Βοημούνδος Γ΄ της Αντιόχειας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
{{πληροφορίες προσώπου}}
Ο '''Βοημούνδος Γ΄ της Αντιόχειας''' ή '''Βοημούνδος ο Τραυλός''' (''Bohemond III d'Antioche'', [[1144]] - [[1201]]), [[Πρίγκιπας της Αντιόχειας]] ([[1163]] - [[1201]]) ήταν μεγαλύτερος γιος και διάδοχος της [[Κωνσταντία της Αντιόχειας|Κωνσταντίας της Αντιόχειας]] και του πρώτου συζύγου της [[Ραϋμόνδος της Αντιόχειας|Ραϋμόνδου της Αντιόχειας]].<ref>Runciman 1989a, σσ. 183–184, 330, Appendix III (Γενεαλογικό δέντρο No. 2.).</ref><ref>Burgtorf 2016, σ. 197.</ref> Ο Βοημούνδος Γ΄ ανέβηκε στον θρόνο της Αντιόχειας χάρη σε ένα πραξικόπημα ευγενών με το οποίο ανατράπηκε η μητέρα του με την βοήθεια του [[Θόρος Β΄ της Αρμενίας]]. Αιχμαλωτίστηκε στην ''"μάχη του Αρτάχ"'' (1164) αλλά ο νικητής [[Νουρεντίν Ζενγκί]] Ατάμπεης στο [[Χαλέπι]] τον απελευθέρωσε για να μην συγκρουστεί με την [[Βυζαντινή αυτοκρατορία]]. Ο Βοημούνδος Γ΄ πήγε στην [[Κωνσταντινούπολη]], έδωσε όρκο υποτέλειας στον [[Μανουήλ Α΄ Κομνηνός|Μανουήλ Α΄ Κομνηνό]] και τοποθέτησε Ορθόδοξο πατριάρχη στην [[Αντιόχεια]]. Ο Λατίνος πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης [[Αιμερί ντε Λιμόζ]] τον έθεσε υπό απαγόρευση αλλά ο Βοημούνδος Γ΄ τον επανέφερε όταν ο Έλληνας πατριάρχης πέθανε στην διάρκεια ενός σεισμού (1170). Ο Βοημούνδος Γ΄ παρέμεινε πάντοτε πιστός σύμμαχος του Βυζαντινού αυτοκράτορα, πολέμησε εναντίον του [[Μλεχ της Αρμενίας]] υποστηρίζοντας την αποκατάσταση της Βυζαντινής κυριαρχίας στην [[Κιλικία]]. Προχώρησε σε συμμαχίες με τους Μουσουλμάνους κυβερνήτες στο [[Χαλέπι]] και στην [[Δαμασκός|Δαμασκό]] εναντίον του [[Σαλαντίν]] που είχε αρχίσει να κατακτά τις γειτονικές κομητείες. Ο Λατίνος πατριάρχης Αιμερί τον αφόρισε όταν χώρισε την δεύτερη σύζυγο του και παντρεύτηκε μία γυναίκα από την Αντιόχεια (1180).
Ο '''Βοημούνδος Γ΄ της Αντιόχειας''' (''Bohémond III d'Antioche'', [[1144]] - [[1201]]) ο αποκαλούμενος και '''Τραυλός''', ήταν πρίγκιπας της [[Αντιόχεια|Αντιόχειας]] ([[1163]] - [[1201]]), γιος του [[Ραϋμόνδος της Αντιόχειας|Ραϊμόνδου του Πουατιέ]] και της [[Κωνσταντία της Αντιόχειας|Κωνσταντίας Ωτβίλ πριγκίπισσας της Αντιόχειας.]] Ο πατέρας του σκοτώθηκε στην [[μάχη του Ινάμπ]] ([[1149]]) και η μητέρα του παντρεύτηκε για δεύτερη φορά τον [[Ραϊνάλδος του Σατιγιόν|Ραϊνάλδο του Σατιγιόν]], ο οποίος έγινε πρίγκηπας της Αντιόχειας ως την οριστική του αιχμαλωσία ([[1160]]) που θα έχει διάρκεια 16 ολόκληρα χρόνια. Ο Βοημούνδος ενηλικιώθηκε και έγινε επίσημα ο νόμιμος διάδοχος του πριγκιπικού θρόνου, αλλά η μητέρα του αρνήθηκε να τον αναγνωρίσει. Ο [[βασίλειο της Ιερουσαλήμ|βασιλιάς των Ιεροσολύμων]] [[Βαλδουίνος Γ΄ της Ιερουσαλήμ|Βαλδουίνος Γ΄ Ανζού]] επενέβη υπέρ του και η Κωνσταντία ζήτησε την βοήθεια του [[Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας|Αρμενικού βασιλείου της Κιλικίας]]. Τελικά οι κάτοικοι της Αντιόχειας εξεγέρθηκαν εναντίον της και την εξόρισαν ([[1163]]), δίνοντας οριστικά την εξουσία στον νόμιμο διάδοχο Βοημούνδο. Η Κωνσταντία πέθανε την ίδια χρονιά στην εξορία.
 
Ο Βοημούνδος Γ΄ πίεσε τους Αρμένιους κυβερνήτες της Κιλικίας να δεχτούν στα τέλη της δεκαετίας του 1180 την κυριαρχία του, εξασφάλισε την [[Κομητεία της Τρίπολης]] για τον δεύτερο γιο του Βοημούνδο (1187). Το καλοκαίρι του 1188 ο Σαλαντίν κατέλαβε σχεδόν ολόκληρο το [[Πριγκιπάτο της Αντιόχειας]], ο Βοημούνδος για να διατηρήσει την ειρήνη μαζί του δεν βοήθησε τους Λατίνους στην [[Γ΄ Σταυροφορία]]. Η επεκτατική πολιτική του [[Λέων Β΄ της Αρμενίας]] έφερε την δεκαετία του 1190 σύγκρουση ανάμεσα στην Αντιόχεια και την Κιλικία. Ο Βοημούνδος Γ΄ συνελήφθη από τον Λέων που προσπάθησε να κυριεύσει την Αντιόχεια (1194) αλλά οι αστοί έδιωξαν τους Αρμένιους στρατιώτες από την πόλη, ο Βοημούνδος ελευθερώθηκε μόνο όταν αναγνώρισε την ανεξαρτησία του Λέοντα. Οι συγκρούσεις ξέσπασαν όταν ο μεγαλύτερος γιος του Βοημούνδου Γ΄ Ραϊμόνδος Δ΄ της Τρίπολης πέθανε (1197). Η χήρα του [[Αλίκη της Αρμενίας]] ανεψιά του Λέων Β΄ του γέννησε έναν μεταθανάτιο γιο τον [[Ραϋμόνδος Ρουπέν|Ραϋμόνδο Ρουπέν]] αλλά ο μικρότερος γιος του Βοημούνδου Γ΄ Βοημούνδος Δ΄ της Αντιόχειας εξασφάλισε την διαδοχή. Ο Βοημούνδος Γ΄ πρέπει να υποστήριξε τον γιο του, ο ''"Πόλεμος Διαδοχής της Αντιόχειας"'' ξέσπασε με τον θάνατο του Βοημούνδου Γ΄ (1201) και διατηρήθηκε μέχρι τον θάνατο του Λέοντα (1219).
 
==Πρώτα χρόνια==
== Υποταγή του στον Βυζαντινό αυτοκράτορα ==
Το [[1164]] με τον [[Ραϋμόνδος Γ΄ της Τρίπολης|Ραϋμόνδο Γ΄ της Τρίπολης]] βάδισαν να υπερασπίσουν την [[Χαρίμ]], που πολιορκείτο από τον [[Νουραντίν]], με τραγικά αποτελέσματα αφού και οι δύο ηττήθηκαν και αιχμαλωτίστηκαν από τον Νουραντίν. Ο [[βασίλειο της Ιερουσαλήμ|βασιλιάς των Ιεροσολύμων]] [[Αμαλρίκ Α΄ της Ιερουσαλήμ|Αμαλρίκ Α΄ Ανζού]] και ο γαμπρός του Ραϋμόνδου Βυζαντινός αυτοκράτορας [[Μανουήλ Α΄|Μανουήλ Α΄ Κομνηνός]] που είχε παντρευτεί την αδελφή του Μαρία Πουατιέ τον ελευθέρωσαν έναντι του υψηλού ποσού των 150.000 δηναρίων. Ο Βοημούνδος επισκέφτηκε την [[Κωνσταντινούπολη]], δήλωσε την υποταγή του στον Μανουήλ και υποσχέθηκε την εγκατάσταση Έλληνα πατριάρχη στην [[Αντιόχεια]], του Αθανασίου Β΄, κάτι που έφερε την έντονη αντίδραση του Λατίνου πατριάρχη [[Έμερι της Λιμόζ]].
 
