Άρης Βελουχιώτης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 291:
Μέχρι σήμερα δεν έχει γραφτεί μια επιστημονική βιογραφία για τον Βελουχιώτη που θα ξεκαθάριζε την χαρισματική και αμφιλεγόμενη προσωπικότητά του.<ref name="Χανδρινός (2007) σ. 21">Χανδρινός (2007) σ. 21</ref> Αρκετοί ιστορικοί και μελετητές επισημαίνουν την προσφορά του στην εθνική αντίσταση και στη συμβολή του στη δημιουργία του μεγαλύτερου αντάρτικου στρατού στην ελληνική ιστορία, ενώ άλλοι ιστορικοί αμφισβητούν τα κίνητρα της αντιστασιακής του δράσης και τονίζουν τη σκληρότητα με την οποία αντιμετώπιζε τους αντιπάλους του. Λόγω της πολύπλοκης προσωπικότητάς του μπορούσε κανείς να τον θαυμάζει ή να τον μισεί, να τον σέβεται ή να τον αντιπαθεί, σπάνια όμως απλά να τον συμπαθεί<ref name=" Φλάισερ (1988) σ. 405"> Φλάισερ (1988) σ. 405</ref>. Οι απόψεις για το πρόσωπό του κυμαίνονται από τον θαυμασμό έως τον αποτροπιασμό.
 
Ευφυΐα, θάρρος, αντοχή στις κακουχίες, στρατηγικό αισθητήριο, έμφυτη ηγετική και οργανωτική ικανότητα ήταν αρετές που διέκριναν τον Βελουχιώτη<ref name=" Φλάισερ (1988) σ. 405"></ref>. Συμπαθούσε τα παιδιά, τους συναγωνιστές του, τους ηλικιωμένους και σέβοντανσεβόνταν τον κλήρο<ref>Χαριτόπουλος (2003) σ. 69</ref> τονίζοντας πάντα τη σημασία της Εκκλησίας<ref>Μαζάουερ (1994) σ. 342</ref>. Ήταν σκληρός προς τον εαυτό του και δεν ζητούσε ιδιαίτερη μεταχείριση για το κατάλυμα ή το φαγητό του. Μάλιστα το άλογο που κέρδισε από την μάχη στο [[Κρίκελλο Ευρυτανίας|Κρίκελλο]], το χρησιμοποιούσαν περισσότερο όσοι δεν μπορούσαν να περπατήσουν, παρά ο ίδιος <ref> Χαριτόπουλος (1997) σ. 37</ref>. Κατά την διάρκεια των μαχών βρίσκονταν πολύ συχνά κοντά στα τμήματα που διοικούσε ελέγχοντας ακόμα και την βολή των βαρέων όπλων δίνοντας προφορικές εντολές. Οι αρετές του αυτές, σε συνδυασμό με την προσήνειά του, ερμηνεύουν την σχεδόν μαγνητική επιρροή που ασκούσε σε πολλούς που τον συναντούσαν για πρώτη φορά<ref>Χανδρινός (2009) ''Πρωταγωνιστής'' σ. 32</ref>. Ήταν φιλόμουσος και στα νεανικά του χρόνια διάβαζε ανελλιπώς κάθε είδους βιβλία<ref> Χαριτόπουλος (2003) σ. 323</ref>. Του άρεσε το δυνατό ποτό και έπινε με την ψυχή του, σπάνια όμως αυτό είχε αρνητικές επιπτώσεις στην συμπεριφορά του. Όταν έπινε υπερβολικά γινόταν περισσότερο προσιτός και εγκάρδιος<ref name=" Φλάισερ (1988) σ. 405"></ref>. Πίστευε ότι η πολιτική ήταν ταυτισμένη με την διγλωσσία, τις ίντριγκες και τους συμβιβασμούς γι αυτό απαξίωνε τους περισσότερους πολιτικούς άνδρες που γνώριζε<ref>Χαριτόπουλος (2003) σ. 329</ref>. Εκτιμούσε τους θαρραλέους, βασιζόταν στην [[μπέσα]] και ήταν δύσπιστος εώς έντονα αρνητικός σε κάθε ξένο. Σύμφωνα με τον Χαριτόπουλο, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τον Βελουχιώτη με τη λέξη ''πατριδολάτρης''<ref> Χαριτόπουλος (1997) σ. 39</ref>.
