Ρήγας Βελεστινλής: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Enaskitis (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 28:
 
Το πιθανότερο και επικρατέστερο σενάριο που επικρατεί μέχρι σήμερα για τη σύλληψη του Ρήγα έχει σχέση με τη τελευταία φάση προετοιμασίας του που συνδέεται με δύο επαναστατικές προκηρύξεις, το ''Επαναστατικό Μανιφέστο'' και την ''Προκήρυξη'', που τυπώθηκαν σε μεγάλο αριθμό αντιτύπων.
Οι δύο προκηρύξεις στάλθηκαν στον Αντώνη Νιώτη στην [[Τεργέστη]], για να τις παραλάβει ο Ρήγας μαζί με τον αφοσιωμένο του φίλο [[Χριστόφορος Περραιβός|Χριστόφορο Περραιβό]] και να τις προωθήσει στην Ελλάδα.<ref> Ο Ρήγας σκόπευε να μεταβεί στη [[Βενετία]] (από την Τεργέστη) προκειμένου να φτάσει τελικά στην Ελλάδα, έχοντας μαζί του το έντυπο επαναστατικό υλικό. Το τελευταίο, για λόγους συνωμοτικότητας, το είχε εμπιστευθεί στο στενό του φίλο και μέλος της οργάνωσης, Αργέντη, καταστηματάρχη της Βιέννης. Εκείνος θα φρόντιζε, όπως του είχε αναθέσει ο Βελεστινλής, να αποστείλει το υλικό μαζί με άλλα εμπορεύματα (για να μην κινηθούν υποψίες των Αρχών) στην Τεργέστη. Την ευθύνη αυτή ανέλαβε ο νεαρός υπάλληλος του Αργέντη, ονόματι Πέτροβιτς, επίσης μυημένος στο σχέδιο</ref> Η επιστολή όμως, με την οποία ενημέρωνε ο Ρήγας για την αποστολή των εντύπων του, έπεσε στα χέρια του Δημητρίου Οικονόμου, εμπορικού συνεργάτη ή προϊστάμενου του Αντωνίου Κορωνιού (λόγω απουσίας του τελευταίου), προς τον οποίο απευθυνόταν η επιστολή.<ref>Περραιβός, «''Απομνημονεύματα''», σελ. 14</ref> Ο Οικονόμου, παρότι και αυτός ήταν μέλος της οργάνωσης (ο Κορδάτος έχει την άποψη ότι είχε παρεισφρύσει σε αυτήν ως πράκτορας του Πατριαρχείου) πρόδωσε από δολιότητα ή φόβο το επαναστατικό σχέδιο του Ρήγα, καταδίδοντας τα πάντα στην αυστριακή αστυνομία και συγκεκριμένα στον νομάρχη, βαρόνοβαρώνο Πιττόνι, διοικητή της αστυνομίας στη [[Τεργέστη]], ζητώντας επιπλέον, προστασία από αυτόν.<ref>Γ. Ενεπεκίδης, στην εφημερίδα «''Βήμα''», στις [[28 Νοεμβρίου]] και [[2 Δεκεμβρίου]] του [[1954]]</ref> Ο Πιττόνι με τη σειρά του ενημέρωσε το κυβερνήτη της πόλης Κόντε Πομπήιο Μπριγκίντο κι αυτός τον διέταξε να συλλάβει τους συνωμότες.
