Χρώση κατά Γκραμ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Διάσωση 2 πηγών και υποβολή 0 για αρχειοθέτηση.) #IABot (v2.0
Γραμμή 2:
 
==Ιστορικό==
Κατά το 19ο αιώνα ο Γερμανός παθολόγος Καρλ Φριντλέντερ (Carl Friedländer), ο οποίος εργαζόταν στο νεκροτομείο του νοσοκομείου του [[Βερολίνο|Βερολίνου]] προσπαθούσε να εντοπίσει τα αίτια της [[πνευμονία|πνευμονίας]]. Το 1882 και το 1883 εξέδωσε δύο μελέτες, στις οποίες περιέγραφε την ιστολογική εικόνα των μικροοργανισμών όπως παρατηρούνταν στα ινώδη εκκρίματα μολυσμένων πνευμόνων ασθενών που είχαν αποβιώσει από λοβώδη πνευμονία και απομόνωσε τους μικροοργανισμούς που αποκάλεσε τότε «μικρόκοκκους». Η βακτηριολογική έρευνα στην πραγματικότητα έγινε από ένα μαθητή του [[Ρόμπερτ Κοχ]] ονόματι Φρομπένιους (Frobenius). Στις μελέτες αυτές ο Φριντλέντερ έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην παρουσία μιας κάψας, η οποία περιέκλειε τους παρατηρούμενους μικροοργανισμούς. Σήμερα δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Φριντλέντερ στις μελέτες του περιέγραψε τον πνευμονιόκοκκο (Streptococcus pneumoniae). Τα άρθρα του Φριντλέντερ και ιδιαίτερα η έμφασή τους στην παρουσία κάψας προκάλεσαν το έντονο ενδιαφέρον του Άλμπερτ Φρένκελ (Albert Fraenkel, 1864–1938) καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της [[Χαϊδελβέργη|Χαϊδελβέργης]], ο οποίος είχε επίσης απομονώσει μικροοργανισμό από ασθενείς με λοβοπνευμονία, αλλά ήταν τελείως διαφορετικός από αυτόν που περιέγραφε ο Φριντλέντερ. Στη σχετική μελέτη που δημοσίευσε είναι σήμερα φανερό ότι περιέγραψε την Κλεμπσιέλλα (Klebsiella pneumoniae).<ref name=ncl>[{{Cite web |url=http://www.ncl.ac.uk/dental/oralbiol/oralenv/tutorials/christian_gram.htm |title=Πανεπιστήμιο του Νιούκασλ, στοματική βιολογία, Κρίστιαν Γκραμ] |accessdate=2011-03-01 |archiveurl=https://web.archive.org/web/20090225063802/http://ncl.ac.uk/dental/oralbiol/oralenv/tutorials/christian_gram.htm |archivedate=2009-02-25 |url-status=dead }}</ref>
 
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπισαν και οι δύο ερευνητές ήταν η δυνατότητα να παρατηρήσουν τους μικροοργανισμούς σε πτύελα με πύον που αποβάλλονταν από τους μολυσμένους πνεύμονες και σε τομές ιστών. Αιτία ήταν η παρουσία ινιδίνης (fibrin) αλλά οι ίδιοι οι πυρήνες των μικροοργανισμών, που αντιδρούσαν με τις χρωστικές που χρησιμοποιούνταν εκείνη την εποχή για τη χρώση ιστολογικών παρασκευασμάτων. Έτσι ήταν σχεδόν αδύνατη η παρατήρηση βακτηρίων που βρίσκονταν ανάμεσα στα κύτταρα των ιστών. Στο σημείο αυτό παρενέβη ο Γκραμ, συνεργάτης τότε του Φριντλέντερ, ο οποίος είχε αναπτύξει μια μέθοδο χρώσης των βακτηρίων. Τη μέθοδο αυτή ανέφερε ο Φριντλέντερ στις μελέτες του, αλλά το 1884 ο Γκραμ εξέδωσε ο ίδιος μια μελέτη, στην οποία περιέγραφε με λεπτομέρειες τη μέθοδο χρώσης και τα αποτελέσματά της.<ref name=ncl/>
 
