Εκπαίδευση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Εκπαίδευση.
Ετικέτες: Οπτική επεξεργασία Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
μ Αναστροφή της επεξεργασίας από τον 2A02:1388:4197:3EE4:9E8A:6174:CC17:2542 (συνεισφ.), επιστροφή στην τελευταία εκδοχή υπό Ttzavaras
Ετικέτα: Επαναφορά
Γραμμή 1:
Eκπαίδευση. Education. {{χωρίς παραπομπές|17|10|2015}}
[[File:FBE_CTU_lecture.jpg|μικρογραφία|Στιγμιότυπο από διάλεξη σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα στην Πράγα (Highest Educational Institute of Prague). ]]
[[File:Schoolgirls_in_Bamozai.JPG|μικρογραφία|Δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε υπαίθρια περιοχή του [[Αφγανιστάν]] (Afghanistan). ]]
[[File:US_Navy_100305-N-7676W-182_Cmdr._Jim_Grove,_from_the_Office_of_Naval_Research_Navy_Reserve_Program_38,_left,_helps_tudents_from_McKinley_Technology_High_School_make_adjustments_to_their_robot.jpg|μικρογραφία|Μαθητές σε διαγωνισμό ρομποτικής στην Ουάσινγκτον, ΗΠΑ. (Robotics Tournament in Washington, U. S. A). ]]
[[File:Parent's_day_at_Eirfan's_Kindergarten.jpg|μικρογραφία|Νηπιαγωγείο στην Ιαπωνία (Japan). ]]
Η '''εκπαίδευση (education)''' με την ευρεία έννοια περιλαμβάνει όλες τις δραστηριότητες που έχουν σκοπό την επίδραση με συγκεκριμένο τρόπο στη σκέψη, στο χαρακτήρα και στη σωματική αγωγή του ατόμου. Από τεχνικής πλευράς, με τη διαδικασία της εκπαίδευσης αποκτώνται συγκεκριμένες [[γνώση|γνώσεις]], (knowledge), αναπτύσσονται [[δεξιότητα|δεξιότητες]] (capabilities) και [[ικανότητα|ικανότητες]] (abilities) και διαμορφώνονται [[αξία|αξίες]] [values], (ηθική, (morality) ειλικρίνεια, (integrity), ακεραιότητα χαρακτήρα, (Moral Fiber), αίσθηση του δικαίου, (sense of Justice), αφοσίωση, (dedication), επαγγελματισμός, (work ethic) υπευθυνότητα, (responsibility), κτλ). Η εκπαίδευση γίνεται με βάση συγκεκριμένες μεθόδους (θεωρητική διδασκαλία, επίδειξη, ανάθεση εργασιών, πρακτική εξάσκηση, κτλ), σε ένα ειδικά σχεδιασμένο πρόγραμμα, με συγκεκριμένους μαθησιακούς στόχους και είναι οριοθετημένη χρονικά.
Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό '''ρήμα''' '''εκπαιδεύω (The verb Train)''' που σημαίνει ''ανατρέφω (raise)'' από παιδική ηλικία, ''μορφώνω'', (educate), ''διαπαιδαγωγώ''. ( give education through something).
 
== Ορισμός ==