Ριγκολέττο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
CHE (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
ως πηγή δηλώνεται τα Κλασικά Εικονογραφημένα, πιθανότατα αντιγραφή
Ετικέτα: Αναίρεση
Γραμμή 1:
{{DISPLAYTITLE:''Ριγκολέττο''}}
{{Όπερα
|ελληνικός_τίτλος = Ριγκολέττο
Γραμμή 24 ⟶ 25 :
--> Ματτέο Μπόρσα, αυλικός (τενόρος)
}}
{{DISPLAYTITLE:''Ριγκολέττο''}}
[[Αρχείο:Rigoletto premiere poster.jpg|μικρογραφία|300px|Αφίσα από την πρεμιέρα του Ριγκολέττο στο Θέατρο Λα Φενίτσε της Βενετίας (11 Μαρτίου 1851).]]
Ο '''''Ριγκολέττο''''' (''Rigoletto'', παλαιότερα συχνά εξελληνισμένα ως '''Ριγολέττος''') είναι μία [[όπερα]] σε τρεις πράξεις του [[Τζουζέπε Βέρντι]], πάνω σε ιταλικό [[λιμπρέτο]] του [[Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε]] βασισμένο στο [[θεατρικό έργο]] του [[Βίκτωρ Ουγκό|Βίκτορος Ουγκώ]] ''«Ο βασιλιάς διασκεδάζει»'' (''Le Roi s'amuse''). Είναι μία από τις γνωστότερες όπερες του Βέρντι, θεωρούμενη από πολλούς ως το πρώτο από τα αριστουργήματα της ώριμης περιόδου του. Πρωτοπαρουσιάσθηκε (παγκόσμια πρεμιέρα) στις [[11 Μαρτίου]] [[1851]] στο θέατρο «[[Λα Φενίτσε]]» της [[Βενετία]]ς.
Γραμμή 116:
:'''Χρόνος''': 16ος αιώνας<ref>Η υπόθεση από τον Leo Melitz (βλ. πηγές).</ref>
 
Ο Δούκας της [[Μάντοβα|Μάντοβας]] είναι ένας παράφορος και διεφθαρμένος νέος, που ερωτεύεται κάθε ωραία γυναίκα που συναντά. Με τη βοήθεια του Ριγκολέτου, του άσχημου και καμπούρη γελωτοποιού του, γυρεύει ολοένα καινούργιους τρόπους να διασκεδάζει εις βάρος των άλλων. Ο δούκας προχωρεί πολύ μακριά τις περιπέτειές του παραπλανώντας τη μικρή κόρη του κόμητα Μοντερόνε, ενός ευγενικού και ισχυρού αριστοκράτη. Όταν ο κόμης παραπονιέται γι' αυτό στο δούκα, ο γελωτοποιός περιγελά σαρκαστικά τη λύπη του γέρου. Μέσα στο κύμα της τυφλής λύσσας που τον συνεπαίρνει, ο Μοντερόνε ξεστομίζει ουρλιάζοντας μια τρομερή κατάρα για το Ριγκολέτο.
 
[[File:Teresa Brambilla 1845.jpg|thumb|Η Τερέζα Μπραμπίλα, η πρώτη Τζίλντα.]]
Ωστόσο, ο διεφθαρμένος αυτός γελωτοποιός έχει και μια αρετή: αγαπά πολύ την όμορφη κόρη του Τζίλντα, που την ανατρέφει προσεκτικά, φυλάγοντάς την από τις πονηριές και τις κακίες του κόσμου. Στο μεταξύ ο δούκας ανακαλύπτει την Τζίλντα και κερδίζει την αγάπη της με το ψεύτικο όνομα ενός φτωχού φοιτητή, του Γκαλτιέ Μαλντέ. Η Τζίλντα δεν λέει τίποτα στον πατέρα της για τον εραστή της. Ο Ριγκολέτο συμβουλεύει επιτακτικά την υπηρέτρια της Τζίλντας να φυλάει προσεχτικά το αγαπημένο του παιδί. Μόλις όμως αυτός φεύγει από το σπίτι, μπαίνει μέσα ο "φοιτητής".
 
Ο Ριγκολέτο γυρίζει στο παλάτι, όπου μια ομάδα από μασκοφορεμένους ευγενείς του λένε για το σχέδιό τους να κλέψουνε μια κοπέλα που ο δούκας την αγαπάει πολύ. Αυτό είναι ένα άσχημο παιχνίδι, αλλά είναι από εκείνα που αρέσουν περισσότερο στον Ριγκολέτο. Βάζει, λοιπόν, κι αυτός μια μάσκα και τρέχει ξοπίσω τους. Χωρίς να το ξέρει ούτε ο ίδιος ούτε οι ευγενείς, πηγαίνει να απαγάγει την ίδια του την κόρη. Αφού όμως τελείωσε αυτή η άθλια πράξη και ο Ριγκολέτο ανακάλυψε τι τρομερό πράγμα έκανε, έτρεξε στο παλάτι για να εκδικηθεί τον άκαρδο δούκα.
 
Όταν οι αυλικοί μαθαίνουν πως η Τζίλντα είναι η αγαπημένη κόρη του Ριγκολέτου αποσύρονται γεμάτη ταραχή και σύγχυση. Η Τζίλντα παρακαλεί τον πατέρα της να συγχωρέσει τον δούκα, που τον αγαπάει με την καρδιά της, αλλά ο Ριγκολέτο, αποφασισμένος να εκδικηθεί, πληρώνει έναν δολοφόνο, τον Σπαραφουτσίλε, για να μαχαιρώσει τον δούκα.
 
