Ραϋμόνδος Γ΄ της Τρίπολης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
{{πληροφορίες προσώπου}}
Ο '''Ραϋμόνδος Γ΄ της Τρίπολης''' (''Raymond III de Tripoli'', [[1140]] - Σεπτέμβριος/Οκτώβριος [[1187]]) μέλος του [[Οίκος της Τουλούζης|Οίκου της Τουλούζης]] ήταν [[Κόμης της Τρίπολης]] ([[1152]] - [[1187]]) και πρίγκιπας της Γαλιλαίας και της Τιβεριάδας λόγω της συζύγου του Εσίβας του Μπυρ. Ο Ραϋμόνδος Γ΄ ήταν γιος και διάδοχος του [[Ραϋμόνδος Β΄ της Τρίπολης|Ραϋμόνδου Β΄ της Τρίπολης]] και της [[Οδιέρνα της Ιερουσαλήμ|Οδιέρνας της Ιερουσαλήμ]] μικρότερης κόρης του [[Βαλδουίνος Β΄ της Ιερουσαλήμ|Βαλδουίνου Β΄ της Ιερουσαλήμ]].<ref>Lewis 2017, σσ. 13, 104.</ref> Όταν οι [[Ασασίνοι]] δολοφόνησαν τον πατέρα του ήταν ανήλικος, ο [[Βαλδουίνος Γ΄ της Ιερουσαλήμ]] που έμενε στην [[Τρίπολη (Λιβύη)|Τρίπολη]] έκανε την μητέρα του Οδιέρνα αντιβασίλισσα, ο Ραϋμόνδος Γ΄ πέρασε τα επόμενα χρόνια στην αυλή της [[Ιερουσαλήμ]]. Όταν ενηλικιώθηκε (1155) συμμετείχε σε μία σειρά από εκστρατείες εναντίον του [[Νουρεντίν Ζενγκί]] του Μουσουλμάνου κυβερνήτη της [[Δαμασκός|Δαμασκού]]. Αργότερα (1161) μισθοδότησε πειρατές να λεηλατήσουν τα νησιά και τις ακτές στην [[Βυζαντινή αυτοκρατορία]] για να εκδικηθεί τον αυτοκράτορα [[Μανουήλ Α΄ Κομνηνός|Μανουήλ Α΄ Κομνηνό]] που αρνήθηκε να παντρευτεί την αδελφή του Μελισσάνθη.
Ο '''Ραϋμόνδος Γ΄''' (''Raymond III de Tripoli'', [[1140]] - Σεπτέμβριος/Οκτώβριος [[1187]]) από τον [[Οίκος της Τουλούζης|Οίκο της Τουλούζης]] ήταν [[Κομητεία της Τρίπολης|κόμης της Τρίπολης]] από το [[1152]] έως το [[1187]]. Ήταν επίσης πρίγκιπας της Γαλιλαίας και της Τιβεριάδας λόγω της συζύγου του, Εσίβ ντε Μπυρ.
 
Ο Ραϋμόνδος Γ΄ συνελήφθη στην ''"μάχη του Χαρίμ"'' (10 Αυγούστου 1164) και κρατήθηκε αιχμάλωτος 10 χρόνια στο [[Χαλέπι]], την ίδια εποχή κυβέρνησε για λογαριασμό του την [[Κομητεία της Τρίπολης]] ο [[Αμωρί Α΄ της Ιερουσαλήμ]]. Ο Ραϋμόνδος Γ΄ ελευθερώθηκε με ένα τεράστιο ποσό από λύτρα που δανείστηκε από τους [[Ιωαννίτες Ιππότες]], έδωσε και πολλούς ομήρους για να εγγυηθεί την αποπλήρωση των λύτρων. Ο γάμος του με την Εσίβα του Μπυρ τον ανέδειξε σε πρίγκιπα της Γαλιλαίας και σε έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους στο [[Βασίλειο της Ιερουσαλήμ]]. Όταν πέθανε ο Αμωρί Α΄ ο Ραϋμόνδος Γ΄ διεκδίκησε την κηδεμονία σαν ο περισσότερο στενός συγγενής του ανήλικου γιου του [[Βαλδουίνος Δ΄ της Ιερουσαλήμ|Βαλδουίνου Δ΄ της Ιερουσαλήμ]]. Οι επίσκοποι και οι ευγενείς τον υποστήριξαν αλλά ο ίδιος διορίστηκε αντιβασιλιάς μετά από πολλές συζητήσεις. Παρέμεινε ουδέτερος στις συγκρούσεις ανάμεσα στους απογόνους του Νουρεντίν Ζενγκί και του [[Σαλαντίν]] που ενοποίησε ολόκληρη την [[Αίγυπτος|Αίγυπτο]] και τμήμα από την [[Συρία]]. Όταν ενηλικιώθηκε ο Βαλδουίνος Δ΄ ο Ραϋμόνδος Γ΄ επέστρεψε στην Τρίπολη και ξεκίνησε μία σειρά από εκστρατείες εναντίον των Μουσουλμάνων αλλά με ελάχιστες επιτυχίες.
== Η ζωή του ==
Ο Ραϋμόνδος Γ΄ και ο [[Βοημούνδος Γ΄ της Αντιόχειας]] βάδισαν για την Ιερουσαλήμ με στόχο να μειώσουν την μεγάλη επίδραση που είχαν στον ασθενή βασιλιά η μητέρα του Αγνή του Κουρτεναί και ο αδελφός της [[Ζοσλέν Γ΄ της Έδεσσας]]. Η πορεία έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα, ο Βαλδουίνος Δ΄ πίστευε ότι είχαν στόχο να τον εκθρονίσουν και πάντρεψε την αδελφή του [[Σιβύλλα της Ιερουσαλήμ]] σε δεύτερο γάμο με τον [[Γκυ των Λουζινιάν]] οπαδό των [[Οίκος του Κουρτεναί|Κουρτεναί]]. Ο Ραϋμόνδος Γ΄ ήθελε να φύγει από το βασίλειο αλλά δεν μπόρεσε τα επόμενα δύο χρόνια, οι σχέσεις του με τον Γκυ των Λουζινιάν ήταν πάντοτε τεταμένες. Ο Ραϋμόνδος έπεισε τελικά τον άρρωστο και λεπρό Βαλδουίνο Δ΄ να ορίσει διάδοχο τον ανιψιό του [[Βαλδουίνος Ε΄ της Ιερουσαλήμ|Βαλδουίνο του Μομφερράτου]] γιος της Σιβύλλης από τον πρώτο της γάμο και προσπάθησε να τον πείσει να τον ορίσει κηδεμόνα. Η επίδραση του Ραϋμόνδου Γ΄ ήταν ωστόσο περιορισμένη, ο Ζοσλέν Γ΄ έγινε κηδεμόνας του μικρού Βαλδουίνου και ανέλαβε όλα τα φρούρια του βασιλείου.
Ήταν γιος του [[Ραϋμόνδος Β΄ της Τρίπολης|Ραϋμόνδου Β΄]] κόμη της Τρίπολης και της [[Οδιέρνα της Ιερουσαλήμ|Οδιέρνας της Ιερουσαλήμ]] (των Ρετέλ), κόρης τού [[Βαλδουίνος Β΄ της Ιερουσαλήμ|Βαλδουίνου Β΄]] της Ιερουσαλήμ.
 
Ο μικρός Βαλδουίνος Ε΄ πέθανε το καλοκαίρι του 1186, ο Ραϋμόνδος Γ΄ συγκάλεσε Συνέλευση ευγενών στην [[Ναμπλούς]] που επέτρεψε στην Σιβύλλα και στον δεύτερο σύζυγο της Γκυ των Λουζινιάν να γίνουν νέοι βασιλείς των Ιεροσολύμων. Μετά την στέψη τους ο Ραϋμόνδος Γ΄ προσπάθησε να πείσει την ετεροθαλή αδελφή της βασίλισσας [[Ισαβέλλα Α΄ της Ιερουσαλήμ]] και τον σύζυγο της [[Χάμφρεϋ Δ΄ του Τορόν]] να τους ανατρέψουν αλλά ο Χάμφρεϋ πιστός οπαδός του Γκυ αρνήθηκε. Ο Ραϋμόνδος Γ΄ συμμάχησε με τον Σαλαντίν, του επέτρεψε να διασχίσει την [[Γαλιλαία]] βαδίζοντας εναντίον των Ιεροσολύμων και να τοποθετήσει φρουρά στην [[Τιβεριάδα]]. Ο Γκυ των Λουζινιάν και ο Ραϋμόνδος Γ΄ συμφιλιώθηκαν όταν ο Σαλαντίν ετοιμαζόταν να κάνει τεράστια εκστρατεία στην Ανατολή για να διαλύσει όλα τα Σταυροφορικά κράτη. Ο Σαλαντίν συνέτριψε ολοκληρωτικά τους Σταυροφόρους στην [[Μάχη του Χαττίν]] ο Ραϋμόνδος δεν σκοτώθηκε ούτε αιχμαλωτίστηκε. Ο Ραϋμόνδος Γ΄ δραπέτευσε στην [[Τύρος|Τύρο]] και από εκεί στην Τρίπολη όπου και πέθανε από πλευρίτιδα, τον διαδέχτηκε ο θετός του γιος [[Ραϊμόνδος Δ΄ της Τρίπολης]].
Το 1152 οι Ασσασσίνοι δολοφόνησαν τον πατέρα του. Ο Ραϋμόνδος Γ΄ ήταν 12 ετών και ο [[Βαλδουίνος Γ΄ της Ιερουσαλήμ]] όρισε τη Οδιέρνα επίτροπο της αρχής. Πέρασε τα νεανικά του έτη στην Αυλή της Ιερουσαλήμ. Το 1155 ενηλικιώθηκε και διαδέχτηκε τον πατέρα του ως κόμης της Τρίπολης. Συμμετείχε στις εκστρατείες εναντίον τού [[Νουρεντίν Ζενγκί]] ηγεμόνα της Δαμασκού. Ο [[Μανουήλ Α΄ Κομνηνός]] Αυτοκράτορας των Ρωμαίων αρνήθηκε τελικά να νυμφευτεί την αδελφή του Μελισσάνθη και ο Ραϋμόνδος Γ΄ για εκδίκηση πλήρωσε πειρατές, που λεηλάτησαν τις ακτές και τα νησιά της Ρωμαϊκής επικράτειας.
 
==Πρώτα χρόνια==
Αιχμαλωτίστηκε το 1164 στη μάχη τού Χαρίμ· φυλακίστηκε στο Χαλέπιο περί τα δέκα έτη. Το διάστημα αυτό ο [[Αμωρί Α΄ της Ιερουσαλήμ]] διοίκησε την κομητεία της Τρίπολης στο όνομά του. Ο Ραϋμόνδος Γ΄ ελευθερώθηκε μετά από οκτώ χρόνια, το 1172, έναντι υπέρογκων λύτρων, αφού δανείστηκε από τους [[Ιωαννίτες Ιππότες|Ιππότες τού Νοσοκομείου]] και έδωσε ομήρους ως εγγύηση της αποπληρωμής τού υπολοίπου ποσού.
 
===Κηδεμονία===
Το 1174, έγινε [[Πριγκιπάτο της Γαλιλαίας|πρίγκιπας της Γαλιλαίας και της Τιβεριάδας]] μέσω του γάμου του με την [[Εσίβ ντε Μπυρ]], χήρα του [[Γκωτιέ του Σαιντ-Ομέρ]]. Αυτός ο γάμος τον κατέστησε έναν από τους ισχυρότερους άρχοντες εκτός Γαλλίας, αλλά τον έκανε στόχο των δολοπλοκιών της βασιλικής αυλής της Ιερουσαλήμ. Ο βασιλιάς [[Αμωρί Α΄ της Ιερουσαλήμ|Αμωρί Α']], είχε μόλις πεθάνει εκείνη την εποχή. Ο γιος του [[Βαλδουίνος Δ΄ της Ιερουσαλήμ|Βαλδουίνος Δ']], ακόμη ανήλικος, είχε πέσει θύμα της [[Λέπρα|λέπρας]]. Ο Ραϋμόνδος διεκδίκησε την αντιβασιλεία, ως ο πλησιέστερος άρρεν συγγενής τού δεκατριετούς Βαλδουίνου. Αν και τον υποστήριξαν επίσκοποι και πολλοί ευγενείς, έγινε μόνο έπειτα από μακρές συζητήσεις. Ο Ραϋμόνδος ανέλαβε την αντιβασιλεία του [[Βασίλειο της Ιερουσαλήμ|Βασιλείου της Ιερουσαλήμ]] από το [[1174]] ως το [[1176]], αλλά πολλές από τις συμβουλές του δεν εφαρμόστηκαν.
 
Ο Ραϋμόνδος Γ΄ καταγράφεται για πρώτη φορά σε διάταγμα του πατέρα του (1151).<ref>Lewis 2017, σ. 185.</ref> Ένα έγγραφο παρουσιάζει την μητέρα του να είναι σε μεγάλο βαθμό ''"πολιτικά ενεργή"'' όπως οι αδελφές της [[Μελισσάνθη της Ιερουσαλήμ]] και [[Αλίκη της Αντιόχειας]].<ref>Lewis 2017, σ. 166.</ref> Ο σύζυγος της την ζήλευε έντονα, αυτό προκάλεσε στις αρχές της δεκαετίας του 1150 προστριβές στο βασιλικό ζεύγος.<ref>Runciman 1989, σσ. 332-333.</ref> Η Μελισσάνθη ήρθε προσωπικά στην Τρίπολη να τους συμφιλιώσει αλλά η Οδιέρνα αρνήθηκε να φύγει για την Ιερουσαλήμ.<ref>Lewis 2017, σ. 170.</ref><ref>Barber 2012, σ. 157.</ref> Η Οδιέρνα κάλεσε κατόπιν τους Ασασίνους που δολοφόνησαν τον Ραϋμόνδο Β΄ σε μία από τις νότιες πύλες της Τρίπολης.<ref>Lewis 2017, σ. 170.</ref> Ο γιος της Μελισσάνθης [[Βαλδουίνος Γ΄ της Ιερουσαλήμ]] που έμενε τότε στην Τρίπολη κάλεσε την χήρα Οδιέρνα στην πόλη, οι ευγενείς της Τρίπολης έδωσαν όρκο υποτέλειας στην ίδια και στα δύο παιδιά της Ραϋμόνδο και Μελισσάνθη.<ref>Lewis 2017, σ. 184.</ref> Ο Βαλδουίνος Γ΄ όρισε την Οδιέρνα αντιβασίλισσα της Τρίπολης αγνοώντας την διαθήκη του συζύγου της, ο Ραϋμόνδος Β΄ ήθελε να αναλάβει την κηδεμονία του ανήλικου βασιλιά ο αρχηγός της κοινότητας της πόλης.<ref>Lewis 2017, σ. 185.</ref> Ο ανήλικος Ραϋμόνδος Β΄ πέρασε πολλά χρόνια στην βασιλική αυλή των Ιεροσολύμων, το πρώτο έγγραφο εκδόθηκε την διετία 1152 - 1153.<ref>Lewis 2017, σ. 186.</ref> Ο συγγραφέας Κέβιν Λιούις αναφέρει ότι ο ίδιος ο Βαλδουίνος Γ΄ επέβλεπε προσωπικά την ιπποτική εκπαίδευση του μικρού Ραϋμόνδου.<ref>Lewis 2017, σ. 187.</ref>
 
===Προσωπική εξουσία===
 
Μετά την ενηλικίωση του (1155) ο Ραϋμόνδος Γ΄ εξέδωσε διάταγμα με το οποίο επικύρωνε την δωρεά του πατέρα του στους [[Ναΐτες Ιππότες]], την πόλη [[Ταρτούς]] στην [[Συρία]].<ref>Lewis 2017, σ. 187.</ref> Ο Νουρεντίν Ζενγκί παγίδευσε σε οκτώ μέρες τον Βαλδουίνο Γ΄ στο ''"κάστρο του Ιακώβου"'' στον [[Ιορδάνης ποταμός|Ιορδάνη]].<ref>Barber 2012, σσ. 210-210.</ref> Εκατοντάδες χριστιανοί στρατιώτες αιχμαλωτίστηκαν ή θανατώθηκαν, ο ίδιος ο βασιλιάς δραπέτευσε στην [[Σαφέντ]].<ref>Barber 2012, σ. 210.</ref> Ο Βαλδουίνος Γ΄ έστειλε απεσταλμένους στην Τρίπολη και την Αντιόχεια για να ζητήσει υποστήριξη από τον Ραϋμόνδο Γ΄ και τον [[Ραϋνάλδος του Σατιγιόν|Ραϋνάλδο του Σατιγιόν]] αντίστοιχα.<ref>Lewis 2017, σ. 187.</ref> Οι δύο κόμητες πήγαν σε ένα κάστρο στο Μαργκαλιότ του [[Ισραήλ]] για να βοηθήσουν με τον εξαντλημένο βασιλικό στρατό.[13]<ref>Lewis 2017, σ. 187.</ref> Μετά την άφιξη τους ο Νουρεντίν Ζενγκί έλυσε την πολιορκία και τα στρατεύματα του οπισθοχώρησαν χωρίς αντίσταση.<ref>Barber 2012, σ. 211.</ref><ref>Lewis 2017, σ. 187.</ref>
 
Τον Αύγουστο του 1157 ένας μεγάλος σεισμός κατέστρεψε σχεδόν ολόκληρη την Τρίπολη, τα περισσότερα φρούρια όπως το [[Κρακ των Ιπποτών]] έγιναν ερείπια.<ref>Lewis 2017, σ. 187.</ref> Την ίδια εποχή έφτασε στους [[Άγιοι Τόποι|Αγίους Τόπους]] ο [[Τιερί της Αλσατίας]] με έναν τεράστιο στρατό, ο Ραϋμόνδος και ο Ραϋνάλδος συμμάχησαν μαζί του και αποφάσισαν να επιτεθούν στους Μουσουλμάνους που είχαν επίσης καταστραφεί από τον σεισμό.<ref>Lewis 2017, σ. 187.</ref><ref>Lock 2006, σ. 54.</ref> Οι Σταυροφόροι επιτέθηκαν στο Τσαστέλ Ρούζ στα σύνορα με την Κομητεία της Τρίπολης αλλά απέτυχαν, η πολιορκία του [[Σαϊζάρ]] επίσης κατέληξε σε αποτυχία.<ref>Lewis 2017, σσ. 188-189.</ref><ref>Barber 2012, σ. 212.</ref> Η μοναδική επιτυχημένη τους εκστρατεία ήταν η ''"πολιορκία του Χάρεμ"'' αλλά τον Ιανουάριο του 1158 ο στρατός τους διαλύθηκε.<ref>Barber 2012, σ. 212.</ref><ref>Lewis 2017, σ. 189.</ref>
 
===Σύγκρουση με τον Μανουήλ Κομνηνό===
 
Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας [[Μανουήλ Α΄ Κομνηνός]] αναζητώντας μία ισχυρή σύζυγο από την Ανατολή έστειλε απεσταλμένους στον βασιλιά Βαλδουίνο Γ΄ για να δεχτεί προτάσεις.<ref>Lilie 1993, σ. 183.</ref> Οι επιθυμίες του ήταν η [[Μαρία της Αντιόχειας (1145-1182)|Μαρία της Αντιόχειας]] και η αδελφή του Ραϋμόνδου Γ΄ Μελισσάνθη, είχαν και οι δυο στενή συγγένεια με τον βασιλιά των Ιεροσολύμων.<ref>Lewis 2017, σ. 197.</ref> Ο Βαλδουίνος Γ΄ του πρότεινε την Μελισσάνθη και ο Μανουήλ Κομνηνός έκανε την πρόταση δεκτή.<ref>Lewis 2017, σ. 197.</ref> Ο Ραϋμόνδος κατασκεύασε 20 μεγάλες γαλέρες και πλήρωσε μια τεράστια συνοδεία για να συνοδεύσει την αδελφή του μεγαλοπρεπώς στην [[Κωνσταντινούπολη]].<ref>Lewis 2017, σ. 197.</ref> Η μητέρα τους Οδιέρνη και η θεία τους Μελισσάνθη ξόδεψαν τεράστια ποσά για τα κοσμήματα και τα φορέματα της μελλοντικής Βυζαντινής αυτοκράτειρας.<ref>Lewis 2017, σ. 198.</ref> Την τελευταία στιγμή ο Μανουήλ άλλαξε γνώμη, αποφάσισε να παντρευτεί την Μαρία και ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με την μητέρα της [[Κωνσταντία της Αντιόχειας]] για τον γάμο.<ref>Lewis 2017, σσ. 200-201.</ref><ref>Lock 2006, σ. 55.</ref> Ο Ραϋμόνδος Γ΄ εξοργισμένος με την αλλαγή γνώμης του Μανουήλ έστειλε τον στόλο που είχε κατασκευάσει να λεηλατήσει τις Βυζαντινές ακτές και νησιά, οι πειρατές λεηλάτησαν πολλές εκκλησίες και ιερούς τόπους.<ref>Lock 2006, σ. 55.</ref><ref>Lewis 2017, σ. 199.</ref>
 
===Αιχμαλωσία===
 
Ο Νουρεντίν Ζενγκί πολιόρκησε το καλοκαίρι του 1164 το Χαρίμ και έκανε επιδρομή στο Κρακ των Ιπποτών.<ref>Lock 2006, σ. 56.</ref> Ο Ραϋμόνδος Γ΄ ενώθηκε με τους Σταυροφόρους που υπερασπίστηκαν το κάστρο αλλά ηττήθηκε (10 Αυγούστου 1164).<ref>Barber & 2012, σ. 240.</ref> Χιλιάδες Σταυροφόροι έπεσαν στην μάχη αλλά ο Ραϋμόνδος Γ΄, ο Βοημούνδος Γ΄ της Αντιόχειας, ο Ζοσλέν Γ΄ της Έδεσσας, ο [[Ούγος Η΄ του Λουζινιάν]] και πολλοί άλλοι αιχμαλωτίστηκαν.<ref>Barber 2012, σ. 240.</ref><ref>Lewis 2017, σ. 204.</ref>
Οι αρχηγοί των Σταυροφόρων που συνελήφθησαν στο Χαρίμ μεταφέρθηκαν στο Χαλέπι και φυλακίστηκαν.<ref>Lewis 2017, σ. 204.</ref><ref>Runciman 1989, σ. 369.</ref> Ο [[Γουλιέλμος της Τύρου]] καταγράφει ότι ο Ραϋμόνδος μεταφέρθηκε στην φυλακή ''"αλυσοδεμένος"'' αλλά είχε μάθει να διαβάζει και είχε αποκτήσει υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης της περίοδο της αιχμαλωσίας του.<ref>Lewis 2017, σ. 204.</ref> Οι σύγχρονοι ιστορικοί αναφέρουν επίσης ότι τότε ο Ραϋμόνδος Γ΄ έμαθε Αραβικά χωρίς να παρέχουν περισσότερες πληροφορίες.<ref>Lewis 2017, σ. 205.</ref> Ο Ραϋμόνδος Γ΄ διέταξε τους υποτελείς του να αναγνωρίσουν σαν νόμιμο κυβερνήτη της Τρίπολης την περίοδο της αιχμαλωσίας του τον [[Αμωρί Α΄ της Ιερουσαλήμ]] που διαδέχθηκε τον μεγαλύτερο αδελφό του Βαλδουίνο Γ΄.<ref>Lewis 2017, σ. 205.</ref> Ο Αμωρί Α΄ πήγε στην Τρίπολη, ανέλαβε ολόκληρη την ευθύνη για την κυβέρνηση και πήρε τον τίτλο του ''"διοικητή της κομητείας της Τρίπολης"''.<ref>Lewis 2017, σ. 205.</ref><ref>Runciman 1989, σ. 370.</ref> Ο Αμωρί Α΄ πίεσε τον Νουρεντίν Ζενγκί να ελευθερώσει τον Ραϋμόνδο Γ΄ και τον [[Θόρος Β΄ της Αρμενίας]] που αναγνώρισε την κυριαρχία του Βυζαντινού αυτοκράτορα αλλά ο Ραϋμόνδος παρέμεινε φυλακισμένος.<ref>Runciman 1989, σ. 370.</ref>
 
Ο Μέγας Μάγιστρος των Ναιτών [[Μπερτράν ντε Μπλανκφόρ]] υπενθύμισε τον Νοέμβριο του 1164 στον [[Λουδοβίκος Ζ´ της Γαλλίας|Λουδοβίκο Ζ΄ της Γαλλίας]] ότι ο Αμωρί Α΄ ήταν ανίκανος να υπερασπιστεί μόνος τους Σταυροφόρους, ο Νουρεντίν Ζενγκί κατέλαβε το καλοκαίρι του 1167 και κατέστρεψε πολλά κάστρα και οχυρά των Ναιτών.<ref>Lewis 2017, σ. 208.</ref> Ο Λιούις γράφει ότι στην εκστρατεία ο Νουρεντίν Ζενγκί κατέλαβε το Γκιμπελακάρ αλλά το κάστρο ανακαταλήφθη στα τέλη του 1169 ή στις αρχές του 1170.<ref>Lewis 2017, σσ. 208-209.</ref> Η χρονολογία και οι συνθήκες με τις οποίες ελευθερώθηκε ο Ραϋμόνδος είναι ασαφείς.<ref>Runciman 1989, σ. 395.</ref><ref>Lewis 2017, σ. 219.</ref> Ο [[Γουλιέλμος της Τύρου]] γράφει ότι παρέμεινε φυλακισμένος οκτώ χρόνια, άλλοι συγγραφείς ανεβάζουν τα χρόνια σε δώδεκα.<ref>Lewis 2017, σ. 219.</ref> Ο Αλι Ιμπν Αλ-Άτιρ (1160 - 1233) καταγράφει ότι ο Ραϋμόνδος Γ΄ ελευθερώθηκε μετά τον θάνατο του Νουρεντίν Ζενγκί (15 Μαίου 1174) κάτι εσφαλμένο επειδή ο Ραϋμόνδος εξέδωσε διάταγμα νωρίτερα (18 Απριλίου 1174).<ref>Lewis 2017, σ. 219.</ref><ref>Lock 2006, σ. 60.</ref> Ο Αλι Ιμπν Αλ-Άτιρ γράφει επίσης ότι ο Ραϋμόνδος Γ΄ ελευθερώθηκε χάρη στην σύγκρουση που είχε ξεσπάσει ανάμεσα στην οικογένεια του Νουρεντίν Ζενγκί και τον Σαλαντίν.<ref>Lewis 2017, σσ. 219, 221.</ref>
Ο Γουλιέλμος της Τύρου γράφει ότι ο Ραϋμόνδος Γ΄ πλήρωσε 80.000 τεμάχια χρυσού σαν λύτρα για την απελευθέρωση του αλλά ίσως να πλήρωσε μόνο 60.000, ο Ραϋμόνδος Γ΄ παρέδωσε ομήρους για να εξασφαλίσει την πληρωμή.<ref>Lewis 2017, σσ. 220-221.</ref><ref>Lewis 2017, σ. 221.</ref> Οι Μουσουλμάνοι συγγραφείς γράφουν ότι τα λύτρα του Ραϋμόνδου έφτασαν τα 150.000 Συριακά δηνάρια.<ref>Lewis 2017, σ. 220.</ref> Ένα διάταγμα του Βοημούνδου Γ΄ της Αντιόχειας αναφέρει καταγράφει ότι ο Ραϋμόνδος Γ΄ δανείστηκε χρήματα από τους Ιωαννίτες για να αποκτήσει τα λύτρα.<ref>Lewis 2017, σ. 220.</ref>
 
==Αντιβασιλείες==
 
===Πρώτη αντιβασιλεία===
 
Ο πρίγκιπας της Γαλιλαίας [[Γκωτιέ του Σαιντ-Ομέρ]] πέθανε στις αρχές του 1174, ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ Αμωρί Α΄ έδωσε την χήρα του Εσίβα του Μπυρ σύζυγο στο Ραϋμόνδο Γ΄ μαζί με ένα μεγάλο φέουδο στο βασίλειο.<ref>Hamilton 2000, σ. 33.</ref><ref>Lewis 2017, σ. 222.</ref> Ο γάμος τους παρέμεινε άτεκνος αλλά ο Ραϋμόνδος Γ΄ αγαπούσε υπερβολικά την σύζυγο του και υιοθέτησε τα παιδιά της από τον πρώτο γάμο σαν να ήταν δικά του όπως γράφει ο Γουλιέλμος της Τύρου.<ref>Barber 2012, σ. 266.</ref> Ο Αμωρί Δ΄ πέθανε (11 Ιουλίου 1174) και τον διαδέχθηκε ο ανήλικος γιος του [[Βαλδουίνος Δ΄ της Ιερουσαλήμ]] που υπέφερε εκ γενετής από λέπρα.<ref>Riley-Smith 1973, σ. 102.</ref><ref>Runciman 1989, σσ. 399, 404.</ref><ref>Lock 2006, σ. 61.</ref> Ο Σενεσκάλιος Μιλ του Πλανσί ανέλαβε την ευθύνη στην κυβέρνηση αλλά δεν μπόρεσε να πείσει τους στρατηγούς να συμμαχήσουν μαζί του.<ref>Hamilton 2000, σ. 88.</ref> Με πλεονέκτημα την αντιδημοτικότητα του Σενεσκάλιου ο Ραϋμόνδος επιτέθηκε την [[Ιερουσαλήμ]] και ανέλαβε τον Αύγουστο την αντιβασιλεία.<ref>Riley-Smith 1973, σσ. 102-103.</ref><ref>Lewis 2017, σ. 222.</ref> Ο Ραϋμόνδος ισχυρίστηκε ότι ήταν ο πιο στενός συγγενής και ο ισχυρότερος υποτελής του νεαρού άρρωστου βασιλιά και ότι ο ίδιος έδωσε στον Αμωρί Α΄ την αντιβασιλεία της Τρίπολης όταν ήταν αιχμάλωτος.<ref>Lewis 2017, σ. 235.</ref><ref>Riley-Smith 1973, σ. 103.</ref> Ο Μιλ του Πλανσί αμφισβήτησε την απόφαση λέγοντας ότι μόνο η Υψηλή αυλή της Ιερουσαλήμ έχει αυτή την αρμοδιότητα.<ref>Lewis 2017, σ. 235.</ref>
 
Ο Ραϋμόνδος Γ΄ επέστρεψε στην Τρίπολη αλλά ο Μιλ του Πλανσί δολοφονήθηκε τον Οκτώβριο του 1174 στην [[Άκρα (πόλη)|Άκρα]], οι ισχυροί ευγενείς του βασιλείου συγκλήθηκαν για να εκλέξουν τον αντιβασιλιά.<ref>Lock 2006, σ. 61.</ref><ref>Hamilton 2000, σ. 93.</ref> Οι περισσότεροι επίσκοποι υποστήριξαν τα δικαιώματα του Ραϋμόνδου για την αντιβασιλεία.<ref>Riley-Smith 1973, σ. 102.</ref><ref>Lewis 2017, σ. 236.</ref> Ο [[Χάμφρεϋ Β΄ του Τορόν]], ο Ρέτζιναλντ της Σιδώνας (1130 - 1202), ο [[Βαλδουίνος του Ιμπελέν]] και ο αδελφός του [[Μπαλιάν του Ιμπελέν]] τον υποστήριξαν αλλά ο Ραϋμόνδος εξελέγη ύστερα από μία διαδικασία που κράτησε δύο μέρες.<ref>Hamilton 2000, σ. 93.</ref><ref>Lewis 2017, σ. 236.</ref> Ο Ραϋμόνδος Γ΄ ορκίστηκε στον [[Ναός της Αναστάσεως|Ναό του Παναγίου Τάφου]] παραδοσιακό τρόπο στέψης των βασιλέων σε μία μεγαλοπρεπή τελετή.<ref>Lewis 2017, σ. 237.</ref> Η βασιλομήτωρ Αγνή των Κουρτεναί επέστρεψε με την άδεια του στην βασιλική αυλή για να διευθύνει τον νεαρό μονάρχη, διόρισε Καγκελάριο τον Γουλιέλμο της Τύρου αφήνοντας την θέση του Σενεσκάλιου κενή.<ref>Hamilton 2000, σσ. 95-96.</ref><ref>Hamilton 2000, σ. 95.</ref>
 
===Εμφύλιες μουσουλμανικές συγκρούσεις===
 
Ο Σαλαντίν κατέκτησε την Δαμασκό, την [[Μπάαλμπεκ]] και την Σαϊζάρ με μεγάλο πλεονέκτημα την μικρή ηλικία του Ας-Σαλίχ Ισμαΐλ αλ-Μαλίκ (1163 - 1181) γιου του Νουρεντίν Ζενγκί.<ref>Lewis 2017, σ. 239.</ref><ref>Hamilton 2000, σ. 98.</ref> Ο Σαλαντίν πολιόρκησε στις αρχές Δεκεμβρίου του 1174 την [[Χομς]] αλλά η φρουρά της πόλης αντιστάθηκε.<ref>Lock 2006, σ. 61.</ref> H φρουρά μετακινήθηκε από την Χομς στο Χαλέπι που ήταν η έδρα του Οίκου των Ζενγκί στην Συρία, στην Χομς άφησε μόνο μία μικρή φρουρά.<ref>Hamilton 2000, σ. 98.</ref>
Ο Σαλαντίν που κυβερνούσε την [[Αίγυπτος|Αίγυπτο]] ήταν αποφασισμένος να κατακτήσει την [[Συρία]] και να απειλήσει τα [[Σταυροφορικά κράτη]].<ref>Lewis 2017, σ. 239.</ref> Ο Ραϋμόνδος Γ΄ συγκέντρωσε στις αρχές του 1175 στην Άκρα τα στρατεύματα των Ιεροσολύμων και της Τρίπολης αλλά παρέμεινε ουδέτερος στην σύγκρουση ανάμεσα στον Σαλαντίν και τους Ζενγκί.<ref>Lewis 2017, σ. 239.</ref><ref>Hamilton 2000, σ. 98.</ref> Οι υπερασπιστές της Ακρόπολης του Χομς δήλωσαν ότι θα ελευθερώσουν τους χριστιανούς αιχμαλώτους με αντάλλαγμα στρατιωτική υποστήριξη, οι περισσότεροι ήταν αιχμάλωτοι για τα λύτρα του Ραϋμόνδου.<ref>Lewis 2017, σ. 239.</ref> Ο ιστορικός Αλι Ιμπν Αλ-Άτιρ γράφει ότι οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι στο Χαλέπι ζήτησαν από τον Ραϋμόνδο να επιτεθεί αμέσως στα στρατεύματα του Σαλαντίν.<ref>Lewis 2017, σ. 239.</ref> Ο Ραϋμόνδος Γ΄ τους απάντησε να απελευθερώσουν αμέσως όλους τους αιχμαλώτους αλλά οι Ζενγκί το αρνήθηκαν.<ref>Hamilton 2000, σ. 98.</ref> Ο Γουλιέλμος της Τύρου γράφει ότι ο Ραϋμόνδος ήταν στην πραγματικότητα πολύ δύσπιστος με τους Ζενγκί, πίστευε ότι δεν είχαν στόχο να ελευθερώσουν τους αιχμαλώτους.<ref>Lewis 2017, σ. 240.</ref>
 
Ο Σαλαντίν επέστρεψε στο Χομς αμέσως όταν πληροφορήθηκε για τις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους Σταυροφόρους και την φρουρά της πόλης.<ref>Hamilton 2000, σ. 99.</ref> Ο Σταυροφορικός στρατός αποχώρησε από το Κρακ των Ιπποτών επιτρέποντας στον Σαλαντίν να καταλάβει την Ακρόπολη (17 Μαρτίου 1175).<ref>Lock 2006, σ. 62.</ref> Ο Σαλαντίν έστειλε απεσταλμένους στους Σταυροφόρους και ζήτησε την ουδετερότητα τους στην μάχη του με τους Ζενγκί.<ref>Hamilton 2000, σ. 99.</ref> Μετά την απελευθέρωση των αιχμαλώτων που ήταν όμηροι για τα λύτρα ο Σταυροφορικός στρατός οπισθοχώρησε στην Τρίπολη, ο Γουλιέλμος της Τύρου κατηγόρησε τον Χάμφρεϋ Β΄ του Τορόν για αυτή την απόφαση.<ref>Lewis 2017, σ. 241.</ref>
Ο Σαλαντίν νίκησε στην ''"μάχη του Χαμά"'' τις ενωμένες δυνάμεις του Χαλεπίου και της Μοσούλης (13 Απριλίου 1175), έκλεισε ειρήνη με το Χαλέπι με την οποία επιβεβαίωσε την κυριαρχία στην νότια Συρία.<ref>Hamilton 2000, σ. 99.</ref> Ο Σαλαντίν επέτρεψε στα στρατεύματα του να επιστρέψουν στην πατρίδα τους αλλά ο στρατός των Σταυροφόρων διαλύθηκε στις αρχές Μαίου.<ref>Hamilton 2000, σ. 99.</ref> Ο Ραϋμόνδος Γ΄ υπέγραψε ειρήνη με τον Σαλαντίν (22 Ιουλίου 1175).<ref>Lock 2006, σ. 62.</ref><ref>Lewis 2017, σ. 241.</ref> Η συνθήκη επέτρεψε στον Σαλαντίν να περάσει το καλοκαίρι του 1176 από την Υπεριορδανία, τα ανατολικά σύνορα του βασιλείου της Ιερουσαλήμ για να πολεμήσει τον Γαζί Β΄ Σαΐφ ουντ-Ντιν.<ref>Hamilton 2000, σ. 103.</ref>
 
