Οδυσσέας Ανδρούτσος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ αφαίρεση ενότητας καθώς ουδέποτε τροποποιήθηκε/αντικαταστάθηκε...
Γραμμή 48:
 
Την [[άνοιξη]] του [[1822]] κατηγορήθηκε από τον [[Ιωάννης Κωλέττης|Ιωάννη Κωλέττη]] για συνεργασία με τον εχθρό, με αποτέλεσμα να παραιτηθεί από το αξίωμα. Στις 27 Αυγούστου [[1822]] η γερουσία του Αρείου Πάγου του αναθέτει τη Διοίκηση της Αθήνας και εισέρχεται θριαμβευτής Φρούραρχος στην Ακρόπολη, συνοδευόμενος από τον [[Ιωάννης Μακρυγιάννης|Ιωάννη Μακρυγιάννη]], τον [[Γιάννης Γκούρας|Ιωάννη Γκούρα]], τον Ιωάννη Μαμούρη, τον Κατσικογιάννη και τριακόσιους ένοπλους επαναστάτες. Η υποδοχή του λαού των Αθηνών ήταν αποθεωτική. Στην Αθήνα ο Οδυσσέας Ανδρούτσος γνώρισε πολλούς ξένους Φιλέλληνες οι οποίοι αναφέρονται ευνοϊκά στα απομνημονεύματά τους σε αυτόν (Ελευθεροτυπία: «Τα Ιστορικά», 23 Μαρτίου 2009). Ο Βρετανός [[Εδουάρδος Ιωάννης Τρελώνυ]] (Edward John Trelawny, 1792-1881) φίλος του Λόρδου Βύρωνα ήρθε μαζί του στην Ελλάδα. Το Νοέμβριο του 1823 γνώρισε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και γοητεύτηκε από την προσωπικότητά του. Παντρεύτηκε την 13ετή ετεροθαλή αδελφή του Οδυσσέα, Ταρσίτσα Καμένου. Τον ακολούθησε παντού και του έμεινε πιστός ως το τέλος. Ο Ανδρούτσος συνέχισε απτόητος την πολεμική του δράση εναντίον των Τούρκων μέχρι το [[1824]].
 
== Σύλληψη και θανάτωση του Ανδρούτσου ==
{{Παραβίαση copyright|σελ 375 ιστορία του ελληνικού έθνους}}
[[Αρχείο:Ο Καπετάν Ανδρούτσος το 1795. Θεόφιλος..jpg|μικρογραφία|Ο Καπετάν Ανδρούτσος το 1795. [[Θεόφιλος Κεφαλάς - Χατζημιχαήλ|Θεόφιλος]].]]
 
Οι παλιές προστριβές του Ανδρούτσου με τους ''καλαμαράδες'', όπως ονόμαζε τους πολιτικούς, και οι έντονες αντιδράσεις του, η τάση τέλος της [[Εκτελεστικό 1824|Εκτελεστικού]] να τον παραγκωνίζει και να μην του χορηγεί τα απαιτούμενα χρήματα και εφόδια για τη συγκρότηση ισχυρού στρατού και στρατοπέδων στη Στερεά, είχαν απογοητεύσει τον Ανδρούτσο. Ο εμφύλιος πόλεμος στην Πελοπόννησο, η απροθυμία της κυβερνήσεως να τον βοηθήσει και ο κίνδυνος των επαρχιών της Στερεάς Ελλάδας από την προέλαση των τουρκικών στρατευμάτων, τον είχαν κάνει στις αρχές Αυγούστου [[1824]] να έλθει σε επαφή με τους Τούρκους αρχηγούς για να βάλει ξανά ''καπάκια'', μολονότι μόλις τον Απρίλιο, στη συνέλευση των Σαλώνων, είχε αποφασισθεί «κανένας στρατιωτικός να μην ημπορεί να βάλει τα λεγόμενα καπάκια». Διαβλέποντας παντού μηχανορραφίες των πολιτικών, ο Ανδρούτσος αποσύρεται απογοητευμένος στη σπηλιά του, στη Μαύρη Τρύπα, στα βόρεια του Παρνασσού, κοντά στο χωριό Βελίτσα. Οι κινήσεις και οι διαθέσεις του όμως, τον έκαναν περισσότερο ύποπτο στην κυβέρνηση, και κυρίως στον [[Ιωάννης Κωλέττης|Κωλέττη]] και στους άλλους εχθρούς του, που ζητούσαν να διορίσουν άλλους καπεταναίους στη θέση του. Η καχυποψία του ενισχύθηκε όταν έμαθε τη σύλληψη του [[Θεόδωρος Κολοκοτρώνης|Κολοκοτρώνη]]. Τα γεγονότα αυτά επηρέασαν τόσο πολύ τον Ανδρούτσο, ο οποίος θέλοντας να φοβίσει τους ''καλαμαράδες'', ενώθηκε με τους Τούρκους με τον όρο να του δώσουν την αρχηγία των επαρχιών της Εύβοιας, Ταλαντίου, Λιβαδιάς και Θήβας.
 