Ο πατέρας του Ραϋμόνδος της Αντιόχειας έπεσε στην ''"μάχη του Ινάμπ"'' εναντίον του Ατάμπεη του Χαλεπίου [[Νουρεντίν Ζενγκί]] (29 Ιουνίου 1149).<ref>Lock 2006, σ. 50.</ref><ref>Barber 2012, σ. 193.</ref> Ο [[Βαλδουίνος Γ΄ της Ιερουσαλήμ]] και ο αυτοκράτορας [[Μανουήλ Α΄ Κομνηνός]] προσπάθησαν να πείσουν την μητέρα του να παντρευτεί έναν νέο σύζυγο αλλά δεν κατάφεραν τίποτα.<ref>Barber 2012, σ. 199.</ref><ref>Runciman 1989a, σσ. 331–333.</ref> Η Κωνσταντία τελικά παντρεύτηκε τον Ραϋνάλδο του Σατιγιόν έναν Γάλλο ευγενή που είχε εγκατασταθεί πρόσφατα στην [[Συρία]].<ref>Baldwin 1969, σ. 540.</ref><ref>Barber 2012, σ. 206.</ref> Ο [[Ραϋνάλδος του Σατιγιόν]] κυβέρνησε το Πριγκιπάτο σαν σύζυγος της Κωνσταντίας από το 1153 μέχρι την χρονιά που αιχμαλωτίστηκε από τον κυβερνήτη του Χαλεπίου τον Νοέμβριο του 1160 ή του 1161.<ref>Lock 2006, σ. 55.</ref><ref>Barber 2012, σσ. 206, 214–215.</ref>
Το [[1166]] ο μέλλων Βυζαντινός αυτοκράτορας [[Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός]] διοικητής τότε της [[Κιλικία|Κιλικίας]] έφτασε στην [[Αντιόχεια]] και γοητευμένος από την ομορφιά της αδελφής του πρίγκηπα, [[Φιλίππη της Αντιόχειας|Φιλίππης]], ήθελε να την παντρευτεί. Λόγω του ότι μια άλλη της αδελφή είχε παντρευτεί τον Βυζαντινό αυτοκράτορα ξάδελφο του Ανδρόνικου, οι Βοημούνδος και Μανουήλ αρνήθηκαν λόγω των προβλημάτων που θα δημιουργούσε ο γάμος με την εκκλησία. Ο Βοημούνδος επιτέθηκε στην [[Αρμενία]] ([[1172]]) λόγω συμμαχίας της με τον Νουραντίν. Αργότερα, μαζί με τον Ραϋμόνδο Γ΄ και τον [[Φίλιππος της Φλάνδρας|Φίλιππο, κόμη της Φλάνδρας]], που είχε έρθει για προσκύνημα, πολιόρκησαν την Χαρίμ χωρίς αποτέλεσμα κι εγκατέλειψαν την πολιορκία ([[1177]]).
Με την προτροπή ευγενών από την Αντιόχεια ο Βαλδουίνος Γ΄ των Ιεροσολύμων ανακήρυξε νόμιμο βασιλιά τον Βαλδουίνο κατηγορώντας τον Λατίνο πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Αιμερί ντε Λιμόζ για κατάχρηση εξουσίας την περίοδο που ο Βοημούνδος ήταν ανήλικος.<ref>Runciman 1989a, σ. 358.</ref> Η Κωνσταντία που ήθελε να διατηρηθεί στην εξουσία και μετά την ενηλικίωση του Βοημούνδου ζήτησε βοήθεια από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνό.<ref>Runciman 1989a, σ. 360.</ref><ref>Runciman 1989a, σ. 364.</ref> Οι ευγενείς της Αντιόχειας επαναστάτησαν και τον Φεβρουάριο του 1163 με την βοήθεια του [[Θόρος Β΄ της Αρμενίας]] η Κωνσταντία αναγκάστηκε να φύγει από την πόλη.<ref>Lock 2006, σ. 56.</ref>
 
==Πρίγκιπας της Αντιόχειας==
Οι Βοημούνδος και Ραϋμόνδος θέλησαν να κάνουν επέμβαση στο [[βασίλειο της Ιερουσαλήμ|βασίλειο των Ιεροσολύμων]] ([[1180]]), την εποχή που κυβερνούσε ο [[λέπρα|λεπρός]] βασιλιάς [[Βαλδουίνος Δ΄ της Ιερουσαλήμ|Βαλδουίνος Δ΄]], ο οποίος επρόκειτο λόγω της ασθένειας του να πεθάνει πρόωρα χωρίς διαδόχους. Ο θρόνος θα πήγαινε στον σύζυγο της αδελφής του [[Σιβύλλα της Ιερουσαλήμ|Σιβύλλας]], η οποία μετά τον θάνατο του πρώτου συζύγου της, [[Γουλιέλμος ο Μομφερατικός|Γουλιέλμου του Μομφερράτου]], αναζητούσε νέο σύζυγο ώστε να διαδεχτεί και τον θρόνο. Οι Βοημούνδος και Ραϋμόνδος σαν ξαδέλφια του Βαλδουίνου και της Σιβύλλης αναζητούσαν να την παντρέψουν με τον υποτελή τους, [[Βαλδουίνος του Ιμπελίν|Βαλδουίνο]] του [[Ιμπελίν]], ο βασιλιάς όμως προτίμησε να την παντρέψει με τον ευγενή [[Γκυ των Λουζινιάν]].
 
Ο Βοημούνδος Γ΄ ορκίστηκε πρίγκιπας μετά την ανατροπή της μητέρας του.<ref>Lock 2006, σ. 56.</ref><ref>Runciman 1989a, σ. 365.</ref> Τον Σεπτέμβριο του 1163 ο Νουρεντίν Ζενγκί άρχισε να πολιορκεί το [[Κρακ των Ιπποτών]] στην [[Κομητεία της Τρίπολης]].<ref>Runciman 1989a, σ. 367.</ref> Ο [[Ραϋμόνδος Γ΄ της Τρίπολης]] κάλεσε τον Βοημούνδο για βοήθεια, ο Βοημούνδος Γ΄ και ο Βυζαντινός κυβερνήτης της Κιλικίας [[Κωνσταντίνος Δούκας Καλαμανός]] πήγαν αμέσως στο κάστρο, οι ενωμένες χριστιανικές δυνάμεις νίκησαν τους πολιορκητές.<ref>Runciman 1989a, σ. 367.</ref>
== Απόκρουση του Σαλαντίν στην Αντιόχεια ==
Ο [[Αμωρί Α΄ της Ιερουσαλήμ]] εμπιστεύτηκε το [[Βασίλειο της Ιερουσαλήμ]] στον Βοημούνδο πριν αναχωρήσει τον Ιούλιο του 1164 για την εκστρατεία του στην [[Αίγυπτος|Αίγυπτο]].<ref>Barber 2012, σ. 238.</ref><ref>Runciman 1989a, σ. 369.</ref> Με πλεονέκτημα την απουσία του Βοημούνδου ο Νουρεντίν Ζενγκί επιτέθηκε στο Πριγκιπάτο της Αντιόχειας, ο Βοημούνδος Γ΄, ο Ραϋμόνδος Γ΄ της Τρίπολης, ο Θόρος Β΄ της Αρμενίας και ο Κωνσταντίνος Δούκας Καλαμανός συμμάχησαν ξανά και έδιωξαν τους πολιορκητές.<ref>Runciman 1989a, σ. 369.</ref>
 