 
=== Το τέλος του Ρήγα ===
Γραμμή 38:
Μόλις μαθεύτηκε η σύλληψη του Ρήγα πολλοί έκαναν έκκληση, στο σουλτάνο [[Σελίμ Γ΄]], για την απελευθέρωση του.<ref>Ο [[Φιλήμων]] («''Ιστορικόν Δοκίμιον περί Φιλικής Εταιρείας''», σελ. 94) γράφει ότι εξ' αρχής γίνονταν ενέργειες από επιφανείς φίλους του Ρήγα, ώστε να συγκεντρωθούν χρήματα προκειμένου να δωροδοκηθεί ο Υπουργός των Εσωτερικών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Ιμπραήμ Εφέντης, ώστε να «κάνει τα στραβά μάτια» και να αφήσει ελεύθερο το Ρήγα.</ref> Ωστόσο, οι εχθροί του Βελεστινλή έπεισαν το Σουλτάνο πως έπρεπε να θανατωθεί χωρίς διαδικασία, πριν οι επαναστατικές ενέργειές του οδηγήσουν σε εξέγερση στα Βαλκάνια. Σύμφωνα με τον Κορδάτο, οι εχθροί αυτοί του Ρήγα, οι οποίοι με αυτό τον τρόπο τον εκδικήθηκαν για την επαπειλούμενη ανατροπή της κρατούσας κατάστασης, που πιθανότατα θα προέκυπτε εάν υλοποιούνταν οι επαναστατικές του προετοιμασίες, ήταν τόσο ο τότε οικουμενικός πατριάρχης [[Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄|Γρηγόριος Ε΄]] όσο και οι [[Φαναριώτες]] της Πόλης, με πρώτο το διερμηνέα της Πύλης Κ. Υψηλάντη <ref> (βλέπε Κορδάτου, «''Το τραγικό τέλος του Ρήγα''», σελ. 367)</ref>
 
Ο ηγεμόνας του Βιδινίου, [[Οσμάν Πασβάνογλου]], που ήταν φίλος του Ρήγα προσπάθησε να πετύχει την απελευθέρωσή του αλλά μάταια.<ref>Η εφημερίδα «''Πρωϊνός Κήρυξ''» σε άρθρο της στις [[10 Μαΐου]] του [[1871]], το οποίο αναδημοσιεύθηκε από το [[Νικόλαος Βέης|Ν. Βέη]] στη «''Φιλολογική Πρωτοχρονιά''» ([[Αθήνα]], [[1949]], σελ. 62-63) έγραψε ότι «''Ο Πασάς του Βιδινίου Πασβάνογλου, κατά προτροπή του Αλή Πασα Ιωαννίνων, εζήτει την απελευθέρωσιν του Ρήγα, αλλά ο τότε Πασάς Βελιγραδίου τους απεκεφάλισεν απαντήσας ότι, δήθεν αργά είχε λάβει τα γράμματά του. Και τας μεν κεφαλάς έπεμψεν εις Κωνσταντινούπολιν, τα δε σώματα έρριψεν εις τον Δούναβιν''».</ref> Την εκδοχή αυτή ενισχύει και η μαρτυρία κάποιου Ναούμ Αχριδηνού, επαγγέλματος διφθερουργού, ο οποίος διηγείτο ότι «''Μίαν πρωΐαν ήκουσεν ότι ερρίφθησαν από του φρουρίου εις το Καλέμεγδα εξ ακέφαλα πτώματα, του Ρήγα και των περί αυτών, αλλά πόσον χρόνον έμειναν ούτως ερριμέναερριμμένα και εάν κατόπιν ετάφησαν ή άλλως τι απέγειναναπέγιναν, ουδ' αυτός εγίνωσκε να είπη τι...''»<ref> (ο.π., βλέπε και του ιδίου «''Η χρονολογία Κυριακού Μελίρρυτου και ο Ρήγας Βελεστινλής-Φεραίος και οι συνεργάται αυτού''» στη «''Νέα Εστία''», τ. Δ΄ ([[1941]]), σελ. 603 - τέλος)</ref>
 