===Ενηλικίωση του Βαλδουίνου Δ΄===
 
[[Αρχείο:BaldwinIV.jpg|right|200px|thumb|Ο Βαλδουίνος Δ' ο Λεπρός και ο Γουλιέλμος της Τύρου]]
Ο Βαλδουίνος Δ΄ ενηλικιώθηκε στα 15α γενέθλια του (15 Ιουλίου 1176), η αντιβασιλεία του Ραϋμόνδου Γ΄ έληξε και ο ίδιος επέστρεψε στην Τρίπολη.<ref>Lewis 2017, σ. 241.</ref> Ο [[Φίλιππος της Αλσατίας]] στρατοπέδευσε στην Άκρα με μεγάλο στρατό (1 Αυγούστου 1177).<ref>Runciman 1989, σ. 414.</ref><ref>Lock 2006, σ. 64.</ref> Ο νεαρός βασιλιάς και οι σύμβουλοι του έκαναν σημαντικές προσπάθειες να προχωρήσει ο Φίλιππος σε εκστρατεία στην έδρα του Σαλαντίν στην Αίγυπτο αλλά καθυστερούσε με δικαιολογίες.<ref>Hamilton 2000, σσ. 122-128.</ref> Οι φήμες που κυκλοφορούσαν έλεγαν ότι ο Ραϋμόνδος Γ΄ και ο Βοημούνδος τον είχαν πείσει να καθυστερήσει επειδή ''"ήθελαν να τον έχουν στα κράτη τους για να τους ενισχύσει"''.<ref>Hamilton 2000, σ. 128.</ref><ref>Lewis 2017, σ. 242.</ref> Ο Φίλιππος της Αλσατίας ήρθε στην Τρίπολη στα τέλη Οκτωβρίου, ο Μέγας Δάσκαλος των Ιωαννιτών Ιπποτών ενώθηκε μαζί του τον Νοέμβριο με 100 ιππότες και 2.000 πεζούς από το βασίλειο της Ιερουσαλήμ.<ref>Runciman 1989, σ. 415.</ref><ref>Lewis 2017, σ. 243.</ref><ref>Hamilton 2000, σ. 132.</ref> Οι σύμμαχοι εκμεταλλεύτηκαν την ασθένεια του κυβερνήτη του Χαμά και επιτέθηκαν στην πόλη.<ref>Hamilton 2000, σ. 132.</ref> Η πολιορκία κράτησε μόνο τέσσερις μέρες, ο Βοημούνδος στην συνέχεια τους έπεισε να επιτεθούν στην Χαρίμ.<ref>Hamilton 2000, σσ. 132-133.</ref> Η πολιορκία διακόπηκε στις αρχές Δεκεμβρίου χωρίς να καταλάβουν την πόλη.<ref>Hamilton 2000, σ. 134.</ref> Τα επόμενα χρόνια ο Βοημούνδος έκλεισε ειρήνη με τον Ζενγκί κυβερνήτη του Χαλεπίου.<ref>Hamilton 2000, σ. 134.</ref>
Ο Νουρ Αντ-Ντιν πέθανε λίγο καιρό μετά τον Αμωρί, με τους γιους του να τον διαδέχονται στο Χαλέπι, την Μοσσούλη και την Δαμασκό, ενώ ο [[Σαλαντίν]], ο οποίος είχε κιόλας ανεξαρτητοποιηθεί, κυβερνούσε την Αίγυπτο. Δεν θ'αργήσει να βγάλει από την μέση τους γιους του Νουρ Αντ-Ντιν και να καταλάβει την την Δαμασκό, έχοντας, έτσι, υπό την κατοχή του το σύνολο των εδαφών της Αιγύπτου και της Συρίας και περικυκλώνοντας τα σταυροφορικά κράτη. Ο Ραϋμόνδος, ο [[Γουλιέλμος της Τύρου]] και μια μερίδα των Φράγκων βαρόνων αντιλήφθηκαν τον κίνδυνο, ενώ από την άλλη, μια άλλη μερίδα, συσπειρωμένη γύρω από την βασιλομήτορα [[Αγνή του Κουρτεναί]] και τον [[Ρενώ του Σατιγιόν]], έψαχνε την εσωτερική διαμάχη, ούσα αναίσθητη της επικινδυνότητας της κατάστασης.
 
Ο Ραϋμόνδος επιτέθηκε με μία ομάδα [[Τουρκομάνοι|Τουρκομάνων]] και κατέκτησε την διετία 1178 - 1179 πολλά λάφυρα, ο Σαλαντίν ενίσχυσε την άμυνα στα σύνορα για να αποφύγει περισσότερες επιδρομές.<ref>Lewis 2017, σ. 244.</ref> Ο Σαλαντίν με μία ομάδα ιππέων προχώρησε στα τέλη του Ιουνίου του 1179 σε επιθέσεις γύρω από την [[Σιδώνα]], ο Βαλδουίνος συγκέντρωσε τον στρατό για να αντιμετωπίσει την απειλή.<ref>Hamilton 2000, σ. 143.</ref><ref>Barber 2012, σ. 273.</ref> Ο Ραϋμόνδος Γ΄ που έμενε εκείνη την εποχή στην Τιβεριάδα ενώθηκε με τον βασιλικό στρατό.<ref>Lewis 2017, σ. 244.</ref> Οι επιδρομές των Σταυροφόρων ξεκίνησαν αλλά ο Σαλαντίν εμφανίστηκε αιφνίδια από την Γαλιλαία και τους συνέτριψε.<ref>Lewis 2017, σ. 244.</ref><ref>Hamilton 2000, σ. 143.</ref><ref>Barber 2012, σ. 273.</ref> Ο Ραϋμόνδος που παρακολουθούσε την μάχη από έναν λόφο δραπέτευσε στην Τύρο αλλά ο θετός του γιος [[Ούγος Α΄ του Σαιντ-Ομέρ]] αιχμαλωτίστηκε.<ref>Lewis 2017, σ. 244.</ref>
Ο Ραϋμόνδος Γ΄ και ο [[Βοημούνδος Γ΄ της Αντιόχειας|Βοημούνδος Γ΄]] πρίγκιπας της Αντιόχειας θέλησαν να μειώσουν την επιρροή, που είχαν στον Βαλδουίνο Δ΄ η μητέρα του Αγνή των Κουρτεναί και ο αδελφός της [[Ζοσλέν Γ΄ της Έδεσσας|Ζοσλέν Γ΄]] κόμης της Έδεσσας και βάδισαν στην Ιερουσαλήμ. Η αιφνίδια άφιξή τους, που έκανε τον βασιλιά να νομίσει ότι ήλθαν να τον εκθρονίσουν, επέφερε τα αντίθετα: ο Βαλδουίνος Δ΄ πάντρεψε σε δεύτερο γάμο την αδελφή του [[Σιβύλλα της Ιερουσαλήμ|Σίβυλλα]] με τον [[Γκυ των Λουζινιάν]], υποστηρικτή των Κουρτεναί. Ο Ραϋμόνδος Γ΄ αναγκάστηκε να φύγει και να μην μπορεί να επιστρέψει για δύο έτη. Η σχέση του με τον Γκυ ήταν τεταμένη. Ο βασιλιάς στην επιθανάτιο κλίνη του αποκλήρωσε τη Σίβυλλα και όρισε διάδοχό του τον [[Βαλδουίνος Ε΄ της Ιερουσαλήμ|Βαλδουίνο Ε΄]], γιο της Σιβύλλας από τον πρώτο της γάμο. Οι πατριώτες τού Ραϋμόνδου Γ΄ έπεισαν τον Βαλδουίνο Δ΄ να ορίσει τον κόμη της Τρίπολης ως νομικό επιβλέποντα (bailiff) για τον 16ετή Βαλδουίνο Ε΄. Αλλά ο Ζοσλέν Γ΄ έγινε επίτροπος του νεαρού βασιλιά και έθεσε φρουρά σε όλα τα κάστρα της επικράτειας.
 
===Εσωτερικές συγκρούσεις===
Για την αντιμετώπιση του Σαλαντίν, ο Ραϋμόνδος ήταν υποστηρικτής μιας συμμαχίας με το Χαλέπι, το οποίο επίσης απειλούνταν από τον Σαλαντίν. Αυτή η συμμαχία θα του χρεωθεί σε παραπάνω από μια περίπτωση, ενώ θα του αποφέρει τον χαρακτηρισμό του ''"φίλου των Μουσουλμάνων"'' από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Όταν ο Βαλδουίνος Δ΄ ενηλικιώθηκε, ο Ραϋμόνδος Γ΄ παρέμεινε ως σύμβουλος του βασιλιά, με τον τελευταίο όμως να βρίσκεται πάντοτε μετέωρος μεταξύ των δύο αντίπαλων παρατάξεων.
 
Ο Ραϋμόνδος Γ΄ και ο Βοημούνδος Γ΄ της Αντιόχειας βάδισαν τον Απρίλιο του 1180 στην Ιερουσαλήμ.<ref>Lewis 2017, σ. 245.</ref><ref>Barber 2012, σ. 274.</ref> Ο Βαλδουίνος Δ΄ πίστευε ότι είχαν στόχο να τον εκθρονίσουν ,πάντρεψε την αδελφή του Σιβύλλα με τον Γκυ των Λουζινιάν έναν ιππότη από το Πουατού αν και είχε υποσχεθεί να την παντρέψει με τον [[Ούγος Γ΄ της Βουργουνδίας|Ούγο Γ΄ της Βουργουνδίας]].<ref>Barber 2012, σσ. 274-275.</ref><ref>Hamilton 2000, σσ. 150-154.</ref> Ο ιστορικός Μπέρναρντ Χάμιλτον (γεννήθηκε το 1932) γράφει ότι ο στόχος της εκστρατείας τους ήταν να περιορίσουν την εξουσία που ασκούσε στον ασθενή βασιλιά η μητέρα του Αγνή των Κουρτεναί και ο αδελφός της Ζοσλέν Γ΄ της Έδεσσας.<ref>Hamilton 2000, σ. 154.</ref> Ο Μπέρναρντ Χάμιλτον συνεχίζει ότι οι δύο κόμητες είχαν επίσης στόχο να ακυρώσουν τον γάμο της Σιβύλλας με τον Ούγο Γ΄ και να πείσουν τον Βαλδουίνο Δ΄ να την παντρέψει με τον σύμμαχο τους Βαλδουίνο των Ιμπελέν αλλά ο γάμος της με τον Γκυ τους κατέστρεψε τα σχέδια.<ref>Hamilton 2000, σ. 154.</ref> Ο Ραϋμόνδος και ο Βοημούνδος έχασαν την εύνοια του βασιλιά και εγκατέλειψαν τα Ιεροσόλυμα μετά το [[Πάσχα]].<ref>Lewis 2017, σ. 247.</ref>
Ο Ραϋμόνδος Γ΄ ανέλαβε και πάλι αντιβασιλέας στη διάρκεια της βασιλείας του [[Βαλδουίνος Ε' της Ιερουσαλήμ|Βαλδουίνου Ε΄]] από το [[1185]] ως το [[1186]]. Όταν το 1186 απεβίωσε ο Βαλδουίνος Ε΄, ο Ραϋμόνδος Γ΄ συγκάλεσε τους βαρόνους τού βασιλείου σε συγκέντρωση στο Ναμπλούς, αυτό όμως έκανε τους υποστηρικτές της Σίβυλλας να καταλάβουν την Ιερουσαλήμ και δεν θα κατάφερε να εμποδίσει την στέψη του [[Γκυ των Λουζινιάν|Γκυ ντε Λουζινιάν]], υποψηφίου για το συγκεκριμένο αξίωμα της αντίπαλης παράταξης. Η Σίβυλλα και ο Γκυ στέφθηκαν νέοι βασιλείς· τότε ο Ραϋμόνδος Γ΄ προσπάθησε να πείσει την νεότερη αδελφή της [[Ισαβέλλα Α΄ της Ιερουσαλήμ|Ισαβέλλα Α΄]] και τον σύζυγο αυτής [[Χάμφρεϋ Δ΄ του Τορόν|Χάμφρεϋ Δ΄]] κύριο τού Τορόν να διεκδικήσουν τον θρόνο, αλλά ο Χάμφρεϋ Δ΄ ορκίστηκε πίστη στους νέους βασιλείς. Ο Ραϋμόνδος Γ΄ αρνήθηκε να δώσει όρκο υποτέλειας στους νέους βασιλείς και συμμάχησε με τον Σαλαντίν: του επέτρεπε να περνάει από τη Γαλιλαία κατά τις εκστρατείες του εναντίον της Ιερουσαλήμ και να θέσει φρουρά στην Τιβεριάδα.
 
Ο Γουλιέλμος της Τύρου γράφει σχετικά με το περιστατικό :<ref>Hamilton 2000, σσ. 151-152.</ref>
Το 1187 ο Σαλαντίν ξεκίνησε μία μεγάλης κλίμακας επίθεση στους Σταυροφόρους και ο Ραϋμόνδος Γ΄ συμφιλιώθηκε με τον Γκυ. Ο Γκυ των Λουζινιάν, χωρίς να διαθέτει καμία πολιτική ή στρατιωτική αρετή, αποφάσισε να εκστρατεύσει εναντίον του Σαλαντίν υπό ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες, παρά να τον περιμένει, όπως τον συμβούλευαν ο Ραϋμόνδος και οι Ιωαννίτες Ιππότες. Τελικώς, θα καταφέρουν να μεταπείσουν τον Γκυ, προτού αυτός ετοιμαστεί για την εκστρατεία, οδηγώντας έτσι τον στρατό του στην καταστροφή. Θα κατηγορήσει αργότερα τον Ραϊμόνδο Γ΄ για λιποψυχία και ενώ η γυναίκα του, Εσίβ, βρισκόταν πολιορκημένη στην Τιβεριάδα.
 
