Βασίλειο της Βουλγαρίας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Κουτί πληροφοριών --> Πληροφορίες
Γραμμή 1:
{{πηγές|19|01|2017}}
{{Κουτί πληροφοριώνΠληροφορίες πρώην χώρας
|ιθαγενές_όνομα = Царство България
|επίσημο_πλήρες_όνομα = Βασίλειο της Βουλγαρίας
Γραμμή 77:
|νομοθετικόσώμα =
|βουλή1 =
|είδος_βουλή1 =
 
|θρησκεία = [[Ορθόδοξος Χριστιανισμός]]
Γραμμή 86:
|στατ_πληθ2 =
|στατ_έτος4 =
|στατ_πληθ4 =
 
|στατ_έκταση1 = 110.994
|νόμισμα = [[ Λεβ |Λέβα]]
|σημειώσεις =
}}
Γραμμή 102:
Το 1911 ο Εθνικιστής Πρωθυπουργός [[Ιβάν Γκέσωφ]] επιχείρησε το σχηματισμό μιας συμμαχίας με την Ελλάδα και τη Σερβία και οι τρεις σύμμαχοι συμφώνησαν να παραμερίσουν τους ανταγωνισμούς τους για να σχεδιάσουν μια κοινή επίθεση εναντίον των Οθωμανών.
 
Το Φεβρουάριο του 1912 υπεγράφη μυστική συνθήκη μεταξύ της Βουλγαρίας και της Σερβίας και το Μάιο του 1912 μια παρόμοια συνθήκη υπεγράφη με την Ελλάδα. Το [[Βασίλειο του Μαυροβουνίου|Μαυροβούνιο]] επίσης προσχώρησε στο σύμφωνο. Οι συνθήκες προέβλεπαν το διαμελισμό της Μακεδονίας και της [[Θράκη]]ς μεταξύ των συμμάχων, αν και τα όρια του διαμελισμού έμεναν επικίνδυνα ασαφή. Μετά την άρνηση των Οθωμανών να εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις στις αμφισβητούμενες περιοχές, ξέσπασε ο [[Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος]] τον Οκτώβριο του 1912. (Βλέπε [[Βαλκανικοί πόλεμοι]] για λεπτομέρειες.)
[[Image:Bulgarian dead in the Attack on Edirne, 1912.jpg|thumb|left|250px|Bούλγαροι νεκροί στην Επίθεση κατά της Αδριανούπολης, 1912]]
Οι σύμμαχοι είχαν εκπληκτική επιτυχία. Ο Βουλγαρικός στρατός κατέφερε αρκετές συντριπτικές νίκες επί των Οθωμανικών δυνάμεων και προέλαυνε απειλητικά εναντίον της [[Κωνσταντινούπολη]]ς, ενώ οι Σέρβοι και οι Έλληνες πήραν τον έλεγχο της Μακεδονίας. Οι Οθωμανοί έκαναν εκκληση για ειρήνη το Δεκέμβριο. Οι διαπραγματεύσεις δεν είχαν αποτέλεσμα και οι εχθροπραξίες επαναλήφθηκαν το Φεβρουάριο του 1913. Οι Οθωμανοί απέδωσαν την Αδριανούπολη Βουλγαρικό στρατιωτικό σώμα. Μια δεύτερη ανακωχή ακολούθησε το Μάρτιο, με τους Οθωμανούς να χάνουν όλες τις ευρωπαϊκές κτήσεις τους δυτικά της γραμμής Μήδειας-[[Αίνος Θράκης|Αίνου]], που δεν απέχει πολύ από την Κωνσταντινούπολη. Η Βουλγαρία πήρε υπό την κατοχή της το μεγαλύτερο μέρος της Θράκης, συμπεριλαμβανομένων της Αδριανούπολης και στο [[Αιγαίο Πέλαγος|Αιγαίο]] του λιμανιού Δεδεαγάτς (σήμερα [[Αλεξανδρούπολη]]). Η Βουλγαρία κέρδισε επίσης μια λωρίδα της Μακεδονίας, βόρεια και ανατολικά της [[Θεσσαλονίκη]]ς, αλλά μόνο κάποιες μικρές περιοχές κατά μήκος των δυτικών συνόρων της.
Γραμμή 131:
Αν και επιτυχέστερη από ό, τι στην υπόλοιπη Ανατολική Ευρώπη, η Βουλγαρική γεωργία εξακολουθούσε να υποφέρει από τα μειονεκτήματα της πεπαλαιωμένης τεχνολογίας και κυρίως του αγροτικού υπερπληθυσμού και της μεγάλης διασποράς του κλήρου (λόγω της παραδοσιακής πρακτικής των αγροτών να ισομοιράζουν τη γη τους σε όλους τους επιζώντες γιους τους). Και όλες οι γεωργικές εξαγωγές είχαν θιγεί από την έναρξη της [[Παγκόσμια οικονομική ύφεση 1929|Μεγάλης Ύφεσης]]. Από την άλλη πλευρά, ως υπανάπτυκτη οικονομία η Βουλγαρία είχε μικρό πρόβλημα με το χρέος και τον πληθωρισμό. Ξένες εταιρείες κατείχαν κατά τι λιγότερο από το μισό της βιομηχανίας, σε αντίθεση με το σχεδόν 80% της ρουμανικής βιομηχανίας.
 