Ο λόρδος του Χάρενς [[Ραϋνάλδος του Σατιγιόν]] συμβούλευσε τον Βοημούνδο να μην καταδιώξει τον εχθρό αλλά δεν άκουσε την συμβουλή του, οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στην ''"μάχη του Αρτάχ"'' (12 Αυγούστου 1164).<ref>Runciman 1989a, σ. 369.</ref><ref>Barber 2012, σ. 240.</ref> Ο χριστιανικός στρατός γνώρισε τρομερή συντριβή, όλοι οι χριστιανοί κυβερνήτες αιχμαλωτίστηκαν.<ref>Runciman 1989a, σ. 369.</ref><ref>Barber 2012, σ. 240.</ref><ref>Riley-Smith 2005, σ. 105.</ref><ref>Baldwin 1969, σ. 551.</ref> Οι σύμβουλοι ζήτησαν από τον Νουρεντίν Ζενγκί να προχωρήσει στην κατάκτηση της Αντιόχειας αλλά εκείνος δίστασε λόγω του φόβου του για τον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό.<ref>Runciman 1989a, σ. 370.</ref> Ο Νουρεντίν Ζενγκί σε λίγο καιρό απελευθέρωσε με ψηλά λύτρα τον Βοημούνδο και τον Θόρος Β΄ επειδή ήταν υποτελείς του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού.<ref>Runciman 1989a, σ. 370.</ref>
Εκείνη την εποχή ο Βοημούνδος χώρισε την σύζυγο του, [[Θεοδώρα Κομνηνή]], προκειμένου να παντρευτεί μια κοινή γυναίκα αποκαλούμενη Σιβύλλη, κάτι που έφερε τον αφορισμό από τον [[πάπας Αλέξανδρος Γ΄|πάπα Αλέξανδρο Γ΄]]. Αντέδρασε έντονα στην απόφαση του πάπα φυλακίζοντας τον πατριάρχη Έμερι, πολλούς επισκόπους ακόμα λεηλατώντας τις περιουσίες τους, ενώ έδιωξε και την μεσολαβητική αποστολή του πατριάρχη των Ιεροσολύμων Ηρακλείου ([[1181]]). Δέχτηκε την επίθεση του [[Σαλαντίν]] ([[1181]]) και αναγκάστηκε να πουλήσει την [[Ταρσός|Ταρσό]] στον βασιλιά [[Ρουμπέν Γ΄ της Αρμενίας]], προκειμένου να συγκεντρώσει χρήματα να υπερασπίσει την Αντιόχεια.
 
O Αλι Ιμπν Αλ-Άτιρ στο έργο του ''"Η Τέλεια Ιστορία"'' γράφει :
Την ίδια εποχή στα [[Ιεροσόλυμα]] ο βασιλιάς [[Βαλδουίνος Δ΄ της Ιερουσαλήμ|Βαλδουίνος Δ΄]] γινόταν όλο και περισσότερο ανίκανος και ο γιος της [[Σιβύλλα της Ιερουσαλήμ|Σιβύλλης]] [[Βαλδουίνος Ε΄ της Ιερουσαλήμ|Βαλδουίνος Ε΄]] στέφθηκε συμβασιλιάς, ο Βαλδουίνος Δ΄ πέθανε ([[1185]]), αλλά αμέσως μετά πέθανε και ο Βαλδουίνος Ε΄ σε βρεφική ηλικία. Οι ευγενείς δεν κατάφεραν να αποτρέψουν τον [[Γκυ των Λουζινιάν|Γκύ]] και την Σιβύλλη να ανέβουν στον θρόνο των Ιεροσολύμων, βασιλεία που στάθηκε καταστροφική για την πόλη. Το βασίλειο των Ιεροσολύμων καταστράφηκε από τον [[Σαλαντίν]] στην [[μάχη του Χαττίν]] ([[1187]]). Ο Βοημούνδος δεν ήταν παρών, αλλά ο γιος του, Ραϋμόνδος, δραπέτευσε στην [[Τρίπολη (Λίβανος)|Τρίπολη]]. Αμέσως μετά ο Σαλαντίν πολιόρκησε την Αντιόχεια, αλλά ο Βοημούνδος με την βοήθεια ισχυρού [[Σικελία|Σικελικού]] στόλου τον απέκρουσε επιτυχώς. Ο [[Ραϋμόνδος Γ΄ της Τρίπολης]] πέθανε αμέσως μετά την μάχη του Χαττίν, ορίζοντας διάδοχο τον μεγαλύτερο γιο του Βοημούνδου, Ραϋμόνδο, κάτι που ο πατέρας του το αγνόησε, εγκαθιστώντας κόμη τον δεύτερο γιο του, Βοημούνδο Δ΄.
 
''"Οι σύμβουλοι του Νουρεντίν Ζενγκί του ζήτησαν να κυριεύσει την Αντιόχεια επειδή την είχαν εγκαταλείψει οι στρατιώτες της αλλά εκείνος απάντησε : η πόλη είναι εύκολη αλλά η Ακρόπολη είναι πολύ ισχυρή, αρχηγός των αμυνόμενων είναι ο ίδιος ο ανιψιός του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Ο Νουρεντίν Ζενγκί λεηλάτησε τις γειτονικές περιοχές και σκότωσε τους κατοίκους, λίγο αργότερα απελευθέρωσε τον Βοημούνδο με ανταλλάγματα ένα μεγάλο χρηματικό ποσό και την απελευθέρωση Μουσουλμάνων αιχμαλώτων."''<ref>The Chronicle of Ibn Al-Athir for the Crusading Period from Al-Kamil Fi'l-Ta'rikh (The year 559)), σ. 148.</ref>
Το [[1190]] κατέφθασαν οι στρατιές της [[Γ΄ Σταυροφορία|Γ΄ Σταυροφορίας]] υπό τον [[Φρειδερίκος Α΄ Βαρβαρόσσα|Φρειδερίκο Α΄ Χοενστάουφεν τον επιλεγόμενο Μπαρμπαρόσα]], που πέθανε στον δρόμο. Ο Βοημούνδος Γ' δεν ήθελε να ανακατευτεί σε νέο πόλεμο με τον Σαλαντίν, προτιμώντας να μείνει ουδέτερος. Το [[1194]] συνελήφθη αιχμάλωτος από τον βασιλιά της Αρμενίας [[Λέων Β΄ της Αρμενίας|Λέοντα Β΄ Ρουπενιδών]], που κατέλαβε το [[Μπαγκράς]] και τα βόρεια φρούρια της Αντιόχειας. Απελευθερώθηκε ([[1195]]) με την μεσολάβηση του βασιλιά των Ιεροσολύμων [[Ερρίκος Β΄ της Καμπανίας|Ερρίκου Β΄ της Καμπανίας]] και έκανε συμμαχία με τον Αρμένιο βασιλιά, αφού πάντρεψε τον μεγαλύτερο γιο του, Ραϋμόνδο, με την κόρη του Ρουμπέν Γ΄, αδελφού του βασιλιά, [[Αλίκη της Αρμενίας]].
 
==Συμμαχία με το Βυζάντιο==
== Κληρονόμοι ==
 
Ο Βοημούνδος Γ΄ αμέσως μετά την απελευθέρωση επισκέφτηκε τον αυτοκράτορα Μανουήλ στην Κωνσταντινούπολη για να του δώσει όρκο υποτέλειας.<ref>Runciman 1989a, σ. 371.</ref><ref>Hamilton 2000, σ. 66.</ref> Ο Βοημούνδος συμφώνησε ταυτόχρονα να επιτρέψει στον Έλληνα Ορθόδοξο πατριάρχη της Αντιόχειας Αθανάσιο να τον συνοδεύσει στην Αντιόχεια, σε απάντηση ο Λατίνος πατριάρχης Αιμερί τον έθεσε σε απαγόρευση.<ref>Runciman 1989a, σ. 371.</ref><ref>Barber 2012, σ. 242.</ref> Ο ξάδελφος του Μανουήλ Α΄ [[Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός]], Βυζαντινός κυβερνήτης της Κιλικίας (1166) έκανε συχνές επισκέψεις στην Αντιόχεια για να δει την πανέμορφη αδελφή του Βοημούνδου Γ΄ και ερωμένη του [[Φιλίππη της Αντιόχειας]].<ref>Runciman 1989a, σ. 378.</ref> Ο Βοημούνδος Γ΄ ζήτησε από τον Μανουήλ Α΄ να εκδιώξει τον Ανδρόνικο, ο αυτοκράτορας ανταποκρίθηκε και τον αντικατέστησε με τον Κωνσταντίνο Καλαμανό.<ref>Runciman 1989a, σ. 378.</ref>
* Με την πρώτη σύζυγο του, Οργκιγιέζ ντ' Αρένκ, παιδιά του ήταν:
** [[Ραϋμόνδος Δ΄ της Τρίπολης]]
** [[Βοημούνδος Δ΄ της Αντιόχειας]]
 
Ο Βοημούνδος παραχώρησε την Απάμεια στους [[Ιωαννίτες Ιππότες]] (1168).<ref>Hamilton 2000, σ. 56.</ref> Ένας ισχυρός σεισμός κατέστρεψε τις περισσότερες πόλεις στην βόρεια [[Συρία]] (29 Ιουνίου 1170).<ref>Runciman 1989a, σ. 389.</ref> Ο Έλληνας πατριάρχης Αθανάσιος πέθανε μέσα στον Καθεδρικό ναό του Αγίου Πέτρου όταν κατέρρευσε η στέγη, ο Βοημούνδος Γ΄ ζήτησε από τον Λατίνο πατριάρχη να επιστρέψει στην έδρα του.<ref>Runciman 1989a, σ. 389.</ref> Ο Μλεχ της Αρμενίας που είχε καταλάβει την [[Κιλικία]] με την βοήθεια του Νουρεντίν Ζενγκί πολιόρκησε στις αρχές του 1170 το [[Κάστρο της Πάγρας]] κοντά στην Αντιόχεια στο οποίο ζούσαν οι Ιωαννίτες Ιππότες.<ref>Runciman 1989a, σσ. 389–390.</ref> Ο Βοημούνδος Γ΄ ζήτησε υποστήριξη από τον Αμωρί Α΄ της Ιερουσαλήμ, οι δυνάμεις τους νίκησαν Μλεχ και τον ανάγκασαν να επιστρέψει πολλές πόλεις από τις πεδιάδες της Κιλικίας στην [[Βυζαντινή αυτοκρατορία]].<ref>Runciman 1989a, σ. 390.</ref> Οι σχέσεις της Αντιόχειας με την [[Κιλικία]] παρέμειναν τεταμένες, αυτό εμπόδισε τον Βοημούνδο να αναλάβει μία ενεργή εξωτερική πολιτική μέχρι την εκθρόνιση του Μλεχ (1175).<ref>Hamilton 2000, σ. 103.</ref>
* Με την δεύτερη σύζυγο του [[Θεοδώρα Κομνηνή (σύζυγος του Βοημούνδου Γ΄ της Αντιόχειας)|Θεοδώρα Κομνηνή]], μάλλον κόρη του [[Ιωάννης Κομνηνός (γιος Ανδρόνικου)|Ιωάννη Κομνηνού]], παιδί του ήταν:
Ο Βοημούνδος Γ΄ προχώρησε τον Μάιο του 1176 σε συμμαχία με τον Ατάμπεη του Χαλεπίου εναντίον του [[Σαλαντίν]], του [[Αγιουβίδες|Αγιουβίδη]] κυβερνήτη της Αιγύπτου και της Συρίας.<ref>Hamilton 2000, σ. 103.</ref><ref>Lock 2006, σ. 63.</ref> Για να ενισχύσει την συμμαχία του με την Βυζαντινή αυτοκρατορία ο Βοημούνδος παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την [[Θεοδώρα Κομνηνή της Αντιόχειας]] ανιψιά του αυτοκράτορα Μανουήλ.<ref>Hamilton 2000, σ. 114.</ref><ref>Runciman 1989a, σ. 419.</ref>
** Μανουήλ του Πουατιέ (1176 - 1211)
 
==Συμμαχία με τον Ραϋμόνδο Γ΄ της Τρίπολης==
== Πηγές ==
 
Ο Βοημούνδος συνάντησε τον [[Φίλιππος της Αλσατίας|Φίλιππο της Αλσατίας]] που ήρθε τον Σεπτέμβριο του 1177 στο [[Βασίλειο της Ιερουσαλήμ]].<ref>Hamilton 2000, σ. 128.</ref><ref>Runciman 1989a, σ. 414.</ref> Ο [[Γουλιέλμος της Τύρου]] κατηγόρησε τον Βοημούνδο Γ΄ και τον Ραϋμόνδο Γ΄ της Τρίπολης ότι απέτρεψαν τον Φίλιππο να εκστρατεύσει στην Αίγυπτο και τον χρησιμοποίησαν για τα συμφέροντα τους.<ref>Hamilton 2000, σ. 128.</ref> Τον Δεκέμβριο ο Φίλιππος και ο Βοημούνδος πολιόρκησαν το Χάρενς ένα κάστρο που ανήκε στον εμίρη της Δαμασκού Ας-Σαλίχ Ισμαΐλ αλ-Μαλίκ (1163 - 1181), το κατέκτησαν ύστερα από προδοσία της φρουράς.<ref>Runciman 1989a, σ. 416.</ref><ref>Hamilton 2000, σ. 136.</ref> Όταν ο Ας-Σαλίχ πληροφορήθηκε ότι ο Σαλαντίν εγκατέλειψε την Αίγυπτο για την Συρία έλυσαν την πολιορκία.<ref>Runciman 1989a, σ. 416.</ref> Ο Ας-Σαλίχ πλήρωσε 50.000 δηνάρια και αποκήρυξε τα δικαιώματα του σε όλα τα γειτονικά χωριά για χάρη του Βοημούνδου.<ref>Hamilton 2000, σ. 137.</ref>
* Steven Runciman, A History of the Crusades, vols. II-III. Cambridge University Press, 1952-54.
* William of Tyre, A History of Deeds Done Beyond the Sea, trans. E.A. Babcock and A.C. Krey. Columbia University Press, 1943.
* Richard, Jean (1999). The Crusades: c. 1071-c. 1291. Cambridge University Press.
 
Ο Βοημούνδος Γ΄ και ο Ραϋμόνδος Γ΄ της Τρίπολης βάδισαν στις αρχές του 1180 στο βασίλειο της Ιερουσαλήμ όπως περιγράφει ο Γουλιέλμος της Τύρου.<ref>Hamilton 2000, σσ. 151, 154.</ref> Ο [[Βαλδουίνος Δ΄ της Ιερουσαλήμ]] φοβήθηκε ότι οι δύο πρίγκιπες είχαν έρθει να τον εκθρονίσουν, η [[Νόσος του Χάνσεν]] από την οποία υπέφερε από μικρός είχε ''"προχωρήσει επικίνδυνα σε βαθμό μη αναστρέψιμο"''.<ref>Hamilton 2000, σ. 152.</ref> Ο ιστορικός Μπέρναρντ Χάμιλτον (γεν. το 1932) που δέχεται την αφήγηση του Γουλιέλμου της Τύρου γράφει ότι ο Βοημούνδος και ο Ραϋμόνδος ήρθαν στην Τρίπολη να επιλέξουν μία σύζυγο για την αδελφή του Βαλδουίνου Δ΄ [[Σιβύλλα της Ιερουσαλήμ]] και να απομακρύνουν την επίδραση της μητέρας τους.<ref>Hamilton 2000, σ. 154.</ref> Ο Βαλδουίνος Δ΄ έδωσε ωστόσο σύζυγο στην αδελφή του τον [[Γκυ των Λουζινιάν]] που υποστήριζε η μητέρα τους [[Αγνή του Κουρτεναί]].<ref>Baldwin 1969, σσ. 596–597.</ref> Ο γάμος της Σιβύλλας είχε αποτέλεσμα να δημιουργηθούν δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα ευγενών αφού ο Βοημούνδος Γ΄, ο Ραϋμόνδος Γ΄ και ο [[Οίκος του Ιμπελέν]] συμμάχησαν εναντίον του Γκυ των Λουζινιάν.<ref>Barber 2012, σ. 275.</ref>
 
==Τρίτος γάμος==
 
Ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός πέθανε (24 Σεπτεμβρίου 1180), ο Βοημούνδος χώρισε αμέσως την δεύτερη σύζυγο του Θεοδώρα για να παντρευτεί μια κοινή από την Αντιόχεια την Σιβύλλα.<ref>Runciman 1989a, σ. 429.</ref> Ο ιστορικός Αλι Ιμπν Αλ-Άτιρ (1160 - 1233) την περιγράφει σαν κατάσκοπο του Σαλαντίν που ''"δεχόταν δώρα από αυτόν"''.<ref>The Chronicle of Ibn Al-Athir for the Crusading Period from Al-Kamil Fi'l-Ta'rikh (Έτος 584)), σ. 352.</ref><ref>Hamilton 2000, σ. 165.</ref> Ο πατριάρχης Αιμερί κατηγόρησε τον Βοημούνδο για μοιχεία και τον αφόρισε.<ref>Hamilton 2000, σ. 165.</ref><ref>Runciman 1989a, σ. 429.</ref> Ο πρίγκιπας έκανε κατάσχεση της εκκλησιαστικής περιουσίας, ο πατριάρχης έθεσε την Αντιόχεια υπό απαγόρευση και δραπέτευσε.<ref>Hamilton 2000, σ. 165.</ref><ref>Runciman 1989a, σ. 429.</ref> Ο Βοημούνδος πολιόρκησε το κάστρο αλλά πολλοί ευγενείς που υποστήριζαν τον πατριάρχη εξεγέρθηκαν εναντίον του.<ref>Hamilton 2000, σ. 165.</ref>
Ο Βαλδουίνος Δ΄ έστειλε τον πατριάρχη της Αντιόχειας Ηράκλειο μαζί με άλλους επισκόπους και τον Ραϋνάλδο του Σατιγιόν στην Αντιόχεια να διαπραγματευτούν.<ref>Hamilton 2000, σ. 165.</ref><ref>Runciman 1989a, σ. 430.</ref> Μετά από πολλές διαπραγματεύσεις με τους απεσταλμένους στην [[Λατάκια]] ο Βοημούνδος και ο Αιμερί συναντήθηκαν στην Αντιόχεια.<ref>Hamilton 2000, σ. 165.</ref> Ο Βοημούνδος συμφώνησε να αποδόσει την εκκλησιαστική περιουσία που είχε κατασχέσει, ο Αιμερί κατάργησε την απαγόρευση αλλά όχι τον αφορισμό επειδή ο πρίγκιπας αρνήθηκε να δεχτεί πίσω την δεύτερη σύζυγο του Θεοδώρα.<ref>Runciman 1989a, σ. 430.</ref><ref>Hamilton 2000, σ. 166.</ref> Η ειρήνη δεν επανήλθε πλήρως και οι αρχηγοί της εξέγερσης δραπέτευσαν στο [[Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας]].<ref>Hamilton 2000, σ. 166.</ref>
Ο Βοημούνδος έκλεισε τον Μάιο του 1182 ειρήνη με τον κυβερνήτη του Χαλεπίου από την Δυναστεία των Ζενγκί, αναγκάστηκε ωστόσο να παραδώσει το Χαλέπι στον Σαλαντίν (11 Ιουνίου 1183).<ref>Barber 2012, σ. 280.</ref> Με τον φόβο μήπως δεχτεί επίθεση στην Αντιόχεια ο Βοημούνδος Γ΄ πούλησε την [[Ταρσός|Ταρσό]] στον [[Ρουπέν Γ΄ της Αρμενίας]] για να συγκεντρώσει χρήματα.<ref>Hamilton 2000, σ. 188.</ref>
 
==Η διαδοχή των Ιεροσολύμων==
 
Ο Βαλδουίνος Δ΄ της Ιερουσαλήμ υποσχέθηκε να στείλει 300 ιππότες στην Αντιόχεια, ο Σαλαντίν δεν επιτέθηκε όμως στο πριγκιπάτο και προτίμησε να κλείσει ειρήνη με τον Βοημούνδο.<ref>Barber 2012, σ. 280.</ref> Ο Βαλδουίνος Δ΄ της Ιερουσαλήμ συγκάλεσε Συνέλευση το φθινόπωρο του 1183 για να συζητήσει την διαδοχή του, ο Βοημούνδος Γ΄ ήταν παρόν.<ref>Hamilton 2000, σ. 194.</ref> Στην ίδια Συνέλευση ορίστηκαν διάδοχοι ο Γκυ των Λουζινιάν και ο μικρός γιος του Βαλδουίνου Δ΄ [[Βαλδουίνος Ε΄ της Ιερουσαλήμ]].<ref>Hamilton 2000, σ. 194.</ref><ref>Barber 2012, σ. 282.</ref> Ένα διάταγμα δείχνει ότι τον Απρίλιο του 1185 που πέθανε ο λεπρός Βαλδουίνος Δ΄ ο Βοημούνδος Γ΄ βρισκόταν στην [[Άκρα (πόλη)|Άκρα.]]<ref>Hamilton 2000, σ. 209 (Σημείωση 81).</ref>
Ο [[Ρουπέν Γ΄ της Αρμενίας]] πολιόρκησε το Λαμπρόν, έδρα του αντιπάλου του Χετούμ Γ΄ του Λαμπρόν, ο Χετούμ έστειλε απεσταλμένους στον Βοημούνδο για να ζητήσει βοήθεια.<ref>Der Nersessian 1969, σ. 644.</ref> Ο Βοημούνδος Γ΄ προσκάλεσε τον Ρουπέν σε ένα γεύμα στην Αντιόχεια στο οποίο τον συνέλαβε και τον αιχμαλώτισε (1185).<ref>Der Nersessian 1969, σ. 644.</ref><ref>Runciman 1989a, σ. 430.</ref> Ο Βοημούνδος επιτέθηκε στην Κιλικία αλλά δεν μπόρεσε να αποτρέψει τον αδελφό του Ρουπέν Λέων Β΄ της Αρμενίας να κυριεύσει το Λαμπρόν.<ref>Der Nersessian 1969, σ. 644.</ref> Ένας Αρμένιος ευγενής μεσολάβησε για την σύναψη ειρήνης, ο Ρουπέν πλήρωσε ψηλά λύτρα και απαρνήθηκε τα δικαιώματα του σε πολλές πόλεις όπως το Τόλ Χαμντούν, την [[Μοψουεστία]] και τα [[Άδανα]], αναγνώρισε και την κυριαρχία του Βοημούνδου.<ref>Der Nersessian 1969, σ. 644.</ref><ref>Burgtorf 2016, σ. 198.</ref> Μετά την πληρωμή των λύτρων ο Βοημούνδος απελευθέρωσε τον Ρουπέν και ανακατέκτησε τα κάστρα και τις πόλεις που είχαν παραχωρηθεί στην Αντιόχεια.<ref>Der Nersessian 1969, σ. 644.</ref>
 
Ο μικρός Βαλδουίνος Ε΄ πάθανε το καλοκαίρι του 1186, ο Ραϋμόνδος Γ΄ της Τρίπολης δεν μπόρεσε να εμποδίσει την μητέρα του Σιβύλλη και τον σύζυγο της Γκυ των Λουζινιάν να ανέβουν στον θρόνο.<ref>Lock 2006, σ. 70.</ref> Ο [[Βαλδουίνος του Ιμπελέν]] ο μόνος από τους ευγενείς που αντιστάθηκαν στην άνοδο της Σιβύλλης μετακινήθηκε στην Αντιόχεια, ο Βοημούνδος του έκανε δώρο ένα φέουδο.<ref>Hamilton 2000, p. 223.</ref><ref>Runciman 1989a, σσ. 449–450.</ref>
Οι Τούρκοι νομάδες επιτέθηκαν στην Κιλικία πιέζοντας τον νέο κυβερνήτη Λέων να ορκιστεί πίστη στον Βοημούνδο αμέσως μετά την άνοδο του (1186).<ref>Runciman 1989b, σ. 87.</ref> Οι Τούρκοι διέσπασαν το πριγκιπάτο της Αντιόχειας λεηλατώντας τα εδάφη γύρω από την Λατάκεια και τα μοναστήρια στα γύρω βουνά.<ref>Hamilton 2000, σ. 229.</ref> Ο Βοημούνδος έκλεισε ειρήνη με τον διορισμένο από τον Σαλαντίν κυβερνήτη της Συρίας Αλ-Μουζάφαρ Ουμάρ που είχε ενωθεί με τον Σαλαντίν τον Μάιο στην επίθεση που έκανε στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ.<ref>Hamilton 2000, σ. 229.</ref> Ο Βοημούνδος Γ΄ έστειλε στην [[Ιερουσαλήμ]] 50 ιππότες υπό την ηγεσία του μεγαλύτερου γιου Ραϋμόνδου μετά τον αφανισμό ενός χριστιανικού στρατού στην ''"μάχη του Κρεσσόν"''.<ref>Hamilton 2000, σ. 229.</ref><ref>Barber 2012, σσ. 298–299.</ref> Οι Τούρκοι συνέχισαν να κάνουν επιδρομές και να λεηλατούν τον στρατό της Αντιόχειας με πολλά λάφυρα.<ref>Hamilton 2000, σ. 229.</ref>
 
