Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→‎7 Απριλίου: Σκληροί αγώνες: Συντριβή της γιουγκοσλαβικής μεραρχίας Bregalnica.~~~~
Γραμμή 80:
Η [[Βρετανία]] δεσμευόταν να βοηθήσει την Ελλάδα από τη διακήρυξη του [[1939]], η οποία ανέφερε ότι σε περίπτωση απειλής της Ελληνικής ή Ρουμανικής ανεξαρτησίας, «''…η Βρετανική κυβέρνηση δεσμεύεται να παράσχει άμεσα στην Ελληνική ή Ρουμανική κυβέρνηση […] κάθε δυνατή βοήθεια''».<ref>Lawlor (1994), 167</ref> H διακήρυξη αυτή δεν ήταν δεσμευμένη από καμιά συμμαχία μεταξύ των δύο χωρών για την εγγύηση της ελληνικής εδαφικής ακεραιότητας, παρά ήταν περισσότερο μια ηθική υποχρέωση για ενίσχυση της Ελλάδας σε περίπτωση επίθεσης από τρίτη δύναμη.<ref>Κολιόπουλος (2009), 145</ref> Η πρώτη βρετανική προσπάθεια ήταν η ανάπτυξη μοιρών της [[RAF]], υπό τη διοίκηση του [[Τζων ντ' Άλμπιακ]] (''John d' Albiac''), οι οποίες εστάλησαν τον Νοέμβριο του 1940.<ref>Barrass, [http://www.rafweb.org/Biographies/DAlbiac.htm Air Marshal Sir John D'Albiac]. Beevor (1992), 26</ref>
 
Στις [[17 Νοεμβρίου]] 1940 ο Μεταξάς πρότεινε στην Βρετανική κυβέρνηση την ανάληψη κοινής επιθετικής δράσης στα [[Βαλκάνια]] έχοντας τα ελληνικά προπύργια της ΝότιαΝότιας Αλβανίας ως βάση των επιχειρήσεων ώστε να λήξη νικηφόρα ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος και να αποτραπεί η γερμανική επέμβαση. Αυτό όμως απαιτούσε την παρουσία στην Ελλάδα ισχυρής βρετανικής στρατιωτικής δύναμης. Η Βρετανία όμως ήταν επιφυλακτική απέναντι στην πρόταση του Μεταξά, καθώς η ανάπτυξη των απαιτούμενων στρατιωτικών δυνάμεων για την υποστήριξη του Ελληνικού σχεδίου θα έθετε σε κίνδυνο τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Κοινοπολιτείας στη Μέση Ανατολή.<ref name="Sv">Svolopoulos (1997), 285, 288</ref> Ο Μεταξάς σταθερά απέρριπτε τις βρετανικές προτάσεις για αποστολή ανεπαρκών δυνάμεων από τον φόβο ότι αυτές, χωρίς να προσσφέρουν σοβαρή ενίσχυση, απλώς θα προκάλούσανπροκαλούσαν τους Γερμανούς. Εκείνη την εποχή οι Βρετανοί ήταν ευχαριστημένοι με την κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα. Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος δέσμευε ένα μεγάλο μέρος των ιταλικών δυνάμεων που ήταν χρήσιμες στο μέτωπο της Βόρειας Αφρικής, ενώ η πιθανή εμπλοκή των Γερμανών στα Βαλκάνια θα κατακερμάτιζε τα γερμανικά στρατεύματα και θα ελάττωνε τον κίνδυνο απόβασης τους στην Αγγλία.<ref>Richter (1998), 225. Κολιόπουλος (2009), 182</ref>
 