Η συμφωνία που κλείστηκε τότε με τον Ομέρ πασά του Ευρίπου «ήταν κάτι περισσότερο από τα συνηθισμένα ''καπάκια'', ήταν μια πράξη απελπισίας που έφθανε στα όρια της προδοσίας».<ref>Απόστολος Βακαλόπουλος, «Πλαστή προσχώρηση του Ανδρούτσου στους Τούρκους», ''Ιστορία του Ελληνικού Έθνους'', τομ. ΙΒ΄, 1975, σελ. 375</ref> Ο πραγματικός της σκοπός φαίνεται από όσα γράφει ο [[Νικόλαος Σπηλιάδης|Σπηλιάδης]], «...αν εφάνη συνεννοούμενος με τον εχθρό δεν αποδείχνει άλλο ειμή ότι ηπείλει την κυβέρνησιν, και εν ταυτώ ηπάτα τους Τούρκους δια τον σκοπόν του».<ref>όπ.π.</ref>
 
Τότε η κυβέρνηση, για να αντιμετωπίσει την ύποπτη στάση του, διόρισε στις 20 [[Φεβρουάριος|Φεβρουαρίου]] [[1825]] το παλιό πρωτοπαλίκαρό του, [[Γιάννης Γκούρας|Γιάννη Γκούρα]], αρχηγό της εκστρατείας στην ανατολική Ελλάδα, και του χορήγησε 140.000 γρόσια.
Ο Γκούρας βάδισε προς τη Δόμβραινα και από εκεί στη Λειβαδιά. Οι κυβερνητικές δυνάμεις τον ακολούθησαν καταπόδι και τον ανάγκασαν, αυτόν και τους 400 Τούρκους ντελήδες (ιππείς) που του είχε στείλει ο Ομέρ πασάς από τη [[Χαλκίδα]], να υποχωρήσουν στη Χαιρώνεια και κατόπιν στην πατρίδα του, [[Λιβανάτες]]. Στο μοναστήρι της Βελιβούς, μεταξύ 27 Μαρτίου - 7 Απριλίου, η θέση του Ανδρούτσου έγινε δύσκολη και τελικά, μετά από συνεννοήσεις με τον [[Νικόλαος Κριεζώτης|Νικόλαο Γκριτζιώτη]], εγκατέλειψε κρυφά τους ντελήδες και παραδόθηκε στον Γκούρα που τον έστειλε με συνοδεία στην [[Αθήνα]]. Μόλις έφθασε εκεί, τον έκλεισαν σε φυλακή στο κάτω μέρος του ψηλού Γουλά (πύργου) που υψωνόταν δεξιά στην είσοδο των Προπυλαίων της Ακρόπολης.<ref>Απόστολος Βακαλόπουλος, «Παράδοση του Ανδρούτσου στον Γκούρα. Φυλάκισή του στην Ακρόπολη», ''Ιστορία του Ελληνικού Έθνους'', τόμ. ΙΒ΄, 1975, σελ.375</ref>
 
Τότε έγινε απόπειρα απελευθέρωσης του Ανδρούτσου. Όταν ο [[Γιάννης Γκούρας|Γκούρας]] ο οποίος είχε στρατοπεδεύσει στον Όσιο Λουκά, επειδή είχε ανάγκη από τρόφιμα και πολεμοφόδια για να αντιμετωπίσει τον Ντεμίρ πασά και τον Μουστάμπεη οι οποίοι είχαν μπει στα [[Άμφισσα|Σάλωνα]], είχε στείλει τον παλαιό γραμματικό του Οδυσσέα Γεωργαντά να κάνει προμήθειες στο [[Λουτράκι]]. Εκεί θα συναντήσει τον [[Γεώργιος Καραϊσκάκης|Γεώργιο Καραϊσκάκη]], φίλο του Ανδρούτσου και τον [[Κώστας Μπότσαρης|Κώστα Μπότσαρη]]. Ο [[Γεώργιος Καραϊσκάκης]] μόλις έμαθε τα γεγονότα σχετικά με τη φυλάκιση του Ανδρούτσου, εξοργίστηκε και «έβρισε τον Γκούρα ''παλιόβλαχο''».<ref>Απόστολος Βακαλόπουλος, «Προσπάθεια απελευθέρωσης του Ανδρούτσου. Θανάτωσή του από ανθρώπους του Γκούρα» ''Ιστορία του Ελληνικού Έθνους'', τόμ. ΙΒ΄, 1975, σελ. 375</ref> Ο Καραϊσκάκης θα ξεκινήσει για το στρατόπεδο της Στερεάς για να απελευθερώσει τον φίλο του. Ο [[Γιάννης Γκούρας|Γκούρας]] θα οχυρωθεί εκεί και ο Καραϊσκάκης δεν θα μπορέσει να τον απελευθερώσει. Για να αποκλιμακώσει την ένταση, η Διευθυντική Επιτροπή της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδος έστειλε επιστολή στην έδρα της διοικήσεως, γνωμοδοτώντας την μετάθεση του Γκούρα στο στρατόπεδο της Αθήνας, και η κυβέρνηση να μαλακώσει τον Καραϊσκάκη.
 
Περιμένοντας να δικαστεί ο Ανδρούτσος, ο Γκούρας αποφάσισε να πάρει τον νόμο στα χέρια του και το έγκλημα έγινε στις 5 [[Ιούνιος|Ιουνίου]] μετά τα μεσάνυχτα. Εκτελεστικά όργανα της δολοφονίας ήταν οι Ιωάννης Μαμούρης (οπλαρχηγός), Παπακώστας Τζαμάλας, Μήτρος της Τριανταφυλλίνας και ο στρατιώτης Θεοχάρης από το Λιδωρίκι. Ενεργώντας κατά διαταγή του Γκούρα, απομάκρυναν τον δεσμοφύλακα, μπήκαν στο κελλί του Οδυσσέα Ανδρούτσου και τον θανάτωσαν με τα ίδια τους τα χέρια. Ύστερα γκρέμισαν το σώμα του από τον Γουλά κάτω στο λιθόστρωτο του ναού της Απτέρου Νίκης και διέδωσαν τότε στον λαό ότι τάχα ο φυλακισμένος είχε επιχειρήσει να δραπετεύσει, αλλά το σχοινί που χρησιμοποίησε κόπηκε και έτσι σκοτώθηκε.<ref>όπ,π</ref>
 
== Τα οστά του Οδυσσέα Ανδρούτσου ==