Ο Σπαραφουτσίλε, παίρνοντας μέρος στη δολοφονική συνωμοσία, ξεγελάει το δούκα για να έρθει στην ταβέρνα του. Εκεί, η αδελφή του δολοφόνου, η Μανταλένα, ερωτεύεται τον όμορφο δούκα και παρακαλεί τον αδελφό της να λυπηθεί τη ζωή του. Αποφασίζουνε, λοιπόν, και οι δύο να σκοτωθεί αντί του δούκα όποιος άνθρωπος έρθει στην ταβέρνα πριν από τις δώδεκα.
 
Στο μεταξύ, ο Ριγκολέτο έχει πείσει τελικά την Τζίλντα να φύγει από την αμφίβολη αγάπη του δούκα. Προτού φύγει, όμως, ο Ριγκολέτο της λέει να πάει στην ταβέρνα για να δει με τα μάτια της την απιστία του εραστή της κι έτσι να γιατρευτεί από την αγάπη που του έχει. Η Τζίλντα φοράει ανδρικά ρούχα και πηγαίνει στην ταβέρνα, όπου ακούει τα σχέδια του Σπαραφουτσίλε και της Μανταλένας κι αποφασίζει να σώσει τη ζωή του εραστή της. Έτσι, μόλις μπαίνει μέσα στην ταβέρνα δολοφονείται.
 
Ο Σπαραφουτσίλε δίνει στο Ριγκολέτο ένα τσουβάλι κι αυτό τραβάει να το πετάξει στο ποτάμι. Καθώς τραβά όμως το τσουβάλι στο δρόμο, ακούει ξαφνικά τη φωνή του δούκα, που τραγουδά ένα ερωτικό τραγούδι. Τρομοκρατημένος ανοίγει το τσουβάλι και βλέπει με φρίκη την κόρη του. Με μια φοβερή κραυγή, ο δυστυχισμένος άνθρωπος σφίγγει την κόρη του στην αγκαλιά του.
 
Μ' αυτόν τον τρόπο εκπληρώνεται η κατάρα του Μοντερόνε<ref>''Ο Ριγκολέτος'', Κλασσικά Εικονογραφημένα Νο 1063, σελ. 48, Εκδόσεις Μ. Πεχλιβανίδης & Σία</ref>.
 
== Οι πράξεις ==
===Πράξη Α΄===
 
Γραμμή 147 ⟶ 129 :
Ο Ριγκολέττο ανοίγει μια πόρτα και επιστρέφει στο σπιτικό του, στην αγαπημένη κόρη του, την όμορφη Τζίλντα. Ο Ριγκολέττο έχει αποκρύψει την ύπαρξή της από τον δούκα και τον κόσμο της πόλης για να την προστατέψει από τις ορέξεις τους, ενώ η Τζίλντα δεν γνωρίζει το επάγγελμα του πατέρα της. Καθώς της έχει απαγορεύσει να εμφανίζεται δημόσια, η Τζίλντα επισκέπτεται μόνο την εκκλησία και δεν ξέρει ούτε το όνομα του πατέρα της.
 
Ο Ριγκολέττο αποχωρεί, οπότε έρχεται ο δούκας και κρυφακούει την Τζίλντα να εκμυστηρεύεται στην Τζιοβάννα, την παραμάνα της, πως αισθάνεται ενοχή που δεν μίλησε στον πατέρα της για ένα παλικάρι που είχε συναντήσει στην εκκλησία, αλλά θα τον αγαπούσε αν ήταν φτωχός φοιτητής. Καθώς εξομολογείται τον έρωτά της, ο δούκας χτυπά την πόρτα χαρούμενος. Η Τζίλντα φωνάζει την Τζιοβάννα, μη γνωρίζοντας πως ο δούκας την είχε στείλει μακριά. Προσποιούμενος τον φοιτητή, ο δούκας πείθει την Τζίλντα για τον έρωτά του (''E il sol dell'anima''- «Ο έρωτας είναι η λιακάδα της ψυχής»). Μόλις εκείνη τον ρωτά πώς τον λένε, της απαντά, με κάποιο δισταγμό, ΓκαλτιέΓκουαλτιέ Μαλντέ. Ακούγοντας ήχους και φοβούμενη ότι επέστρεψε ο πατέρας της, η Τζίλντα τον διώχνει, αφού πρώτα ανταλλάξουν στα γρήγορα όρκους αγάπης (''Addio, addio''). Μένοντας μόνη της, η Τζίλντα αναπολεί τον έρωτά της για τον δούκα, για τον οποίο πιστεύει ότι είναι φοιτητής (''Caro nome...'' - «Αγαπημένο όνομα»).
 
Αργότερα, οι εχθρικοί ευγενείς έξω από τον τοίχο του κήπου, νομίζοντας ότι η Τζίλντα είναι η ερωμένη του γελωτοποιού, ετοιμάζονται να την απαγάγουν. Πείθοντας τον Ριγκολέττο πως στην πραγματικότητα απάγουν την κόμησσα Τσεπράνο, του δένουν τα μάτια και τον χρησιμοποιούν στην απαγωγή. Εκείνος τους βοηθά και η Τζίλντα μεταφέρεται μακριά από τους ευγενείς. Μόλις διαπιστώνει ότι στην πραγματικοτητα ήταν η κόρη του που απάχθηκε, ο Ριγκολέττο καταρρέει ενθυμούμενος την κατάρα.