''"Ο λόρδος Ραϋμόνδος της Τρίπολης και ο λόρδος Βοημούνδος της Αντιόχειας μπήκαν με μεγάλο στρατό στην πόλη, ο βασιλιάς τρομοκρατήθηκε επειδή πίστευε ότι ήθελαν να ξεσηκώσουν τον λαό σε εξέγερση και να τον εκθρονίσουν. Ο βασιλιάς ήταν εκ γενετής άρρωστος από λέπρα και η κατάσταση της υγείας του γινόταν σε μεγάλο βαθμό μέρα με την μέρα χειρότερη. Η αδελφή του περίμενε την άφιξη του μνηστήρα της Ούγου Γ΄ της Βουργουνδίας από την [[Γαλλία]]. Ο τρομοκρατημένος βασιλιάς μόλις μπήκε ο στρατός άλλαξε αιφνίδια γνώμη και αποφάσισε να παντρέψει την αδελφή του με έναν νεαρό ευγενή τον Γκυ των Λουζινιάν"''.
Ο Ραϋμόνδος έλαβε μέρος στη [[Μάχη του Χατίν|Μάχης του Χατίν]] στις [[4 Ιουλίου]] [[1187]], ως διοικητής της εμπροσθοφυλακής τού Σταυροφορικού στρατού. Η μάχη έληξε με καταστροφική ήττα. Ο φραγκικός στρατός καταστράφηκε ολοκληρωτικά. Ο Ραϋμόνδος Γ΄ ήταν από τους λίγους διοικητές, που δεν σκοτώθηκε ή αιχμαλωτίστηκε. Κατάφερε να διαφύγει ζωντανός, περνώντας μέσα από τις γραμμές του αντίπαλου στρατού, αλλά, καθώς είχε απομείνει μονάχα με την εμπροσθοφυλακή του, υποχρεώθηκε να διαφύγει προς την Τύρο.
 
Την εποχή που ο Σαλαντίν επιτέθηκε στο πριγκιπάτο οι σύμμαχοι διέσχισαν την Γαλιλαία, η άφιξη τους τον ανάγκασε να υποχωρήσει, ο Σαλαντίν και ο Βαλδουίνος Δ΄ υπέγραψαν διετή ανακωχή.<ref>Lewis 2017, σ. 245.</ref> Η συνθήκη δεν κάλυπτε την Τρίπολη, αυτό επέτρεψε στον Σαλαντίν να κάνει αιφνίδιες επιδρομές στην κομητεία.<ref>Lewis 2017, σ. 247.</ref> Η επίθεση αιφνιδίασε τον Ραϋμόνδο που δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει τον στρατό του και δραπέτευσε στο κάστρο της Άκρας.<ref>Lewis 2017, σ. 245.</ref> Ο στρατός του Σαλαντίν λεηλάτησε τις βόρειες πεδιάδες της κομητείας και ο στόλος του κατέλαβε το νησί [[Αρουάντ]] στον [[Λίβανος|Λίβανο]], ο Σαλαντίν οπισθοχώρησε μόνο όταν ο Ραϋμόνδος υπέγραψε συνθήκη.<ref>Lewis 2017, σ. 245.</ref><ref>Lewis 2017, σ. 246.</ref> Τα επόμενα χρόνια ο Ραϋμόνδος Γ΄ ενίσχυσε σημαντικά την άμυνα της κομητείας παραχωρώντας δωρεές στους Ιωαννίτες Ιππότες.<ref>Lewis 2017, σ. 246.</ref> Μετά από δύο χρόνια απουσίας ο Ραϋμόνδος επιτέθηκε ξανά τον Απρίλιο του 1182 στην Γαλιλαία.<ref>Lewis 2017, σ. 253.</ref> Η μητέρα του Αγνή των Κουρτεναί και ο αδελφός της Ζοσλέν Γ΄ της Έδεσσας έπεισαν τον νεαρό βασιλιά να του απαγορεύσει να μπει στα Ιεροσόλυμα, ο Ραϋμόνδος Γ΄ οπισθοχώρησε στην Βηρυτό.<ref>Lewis 2017, σ. 253.</ref><ref>Hamilton 2000, σσ. 167-168.</ref> Ο Γουλιέλμος της Τύρου γράφει ότι ''"οι πρίγκιπες και οι μεγάλοι άρχοντες του βασιλείου"'' είχαν πείσει τον Βαλδουίνο Δ΄ να δεχτεί τον Ραϋμόνδο στα Ιεροσόλυμα.<ref>Lewis 2017, σ. 253.</ref><ref>Riley-Smith 1973, σ. 104.</ref> Στην επόμενη γενική Συνέλευση ο λόρδος της Υπεριορδανίας Ραϋνάλδος του Σατιγιόν πρότεινε να γίνει τον Μάιο του 1192 εκστρατεία κατά μήκος του ποταμού [[Ιορδάνης ποταμός|Ιορδάνη]] για να εμποδίσουν τον Σαλαντίν να επιτεθεί στην Συρία.<ref>Hamilton 2000, σ. 172.</ref>
Χωρίς να συναντήσει πλέον καμία αντίσταση απέναντί του, ο Σαλαντίν κατέλαβε την Γαλιλαία εντός των επόμενων ημερών, κατέλαβε τα διάφορα λιμάνια των [[Άγιοι Τόποι|Αγίων Τόπων]] στην διάρκεια του καλοκαιριού και στην συνέχεια κατέλαβε, ύστερα από πολιορκία, την [[Ιερουσαλήμ]] τον Οκτώβριο του 1187.
 
===Πρώτες επιδρομές του Σαλαντίν===
Ο Ραϋμόνδος Γ΄, ο οποίος είχε διαφύγει στην Τύρο, κατέφυγε στη συνέχεια στην Τρίπολη, όπου πέθανε λίγο καιρό αργότερα από πλευρίτιδα, τον Σεπτέμβριο του [[1187]]. Κληροδότησε την κομητεία του στον εγγονό τού εξαδέλφου του<ref>Είναι: Βαλδουίνος Β΄ της Ιερουσαλήμ > Χοντιέρνα των Ανζού > Ραϋμόνδος Γ΄ κόμης της Τρίπολης και<br>Βαλδουίνος Β΄ της Ιερουσαλήμ > Αλίκη των Ανζού > Κωνσταντία πριγκίπισσα της Αντιόχειας > Βοημούνδος Γ΄ πρίγκιπας της Αντιόχειας > Ραϋμόνδος Δ΄ κόμης της Τρίπολης.</ref> και αναδεκτό του [[Ραϋμόνδος Δ΄ της Αντιόχειας|Ραϋμόνδο Δ΄ των Πουατιέ]], δευτερότοκο γιο τού [[Βοημούνδος Γ΄ της Αντιόχειας|Βοημούνδου Γ΄]] πρίγκιπα της Αντιόχειας.
 
Ο Ραϋμόνδος Γ΄ αντιτάχθηκε επειδή πίστευε ότι θα παρέμεναν ανυπεράσπιστα τα δυτικά εδάφη αλλά η πλειοψηφία των βαρόνων έκανε δεκτή την πρόταση.<ref>Hamilton 2000, σ. 172.</ref> Ο Ραϋμόνδος Γ΄ συνόδευσε τον βασιλικό στρατό στην Υπεριορδανία, στην διάρκεια της απουσίας του στρατεύματα από τις γειτονικές Μουσουλμανικές πόλεις επιτέθηκαν στην Γαλιλαία και αιχμαλώτισαν 500 γυναίκες.<ref>Barber 2012, σ. 278.</ref><ref>Lewis 2017, σ. 254.</ref> Οι εισβολείς κυρίευσαν επίσης ένα οχυρωμένο σπήλαιο κοντά στην Τιβεριάδα με την υποστήριξη της τοπικής χριστιανικής φρουράς.<ref>Barber 2012, σ. 278.</ref><ref>Hamilton 2000, σ. 173.</ref> Ο βασιλικός στρατός επέστρεψε στις κεντρικές περιοχές του βασιλείου επειδή ο Βαλδουίνος Δ΄ υποπτεύθηκε ότι ο Σαλαντίν σχεδίαζε περισσότερες επιδρομές.<ref>Hamilton 2000, σ. 174.</ref> Ο Ραϋμόνδος Γ΄ έφτασε στην Τιβεριάδα και αρρώστησε βαριά, άφησε τον θετό του γιο Ούγο να διευθύνει τα στρατεύματα στην Γαλιλαία και ενώθηκε ο ίδιος με τον βασιλικό στρατό.<ref>Lewis 2017, σ. 254.</ref><ref>Hamilton 2000, σ. 174.</ref> Ο βασιλικός στρατός πίεσε τον Σαλαντίν να λύσει την πολιορκία και να αποχωρήσει από το πριγκιπάτο.<ref>Hamilton 2000, σ. 174.</ref>
==Οικογένεια==
Νυμφεύτηκε την Εσίβα τού Μπουρ, κόρη (ή ανιψιά) και κληρονόμο τού πρίγκιπα της Γαλιλαίας, η οποία τον έκανε πρίγκιπα της Γαλιλαίας και έτσι έναν από τους πλουσιότερους ευγενείς τού βασιλείου. Η Εσίβα ήταν χήρα τού [[Βάλτερ του Σαιντ Ομερ]].
 
Ο Ραϋμόνδος Γ΄ έκανε στα τέλη του 1182 επιδρομή στην Μπόρσα, σύμφωνα με τον Χάμιλτον ήταν μία ''"αποστολή αναγνώρισης"'' επειδή από την Μπόρσα μπορούσε να ελέγξει τις κινήσεις του στρατού της Δαμασκού.<ref>Hamilton 2000, σ. 179.</ref> Ο Ραϋμόνδος συμμετείχε επίσης σύμφωνα με τον Λιούις στην ανεπιτυχή εκστρατεία του βασιλιά στην Συρία λίγο πριν από τα Χριστούγεννα όταν ο βασιλικός στρατός συγκεντρώθηκε στην Τιβεριάδα.<ref>Lewis 2017, σ. 255.</ref> Ο Σαλαντίν κατέκτησε στην συνέχεια το Χαλέπι, το σημαντικότερο οχυρό των Ζενγκί στην Συρία (12 Ιουνίου 1183), στην συνέχεια επιτέθηκε στο βασίλειο της Ιερουσαλήμ.<ref>Hamilton 2000, σσ. 187-188.</ref><ref>Hamilton 2000, σ. 188.</ref><ref>Barber 2012, σ. 281.</ref> Με εντολή του Βαλδουίνου συγκεντρώθηκαν στην Σέπφωρις 1.000 ιππότες και 15.000 πεζοί, ο Ραϋμόνδος συμμάχησε μαζί τους.<ref>Lewis 2017, σ. 255.</ref><ref>Hamilton 2000, σ. 188.</ref><ref>Barber 2012, σ. 281.</ref> Ο Βαλδουίνος αρρώστησε βαριά με πυρετό και διόρισε βάιλο τον Γκυ των Λουζινιάν.<ref>Hamilton 2000, σσ. 188-189.</ref> Ο Σαλαντίν διέσχισε τον Ιορδάνη και λεηλάτησε το Μπεθσάν (29 Σεπτεμβρίου 1183), συνέχισε εννιά χρόνια τις επιδρομές του αλλά οι Σταυροφόροι δεν ήθελαν να επιτεθούν ανοιχτά στον στρατό του.<ref>Barber 2012, σσ. 281-282.</ref> Ο Γουλιέλμος της Τύρου κατηγορεί τους αντιπάλους του Γκυ των Λουζινιάν ότι απέφευγαν να επιτεθούν στους εισβολείς επειδή φοβήθηκαν ότι θα κάνουν ισχυρότερο τον Γκυ.<ref>Lewis 2017, σ. 255.</ref>
== Σχετικά Λήμματα ==
 
* [[Κομητεία της Τρίπολης]]
===Η διαδοχή του Βαλδουίνου Δ΄===
* [[Κόμητες της Τρίπολης]]
 
* [[Το Βασίλειο των Ουρανών]]: ταινία με θέμα την κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τον Σαλαντίν.
Οι σχέσεις ανάμεσα στον βασιλιά και τον Γκυ εντάθηκαν τους επόμενους μήνες, ο Βαλδουίνος Δ΄ συγκάλεσε τους βαρόνους για να συζητήσουν το θέμα της διαδοχής.<ref>Hamilton 2000, σ. 192.</ref><ref>Riley-Smith 1973, σ. 107.</ref><ref>Hamilton 2000, σσ. 192-193.</ref> Ο Βαλδουίνος, ο Ραϋμόνδος , ο Ρέτζιναλντ της Σιδώνος και οι αδελφοί Ιμπελέν τον πίεσαν να αποκηρύξει τον Γκυ, έπεισαν τον βασιλιά να ανακηρύξει διάδοχο τον θετό γιο του [[Βαλδουίνος Ε΄ της Ιερουσαλήμ|Βαλδουίνο του Μομφερράτου]].<ref>Lewis 2017, σ. 255.</ref><ref>Barber 2012, σ. 282.</ref> Το μικρό παιδί στέφτηκε [[Κατάλογος βασιλέων της Ιερουσαλήμ|Βασιλιάς της Ιερουσαλήμ]] (20 Νοεμβρίου 1183).<ref>Barber 2012, σ. 282.</ref> Ο Γουλιέλμος της Τύρου καταγράφει ότι ''"επιθυμία του βασιλιά"'' ήταν να διορίσει κάποιον κηδεμόνα για τον μικρό Βαλδουίνο, οι βαρόνοι τον έπεισαν ότι ο Ραϋμόνδος ήταν ο ''"καταλληλότερος για την θέση"''.<ref>Hamilton 2000, σ. 195.</ref> Η Συνέλευση διαλύθηκε όταν έμαθαν για την ξαφνική επίθεση του Σαλαντίν στο ''"κάστρο του Καράκ"', ο βασιλιάς συγκέντρωσε στρατό αλλά δεν συμμετείχε ο ίδιος προσωπικά και ανέθεσε στον Ραϋμόνδο την διοίκηση του.<ref>Barber 2012, σ. 284.</ref><ref>Barber 2012, σ. 285.</ref> Όταν ο Σαλαντίν έμαθε ότι φτάνει στρατός από τα Ιεροσόλυμα έλυσε την πολιορκία (3 Δεκεμβρίου 1183).<ref>Barber 2012, σ. 285.</ref>
 
