Λεϊσμανίαση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Επιμέλεια παραπομπών
Γραμμή 12:
| MeshID = D007896 |
}}
Η '''λεϊσμανίαση''' είναι λοιμώδης νόσος η οποία οφείλεται στα [[πρωτόζωα]] [[παράσιτο|παράσιτα]] του γένους [[λεϊσμάνια]]. Οι λεϊσμάνιες είναι ενδοκυττάρια παράσιτα τα οποία μεταδίδονται μέσω των [[σκνίπα|σκνιπών]]. Στην Αμερική ο φορέας είναι το γένος λουτζομυία και στον υπόλοιπο κόσμο με το γένος φλεβοτόμος.<ref name="Myler2008">{{Cite book| authorauthor1 = Myler P;. Myler |author2=Fasel Nhirf;f). | title = Leishmania: After The Genome | publisher = Caister Academic Press | year = 2008 | url=http://www.horizonpress.com/leish | id = [http://www.horizonpress.com/leish isbn = 978-1-904455-28-8]}}</ref> Το θηλυκό μολυσμένο έντομο μπορεί να μεταδώσει τη νόσο από άνθρωπο σε άνθρωπο ή από ζώο στον άνθρωπο μέσω του τσιμπήματος (δήγμα).
 
Η λεϊσμανίαση μπορεί να έχει ένα εύρος διαφορετικών εκφάνσεων, δερματικές, βλεννοδερματικές και σπλαχνικές. Η δερματική λεϊσμανίαση είναι η πιο κοινή μορφή λεϊσμανίασης, ενώ η σπλαχνική λεϊσμανίαση ή καλά-αζάρ είναι σοβαρή νόσος η οποία προκαλείται όταν το παράσιτο μεταναστεύσει στα όργανα.
Γραμμή 36:
 
== Διάγνωση ==
Σε ενδημικές περιοχές η διάγνωση μπορεί να γίνει από τη κλινική εικόνα μόνο, αλλά η τελική διάγνωση μπορεί να γίνει μόνο με τη ανίχνευση των αμαστιγοφόρων σε κλινικά δείγματα ή την καλλιέργεια των προμαστιγοφόρων. Τα αμαστιγοφόρα σχηματίζουν τα σωμάτια Λέισμαν-Ντόνοβαν, τα οποία μπορούν να εντοπιστούν με ειδικές χρώσεις, όπως η [[χρώση Γκίμσα]], στα μονοκύτταρα και σπανιότερα στα ουδετερόφιλα σε δείγματα περιφερικού αίματος, μυελού του οστού, σπλήνα ή λεμφαδένων. Για τις δερματικές λεϊσμανιάσεις το δείγμα είναι ξέσματα ή βιοψίες των ελκωτικών ιστών. Τα σωμάτια Λέισμαν-Ντόνοβαν είναι μικρά, στρογγυλά σωμάτια με διάμετρο 2-4 μm, με διακριτό κυτταρόπλασμα, πυρήνα και ένα μικρό ραβδόσχημο [[κινητοπλάστης|κινητοπλάστη]]. Περιστασιακά, τα αμαστιγοφόρα μπορούν να ανιχνευθούν ελεύθερα ανάμεσα στα κύτταρα.<ref>{{Cite book|authorauthor1=Dacie, John V.; Bain,Dacie |author2=Barbara J.; Bain |author3=Imelda Bates |title=Dacie and Lewis practical haematology |publisher=Churchill Livingstone/Elsevier |location=Philadelphia |year=2006 |pagespage={{Page needed|date=September 2010}} |isbn=0-443-06660-4 |oclc= |doi= |accessdate=}}</ref>
 
Πέρα από την καλλιέργεια χρησιμοποιούνται έμμεσες ορολογικές εξετάσεις, όπως η ELISA, οι οποίες, αν και εύκολα προσβάσιμες, δεν είναι η εξέταση εκλογής επειδή είναι ανεπαρκώς ευαίσθητες και εξειδικευμένες. Η ανίχνευση αντιγόνων στα ούρα έχει χρησιμοποιηθεί για τη διάγνωση της σπλαχνικής λεϊσμανίασης. Τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει η [[αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης]] (PCR) για τη διάγνωση, πρόγνωση και προσδιορισμό των ειδών της λεϊσμάνιας, καθώς είναι πιο ευαίσθητη από τη καλλιέργεια.