==Η τεχνική==
Η αρχική τεχνική που δημοσιεύτηκε το 1884 από τον Γκραμ βελτιώθηκε το 1921 από τον Χάκερ (Hucker), παρέχοντας μεγαλύτερη σταθερότητα στη χρώση και καλύτερα αποτελέσματα στην ασφαλή διάκριση.<ref>[{{Cite web |url=http://www.med-chem.com%2Fprocedures2fprocedures%2Fgramstain2fgramstain.pdf/ |title=Med-Chem.com,''Gram Stain Protocol'' {{pdf}}] |accessdate=2019-10-17 |archiveurl=https://web.archive.org/web/20110716152659/http://www.med-chem.com/procedures/GRAMSTAIN.pdf |archivedate=2011-07-16 |url-status=dead }}</ref>
 
Η βάση της τεχνικής είναι το κρυσταλλικό ιώδες (crystal violet) ή ιώδες της γεντιανής (gentian violet), κατά IUPAC ονομασία χλωριούχος εξαμεθυλοπαραροσανιλίνη (hexamethyl pararosaniline chloride). Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να αντικαθίσταται από κυανούν του μεθυλενίου, το οποίο παρέχει εξ ίσου αποτελεσματική χρώση. Η τεχνική αυτή στηρίζεται στην ικανότητα του κυτταρικού τοιχώματος των βακτηρίων να συγκρατούν το κρυσταλλικό ιώδες κατά την επεξεργασία με διαλύτες. Τα κατά Γκραμ θετικά βακτήρια έχουν τοίχωμα υψηλής περιεκτικότητας σε [[πεπτιδογλυκάνη]] και χαμηλότερης σε λιπίδια. Το κυτταρικό τοίχωμα χρώννυται με την επίδραση του κρυσταλλικού ιώδους. Στη συνέχεια προστίθεται [[ιώδιο]] ως στερεωτικό, το οποίο σχηματίζει σύμπλοκο με το κρυσταλλικό ιώδες, με αποτέλεσμα τη στερέωση της χρώσης. Στη συνέχεια στο παρασκεύασμα προστίθεται ένας διαλύτης, [[αιθυλική αλκοόλη]], [[ακετόνη]] ή μίγμα και των δύο. Ο διαλύτης απομακρύνει τη στιβάδα των λιπιδίων από τα κατά Γκραμ αρνητικά βακτήρια, πράγμα που διευκολύνει τη διάχυση της αρχικής χρώσης στο περιβάλλον. Αντίθετα, ο διαλύτης αφυδατώνει το κυτταρικό τοίχωμα των κατά Γκραμ θετικών βακτηρίων, σφραγίζοντας και τους πόρους του καθώς αυτό συρρικνώνεται, εμποδίζοντας έτσι τη διάχυση της χρωστικής, οπότε τα βακτήρια παραμένουν κεχρωσμένα. Σημαντικό σημείο στην επιτυχία της διαδικασίας είναι ο χρόνος που αφήνεται να επιδράσει ο διαλύτης: Αν είναι ιδιαίτερα παρατεταμένος, ο διαλύτης μπορεί να απομακρύνει τη χρωστική τόσο από τα κατά Γκραμ αρνητικά όσο και από τα κατά Γκραμ θετικά βακτήρια. Μερικά θετικά κατά Γκραμ βακτήρια είναι πιθανό να χάσουν σχετικά εύκολα τη χρώση τους και στο παρασκεύασμα τελικά να εμφανίζεται μια μίξη θετικών και αρνητικών βακτηρίων. Αυτού του τύπου τα βακτήρια χαρακτηρίζονται ως κατά Γκραμ μεταβλητά.