===Δεύτερη αντιβασιλεία===
 
Ο Λατίνος πατριάρχης της Ιερουσαλήμ και οι Μεγάλοι Μάγιστροι των Ναιτών και των Ιωαννιτών μεσολάβησαν για να κλείσει ειρήνη ανάμεσα στον Βαλδουίνο Δ΄ και τον Γκυ αλλά ο βασιλιάς δεν συγχωρούσε τον γαμπρό του.<ref>Barber 2012, σ. 285.</ref> Ο Γκυ έκανε επιδρομή σε [[Βεδουίνοι|Βεδουίνους]] που έβοσκαν τα πρόβατα τους στα βασιλικά κτήματα.<ref>Lewis 2017, σ. 255.</ref> Η πράξη αυτή εξόργισε τον βασιλιά, σύμφωνα με τον Γουλιέλμο της Τύρου ο Βαλδουίνος Δ΄ συγκάλεσε Συνέλευση βαρόνων και ανέθεσε στον Ραϋμόνδο Γ΄ την ''"διακυβέρνηση και την γενική διοίκηση του βασιλείου"''.<ref>Lewis 2017, σ. 255.</ref> Τα ''"Χρονικά του Έρνουλ"'' και οι ''"Ιστορίες του Ηράκλειου"'' αναφέρουν ότι ο Βαλδουίνος Δ΄ συγκάλεσε συνέλευση μόνο όταν τον προειδοποίησαν οι βαρόνοι ότι ο Γκυ ήταν εξουσιοδοτημένος να κυβερνήσει το βασίλειο μετά τον θάνατο του.<ref>Hamilton 2000, σσ. 205-206.</ref> Ο ετοιμοθάνατος βασιλιάς ζήτησε από τους βαρόνους να του δηλώσουν το όνομα του κηδεμόνα και αυτοί απάντησαν ομόφωνα τον Ραϋμόνδο.<ref>Hamilton 2000, σ. 206.</ref> Τα ''"Χρονικά του Έρνουλ"'' γράφουν ότι ο Βαλδουίνος Δ΄ έκανε δεκτή την απόφαση και όρισε τον Ραϋμόνδο ''"αντιβασιλιά και κηδεμόνα για δέκα χρόνια μέχρι την ενηλικίωση του μικρού Βαλδουίνου"''.<ref>Hamilton 2000, σ. 206.</ref> Οι περισσότερες πηγές δεν αναφέρουν την ημερομηνία του γεγονότος, μόνο τα ''"Χρονικά του Έρνουλ"'' γράφουν ότι ο Ραϋμόνδος ορίστηκε αντιβασιλιάς το 1185.<ref>Hamilton 2000, σ. 204.</ref><ref>Lock 2006, σ. 69.</ref>
 
Τα ''"Χρονικά του Έρνουλ"'' και οι ''"Ιστορίες του Ηράκλειου"'' καταγράφουν ότι η Υψηλή Αυλή θέσπισε κανόνες όταν ο Ραϋμόνδος Γ΄ εγκαταστάθηκε στην αντιβασιλεία.<ref>Lewis 2017, σ. 256.</ref>
Οι βαρόνοι επέλεξαν τον Ζοσλέν Γ΄ της Έδεσσας σαν κηδεμόνα του μικρού Βαλδουίνου σε περίπτωση απουσίας του.<ref>Lewis 2017, σ. 256.</ref><ref>Lock 2006, σ. 70.</ref> Η Υψηλή Αυλή αποφάσισε ότι όλα τα βασιλικά κάστρα θα δοθούν σε βασιλικά τάγματα, ο Ραϋμόνδος θα κρατούσε μονάχα το κάστρο της Βηρυτού σαν αποζημίωση στα έξοδα της αντιβασιλείας.<ref>Lewis 2017, σ. 256.</ref><ref>Lock 2006, σ. 70.</ref> Η Υψηλή Αυλή αποφάσισε τέλος αν το παιδί πεθάνει πριν ενηλικιωθεί την διαδοχή ανάμεσα στην μητέρα του και στην ετεροθαλή αδελφή της [[Ισαβέλλα Α΄ της Ιερουσαλήμ]] θα την αποφάσιζαν ο πάπας, ο [[Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας]] και οι βασιλείς της Αγγλίας και της Γαλλίας.<ref>Lewis 2017, σ. 256.</ref><ref>Lock 2006, σ. 70.</ref> Οι κανόνες πέρασαν για να περιορίσουν την εξουσία της αντιβασιλείας.<ref>Lewis 2017, σ. 256.</ref>
Η ημερομηνία που πέθανε ο Βαλδουίνος Δ΄ είναι άγνωστη, το βέβαιο ήταν ότι πέθανε πριν τις 16 Μαΐου 1185.<ref>Lock 2006, σ. 70.</ref> Ο βασιλιάς ήταν ακόμα ζωντανός όταν ο Ραϋμόνδος έστειλε απεσταλμένους στον Σαλαντίν για διαπραγματεύσεις μαζί του, έκλεισαν ανακωχή τεσσάρων ετών.<ref>Hamilton 2000, σ. 211.</ref> Ο Σαλαντίν συμφώνησε να κλείσει ειρήνη με τους Σταυροφόρους επειδή ο κυβερνήτης της Μοσούλης από τον Οίκο των Ζενγκίντ έκανε συμμαχία εναντίον του.<ref>Barber 2012, σ. 290.</ref> Ο Σαλαντίν προχώρησε σε μία σειρά από επιθέσεις στην [[Μοσούλ]] και ανάγκασε τον Μάρτιο του 1186 τον εμίρη να δεχτεί την κυριαρχία του.<ref>Lock 2006, σ. 70.</ref><ref>Barber 2012, σσ. 290-291.</ref> Ο Ραϋμόνδος Γ΄ δεν μπορούσε να αποκτήσει περισσότερες εξουσίες όσο ήταν αντιβασιλιάς, ο Ζοσλέν Γ΄ της Έδεσσας, ο πατριάρχης Ηράκλειος και ο νέος αρχιδιάκονος Πέτρος ήταν εχθροί του και οπαδοί του Γκυ.<ref>Hamilton 2000, σ. 214.</ref> Οι Ναίτες ιππότες επέλεξαν νέο Μάγιστρο τον προσωπικό του εχθρό [[Ζεράρ ντε Ριντφόρ]].<ref>Hamilton 2000, σ. 214.</ref><ref>Barber 2012, σ. 294.</ref>
 
==Πτώση==
 
===Άνοδος του Γκυ των Λουζινιάν και της Σιβύλλας===
 
Ο μικρός Βαλδουίνος Ε΄ πέθανε αιφνίδια στην Άκρα το καλοκαίρι του 1186, ο Ζοσλέν Γ΄ κάλεσε τον Ραϋμόνδο στην Τιβεριάδα να παραστεί στην συνέλευση και άφησε τους Ναΐτες να μεταφέρουν την σωρό του νεαρού βασιλιά στα Ιεροσόλυμα.<ref>Barber 2012, σ. 293.</ref><ref>Hamilton 2000, σ. 217.</ref> Με πλεονέκτημα την απουσία του Ραϋμόνδου ο Ζοσλέν κατέλαβε την Άκρα και την Βηρυτό.<ref>Hamilton 2000, σ. 217.</ref><ref>Riley-Smith 1973, σ. 109.</ref> Ο Ραϋμόνδος Γ΄ κάλεσε τους βαρόνους του βασιλείου του στην [[Ναμπλούς]], φέουδο του Μπαλιάν του Ιμπελέν ενός από τους οπαδούς του.<ref>Barber 2012, σ. 293.</ref><ref>Hamilton 2000, σ. 217.</ref> Οι συγγραφείς Άρνολντ όφα Λούμπεκ (1150 -1211) και Αλι Ιμπν Αλ-Άτιρ (1160 - 1233) γράφουν ότι στην Συνέλευση αυτή ο Ραϋμόνδος προσπάθησε να καταλάβει τον θρόνο.<ref>Hamilton 2000, σ. 217.</ref> Η αλήθεια της αναφοράς αμφισβητείται επειδή δεν ήταν παρόντες στην Συνέλευση και έγραψαν τις ιστορίες τους μετά τα γεγονότα, οι αναφορές ωστόσο δείχνουν τις φιλοδοξίες του Ραϋμόνδου για τον θρόνο.<ref>Hamilton 2000, σ. 217.</ref><ref>Lewis 2017, σ. 259.</ref>
 
Την εποχή που συγκεντρώθηκαν οι βαρόνοι στην Ναμπλούς η Σιβύλλα και ο Γκυ των Λουζινιάν ήταν παρόντες στη κηδεία του νεαρού βασιλιά Βαλδουίνου Ε΄ στα Ιεροσόλυμα.<ref>Hamilton 2000, σ. 217.</ref> Ο πατριάρχης των Ιεροσολύμων, οι Μεγάλοι Μάγιστροι των Ναιτών και των Ιωαννιτών και ο Ραϋνάλδος του Σατιγιόν όλοι οπαδοί της Σιβύλλας ήταν επίσης παρόντες.<ref>Hamilton 2000, σ. 218.</ref><ref>Barber 2012, σ. 293.</ref> Οι οπαδοί της Σιβύλλας αποφάσισαν να την στέψουν βασίλισσα αγνοώντας την απόφαση που είχε πάρει η Υψηλή Πύλη στις αρχές του 1185 σχετικά με την εκλογή της νέας βασίλισσας από τους τέσσερις μεγάλους μονάρχες.<ref>Hamilton 2000, σ. 218.</ref> Η Σιβύλλα προσκάλεσε τους βαρόνους στην στέψη της αλλά αρνήθηκαν να παραστούν.<ref>Barber 2012, σσ. 293-294.</ref><ref>Hamilton 2000, σ. 220.</ref> Οι βαρόνοι έστειλαν δύο [[Τάγμα των Κιστερκιανών|Κιστερκιανούς]] μοναχούς στα Ιεροσόλυμα να πληροφορήσουν την Σιβύλλα για την απόφαση της, ο Ραϋμόνδος Γ΄ έστειλε δύο οπαδούς του μεταμφιεσμένους για να τους κατασκοπεύσουν στην πρωτεύουσα.<ref>Lewis 2017, σ. 260.</ref>
 
===Σύγκρουση με τον Γκυ των Λουζινιάν===
 
Οι οπαδοί της Σιβύλλας αγνόησαν την απαγόρευση των βαρόνων, κάλεσαν τον πατριάρχη Ηράκλειο που την έστεψε βασίλισσα στα τέλη Σεπτεμβρίου, η ίδια έβαλε το στέμμα στο κεφάλι του Γκυ και ο πατριάρχης τον έχρισε βασιλιά.<ref>Lock 2006, σ. 70.</ref><ref>Lewis 2017, σ. 260.</ref><ref>Hamilton 2000, σ. 220.</ref> Ο Ραϋμόνδος Γ΄ και οι οπαδοί του αποφάσισαν να στέψουν βασίλισσα την ετεροθαλή αδελφή της Σιβύλλας Ισαβέλλα Α΄ και τον σύζυγο της Χάμφρεϋ Δ΄ του Τορόν.<ref>Lewis 2017, σ. 260.</ref> Ο Χάμφρεϋ ωστόσο οπαδός του Γκυ των Λουζινιάν αρνήθηκε την προσφορά και ορκίστηκε πίστη στον νέο βασιλιά με την δικαιολογία ότι ήθελε να αποφύγει τον εμφύλιο, οι υπόλοιποι βαρόνοι ακολούθησαν το παράδειγμα του.<ref>Lewis 2017, σ. 260.</ref><ref>Riley-Smith 1973, σ. 111.</ref> Ο Ραϋμόνδος Γ΄ επέστρεψε στην Τιβεριάδα χωρίς να δώσει όρκο υποτέλειας στην Σιβύλλα και στον Γκυ των Λουζινιάν.<ref>Lewis 2017, σ. 264.</ref>
 