Δεδομένου ότι ο πληθυσμός ήταν 85% Βούλγαροι, υπήρχε σχετικά μικρή κοινωνική διαμάχη πέρα ​​από τη σύγκρουση μεταξύ των εχόντων και των μη εχόντων. Οι περισσότεροι κάτοικοι της Σόφιας διατηρεί στενούς δεσμούς με την ύπαιθρο, αλλά αυτό δεν εμπόδισε ένα ρήγμα μεταξύ των αγροτών και της αστικής τάξης (δηλαδή της Σόφιας έναντι όλων των άλλων), αν και εν μέρει αυτό ήταν το αποτέλεσμα της σκόπιμης χειραγώγησης από τους πολιτικούς που επιδίωκαν να επωφεληθούν από την παραδοσιακή δυσπιστία των αγροτών για τους "θηλυπρεπείς απατεώνες της πόλης". Κυρίως όμως αυτό οφειλόταν σε μια διαμάχη μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Περίπου 14% του πληθυσμού ήταν Μουσουλμάνοι, κυρίως Τούρκοι (δηλαδή το υπόλοιπο της τάξης των γαιοκτημόνων), αλλά και μια χούφτα των λεγόμενων Πομάκων (Βούλγαρων που είχαν ασπασθεί το Ισλάμ). Οι Μουσουλμανικός πληθυσμός είχε αποξενωθεί από τους κυρίαρχους Ορθόδοξους Χριστιανούς τόσο για θρησκευτικούς όσο και ιστορικούς λόγους. Ούτε πίεζαν για μειονοτικά δικαιώματα, ούτε προσπάθησαν να δημιουργήσουν τα δικά τους σχολεία, αντίθετα δεν ζητούσαν τίποτα περισσότερο από το να τους αφήσουν να κάνουν τη δουλειά τους.
 
Σε σύγκριση με την οικονομία, το εκπαιδευτικό σύστημα της Βουλγαρίας ήταν άκρως επιτυχημένο και οι αναλφάβητοι ήταν λιγότεροι από το ήμισυ του πληθυσμού. Οκτώ χρόνια σχολικής εκπαίδευσης ήταν υποχρεωτικά και πάνω από το 80% των παιδιών τα παρακολουθούσαν. Για τους λίγους μαθητές που ξεχώριζαν και συνέχιζαν μετά το δημοτικό σχολείο, τα γυμνάσια βασίστηκαν στο Γερμανικό γυμνάσιο. Γίνονταν διαγωνιστικές εξετάσεις για να κριθούν οι υποψήφιοι για ανώτερες σχολές και η Βουλγαρία είχε μια σειρά από τεχνικές και εξειδικευμένες σχολές εκτός από το Πανεπιστήμιο της Σόφιας. Πολλοί Βούλγαροι πήγαιναν επίσης φοιτητές στο εξωτερικό, κυρίως στη Γερμανία και την Αυστρία (οι εκπαιδευτικοί δεσμοί με τη Ρωσία τερματίστηκαν το 1917). Γενικά η εκπαίδευση έφτανε στις κατώτερες τάξεις περισσότερο από οπουδήποτε αλλού στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά από την άλλη πλευρά πάρα πολλοί φοιτητές έπαιρναν πτυχία σε καλές τέχνες και άλλα αφηρημένα αντικείμενα και μπορούσαν να βρουν δουλειά μόνο στην κρατική γραφειοκρατία. Πολλοί από αυτούς προσελκύονταν από το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα.