Σκέψη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Eτυμολογία και χρήση.
Ετικέτες: Οπτική επεξεργασία Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 6:
Η σκέψη επιτρέπει στους ανθρώπους να ερμηνεύσουν, να απεικονίσουν και να καταλάβουν τον κόσμο τον οποίο βιώνουν, καθώς επίσης και να κάνουν προβλέψεις πάνω σε αυτόν. Είναι συνεπώς χρήσιμη σε έναν οργανισμό με ανάγκες, στόχους και επιθυμίες καθώς κάνει σχέδια ή άλλες απόπειρες για την πραγματοποίηση αυτών των σκοπών.
 
==Ετυμολογία και χρήση Εtymology and use. ==
[[Αρχείο:Huike thinking.jpg|thumb|upright=1.1|<center>''Ο Χουέ (Hue) σκεπτόμενος''</center> Πορτρέτο του [[Κίνα|Κινέζου]] (Chinese) 2ου πατριάρχη του [[Βουδισμός|Βουδισμού]], (Buddhism), Ντατζού Χουέ (Datzu Hue) αποδιδόμενο στον ζωγράφο του 10ου αιώνα, Σι Κε.(Shi Ke). ]]
 
Η λέξη ''"σκέψη"'' / thought έχει τις ρίζες τις στο αρχαιοελληνικό ουσιαστικό ''"σκέψις"''. / thought. <ref>{{cite web|url=https://el.wiktionary.org/wiki/σκέψις|title=Σκέψις - Βικιλεξικό}}</ref>
 
Η λέξη ''σκέψη, thought'' μπορεί να σημαίνει
* Ένα μοναδικό προϊόν νόησης ή μια μοναδική ιδέα («Η πρώτη μου σκέψη ήταν 'όχι'»), (my first thought was no).
* Το προϊόν μιας πνευματικής δραστηριότητας («Τα μαθηματικά απαιτούν πολλή σκέψη»), <ref>{{cite web|url=http://el.thefreedictionary.com/%CF%83%CE%BA%CE%AD%CF%88%CE%B7|title=Ορισμός της σκέψης από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό λεξικό}}</ref>(mathematics require too much thought).
* Η ενέργεια ή η διαδικασία της σκέψης («Εξουθενώθηκα από την πολλή σκέψη»), (I was exhausted from too much thought).
* Η ικανότητα της σκέψης, της επιχειρηματολογίας, της φαντασίας και τα λοιπά («Εφάρμοσε όλη την σκέψη της σε αυτή τη δουλειά»), (She applied all her thought in this job).
* Η μελέτη ή ο στοχασμός μιας ιδέας («Η σκέψη του θανάτου με τρομάζει»), (the thought of death frightens me).
* Αναπόληση ή αναλογισμός («Σκέφτηκα την παιδική μου ηλικία»), (I thought of my child age).
* Μισό-σχηματισμένη ή ατελής πρόθεση («Έκανα μερικές σκέψεις να πάω»), (I made some thoughts to go).
* Προσδοκία ή προσμονή («Δεν σκέφτηκε ότι θα τον έβλεπε ξανά ποτέ»), (She did not think of seeing him ever again.).
* Εξέταση, προσοχή και φροντίδα («Δεν σκέφτηκε καθόλου για την εμφάνιση του» και «Το έκανα δίχως να σκεφτώ»), (She did not think at all about his appearance), and (I did it without thinking).
* Κρίση, άποψη, ή πίστη («Σύμφωνα με το σκεπτικό του, η ειλικρίνεια είναι η καλύτερη πολιτική») (I agree with his thinking, honesty is the best policy).
* Η κατάσταση στην οποία κάποιος αποκτά συναίσθηση από κάτι («Με έκανε να σκεφτώ την γιαγιά μου») (he made me think of my grandma).
 
==Φιλοσοφία. Philosophy. ==
Ανακτήθηκε από "https://el.wikipedia.org/wiki/Σκέψη"