Ο Γκυ κατηγόρησε τον Ραϋμόνδο για προδοσία και επιτέθηκε τον Οκτώβριο στην Γαλιλαία.<ref>Lock 2006, σ. 70.</ref><ref>Lewis 2017, σ. 264.</ref> Ο Γκυ ζήτησε αναφορά από τον Ραϋμόνδο για την περίοδο που ήταν αντιβασιλιάς αλλά εκείνος απάντησε ότι ξόδεψε όλο το θησαυροφυλάκιο στα κρατικά έξοδα. Ο Ραϋμόνδος Γ΄ κατέφυγε στον Σαλαντίν, του ζήτησε βοήθεια και του πρότεινε συμμαχία, ο σουλτάνος έστειλε στρατό στην Τιβεριάδα και ανάγκασε τον Γκυ να οπισθοχωρήσει.<ref>Lewis 2017, σ. 264.</ref><ref>Hamilton 2000, σ. 222.</ref> Ο Σαλαντίν πρότεινε σύμφωνα με τον Αλι Ιμπν Αλ-Άτιρ στον Ραϋμόνδο να τον κάνει ''"ανεξάρτητο βασιλιά από όλους τους Φράγκους"''.<ref>Lewis 2017, σσ. 264-265.</ref> Ο Άρνολντ όφα Λούμπεκ με την σειρά του γράφει ότι ο Ραϋμόνδος πρότεινε στον Σαλαντίν να του επιτρέψει να περάσει ο στρατός του από την Γαλιλαία και σε αντάλλαγμα να τον βοηθήσει να πάρει τον θρόνο.<ref>Hamilton 2000, σ. 224.</ref>
Ο Λιούις παρέχει την πληροφορία ότι ένας [[Οξιτανία|Οξιτανός]] τροβαδούρος ο Πέιρε Βιντάλ (1175 - 1205) επισκέφτηκε την αυλή του Ραϋμόνδου στην Τιβεριάδα την εποχή που υπήρχε σύγκρουση ανάμεσα στον ίδιο και το βασιλικό ζεύγος.<ref>Lewis 2017, σσ. 261, 263.</ref> Ο Ραϋμόνδος Γ΄ παρείχε προστασία στον Πέιρε Βιντάλ και εκείνος με την σειρά του αφιέρωσε στον κόμη ένα από τα ποιήματα του.<ref>Lewis 2017, σ. 261.</ref> Ο Λιούις γράφει επίσης ότι την ίδια εποχή ο Ραϋμόνδος Γ΄ είχε μεγάλη επιθυμία να επιλέξει σαν διάδοχο του ένα μέλος του [[Οίκος της Τουλούζης|Οίκου της Τουλούζης]] υπό τον όρο να εγκατασταθεί μόνιμα στην Κομητεία της Τρίπολης.<ref>Lewis 2017, σ. 263.</ref> Η προσφορά του Ραϋμόνδου φαίνεται ότι έχει καταγραφεί σε μετέπειτα πηγές με έναν στοίχο στις ''"Γραμμές του Ουτρεμέρ"'' αλλά η ιστορία φαίνεται ότι είναι έμπνευση του συγγραφέα.<ref>Lewis 2017, σ. 263.</ref>
 
===Η επέλαση του Σαλαντίν===
 
Ο Σαλαντίν αποφάσισε να κάνει μία τεράστια επίθεση εναντίον του βασιλείου και συγκέντρωσε στις αρχές του 1187 δυνάμεις από ολόκληρη την αυτοκρατορία.<ref>Barber 2012, σ. 297.</ref> Οι βαρόνοι του βασιλείου έπεισαν τον Γκυ των Λουζινιάν να συμφιλιωθεί με τον Ραϋμόνδο.<ref>Lewis 2017, σ. 267.</ref> Οι Μάγιστροι των δυο μεγάλων Στραυιωτικών Ταγμάτων, ο αρχιεπίσκοπος της Τύρου Ρέτζιναλντ της Σιδώνας (1130 - 1202) και ο Μπαλιάν του Ικπελέν ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με τον Ραϋμόνδο στην Τιβεριάδα.<ref>Barber 2012, σ. 297.</ref><ref>Lewis 2017, σ. 267.</ref> Ο γιος του Σαλαντίν [[Μαλίκ αλ-Αφντάλ]] έστειλε τον Κύριο του Χαρίμ και της Έδεσσας Μουζάφαρ Αλ-Ντιν να ξεκινήσει την επιδρομή στο βασίλειο.<ref>Barber 2012, σσ. 297-298.</ref> Ο Ραϋμόνδος Γ΄ σύμφωνα με την συνθήκη που είχε κλείσει επέτρεψε στα Μουσουλμανικά στρατεύματα να περάσουν από την Γαλιλαία.<ref>Barber 2012, σ. 298.</ref> Μετά την επιδρομή του Μαλίκ αλ-Αφντάλ στην [[Ναζαρέτ]] οι αρχηγοί των Στρατιωτικών Ταγμάτων επιτέθηκαν στους εισβολείς αν και οι δυνάμεις τους ήταν σημαντικά λιγότερες.<ref>Hamilton 2000, σ. 228.</ref> Οι Μουσουλμάνοι συνέτριψαν ολοκληρωτικά τους Σταυροφόρους (1 Μαΐου 1187), μονάχα ο [[Ζεράρ ντε Ριντφόρ]] με άλλους τρεις ιππότες δραπέτευσαν από το πεδίο της μάχης.<ref>Barber 2012, σ. 298.</ref> Οι ''"Ιστορίες του Ηρακλέους"'' κατηγόρησαν τον Ριντφόρ για την συντριβή με τον δισταγμό του να επιτεθεί στον Συριακό στρατό.<ref>Hamilton 2000, σ. 228.</ref> Οι επιδρομείς επέστρεψαν στην Συρία αφού λεηλάτησαν ολόκληρη την Γαλιλαία, οι κεφαλές των ιπποτών κρεμάστηκαν επιδεικτικά πάνω στις λόγχες τους.<ref>Hamilton 2000, σ. 228.</ref>
 
Ο Μπαλιάν του Ιμπελέν και οι αρχιεπίσκοποι της Τύρου και της Ναζαρέτ έφτασαν την επόμενη μέρα στην Τιβεριάδα.<ref>Hamilton 2000, σ. 228.</ref><ref>Runciman 1989, σσ. 453-454.</ref> Τα ''"Χρονικά του Έρνουλ"'' γράφουν ότι τα νέα για την καταστροφή των Σταυροφόρων ήταν τεράστιο πλήγμα για τον Ραϋμόνδο, συμφώνησε να δώσει στον Γκυ προσωπικό όρκο υποτέλειας.<ref>Runciman 1989, σ. 454.</ref> Έδιωξε την Μουσουλμανική φρουρά που είχε εγκατασταθεί στην Τιβεριάδα την εποχή που έκλεισε συμμαχία με τον Σαλαντίν.<ref>Hamilton 2000, σ. 229.</ref> Ο Αλι Ιμπν Αλ-Άτιρ γράφει ότι ο Ραϋμόνδος Γ΄ πιέστηκε με την βία να έρθει σε συμφωνία με τον βασιλιά όταν οι ευγενείς απείλησαν το βασίλειο του με διάλυση και οι ιερείς απείλησαν ότι θα ακυρώσουν τον γάμο του.<ref>Hamilton 2000, σ. 228.</ref><ref>Lewis 2017, σ. 207.</ref> Ο Γκυ και ο Ραϋμόνδος συναντήθηκαν σε ένα κάστρο κοντά στα Ιεροσόλυμα που βρισκόταν στην κατοχή των Ιωαννιτών.<ref>Barber 2012, σ. 299.</ref> Ο Ραϋμόνδος σύμφωνα με τα ''"Χρονικά του Έρνουλ"'' έδωσε όρκο υποτέλειας στον Γκυ αφού έπεσε στα γόνατα του και ο Γκυ με την σειρά του τον συγχώρεσε για την παράνομη στέψη του.<ref>Runciman 1989, σ. 454.</ref><ref>Barber 2012, σ. 299.</ref>
 
===H Μάχη του Χαττίν===
 
Ο Γκυ διέταξε να συγκεντρωθούν τα στρατεύματα του στην Σέπφωρις.<ref>Lewis 2017, σ. 267.</ref><ref>Lock 2006, σ. 71.</ref> Ο Ραϋμόνδος Γ΄ ενώθηκε με τον βασιλικό στρατό, μαζί του ήρθαν ιππότες από ολόκληρη την Γαλιλαία αφήνοντας στην Τιβεριάδα την σύζυγο του με μία μικρή φρουρά, στην Σεπφωρίς ήρθαν επίσης ιππότες από την κομητεία της Τιβεριάδας.<ref>Lewis 2017, σ. 269.</ref> Ο Σαλαντίν επιτέθηκε στην Γαλιλαία (2 Ιουλίου 1187) και ξεκίνησε την πολιορκία της πόλης, ο στρατό του υπερείχε σημαντικά περισσότερο από 30%.<ref>Hamilton 2000, σ. 229.</ref><ref>Lewis 2017, σ. 268.</ref> Η Εσίβα έστειλε απεσταλμένους στο στρατόπεδο των Σταυροφόρων να τους πληροφορήσει για την επίθεση του Σαλαντίν.<ref>Hamilton 2000, σ. 229.</ref><ref>Lewis 2017, σ. 268.</ref> Τα νέα για την πολιορκία της Τιβεριάδας προκάλεσαν ξανά εμφύλια σύγκρουση ανάμεσα στους Σταυροφόρους επειδή ο Ραϋμόνδος και ο Ριντφόρ πρότειναν ανεπιθύμητες στρατηγικές.<ref>Lewis 2017, σ. 268.</ref> Με δεδομένο το γεγονός ότι η πόλη θα μπορούσε να αντισταθεί σε μία μακρόχρονη πολιορκία ο Ραϋμόνδος ήθελε να αποφύγουν να δώσουν ανοιχτή μάχη, πρότεινε επίσης να στείλει απεσταλμένους ο Γκυ στην Αντιόχεια και να ζητήσει ενισχύσεις από τον Βοημούνδο Γ΄.<ref>Lewis 2017, σ. 268.</ref><ref>Barber 2012, σ. 300.</ref> Ο Ριντφόρ και ο Σατιγιόν όταν άκουσαν την πρόταση του Ραϋμόνδου τον κατηγόρησαν για δειλία και ότι η πρόταση του θα του κοστίσει την κομητεία του.<ref>Barber 2012, σ. 300.</ref><ref>Lewis 2017, σ. 268.</ref> Ο βασιλιάς ήταν έτοιμος να δεχτεί την πρόταση του Ραϋμόνδου αλλά ο Ριντφόρ τον κατηγόρησε ταυτόχρονα για την παλαιότερη συμμαχία του με τον Σαλαντίν.<ref>Barber 2012, σ. 300.</ref><ref>Lewis 2017, σ. 268.</ref> Ο Γκυ των Λουζινιάν αποφάσισε τελικά να επιτεθεί και διέταξε τον στρατό του να προχωρήσει στην Τιβεριάδα.<ref>Barber 2012, σ. 300.</ref>
 
Ο Ραϋμόνδος Γ΄ σαν άρχοντας της περιοχής διορίστηκε αρχηγός του στρατού που θα διασχίσει την Γαλιλαία.<ref>Runciman 1989, σ. 457.</ref><ref>Barber 2012, σ. 302.</ref> Την εποχή που τα στρατεύματα του Σαλαντίν επιτέθηκαν στους Ναΐτες από τα νότια οι Σταυροφόροι σταμάτησαν σε ένα πηγάδι για να συγκεντρώσουν νερό επειδή διψούσαν.<ref>Runciman 1989, σ. 457.</ref><ref>Barber 2012, σ. 302.</ref> Τα ''"Χρονικά του Έρνουλ"'' κατηγορούν τον Ραϋμόνδο για την απόφαση αυτή, άλλοι σημειώνουν ότι το αποφάσισε ο βασιλιάς παρά την αντίθετη γνώμη του Ραϋμόνδου.<ref>Barber 2012, σσ. 295, 302.</ref> Τα στρατεύματα του Σαλαντίν περικύκλωσαν τους Σταυροφόρους που αναζητούσαν νερό και τους έσφαξαν όλους.<ref>Runciman 1989, σσ. 457-458.</ref> Ο στρατός συνέχισε την επόμενη μέρα την πορεία του για την Τιβεριάδα αλλά δέχτηκε συνεχείς επιθέσεις από τον στρατό του Σαλαντίν.<ref>Barber 2012, σσ. 302-303.</ref><ref>Runciman 1989, σ. 458.</ref> Οι στρατιώτες εξαντλημένοι από την δίψα προσπάθησαν να ανοίξουν δρόμους στον στρατό του Σαλαντίν για να πάνε στην θάλασσα της Τιβεριάδας αλλά σφαγιάστηκαν, πέντε από τους ιππότες του Ραϋμόνδου αποστάτησαν στον στρατό του Σαλαντίν.<ref>Runciman 1989, σ. 458.</ref> Σε μία προσπάθεια του να φτάσει στις πηγές κοντά στην Χαττίν ο Ραϋμόνδος επιτέθηκε με το ιππικό του στις δυτικές πλευρές του Μουσουλμανικού στρατού και μπόρεσε να ανοίξει ένα ασφαλές πέρασμα για τον στρατό του.<ref>Barber 2012, σ. 303.</ref> Ο Ραϋμόνδος Γ΄ και οι Σταυροφόροι που τον συνόδευαν δεν επέστρεψαν, δραπέτευσαν πρώτα στην [[Σαφέντ]] και μετά στην Τύρο.<ref>Barber 2012, σ. 303.</ref><ref>Lewis 2017, σ. 270.</ref>
 