Κατά τη διάρκεια συσκέψεων των βρετανικών και ελληνικών στρατιωτικών και πολιτικών αρχηγών στην [[Αθήνα]], από τις 13 ως 16 Ιανουαρίου 1941, ο στρατηγός [[Αλέξανδρος Παπάγος]], επικεφαλής του [[Ελληνικός Στρατός|Ελληνικού Στρατού]], ζήτησε από τους Βρετανούς εννέα πλήρως εξοπλισμένες [[μεραρχία|μεραρχίες]] και την αντίστοιχη αεροπορική υποστήριξη. Οι Βρετανοί απάντησαν ότι λόγω των υποχρεώσεών τους στο μέτωπο της Βορείου Αφρικής μπορούσαν να διαθέσουν άμεσα μία μικρή, συμβολική, δύναμη μικρότερη της μεραρχίας. Ο Βρετανός Αρχιστράτηγος Μέσης Ανατολής, Στρατηγός [[Άρτσιμπαλντ Oυέιβελ]], ανέφερε στον Παπάγο ότι είχε εντολή από το Λονδίνο να προσπαθήσει να πείσει τους Έλληνες να δεχθούν την βοήθεια που τους δίνονταν. Η προσφορά αυτή απορρίφθηκε από τους Έλληνες οι οποίοι φοβήθηκαν πως η άφιξη μίας τέτοιας μικρής στρατιωτικής δύναμης θα επίσπευδε τη γερμανική επίθεση χωρίς να παράσχει σημαντική βοήθεια.{{Cref|ε}} Ο Oυέιβελ ένιωθε ανακουφισμένος που απορρίφθηκε η βοήθεια γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν υποχρεωμένος να σταματήσει την προέλασή του στο Τομπρούκ.<ref>Χάιαμ (1996), 77</ref> Βρετανική βοήθεια θα ζητούνταν αν και εφόσον τα γερμανικά στρατεύματα διέσχιζαν τον [[Δούναβης|Δούναβη]] από τη Ρουμανία προς τη Βουλγαρία.<ref name="BC">Beevor (1992), 38. Blau (1953), [http://www.army.mil/cmh-pg/books/wwii/balkan/20_260_3.htm 71–2]</ref>
Γραμμή 97:
=== Τοπογραφία ===
 
Προκειμένου να εισέλθει στη Βόρεια Ελλάδα ο [[Βέρμαχτ|Γερμανικός Στρατός]] ήταν υποχρεωμένος να διασχίσει την [[Ροδόπη|οροσειρά της Ροδόπης]], η οποία διαθέτει λίγες κοιλάδες και περάσματα ικανά να επιτρέψουν την κίνηση μεγάλων στρατιωτικών μονάδων. Δύο περάσματα εντοπίστηκαν δυτικά του [[Κιουστεντίλ]] (''Kyustendil'') και ένα κατά μήκος των συνόρων Γιουγκοσλαβίας – Βουλγαρίας, μέσω της κοιλάδας του [[Στρυμόνας|Στρυμόνα]] προς τα νότια. Ελληνικές συνοριακές οχυρώσεις προσαρμοσμένες στο ανάγλυφο και ισχυρά αμυντικά συστήματα κάλυπταν τους λίγους διαθέσιμους δρόμους. Οι ποταμοί Στρυμόνας και [[Νέστος]] διέσχιζαν την οροσειρά κατά μήκος των Ελληνοβουλγαρικών συνόρων και αμφότερες οι κοιλάδες προστατεύονταν από ισχυρά [[οχυρό|οχυρά]], τμήματα της ευρύτερης [[Γραμμή Μεταξά|Γραμμής Μεταξά]]. Αυτό το σύστημα από [[τσιμέντο|τσιμεντένια]] [[πολυβολείο|πολυβολεία]] και οχυρώσεις κατασκευάστηκε κατά μήκος των βουλγαρικών συνόρων στα τέλη της δεκαετίας του [[1930]] και βασιζόταν σε παρόμοιες αρχές με αυτές που εφαρμόστηκαν στη [[Γραμμή Μαζινό]]. Η ισχύς της γραμμής επαφίοντανήταν στηη δύσκολη πρόσβαση που προσέφερε το ανάγλυφο του εδάφους προς τις οχυρωματικές θέσεις.<ref name="CB75">Bailey (1979), 37. Blau (1953), [http://www.army.mil/cmh-pg/books/wwii/balkan/20_260_3.htm 75]</ref>
 