==Ο θρίαμβος του Σαλαντίν==
 
Ο Σαλαντίν συνέτριψε τον χριστιανικό στρατό στην [[Μάχη του Χαττίν]] (4 Ιουλίου 1187), ο γιος του Βοημούνδου ήταν ένας από τους χριστιανούς ηγέτες που δραπέτευσαν από την μάχη.<ref>Der Nersessian 1969, σ. 644.</ref><ref>Runciman 1989b, σ. 87.</ref><ref>Hamilton 2000, σ. 229.</ref> Σε λίγους μήνες ο Σαλαντίν κυρίευσε σχεδόν ολόκληρο το βασίλειο της Ιερουσαλήμ.<ref>Lock 2006, σ. 71.</ref> Ο Ραϋμόνδος Γ΄ της Τρίπολης που πέθανε στα τέλη της προηγούμενης χρονιάς κληροδότησε την κομητεία της Τρίπολης στον μεγαλύτερο γιο και διάδοχο του Βοημούνδου Γ΄ Ραϋμόνδο.<ref>Lock 2006, σ. 72.</ref> Ο Βοημούνδος έστειλε τον μικρότερο ομώνυμο γιο του να κυβερνήσει την [[Τρίπολη (Λιβύη)|Τρίπολη]] αφού τον έπεισε ότι ένας μόνο ηγέτης δεν μπορεί να ελέγξει τόσο την Τρίπολη όσο και την Αντιόχεια.<ref>Lock 2006, σ. 72.</ref><ref>Runciman 1989a, σ. 470.</ref> Ο συγγραφέας Αλι Ιμπν Αλ-Άτιρ (1160 - 1233) γράφει ότι μετά την εγκατάσταση του γιου του στην Τρίπολη ο Βοημούνδος Γ΄ έγινε ''"ο κορυφαίος των Φράγκων και ο μεγαλύτερος ηγέτης"''.<ref>The Chronicle of Ibn Al-Athir for the Crusading Period from Al-Kamil Fi'l-Ta'rikh (Έτος 584)), σ. 353.</ref><ref>Barber 2012, σ. 322.</ref> Ο Βοημούνδος Γ΄ πρόσφερε όρκο υποτέλειας στον [[Γουλιέλμος Β΄ της Σικελίας|Γουλιέλμο Β΄ της Σικελίας]] με αντάλλαγμα στρατιωτική υποστήριξη.<ref>Burgtorf 2016, σ. 198.</ref><ref>Van Tricht 2011, σ. 434.</ref> Ο Σαλαντίν επιτέθηκε στην βόρεια Συρία (1 Ιουλίου 1188), τα στρατεύματα του κυρίευσαν την [[Λαττάκεια]] (22 Ιουλίου 1188), το [[Κάστρο του Σαλαντίν]] (26 Ιουλίου 1188) και όλα τα κάστρα γύρω από τον [[Ορόντης ποταμός|Ορόντη]] τον Αύγουστο.<ref>Runciman 1989a, σσ. 470–471.</ref><ref>Barber 2012, σσ. 318–319.</ref> Όταν οι [[Ναΐτες Ιππότες]] παρέδωσαν τα κάστρα τους στον Σαλαντίν (26 Σεπτεμβρίου 1188) ο Βοημούνδος εκλιπαρούσε ειρήνη προτείνοντας να ελευθερώσει όλους τους Μουσουλμάνους αιχμαλώτους.<ref>Runciman 1989a, σ. 471.</ref>[76]<ref>Barber 2012, σ. 322.</ref> Ο Σαλαντίν συμφώνησε τελικά να κλείσει ειρήνη από τις 1 Οκτωβρίου 1188 μέχρι τις 31 Μαΐου 1189.<ref>Barber 2012, σ. 322.</ref> Ο Βοημούνδος κατάφερε μόνο να κρατήσει την πρωτεύουσα και το λιμάνι του [[Σαιν-Σιμεόν]].<ref>Runciman 1989a, σ. 471.</ref> Ο Σαλαντίν ήταν βέβαιος ότι η Αντιόχεια θα παραδοθεί χωρίς αντίσταση αν δεν έρθουν οι ενισχύσεις μέχρι τα τέλη του Μαΐου του 1189.<ref>Barber 2012, σ. 322.</ref> Ο Βοημούνδος κάλεσε τον [[Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας|Ρωμαίο αυτοκράτορα]] [[Φρειδερίκος Α΄ Βαρβαρόσσα|Φρειδερίκο Βαρβαρόσσα]] να έρθει στην Συρία και του πρόσφερε την κυριαρχία στην Αντιόχεια.<ref>Van Tricht 2011, σ. 434.</ref>
 
Μία επιστολή του αρχηγού Ιωαννιτών στον [[Λεοπόλδος Ε΄ της Αυστρίας|Λεοπόλδο Ε΄ της Αυστρίας]] τον Νοέμβριο του 1188 γράφει :<ref>Letters from the East: Crusaders, Pilgrims and Settlers in the 12th–13th Centuries (Γράμμα No. 48)), σ. 86.</ref>
 
''"Το καλοκαίρι ο Σαλαντίν κατέστρεψε την Τορτόζα εκτός από τον ναό των Ναιτών, έκαψε την Βαλανεία και στην συνέχεια μετακινήθηκε προς την Αντιόχεια διεκδικώντας την Ιαμπάλα, την Λατάκεια και όλα τα οχυρά μέχρι την ίδια την πόλη. Το πριγκιπάτο καταστράφηκε ολόκληρο εκτός από το ισχυρό οχυρό στο Μαργκάτ και ο λαός της Αντιόχειας έκανε ταπεινωτική συμφωνία με τον Σαλαντίν να του παραδώσει την Αντιόχεια για τους επόμενους επτά μήνες αν δεν έρθει βοήθεια, μια πόλη που αποκτήθηκε με πολύ χριστιανικό αίμα."''
 
==Γ΄ Σταυροφορία==
 
Ο Γκυ των Λουζινιάν που είχε ελευθερωθεί πρόσφατα ήρθε στην Αντιόχεια τον Αύγουστο του 1188, ο Βοημούνδος Γ΄ δεν τον υποστήριξε στρατιωτικά και αναχώρησε για την Αντιόχεια.<ref>Runciman 1989b, σ. 21.</ref> Ο [[Φρειδερίκος Α΄ Βαρβαρόσσα]] αναχώρησε τον Μάιο του 1189 από την [[Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία]], ο κύριος στόχος της Σταυροφορίας ήταν η υπεράσπιση της Αντιόχειας.<ref>Van Tricht 2011, σ. 434.</ref><ref>Runciman 1989b, σ. 11.</ref> Ο Φρειδερίκος Βαρβαρόσσα πέθανε απρόσμενα, πνίγηκε ενώ περνούσε ένα ποτάμι στην [[Μικρά Ασία]], στην περιοχή Σελεύκεια Ισαυρίας (10 Ιουνίου 1190).<ref>Runciman 1989b, σ. 15.</ref> Ο γιος του [[Φρειδερίκος ΣΤ΄ της Σουαβίας]] ανέλαβε την διοίκηση του στρατού ενώ οι περισσότεροι Σταυροφόροι επέστρεψαν στην [[Ευρώπη]], τα υπολείμματα του Γερμανικού στρατού έφτασαν στην Αντιόχεια (21 Ιουνίου 1190).<ref>Runciman 1989b, σ. 16.</ref><ref>Runciman 1989b, σ. 17.</ref> Ο Βοημούνδος έδωσε όρκο υποτέλειας στον Φρειδερίκο ΣΤ΄ της Σουαβίας.[59]<ref>Runciman 1989b, σσ. 16–17.</ref><ref>Barber 2012, σ. 328.</ref> Το σώμα του Φρειδερίκου Α΄ μεταφέρθηκε στην Αντιόχεια και τάφηκε στον Καθεδρικό ναό της πόλης πριν συνεχίσει ο δούκας την Σταυροφορία για τους [[Άγιοι Τόποι|Αγίους Τόπους]].<ref>Runciman 1989b, σ. 17.</ref>
 