===Επιπτώσεις και θάνατος===
 
Οι υπόλοιποι Σταυροφόροι εξαφανίστηκαν και οι υποτελείς του Ραϋμόνδου αιχμαλωτίστηκαν.<ref>Lock 2006, σ. 71.</ref><ref>Lewis 2017, σ. 270.</ref><ref>Riley-Smith 1973, σ. 112.</ref> Οι πόλεις δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στον Σαλαντίν που τις κυρίευσε όλες τον επόμενο μήνα.<ref>Barber 2012, σσ. 307-308.</ref> Η Εσίβα του Μπυρ παρέδωσε την Τιβεριάδα στον Σαλαντίν και ενώθηκε με τον Ραϋμόνδο στην Τύρο.<ref>Lewis 2017, σ. 272.</ref> Ο Εμπριάκο παρέδωσε στον Σαλαντίν το Τζουμπαίλ με αντάλλαγμα την ελευθερία του (4 Αυγούστου 1187). Ο Σαλαντίν κατέλαβε την Βηρυτό (6 Αυγούστου 1187) και ο Ραϋμόνδος δραπέτευσε για την Τρίπολη επειδή πίστευε ότι μπορούσε να καταλάβει εύκολα ο Σαλαντίν την Τύρο, οι παλιοί του σύμμαχοι Μπαλιάν του Ιμπελέν και Ρέτζιναλντ της Σιδώνας ενώθηκαν σύντομα μαζί του.<ref>Lewis 2017, σ. 272.</ref><ref>Lewis 2017, σσ. 271-272.</ref>
 
Ο Ραϋμόνδος Γ΄ αρρώστησε βαριά στην Τρίπολη, σύμφωνα με μερικές πληροφορίες υπέφερε από πλευρίτιδα.<ref>Barber 2012, σ. 312.</ref><ref>Lewis 2017, σ. 273.</ref> Οι περισσότεροι συγγραφείς συμφωνούν στο ότι αρρώστησε από την μεγάλη του λύπη για την συντριβή του αυτοκρατορικού στρατού.<ref>Lewis 2017, σ. 273.</ref> Δεν είχε παιδιά και σύμφωνα με την διαθήκη του κληροδότησε την κομητεία της Τρίπολης στον μεγαλύτερο γιο του Βοημούνδου Γ΄ της Αντιόχειας Ραϋμόνδο που ήταν και θετός γιος του.<ref>Lewis 2017, σ. 273.</ref> Ο συγγραφέας Ραλφ του Ντισέτο καταγράφει τον θάνατο του 15 μέρες μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ (17 Οκτωβρίου 1187).<ref>Barber 2012, σ. 424 (Σημείωση 118).</ref> Ο ιστορικός Λιούις παραπέμπει τον θάνατο του πιθανότατα τον Σεπτέμβριο.<ref>Lewis 2017, σ. 275.</ref>
 
==Ιστορικές γνώμες==
 
Ο Γουλιέλμος της Τύρου που είχε τον Ραϋμόνδο σε μεγάλη εκτίμηση τον περιγράφει σαν σοφό τόσο στην πολιτική όσο και τον πόλεμο.<ref>Lewis 2017, σ. 275.</ref> Έκανε ωστόσο και αρκετές αρνητικές περιγραφές για τον Ραϋμόνδο με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την δειλία του όταν αποχώρησε από την μάχη (1179).<ref>Lewis 2017, σ. 275.</ref><ref>Lewis 2017, σ. 244.</ref> Ο Γουλιέλμος της Τύρου ήταν καγκελάριος και επίσκοπος όταν ήταν αντιβασιλιάς ο Ραϋμόνδος συνεπώς η άποψη του δεν θεωρείται ουδέτερη, οι σύγχρονοι συγγραφείς όμως όπως ο [[Στήβεν Ράνσιμαν]] επηρεάστηκαν έντονα από την γνώμη του.<ref>Lewis 2017, σ. 275.</ref> Ο Λιούις έχει αρνητική γνώμη για τον Ραϋμόνδο τονίζοντας ότι ''"η σταδιοδρομία του στιγματίστηκε από μία μεγάλη σειρά ασήμαντων, λανθασμένων και καταστροφικών επιλογών"''.<ref>Lewis 2017, σ. 275.</ref> Ο Μπάρμπερ με την σειρά του σημειώνει ότι ''"οι πράξεις του είχαν όλες κριτήριο τις προσωπικές φιλοδοξίες του"''.<ref>Barber 2012, σ. 266.</ref>
Ο Γουλιέλμος της Τύρου γράφει :<ref>Hamilton 2000, σ. 132.</ref>
 
''"Ο Ραϋμόνδος Γ΄ ήταν άντρας λεπτός με μέτριο ύψος και σκοτεινό δέρμα, τα μαλλιά του ήταν ίσια με μέτριο μέγεθος και είχε διαπεραστικό βλέμμα. Το μυαλό του ήταν άστατο αλλά οι πράξεις του ήταν αποφασιστικές και τολμηρές με ανοιχτό μυαλό, έμεινε επίσης γνωστός για τις αστείες διατροφικές του συνήθειες. Ο Ραϋμόνδος ήταν πολύ φιλελεύθερος απέναντι στους ξένους αλλά καταπιεστικός στους άντρες της συνοδείας του."''
 
Οι σύγχρονοι Μουσουλμάνοι συγγραφείς περιγράφουν τον Ραϋμόνδο σαν έξυπνο και ικανό πολιτικό.<ref>Lewis 2017, σ. 205.</ref> Ο Αλι Ιμπν Αλ-Άτιρ (1160 - 1233) τονίζει ότι ''"Οι Σταυροφόροι τον σεβόντουσαν περισσότερο από όλους, δεν υπήρχε κανένας περισσότερο ανδρείος"'' την δεύτερη περίοδο της αντιβασιλείας του.<ref>The Chronicle of Ibn Al-Athīr for the Crusading Period from Al-Kāmil Fī'l-ta'rīkh (Έτος 582, ch. 326), σ. 315.</ref><ref>Lewis 2017, σσ. 205, 228 (144).</ref> Ο Αλι Ιμπν Αλ-Άτιρ αντίστοιχα γράφει ότι ο Μουσουλμάνοι τον θεωρούσαν σαν τον μεγαλύτερο εχθρό τους και τον χειρότερο ανάμεσα στους Φράγκους"''.<ref>Lewis 2017, σ. 274.</ref><ref>The Chronicle of Ibn Al-Athīr for the Crusading Period from Al-Kāmil Fī'l-ta'rīkh (Έτος 559, ch. 303), σ. 148.</ref> Ο Αμπού Σαμπά τον περιγράφει σαν τον μεγαλύτερο εχθρό των Μουσουλμάνων και ζητάει από τον Σαλαντίν να τον θανατώσει μαζί με τον Ραϋνάλδο του Σατιγιόν.<ref>Lewis 2017, σ. 274.</ref>
Οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί στηρίχτηκαν στον Γουλιέλμο της Τύρου και τα ''"Χρονικά του Έρνουλ"'' που περιγράφουν τον Ραϋμόνδο Γ΄ σαν έναν άντρα που ήθελε να κλείσει ειρήνη με τον Σαλαντίν για να επιβιώσουν τα Σταυροφορικά κράτη.<ref>Lewis 2017, σ. 237.</ref><ref>Hamilton 2000, σσ. 1-2.</ref><ref>Runciman 1989, σ. 405.</ref> Οι ίδιοι ιστορικοί σημειώνουν ότι οι νέοι Σταυροφόροι που ήταν αντίπαλοι του Ραϋμόνδου είχαν σημαντική συμβολή στην πτώση του βασιλείου, δέχονται επίσης την άποψη ότι ήταν έμπιστος άνθρωπος που κρατούσε τον λόγο του.<ref>Hamilton 2000, σσ. 1-2.</ref>
 
Ο Χάμιλτον εκφράζει τις αμφιβολίες του σχετικά με το εάν ήθελε να διατηρήσει ο Σαλαντίν ''"την ειρήνη με τους γειτονικούς χριστιανικούς λαούς"'' και να τους επιτρέψει να κρατήσουν την Ιερουσαλήμ την ιερότερη πόλη.<ref>Hamilton 2000, σ. 2.</ref> Η πτώση της Ιερουσαλήμ με την [[Μάχη του Χαττίν]] ήταν το κορυφαίο πλήγμα για τον χριστιανικό κόσμο.<ref>Lewis 2017, σσ. 273-274.</ref> Η συμμαχία του Ραϋμόνδου με τον Σαλαντίν και η φυγή του από το πεδίο της μάχης έφερε πολλές υποψίες στους χριστιανούς συγγραφείς που τον χαρακτήρισαν ''"προδότη"''.<ref>Lewis 2017, σ. 274.</ref> Ο Αλμπερίκ του Τρουά-Φοντέν που έγραψε 60 χρόνια μετά τα γεγονότα αναφέρει ότι ο Ραϋμόνδος και ο Σαλαντίν με την συμμαχία τους ''"ήπιαν ο ένας το αίμα του άλλου"''.<ref>Lewis 2017, σ. 274.</ref> Τα ''"Μινιστρέλια του Ρεμς"'' γράφουν ότι ο Σαλαντίν υπενθύμισε στον Ραϋμόνδο τον όρκο που είχε κάνει να του επιτρέψει να περάσει από τα εδάφη του.<ref>Lewis 2017, σσ. 274, 283.</ref> Πολλοί συγγραφείς τον Μεσαίωνα όπως ο Ροβέρτος της Οσέρ και ο Γουλιέλμος του Νανγκίς κατηγορούν τον Ραϋμόνδο σαν αποστάτη τονίζοντας ότι ο θεός τον θανάτωσε για να τον τιμωρήσει για την προδοσία του.<ref>Lewis 2017, σσ. 274, 283.</ref> Οι Μουσουλμάνοι ιστορικοί γράφουν ότι οι χριστιανοί στην εποχή του τον θεωρούσαν προδότη επειδή είχε ασπαστεί το [[Ισλάμ]].<ref>Lewis 2017, σ. 274.</ref> Οι σύγχρονοι ιστορικοί έχουν καταλήξει ωστόσο στο συμπέρασμα ότι όλες αυτές οι ιστορίες είναι τελικά ψευδείς εφευρέσεις.<ref>Lewis 2017, σ. 274.</ref>
 
==Παραπομπές==
Γραμμή 40 ⟶ 131 :
<references />
 
==Πηγές==
== Βιβλιογραφία ==
 
* Foundation for Medieval Genealogy : [http://fmg.ac/Projects/MedLands/TRIPOLI.htm#_Toc174015652 Οι Κόμητες της Τρίπολης]
*Foundation for Medieval Genealogy : [http://fmg.ac/Projects/MedLands/TRIPOLI.htm#_Toc174015652 Οι Κόμητες της Τρίπολης]
* The Chronicle of Ibn Al-Athīr for the Crusading Period from Al-Kāmil Fī'l-ta'rīkh, Part 2: The years 541-589/1146-1193: The Age of Nur al-Din and Saladin (Translated by D.S. Richards) (2007). Ashgate. ISBN 978-0-7546-4078-3.
*The Chronicle of Ibn Al-Athīr for the Crusading Period from Al-Kāmil Fī'l-ta'rīkh, Part 2: The years 541-589/1146-1193: The Age of Nur al-Din and Saladin (Translated by D.S. Richards) (2007). Ashgate.
*Barber, Malcolm (2012). The Crusader States. Yale University Press.
*Dunbabin, Jean (2000). France in the Making, 843-1180. Oxford University Press.
*Hamilton, Bernard (2000). The Leper King and His Heirs: Baldwin IV and the Crusader Kingdom of Jerusalem. Cambridge University Press.
*Lewis, Kevin James (2017). The Counts of Tripoli and Lebanon in the Twelfth Century: Sons of Saint-Gilles. Routledge.
*Lilie, Ralph-Johannes (1993). Byzantium and the Crusader States 1096-1204. Oxford University Press.
*Lock, Peter (2006). The Routledge Companion to the Crusades. Routledge.
*Riley-Smith, Jonathan (1973). The Feudal Nobility and the Kingdom of Jerusalem, 1174-1277. Macmillan.
*Runciman, Steven (1989). A History of the Crusades, Volume II: The Kingdom of Jerusalem and the Frankish East, 1100-1187. Cambridge University Press.
*Baldwin, Marshall W. (1936). Raymond III of Tripolis and the Fall of Jerusalem (1140-1187). Princeton University Press.
*Richard, Jean (1945). Le comté de Tripoli sous la dynastie toulousaine (1102-1187) [The County of Tripoli under the Dynastie of Toulouse] (in French). P. Geuthner.
 
==Σχετικά Λήμματα==
 
*[[Κομητεία της Τρίπολης]]
*[[Κόμητες της Τρίπολης]]
*[[Το Βασίλειο των Ουρανών]]: ταινία με θέμα την κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τον Σαλαντίν.
 
{{ενσωμάτωση κειμένου|en|Raymond III, Count of Tripoli}}