Τόνος (ήχος): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Bereketis (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Bereketis (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 3:
'''τόνος (μουσικό [[διάστημα]])'''. Ο όρος τόνος έχει επικρατήσει στη μουσική ορολογία να αναφέρεται στο μείζον διάστημα δευτέρας (αγγ. major second), το οποίο ακριβέστερα ονομάζεται μείζων τόνος. Το διάστημα αυτό εκπεφρασμένο ως μαθηματικός λόγος είναι το 8:9, που συνεπάγεται ότι δύο χορδές (από το ίδιο υλικό, με το ίδιο πάχος και την ίδια τάση), όπου η μία έχει μήκος 90 cm και η άλλη 80 cm(δηλαδή 8/9 των 90 cm), θα παράγουν δύο διαφορετικούς φθόγγους που θα έχουν διαφορά, όπως ονομάζεται, ενός τόνου. Χαμηλότερος (βάση του διαστήματος) θα είναι ο φθόγγος ο προερχόμενος από την χορδή των 90 cm, και ψηλότερος (κορυφή του διαστήματος) ο φθόγγος που προέρχεται από την χορδή των 80 cm. Στην ευρωπαϊκή μουσική διακρίνονται δύο είδη τόνων ο '''μείζων τόνος''' (8/9) και ο '''ελάσσων τόνος'''(9/10).
Για τους αρχαίους Έλληνες, '''τόνος''' σημαίνει μουσικό κατ' αρχάς ύψος, αλλά και μουσική κλίμακα ([[αρμονία]], [[τρόπος]]).

Μεγάλη ποικιλία '''τόνων''' με την έννοια του μουσικού [[διαστήματος]], απαντάται στους αρχαίους Έλληνες θεωρητικούς συγγραφείς. Ως '''τόνους''' ονομάζουν γενικώς τα διαστήματα που καθορίζονται από δύο διαδοχικούς φθόγγους κάποιας κλίμακας. Κατ' αυτόν τον τρόπο προκύπτουν πολλά είδη τόνων: τόνοι μείζονες, ελάσσονες, ελάχιστοι, υπερμείζονες. Η έκφραση όλων αυτών των τόνων με μαθηματικούς λόγους, ποικίλει μεταξύ των διαφόρων αρχαίων θεωρητικών συγγραφέων. Αντίστοιχα, και οι βυζαντινοί και οι μεταβυζαντινοί θεωρητικοί της εκκλησιαστικής μας μουσικής ακολουθούν την αρχαιοελληνική ορολογία για τον προσδιορισμό του '''τόνου''', διαφοροποιούμενοι ως προς τον μαθηματικό προσδιορισμό των ποικιλιών του, και από τους αρχαίους Έλληνες θεωρητικούς, αλλά και μεταξύ των.
 
Ο όρος '''τόνος''' συνδυαζόμενος μάλιστα με τα επίθετα Δώριος, Φρύγιος, Λύδιος, κλπ, στην αρχαιοελληνική μουσική θεωρία, αλλά και σε ορισμένους θεωρητικούς της βυζαντινής μουσικής, σημαίνει [[κλίμακα]], [[τρόπος]], [[αρμονία]].