Ο Βοημούνδος Γ΄ εξέπλευσε τον Μάιο του 1191 για την [[Λεμεσός|Λεμεσό]] με τον Γκυ των Λουζινιάν και τον Λέων Β΄ της Αρμενίας, συνάντησαν τον [[Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος|Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο]] που ήρθε να ανακτήσει τους [[Άγιοι Τόποι|Αγίους Τόπους]] από τον Σαλαντίν.<ref>Runciman 1989b, σ. 44.</ref> Το καλοκαίρι του 1191 ο Ριχάρδος ξεκίνησε [[Πολιορκία της Άκρας (1189-1191)|Πολιορκία της Άκρας]] αλλά ο Βοημούνδος δεν παρείχε στρατιωτική υποστήριξη στους Σταυροφόρους.<ref>Barber 2012, σ. 354.</ref> Οι σχέσεις του Λέων Β΄ της Αρμενίας με τον Βοημούνδο ήταν τεταμένες από την εποχή που ο Βοημούνδος κυρίευσε την Βάργκας και αρνήθηκε να την παραχωρήσει στους Ναΐτες.<ref>Lock 2006, σ. 76.</ref> Μετά την αναχώρηση του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου ο Βοημούνδος Γ΄ συνάντησε τον Σαλαντίν στην [[Βηρυτός|Βηρυτό]] (30 Οκτωβρίου 1192).<ref>Lock 2006, σ. 76.</ref><ref>Barber 2012, σ. 354.</ref> Ο συγγραφέας Αλι Ιμπν Αλ-Άτιρ γράφει ότι στην συνάντηση ''"ο Βοημούνδος υποκρίθηκε"'' και ο Σαλαντίν του ''"παραχώρησε τιμητικά μία ρόμπα"''.<ref>The Chronicle of Ibn Al-Athir for the Crusading Period from Al-Kamil Fi'l-Ta'rikh (Έτος 588)), σ. 402.</ref><ref>Barber 2012, σ. 354.</ref> O Βοημούνδος και ο Ριχάρδος υπέγραψαν ανακωχή δέκα ετών με τον όρο να μην παρέμβει κανένας από τους δύο στο [[Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας]] παρά το ότι ο Λέων ήταν υποτελής του Βοημούνδου.<ref>Lock 2006, σ. 79.</ref>
Η σύζυγος του Βοημούνδου Σιβύλλη ήθελε να εξασφαλίσει την Αντιόχεια στον γιο της Γουλιέλμο με την υποστήριξη του Λέων Β΄ της Αρμενίας που η σύζυγος του Ισαβέλλα ήταν ανεψιά της.<ref>Burgtorf 2016, σσ. 198–199.</ref><ref>Runciman 1989b, σ. 87.</ref> Ο Λέων Β΄ προσκάλεσε τον Βοημούνδο Γ΄ και την οικογένεια του στο Μπαργκάς στις αρχές του 1194 με το πρόσχημα ότι ήθελε να παραδώσει το κάστρο στον ίδιο ή στους Ναΐτες.<ref>Lock 2006, σ. 79.</ref><ref>Burgtorf 2016, σ. 199.</ref> Η συνάντηση είχε ωστόσο μία παγίδα, ο Βοημούνδος συνελήφθη και μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στην πρωτεύουσα του Λέοντα Σις.<ref>Burgtorf 2016, σ. 199.</ref><ref>Hardwicke 1969, σ. 527.</ref>
 
==Τελευταία χρόνια==
 
Ο Βοημούνδος Γ΄ κλήθηκε να παραδώσει την Αντιόχεια στον Λέων, διόρισε τον στρατηγό Βαρθολομαίο Τιρέλ να συνοδεύσει τα στρατεύματα των Αρμενίων στην Αντιόχεια που ήταν υπό τις διαταγές του Χετούμ του Σάσων.<ref>Hardwicke 1969, σ. 527.</ref><ref>Runciman 1989b, σ. 87.</ref> Οι ευγενείς της Αντιόχειας επέτρεψαν στους στρατιώτες του Λέων να μπουν στην πόλη αλλά οι Έλληνες και Λατίνοι κάτοικοι αντιστάθηκαν σκληρά.<ref>Burgtorf 2016, σ. 199.</ref><ref>Runciman 1989b, σ. 87.</ref> Ένας Αρμένιος στρατιώτης πρόσβαλε τον [[Ιλάριος του Πικταυίου|Άγιο Ιλάριο]] που το παρεκκλήσι του βρισκόταν στην Αντιόχεια, αυτό προκάλεσε μεγάλες ταραχές στην πόλη και οι Αρμένιοι εκδιώχθηκαν.<ref>Runciman 1989b, σ. 87.</ref> Οι κάτοικοι της Αντιόχειας συγκάλεσαν Συνέλευση στον Καθεδρικό ναό της πόλης υπό την προεδρεία του πατριάρχη Αιμερί, όρισαν τον μεγαλύτερο γιο του Βοημούνδου Ραϋμόνδο σαν αντιβασιλιά την εποχή που ο πατέρας του ήταν ακόμα αιχμάλωτος.<ref>Runciman 1989b, σ. 87.</ref> Ο μικρότερος γιος του Βοημούνδου επίσης Βοημούνδος κλήθηκε να έρθει από την Τρίπολη στην Αντιόχεια, οι δυνάμεις των Αρμενίων επέστρεψαν στην Κιλικία.<ref>Runciman 1989b, σ. 89.</ref>
 
Ο [[Ερρίκος Β΄ της Καμπανίας]] ήρθε στην Αντιόχεια στις αρχές του 1195 να μεσολαβήσει για την σύναψη ειρήνης.<ref>Hardwicke 1969, σ. 527.</ref><ref>Runciman 1989b, σ. 89.</ref> Όταν ο Βοημούνδος απαρνήθηκε τα δικαιώματα του στην Κιλικία ο Λέων Β΄ τον απελευθέρωσε μαζί με την συνοδεία του.<ref>Hardwicke 1969, σ. 527.</ref><ref>Runciman 1989b, σ. 89.</ref> Ο μεγαλύτερος γιος και διάδοχος του Ραϊμόνδος Δ΄ της Τρίπολης είχε παντρευτεί την ανεψιά του Λέοντα [[Αλίκη της Αρμενίας]].<ref>Burgtorf 2016, σ. 199.</ref><ref>Boase 1978, σ. 19.</ref> Ο Ραϊμόνδος πέθανε στις αρχές του 1197 και η χήρα του γέννησε έναν μεταθανάτιο γιο τον [[Ραϋμόνδος Ρουπέν|Ραϋμόνδο Ρουπέν]].<ref>Burgtorf 2016, σ. 199.</ref><ref>Runciman 1989b, σ. 99.</ref> Ο Βοημούνδος Γ΄ έστειλε την Αλίκη και τον γιο της στην Κιλικία για άγνωστο λόγο ή να εξασφαλίσει την Αντιόχεια για τον άλλο του γιο ή για την προστασία τους.<ref>Runciman 1989b, σ. 99.</ref> Τον Οκτώβριο του 1197 ο [[Ερρίκος Α΄ της Βραβάντης]] συμμετείχε στην ανακατάληψη της Βηρυτού και ο Βοημούνδος τον υποστήριξε.<ref>Runciman 1989b, σσ. 96, 99.</ref> Ο Βοημούνδος Γ΄ αποφάσισε να πολιορκήσει την Ιαμπάλα και την Λατάκεια αλλά επέστρεψε στην Αντιόχεια για να συναντήσει τον παπικό απεσταλμένο [[Κορράδος των Βίττελσμπαχ, αρχιεπίσκοπος|Κορράδο των Βίττελσμπαχ]] αρχιεπίσκοπο του [[Μάιντς]].<ref>Runciman 1989b, σ. 99.</ref> Ο αρχιεπίσκοπος είχε έρθει στην Αντιόχεια για να εγγυηθεί την διαδοχή του μικρού Ραϋμόνδου Ρουπέν στο πριγκιπάτο, ο Βοημούνδος Γ΄ συγκάλεσε την αριστοκρατία που ορκίστηκε πίστη στον εγγονό του.<ref>Runciman 1989b, σ. 99.</ref>
 