Κατόπιν οδηγήθηκε στη [[Βιέννη]], στις [[14 Φεβρουαρίου]] [[1798]], όπου ανακρίθηκε μαζί με τους υπόλοιπους συντρόφους του. Το κτίριοκτήριο της αστυνομίας όπου κρατήθηκε ήταν ένα παλιό γυναικείο μοναστήρι του τάγματος των Καρμελιτών. Είχε ιδρυθεί από την αυτοκράτειρα Ελεωνόρα το 1624. Το 1782 καταργήθηκε η μονή από τον αυτοκράτορα Ιωσήφ Β΄ για να στεγασθεί η κεντρική αστυνομία της Βιέννης το έτος 1783 μέχρι τον Οκτώβριο του 1882. Τα κρατητήρια των πολιτικών κρατουμένων, όπως ήταν ο Ρήγας, βρίσκονταν στο πρώτο και δεύτερο υπόγειο, χώροι άλλοτε σωφρονισμού των καλογραιών.<ref> Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, Ρήγας-Υψηλάντης-Καποδίστριας. Έρευναι εις τα αρχεία της Αυστρίας, Γερμανίας, Ιταλίας, Γαλλίας και Ελλάδας, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 1965, σελ.14</ref> Μετά το πέρας των ανακρίσεων, και αφού υπήρξαν συνεννοήσεις με τον Σουλτάνο, απελάθηκαν στην Αυστροουγγαρία όσοι από τους συλληφθέντες ήταν Αυστριακοί υπήκοοι ή υπήκοοι άλλων χωρών εκτός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, για να δικαστούν από τις Αυστριακές αρχές. Αντίθετα όσοι ήταν Οθωμανοί υπήκοοι απελάθηκαν στην Οθωμανική επικράτεια για να υποστούν τις κυρώσεις του Σουλτάνου.
 
Ο Ρήγας (41 χρονών) και οι επτά σύντροφοί του που ανήκαν στην ίδια κατηγορία, ο Ευστράτιος Αργέντης (31 χρονών, έμπορος από τη [[Χίος|Χίο]]), ο Δημήτριος Νικολίδης (32 χρονών, γιατρός από τα [[Ιωάννινα]]), ο Αντώνιος Κορωνιός (27 χρονών, έμπορος και λόγιος από τη Χίο), ο Ιωάννης Καρατζάς (31 χρονών, λόγιος από τη [[Λευκωσία]] της [[Κύπρος|Κύπρου]]), ο Θεοχάρης Γεωργίου Τουρούντζιας (22 χρονών, έμπορος από την [[Σιάτιστα]]), ο [[Αδελφοί Εμμανουήλ|Ιωάννης Εμμανουήλ]] (24 χρονών, φοιτητής της ιατρικής από τη [[Καστοριά]]) και ο [[Αδελφοί Εμμανουήλ|Παναγιώτης Εμμανουήλ]] (22 χρονών, αδερφός του προηγούμενου και υπάλληλος του Αργέντη), με συνοδεία των αυστριακών αρχών (έπειτα από κοπιαστικό ταξίδι μιαςμίας εβδομάδας μέσω Σεμλίνου και μετά με ποταμόπλοιο) παραδόθηκαν στις [[10 Μαΐου]] [[1798]] στους Τούρκους του Βελιγραδίου και φυλακίστηκαν στον πύργο Νεμπόισα (Небојша), παραποτάμιο φρούριο του [[Βελιγράδι|Βελιγραδίου]]. Εκεί, ύστερα από συνεχή βασανιστήρια, στις [[24 Ιουνίου]] του [[1798]], στραγγαλίστηκαν και τα σώματά τους ρίχτηκαν στον [[Δούναβης|Δούναβη]], σύμφωνα με τα επίσημα Αυστριακά έγγραφα (έκθεση Λεγκράν - Λαμπρού, σελ. 167).