ref>. Στην Κύπρο λέγεται και '''βόππα''' ή '''γόππα'''.
 
==Δείτε επίσης==
Ανακτήθηκε από "https://el.wikipedia.org/wiki/Γόπα"