Ορέστης (τραγωδία): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 12:
Ο Μενέλαος έρχεται και συνομιλεί με τον Ορέστη. Αναφέρει ότι έμαθε τα άσχημα μαντάτα και ότι δε γνωρίζει καθόλου τον Ορέστη εξωτερικά, καθώς η κατάθλιψη και η κόπωση τον άλλαξε. Ο Ορέστης ζητά τη βοήθειά του και εκείνος λέει ότι θέλει να σκεφτεί ψύχραιμα πριν πάρει την απόφαση να μεσολαβήσει στο λαό των Αργείων.
 
Μπαίνει στη σκηνή ο παππούς του Ορέστη ο [[Τυνδάρεως]] ο οποίος κατακεραυνώνει τον ΟρέστηςΟρέστη και ζητά από το Μενέλαο να μη μεσολαβήσει για τον Ορέστη ειδάλλως δε θα έχει θέση στο Άργος, ουσιαστικά τον απειλεί. Ο Ορέστης εξηγεί πώς έκανε τη δολοφονία μετά από παρότρυνση του Απόλλωνα και πως το έκανε σαν ηθικό χρέος προς τον πατέρα του. Κατηγορεί τον Ορέστη και δε θέλει να τον βλέπει μπροστά του, φεύγει μανιασμένος και κατευθύνεται προς τη συγκέντρωση του λαού. Ο Ορέστης παρακαλά ξανά τον Μενέλαο, ο οποίος είναι σαφές ότι δεν παίρνει θέση.
 
Εμφανίζεται ο [[Πυλάδης]], φίλος και σύντροφος του Ορέστη, ο οποίος τον στηρίζει στενά και του προτείνει να πάνε μαζί στη συνέλευση μπας και αλλάξουν το αποτέλεσμα.