==Θάνατος==
 
Ο Βοημούνδος της Τρίπολης που έβλεπε τον εαυτό του σαν τον νόμιμο διάδοχο σαν τον μεγαλύτερο επιζήσαντα γιο του πατέρα του ήρθε στα τέλη του 1198 στην Αντιόχεια για να πιέσει να γίνει αποδεκτή η διαδοχή του.<ref>Runciman 1989b, σ. 100.</ref><ref>Riley-Smith 2005, σ. 106.</ref> Ο νεώτερος Βοημούνδος επέστρεψε κατόπιν στην Τρίπολη ενώ ο πατέρας του έδειξε ότι έκανε αποδεκτά τα αιτήματα του.<ref>Burgtorf 2016, σ. 199.</ref><ref>Runciman 1989b, σ. 100.</ref> Ο Λέων Β΄ έκανε έκκληση στην [[Αγία Έδρα]] για να προστατέψει τα δικαιώματα του εγγονού του αλλά οι [[Ναΐτες Ιππότες]] διαμαρτυρήθηκαν ότι δεν τους απέδωσε το Μπάργκας όπως είχε υποσχεθεί.<ref>Burgtorf 2016, σ. 199.</ref><ref>Runciman 1989b, σ. 100.</ref> Ο Βοημούνδος Γ΄ πέθανε τον Απρίλιο του 1201 και ο γιος του Βοημούνδος ήρθε στην Αντιόχεια για να παραστεί στην κηδεία του, οι ευγενείς τον ανακήρυξαν πρίγκιπα αλλά πολλοί που ήταν πιστοί στον Ραϋμόνδο Ρουπέν δραπέτευσαν στην Κιλικία.<ref>Burgtorf 2016, σ. 200.</ref> Ο ''"Πόλεμος Διαδοχής της Αντιόχειας"'' που ακολούθησε κράτησε πολλά χρόνια και έληξε με τον θάνατο του Λέων Β΄ τον Μάιο του 1219.<ref>Burgtorf 2016, σσ. 200, 203.</ref>
 
==Οικογένεια==
 
Η πρώτη σύζυγος του Βοημούνδου Γ΄ ήταν η Οργκιγιέζ ντ' Αρένκ, αναφέρεται για πρώτη φορά σε διάταγμα το 1170 κάτι που δείχνει ότι την είχε παντρευτεί πριν από εκείνη την χρονιά.<ref>Barber 2012, σ. 418.</ref><ref>Hamilton 2000, σ. 114 (Σημείωση 27).</ref> Η Οργκιγιέζ ντ' Αρένκ αναφέρεται για τελευταία φορά σε διάταγμα τον Φεβρουάριο ή τον Μάρτιο του 1175, μαζί της απέκτησε :<ref>Barber 2012, σ. 418.</ref><ref>Hamilton 2000, σ. 114 (Σημείωση 27).</ref><ref>Runciman 1989a, σ. 470, Appendix III (Γενεαλογικό δέντρο No. 2.).</ref>
 
*[[Ραϋμόνδος Δ΄ της Τρίπολης]]
*[[Βοημούνδος Δ΄ της Αντιόχειας]]
 
Η δεύτερη σύζυγος του Βοημούνδου Γ΄ ήταν η [[Θεοδώρα Κομνηνή της Αντιόχειας]], συγγενής του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνού.<ref>Runciman 1989a, σ. 419 (Σημείωση 2).</ref> Ο ιστορικός Τσάρλς Μ. Μπράντ την καταγράφει σαν κόρη του ανεψιού του Μανουήλ [[Ιωάννης Κομνηνός (γιος Ανδρόνικου)|Ιωάννη Κομνηνού]], μαζί της έκανε έναν γιο τον Μανουήλ του Πουατιέ (1176 - 1211).<ref>Hamilton 2000, σ. 114.</ref> Οι ''"Γραμμές του [[Ουτρεμέρ]]"'' την καταγράφουν σαν ''"Ειρήνη"'' και γράφουν επίσης ότι έκανε μια κόρη την Κωνσταντία που δεν αναφέρεται σε άλλες πηγές.<ref>Runciman 1989a, σ. 419 (Σημείωση 2).</ref>
 
Η τρίτη σύζυγος του Βοημούνδου Γ΄ ονομαζόταν Σιβύλλα, σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές ''"ασκούσε μάγια"'' που έφθειραν τον Βοημούνδο.<ref>Hamilton 2000, σ. 165.</ref> Ο ιστορικός Μιχαήλ ο Σύριος (1126 - 1199) την περιγράφει ως ''"πόρνη"''.<ref>Hamilton 2000, σ. 165.</ref> Η αδελφή της ήταν σύζυγος ενός υποτελούς του Βοημούνδου.<ref>Hamilton 2000, σ. 164.</ref><ref>Barber 2012, σ. 320.</ref> Η κόρη τους Αλίκη έγινε σύζυγος του πλούσιου λόρδου της Ιαμπάλα και ο γιος τους Γουλιέλμος πήρε το όνομα του από τον Γουλιέλμο Β΄ της Σικελίας.<ref>Burgtorf 2016, σ. 198.</ref>
 
==Παραπομπές==
<references />
 
==Πηγές==
 
*Letters from the East: Crusaders, Pilgrims and Settlers in the 12th–13th Centuries (Translated by Malcolm Barber and Keith Bate) (2010). Ashgate.
*The Chronicle of Ibn Al-Athir for the Crusading Period from Al-Kamil Fi'l-Ta'rikh (Part 2: The Years 541-582/1146-1193: The Age of Nur ad-Din and Saladin) (Translated by D. S. Richards) (2007). Ashgate.
*Baldwin, Marsall W. (1969). "The Latin States under Baldwin III and Amalric I, 1143–1174". In Setton, Kenneth M.; Baldwin, Marshall W. (eds.). A History of the Crusades, Volume I: The First Hundred Years. The University of Wisconsin Press.
*Barber, Malcolm (2012). The Crusader States. Yale University Press.
*Burgtorf, Jochen (2016). "The Antiochene war of succession". In Boas, Adrian J. (ed.). The Crusader World. The University of Wisconsin Press.
*Der Nersessian, Sirarpie (1969). "The Kingdom of Cilician Armenia". In Setton, Kenneth M.; Wolff, Robert Lee; Hazard, Harry (eds.). A History of the Crusades, Volume II: The Later Crusades, 1189–1311. The University of Wisconsin Press.
*Dunbabin, Jean (2000). France in the Making, 843-1180. Oxford University Press.
*Hamilton, Bernard (2000). The Leper King and His Heirs: Baldwin IV and the Crusader Kingdom of Jerusalem. Cambridge University Press.
*Hardwicke, Mary Nickerson (1969). "The Crusader States, 1192–1243". In Setton, Kenneth M.; Wolff, Robert Lee; Hazard, Harry (eds.). A History of the Crusades, Volume II: The Later Crusades, 1189–1311. The University of Wisconsin Press.
*Lock, Peter (2006). The Routledge Companion to the Crusades. Routledge.
*Riley-Smith, Jonathan Simon Christopher (2005). The Crusades: A History. Continuum.
*Runciman, Steven (1989a). A History of the Crusades, Volume II: The Kingdom of Jerusalem and the Frankish East, 1100–1187. Cambridge University Press.
*Runciman, Steven (1989b). A History of the Crusades, Volume III: The Kingdom of Acre and the Later Crusades. Cambridge University Press.
*Van Tricht, Filip (2011). The Latin Renovatio of Byzantium: The Empire of Constantinople (1204–1228).
*Richard, Jean (1999). The Crusades: c. 1071–c. 1291. Cambridge University Press.
*The Editors of Encyclopædia Britannica (2016). "Bohemond III Prince of Antioch". Encyclopædia Britannica, Inc. Retrieved 25 April 2016.
*Cawley, Charles (30 May 2014). "Medieval Lands: A prosopography of medieval European noble and royal families; Antioch, Chapter 2: Princes of Antioch 1136–1268 (Poitiers)". Foundation for Medieval Genealogy.
 
{{Authority control}}