<ref>Σε αναφορά του από το Σεμλίνο στις [[28 Ιουνίου]] του 1798 ο Αυστριακός συνταγματάρχης Σχερτς γράφει ότι ο καϊμακάμης ύστερα από τη διαταγή που έλαβε από την Πόλη, «''διέταξε νύκτωρ τον στραγγαλισμό πάντων των ούτω καθειργμένων Ελλήνων, μετά δε την τέλεσιν της πράξεως ενήργησε να διαδοθεί, ότι είχον αποδράσει άπαντες εκ της φυλακής και ότι έστειλεν άνδρας προς δήθεν καταδίωξίν των κατά τας λεωφόρους''»</ref> Οι Οθωμανικές Αρχές, όπως υποστηρίζεται, διέδωσαν ψευδώς ότι οι οκτώ έγκλειστοι είχαν δραπετεύσει, ενώ προς επίρρωσιν του ισχυρισμού τους εξαπέλυσαν εικονικές έρευνες για την ανεύρεσή τους και τελικά δηλώθηκε ότι οι δραπέτες είχαν πνιγεί στον ποταμό.<ref>Οι Αυστριακές εφημερίδες του Γκρατς, και κυρίως η «''Gratzer Zeitung''», (βλέπε Πάντελιτς: «''Το τραγικό τέλος του Ρήγα''», σελ. 34-40) με βάση φήμες που κυκλοφορούσαν, υποστήριξαν άλλες εκδοχές για το θάνατο των οκτώ, είτε ότι είχαν δραπετεύσει, δωροδοκώντας τους φύλακές τους -μέσω φίλων τους- με το -πολύ μεγάλο για την εποχή εκείνη- ποσό των 150.000 γροσίων, είτε ότι εκτελέσθηκαν με αποκεφαλισμό. Σύμφωνα με την πρώτη φήμη, οι Έλληνες δραπέτες πνίγηκαν εν συνεχεία, στην προσπάθειά τους να διαβούν τα νερά του ποταμού Δούναβη. Το γερμανικό περιοδικό «Neue Berlinische Monatschrift» τόμος 9ος, [[1803]], σελ. 382-3, έγραψε ότι ο πασάς του Βελιγραδίου, ο οποίος είχε γιατρευτεί από κάποια ασθένεια, από το σύντροφο του Ρήγα και ιατρό Νικολίδη, άφησε σε ανταπόδοση ξεκλείδωτα τα κελιά των Ελλήνων, αλλά οι τελευταίοι όταν επιχείρησαν να διαβούν το Δούναβη, πνίγηκαν όλοι.</ref> Είχε προηγηθεί αλληλογραφία με την [[Υψηλή Πύλη]] δια της οποίας δόθηκε από το Σουλτάνο η εντολή της δολοφονίας τους, χωρίς δίκη.
 
Εικάζεται ότι αιτία για τη θανάτωσή τους υπήρξε η πεποίθηση των Αυστριακών και Τουρκικών Αρχών πως ο Ρήγας και οι σύντροφοί του είχαν στενές σχέσεις με το [[Ναπολέων Α΄ Βοναπάρτης|Ναπολέοντα Α΄]], θεωρούμενοι έτσι ως άκρως επικίνδυνοι. Οι διαδόσεις περί διαφυγής των εγκλείστων, τις οποίες «κατεσκεύασε» ο καϊμακάμης, είχαν σκοπό να παραπλανήσουν τις κυβερνήσεις της [[Ευρώπη]]ς, προς τις οποίες η Οθωμανική Αρχή της Πόλης είχε παράσχει διαβεβαιώσεις ότι δε θα σκότωνε τους οκτώ Έλληνες φυλακισμένους χωρίς ανάκριση. Πέρα από αυτό, η Οθωμανική κυβέρνηση ανησυχούσε για τις διασυνδέσεις του Ρήγα με τον Πασβάνογλου, φοβούμενη ακόμη και επίθεση του τελευταίου κατά του Βελιγραδίου, ενώ επιπλέον, δίσταζε να διατάξει τη μεταφορά τους από το Βελιγράδι προς την Πόλη, από την πιθανότητα να σταλούν δυνάμεις του Πασβάνογλου στο δρόμο και να τους απελευθερώσουν. Για τον ακριβή γεωγραφικό εντοπισμό-τοποθεσία του αγάλματος του Ρήγα στο Βελιγράδι, καθώς και της οδού Riga od Fere (Ρήγας Φεραίος στα Σέρβικα).