 
Οι αναρχικές τάσεις του<ref> Κέδρος (2003) τ. Α΄ σ. 336</ref>, ο προκλητικός και ατίθασος χαρακτήρας του<ref> Κέδρος (2003) τ. Α΄ σ. 253</ref>, όπως και η σκληρή και βίαιη συμπεριφορά<ref>Ριζάς (1998) σ. 208, 213</ref>{{efn| Μια πιθανή εξήγηση της συμεριφοράς αυτής είναι ότι ήθελε να εκδικηθεί για τον εξευτελισμό που υπέστη με την υπογραφή της δήλωσης μετανοίας και να αποδείξει την αξία του στο Κόμμα. Έτσι κατεδίωκε όσους θεωρούσε ότι διαφωνούσαν με το Κόμμα, όπως και αυτούς που επιδίωκαν να αποτραβηχτούν από το ΕΑΜ ή αρνούνταν να ενταχθούν <ref>Κλοουζ (2003) σ. 144</ref>.}} του απέναντι σε όσους θεωρούσε «εχθρούς του λαού» ή σε όσους είχαν καταχραστεί της εμπιστοσύνης του<ref name=" Φλάισερ (1988) σ. 405"></ref>, αλλά και η τυφλή υπακοή του στο ΚΚΕ, ήταν τα αίτια που ο Βελουχιώτης μισήθηκε θανάσιμα από τους αντιπάλους του και «κατέστησαν το όνομά του συνώνυμο του εξτρεμισμού»<ref name="Χανδρινός (2007) σ. 21"></ref>. Στο πρώτο διάστημα του αντάρτικού αγώνα «παρασύρεται επανειλημμένα σε βιαιοπραγίες ενάντια σε υποτιθέμενους ή πραγματικούς προδότες»<ref name=" Φλάισερ (1988) σ. 308"> Φλάισερ (1988) σ. 308</ref>. Ήταν ένας πραγματικά «άξιος ηγέτης, ικανός να επενδύει τη φήμη του με τρόμο και δέος»<ref>Κλόουζ (2003) σ. 162</ref>. Χαρακτηριστικό είναι ένα γεγονός που έγινε τον Οκτώβριο του 1942, όταν συνέλαβε τέσσερις αξιοσέβαστους οικογενειάρχες από το [[Κλειτσό]], «με την κατηγορία της κλοπής λίγου σταριού από την αποθήκη του χωριού. Σχεδόν για μία εβδομάδα τους βασάνιζε ανελέητα και ακατάπαυστα. Αρκετά χρόνια αργότερα ένας από τους φύλακες της αποθήκης εξομολογήθηκε στον παπά του χωριού ότι οι τέσσερις άνδρες ήταν αθώοι και ότι εκείνος είχε διαπράξει την κλοπή»<ref>Σακκάς (2003), σ. 215</ref>. Ο παρορμητισμός του τον οδηγούσε εύκολα και «συχνά άκριτα σε εξαιρετικά βίαιες αντιδράσεις», με αποτέλεσμα να σπιλώνεται τόσο η προσωπική του αίγλη όσο και εκείνη του ΕΛΑΣ <ref>Μαργαρίτης (2004) σ. 27</ref>. Ο Ζαούσης αναφέρει ότι ο «Άρης είχε στιγμές σκληρότητας που έφταναν στα όρια του σαδισμού»<ref name="Ζ687">Ζαούσης (2015) σ. 687</ref> ενώ όπως υποστηρίζει ο [[Μαρκ Μαζάουερ|Μαζάουερ]], «ο μορφωμένος Βελουχιώτης ήταν ένας σαδιστικά βίαιος άνθρωπος»<ref>Μαζάουερ (1994) σ. 151</ref> και ο ίδιος, όπως και οι [[Μαυροσκούφηδες (ΕΛΑΣ)|μαυροσκούφηδές]] του, μπορούσαν να επιδείξουν «τρομακτική ωμότητα»<ref>Μαζάουερ (1994) σ. 326</ref> . Ένας μάλιστα από τους μαυροσκούφηδες, ο Τζαβέλλας, ο πλέον έμπιστος και το alter ego του κατά τον Χαριτόπουλο, ήταν «διαβολικός, αδίστακτος και απάνθρωπα σκληρός....το όνομα του θα γίνει συνώνυμο της κόλασης για όσους είχαν κάτι να κρύψουν» <ref>Χαριτόπουλος (2003) σ. 193</ref>. Ιδιαίτερα αυστηρός στεκόταν σε θέματα ηθικής, όπως με την περίπτωση του μαυροσκούφη Οκτωβριανού, που κατηγορήθηκε για βιασμό μιας γυναίκας, καταδικάστηκε σε θάνατο μετά από ανταρτοδικείο και ο Βελουχιώτης αρνήθηκε να του χαρίσει την ποινή <ref>Χαριτόπουλος (2003) σσ. 483-484</ref>.