=== Στρατηγικοί παράγοντες ===
Γραμμή 104:
Το ορεινό έδαφος της Ελλάδας βοηθούσε στη χάραξη μίας αμυντικής στρατηγικής και οι μεγάλοι ορεινοί όγκοι της [[Ροδόπη]]ς, της [[Ήπειρος|Ηπείρου]], της [[Πίνδος|Πίνδου]] και του [[Όλυμπος|Ολύμπου]] προσέφεραν πολλές πιθανότητες να σταματήσουν έναν εισβολέα. Όμως απαιτούνταν επαρκής αεροπορική κάλυψη ώστε να αποτρέψει τις αμυνόμενες επίγειες δυνάμεις από το να παγιδευτούν στα πολλά στενώματα. Αν και μία επιτιθέμενη δύναμη από την [[Αλβανία]] μπορούσε εύκολα να αναχαιτιστεί από σχετικά μικρό αριθμό στρατευμάτων τοποθετημένων ψηλά στην οροσειρά της Πίνδου, το νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας ήταν δύσκολο να προστατευθεί από μία επίθεση από τον [[Βορράς|Βορρά]].<ref name="CB77">Blau (1953), [http://www.army.mil/cmh-pg/books/wwii/balkan/20_260_3.htm 77]</ref>
 
Οι βρετανικές ενισχύσεις μαζί με τις ελληνικές δυνάμεις ήταν ανεπαρκείς για την άμυνα της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης. Στην πρώτη τοποθεσία το ασθενές σημείο ήταν το τμήμα του [[Μπέλες]] όπου η οχύρωση δεν είχε ολοκληρωθεί. Μια εχθρική ενέργεια από την κοιλάδα Στρούμνιτσα προς την Θεσσαλονίκη, δηλαδή στο τμήμα Μπέλες, θα υπερκέραζεμπορούσε να υπερκεράση ολόκληρη την οχυρωμένη τοποθεσία και θανα απέκοβεαποκόψη από την υπόλοιπη Ελλάδα όλες τις δυνάμεις που μάχονταν στην Α. Μακεδονία και την Δ. Θράκη. Επομένως η εκκένωση της Γραμμής Μεταξά και η μεταφορά της άμυνας στην τοποθεσία [[Καϊμακτσαλάν]]-[[Βέρμιο]]-[[Αλιάκμονας]] (τοποθεσία Βερμίου) ήταν από στρατιωτική άποψη η πλέον ενδεδειγμένη. Όμως η εγκατάλειψη μεγάλου μέρους της Μακεδονίας- συμπεριλαμβανόμενης και της [[Θεσσαλονίκη]]ς- εκτός του ότι θα είχε σοβαρό ηθικό και ψυχολογικό αντίκτυπο στον ελληνικό πληθυσμό της περιοχής, συνδέονταν άμεσα με την στάση της [[Γιουγκοσλαβία]]ς.<ref>ΓΕΣ/ΔΙΣ (1985), 152</ref>
 
Στις 22 Φεβρουάριου ο Παπάγος δέχτηκε την εκκένωση των ελληνικών στρατευμάτων από την περιοχή ανατολικά του Αξιού ποταμού και την μεταφορά τους στην τοποθεσία Βερμίου, στην οποία θα τάσσονταν και οι βρετανικές δυνάμεις, εφόσον όμως χανόταν κάθε ελπίδα συμμαχίας με την Γιουγκοσλαβία για την αντιμετώπιση της γερμανικής επίθεσης.<ref>ΓΕΣ/ΔΙΣ (1985), 153</ref> Τα γερμανικά στρατεύματα συγκεντρώνονταν στη Ρουμανία και στις [[2 Μαρτίου]] άρχισαν να κινούνται εντός της Βουλγαρίας. Καθώς η στάση της Γιουγκοσλαβίας δεν είχε αποσαφηνιστεί και οι Γερμανοί βρίσκονταν στην Βουλγαρία, ο Έλληνας Αρχιστράτηγος έκρινε ότι η εκκένωση ανατολικά του Αξιού ήταν άκαιρη και ασύμφορη.<ref>ΓΕΣ/ΔΙΣ (1956), 29-30. ΓΕΣ/ΔΙΣ (1985), 153</ref>
Γραμμή 110:
[[Αρχείο:Churchill-in-quebec-1944-23-0201a.gif|thumb|Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ πίστευε ότι ήταν σημαντικό για το Ηνωμένο Βασίλειο να λάβει κάθε πιθανό μέτρο για την υποστήριξη της Ελλάδας. Στις 8 Ιανουαρίου 1941 δήλωσε «δεν υπάρχει άλλη πορεία για μας από το διασφαλίσουμε ότι καταβάλαμε κάθε προσπάθεια να βοηθήσουμε τους Έλληνες που αποδείχθηκαν τόσο ικανοί»<ref>Lawlor (1994), 191–2</ref>]]
 
