Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Διάσωση 4 πηγών και υποβολή 0 για αρχειοθέτηση.) #IABot (v2.0
μεσοπόλεμος, Β' ΠΠ
Γραμμή 15:
| δικτυακός τόπος= [http://www.patriarchia.ru/ patriarchia.ru]
}}
Η '''Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία'''<ref>[https://mospat.ru/gr/ mospat.ru] Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία</ref> ([[ρωσικά]]: Ру́сская Правосла́вная Це́рковь, αναφέρεται και ως «Моско́вский Патриарха́т»,<ref>[https://mospat.ru/ru/documents/ustav/i/ mospat.ru] Устав РПЦ, Гл. I, пункт 2</ref> '''Πατριαρχείο Μόσχας''', γνωστό και ως '''Πατριαρχείο Ρωσίας''')<ref>Πατριαρχείο Ρωσίας [http://www.amen.gr/category36/ amen.gr] {{Webarchive|url=https://web.archive.org/web/20140928005717/http://www.amen.gr/category36 |date=2014-09-28 }}</ref> είναι [[θρησκεία|θρησκευτικό]] σώμα πιστών με χιλιετή ιστορία ισχυρής πνευματικής και [[πολιτική]]ς επιρροής στα τεκταινόμενα της [[ρωσία|ρωσικής]] ιστορίας. Επιβιώνοντας στη εποχή των σοβιετικών σοσιαλιστικών δημοκρατιών απλώς ως ελεγχόμενο σώμα, η ρωσική ορθόδοξη εκκλησία ανέκτησε τους πιστούς της αλλά και την πολιτική της επιρροή στις αρχές της δεκαετίας του '90. Είναι αυτοκέφαλη [[Ορθόδοξη Εκκλησία|ανατολική ορθόδοξη εκκλησία]], σε κοινωνία με τις υπόλοιπες ανατολικές ορθόδοξες εκκλησίες. Στην πνευματική και διοικητική δικαιοδοσία της υπάγονται και πολλές ενορίες που βρίσκονται εκτός Ρωσίας.
 
== Δομή και οργάνωση ==
Γραμμή 41:
Στις αρχές του [[20ος αιώνας|20ου αιώνα]], η ρωσική εκκλησία, όπως και κάθε άλλη θρησκευτική έκφραση, ακολούθησε το άρμα της αντίληψης και κυριολεκτικής ερμηνείας της ρήσης του [[Καρλ Μαρξ]] πως «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού». Πέραν του ότι έγινε αναστολή των προνομίων που παρείχε η μετριοπαθής προσωρινή κυβέρνηση στην εκκλησια η εκκλησιαστική περιουσία κρατικοποιήθηκε και εκτελέστηκαν με διάφορες αιτιολογήσεις πάνω από 1200 απλοί ιερείς και αξιωματούχοι στην περίοδο 1922-26. Στην πραγματικότητα βέβαια η όλη αντιθρησκευτική πολιτική και προπαγάνδα δεν στόχευε αποκλειστικά στον χριστιανισμό, αλλά σε όλες τις πίστεις. Με έναρξη τη δεκαετία του 1920, [[βουδισμός|βουδιστικοί]] και [[σαμανισμός|σαμανιστικοί]] τόποι λατρείας στην Μπουρυατία στην περιοχή της [[Βαϊκάλη]]ς καταστράφηκαν, ενώ οι Λάμα και οι σαμάνοι συλλαμβάνονταν και είτε οδηγούνταν στην εξορία είτε απειλούνταν με ποινή θανάτου<ref>{{Cite web |url=http://www.cddc.vt.edu/host/weishaus/Interv/noel.htm |title=THE SOUL OF SHAMANISM A Conversation with Daniel C. Noel |accessdate=2008-11-02 |archiveurl=https://web.archive.org/web/20080914235904/http://www.cddc.vt.edu/host/weishaus/Interv/noel.htm |archivedate=2008-09-14 |url-status=dead }}</ref>.
 
Το 1925, ιδιαίτερα ιδρύθηκε στη [[Σοβιετική Ένωση]] ο Σύνδεσμος των Άθεων Μαχητών ο οποίος κατεύθυνε μια πανσοβιετική εκστρατεία κατά των οργανωμένων θρησκειών. Οι ακραίες θέσεις της οργάνωσης οδήγησαν ακόμη και τη σοβιετική κυβέρνηση να αρνηθεί οποιαδήποτε άμεση σχέση με τις πρακτικές της<ref>[http://www.answers.com/topic/league-of-the-militant-godless Russian History Encyclopedia: League of The Militant Godless]</ref>. Τούτο βέβαια όταν ο [[Ιωσήφ Στάλιν]] εκτίμησε ότι έπρεπε να χαλαρώσει την αντιθρησκευτική του πολιτική και να χρησιμοποιήσει την εκκλησία προς όφελός του για την απαιτούμενη εθνεγερσία εν όψει των πολεμικών συγκρούσεων του [[Β' Π.Π.]]. Χάριν εθνικής άμυνας χιλιάδες εκκλησίας άνοιξαν εκ νέου στη Σοβιετική Ένωση, για να κλείσουν και πάλι χάριν της πολιτικής που ακολούθησαν ο [[Νικίτα Χρουστσόφ|Νικίτα Χρουτσώφ]] και ο [[Λεονίντ Μπρέζνιεφ]] στην περίοδο [[1953]]-[[1982]].
 
Κατά την εποχή του Μεσοπολέμου το πατριαρχείο της Ρωσίας πρακτικά έπαυσε να ελέγχει τις ρωσικές ενορίες που που υπήρχαν στο εξωτερικό. Πολλές από αυτές (στη Φινλανδία, Βαλτικές Χώρες και Πολωνία) άφησαν το ρωσικό πατριαρχείο και υπήχθησαν στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Μερικές μητροπόλεις (όπως π.χ. του Παρισιού) έκαναν ενέργειες αναξαρτητοποίησης και μετατροπής τους σε Εξαρχείες. Το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως παραχώρησε αυτοκεφαλία στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Πολωνίας.
 
Μετά την εισβολή της Γερμανίας στη Σοβιετική Ένωση (22 Ιουν. 1941) το ρωσικό πατριαρχείο ανέκτησε τη δικαιοδοσία του επί των ρωσικών ενοριών του εξωτερικού, για λόγους πολιτικούς. Η Μόσχα θέλησε να προβάλλει τον πατριάρχει Σέργιο (Στραγκορόντσκι) ως τον μόνο νόμιμο (κανονικό) ηγέτη της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας παγκοσμίως. Το "κονκορδάτο" (συμφωνία) του 1943 μεταξύ του Στάλιν και του Πατριάρχη Σεργίου θεωρείται σταθμός στη μεταπολεμική επέκταση της παγκόσμιας δικαιοδοσίας της Ρωσικής Εκκλησίας. Ο πατριάρχης και οι υποστηρικτές του πρόβαλαν την εικόνα μιας πατριωτικής Εκκλησίας που υπεραμύνεται του αυτόχθονα λαού και μάχεται για εδαφική και κανονική ακεραιότητα. Μέσω αυτής της πολιτικής, το Ρωσικό Πατριαρχείο κέρδισε την αναγνώριση από την Εκκλησία της Αγγλίας και διάφορες οργανώσεις Ρώσων εμιγκρέδων, όπως και από τα πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιερουσαλήμ. Μετά τον θάνατο του Σεργκέι τον Μάιο του 1944, η πολιτική του συνεχίστηκε από τον πατριάρχη Αλέξιο (Σιμάνσκι). Ο τελευταίος προσπάθησε να θέσει υπό τη δικαιοδοσία του τις μεγάλες ρωσικές εκκλησίες των Παρισίων και της Βόρειας Αμερικής. Αν και αυτό δεν επιτεύχθηκε, πάντως διατήρησε καλές σχέσεις και επικοινωνία με αυτές και επέκτεινε την επιρροή του. Μετά τον Β' ΠΠ το καθεστώς του Στάλιν επιχείρησε να συγκαλέσει μια "Όγδοη Οικουμενική Σύνοδο", μια απόπειρα για ένα "Ορθόδοξο Βατικανό", ιδέα που όμως απέτυχε. Το 1948 έγινε εφικτή μια παν-ορθόδοξη σύνοδος των Εκκλησιών που ανήκαν στις λεγόμενες Λαϊκές Δημοκρατίες. Αυτή χρησιμοποιήθηκε για την ισχυροποίηση του πατριαρχείου και του σοβιετικού καθεστώτος στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης υπό κομμουνιστικό καθεστώς. Η παραδοσιακή ιστοριογραφία θεωρεί ότι η υποστήριξη του σοβιετικούς κράτους προς την Εκκλησία οφείλεται κυρίως για λόγους πατριωτικούς και χάριν εθνικής άμυνας. Μετά την διάλυση της ΕΣΣΔ και το άνοιγμα των κρατικών αρχείων, νεώτερες ιστορικές μελέτες έριξαν νέο φως σ' αυτή την περίοδο της ιστορίας της Εκκλησίας. Κατά τους Ρώσους σύγχρονους ιστορικούς, απλά η Ρωσική Εκκλησία μετά τον πόλεμο απλά ανέκτησε την κανονική δικαιοδοσία της σε εδάφη που της ανήκαν από αιώνες (Ουκρανία, Βαλτικές Χώρες, Αν. Πολωνία κ.ά.). Οι μη-Ρώσοι ιστορικοί εξετάζουν το θέμα ως διεθνές. Πιστεύουν δηλαδή ότι η συμφωνία του πατριάρχη με τον Στάλιν έγινε προς αμοιβαίο όφελος. Ο μεν πρώτος επέκτεινε τη δικαιοδοσία τους σε ενορίες και πιστούς στις προσαρτημένες χώρες στα δυτικά της Σοβ. Ένωσης, ο δε δεύτερος επέκτεινε επίσης την πολιτική επιρροή του.<ref>[https://books.google.gr/books?id=oEOLBQAAQBAJ&printsec=frontcover&hl=el&source=gbs_ge_summary_r&cad=0#v=onepage&q&f=false Daniela Kalkandjieva, The Russian Orthodox Church 1917-1948. From Decline to Resurrection. Routledge, 2015]</ref>
 
 
Στην εποχή του πολέμου και του Στάλιν χιλιάδες ναοί άνοιξαν εκ νέου στη Σοβιετική Ένωση, για να κλείσουν και πάλι χάριν της πολιτικής που ακολούθησαν ο [[Νικίτα Χρουστσόφ|Νικίτα Χρουτσώφ]] και ο [[Λεονίντ Μπρέζνιεφ]] στην περίοδο [[1953]]-[[1982]].
[[Αρχείο:Christ the Savior Cathedral Moscow.jpg|thumb|left|Καθεδρικός Ναός του Σωτήρος Χριστού στη Μόσχα.]]
Μία εκ νέου αλλαγή της σοβιετικής πολιτικής συνέβη ενόψει της [[Γκλάστνοστ]] και την προσέγγιση των αξιωματούχων της εκκλησίας από τον [[Μιχαήλ Γκορμπατσώφ]]. Το 1988 συναντήθηκε με ηγέτες της ορθόδοξης εκκλησίας, προκειμένου να συζητηθεί ο ρόλος των θρησκειών στη ζωή των πιστών τους. Λίγο αργότερα ο επίσημος εορτασμός της χιλιετηρίδας της ρωσικής ορθοδοξίας υπέδειξε ότι ήταν πλέον αποδεκτή η ελεύθερη θρησκευτική έκφραση. Έκτοτε με διαρκείς νομοθετικές ρυθμίσεις την άνοιξη του 1990 ψηφίστηκε ένας νέος νόμος που αναγνώριζε εξαιρετικές θρησκευτικές ελευθερίες. Ο νόμος παρέμεινε εν ισχύ όταν η [[Ρωσία]] έγινε ανεξάρτητο [[Έθνος (κοινωνιολογία)|έθνος]] το επόμενο έτος. Ο κύριος εισηγητής του νόμου ωστόσο ο Γκλεμπ Γιάκουνιν αποσχηματίστηκε το 1994, λόγω απικρίσεών του προς την εκκλησιαστική ιεραρχία, κυρίως γιατί κατηγόρησε τον σημερινό προκαθήμενο για σχέσεις με την [[KGB]].