Οι Βρετανοί ηγέτες περιέγραψαν την συμπεριφορά του Παπάγου ως «''αφιλόξενη και ηττοπαθή''» και για να τον παρακάμψουν έπρεπε να στρατολογήσουνζητήσουν την βοήθεια του βασιλιά Γεωργίου Β΄, ο οποίος ήταν «''ήρεμος αποφασιστικός και ήσυχος''».<ref name="L168">Lawlor (1994), 168. Χάιαμ (1996), 182</ref> Ο Ντίλ υποστήριζε ότι το σχέδιο του Παπάγου παρέβλεπε το γεγονός ότι τα ελληνικά στρατεύματα και το πυροβολικό ήταν ικανά να προσφέρουν μικρή μόνο αντίσταση. Οι Βρετανοί θεωρούσαν ότι η ελληνική αντιπαλότητα με τη Βουλγαρία, γεγονός που οδήγησε στη δημιουργία της Γραμμής Μεταξά, καθώς και ηοι παραδοσιακέςπαραδοσιακά καλές σχέσεις με τους Γιουγκοσλάβους, άφηναν τα βορειοδυτικά σύνορα αφύλακτα σε μεγάλο βαθμό.<ref name="B37">Bailey (1979), 37</ref> Ο Γεώργιος Β΄ και ο πρωθυπουργός Κορυζής φοβούμενοι μία αρνητική αντίδραση των Βρετανών στην περίπτωση ασυμφωνίας, πίεσαν τον Παπάγο να βρεθεί μία λύση. Ο Παπάγος συμφώνησε αναγκαστικά να διχοτομηθούν οι διαθέσιμες δυνάμεις του με τρεις μεραρχίες και μία ταξιαρχία στην Γραμμή Μεταξά και τρεις μεραρχίες στην τοποθεσία Βερμίου.<ref>Richter (1998), 315. ΓΕΣ/ΔΙΣ (1985), 153</ref>
 
Στις [[4 Μαρτίου]] ο Ντιλ και ο Παπάγος συμφώνησαν στο σχέδιο άμυνας και στις [[7 Μαρτίου]] το σχέδιο επικυρώθηκε από τη Βρετανική κυβέρνηση.<ref name="LM">Lawlor (1994), 168 McClymont (1959), [http://www.nzetc.org/tm/scholarly/tei-WH2Gree-c6-11.html 107–8]</ref> Την διοίκηση θα αναλάμβανε ο Παπάγος και οι Ελληνικές και Βρετανικές διοικήσεις θα αναλάμβαναν παρενοχλητικές ενέργειες στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας.<ref name="CB77" /> Έτσι οι Βρετανοί μετακίνησαν τα στρατεύματά τους και κατέλαβαν μία θέση περίπου σαράντα [[χλμ|χιλιόμετρα]] δυτικά του Αξιού, κατά μήκος της τοποθεσίας Βερμίου.<ref name="Zi">Svolopoulos (1997), 290. Ziemke [http://www.angelfire.com/hi/wwiifrontline/balkan.html Balkan Campaigns]</ref> Ο κύριος σκοπός κατάληψης αυτής της θέσης ήταν να αποτρέψουν την πρόσβαση στους Γερμανούς προς την Κεντρική Ελλάδα.<ref>Buckley (1979), 40–45.</ref> Όμως η πιθανή διέλευση γερμανικών στρατευμάτων από το έδαφος της Γιουγκοσλαβίας έκανε την παραπάνω τοποθεσία ακατάλληλη για άμυνα καθώς μια γερμανική ενέργεια στον άξονα Μοναστήρι- Φλώρινα θα απειλούσε όχι μόνο τα νώτα της τοποθεσίας Βερμίου αλλά και τα νώτα των Ελλήνων στρατιωτών που μάχονταν στην Αλβανία.<ref>ΓΕΣ/ΔΙΣ (1956), 42</ref>