Φωσφόρος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→‎Εξωτερικοί σύνδεσμοι: Μεταφορά σε "Σημειώσεις ιστορικού"
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 55:
|ταχύτητα του ήχου =
}}
Ο '''φωσφόρος'''<ref>Σημείωση: Η λέξη ταυτίστηκε για από αρκετούς και για κάποιο χρονικό διάστημα με την έννοια του διαβόλου και γι' αυτό προτιμήθηκε η ονομασία φώσφορος, για λόγους διαχωρισμού. Τα σύγχρονα ελληνόφωνα εγχειρίδια χημείας, σχεδόν αποκλειστικά, αναφέρουν το χημικό στοιχείο ως φωσφόρος και όχι ως φώσφορος, άσχετα πιο είναι ορθότερο.</ref> ([[αγγλική γλώσσα|αγγλικά]]: ''phosphorus'') είναι το [[αμέταλλο]] [[χημικό στοιχείο]] με [[χημικό σύμβολο]] '''P''', [[ατομικός αριθμός|ατομικό αριθμό]] [[15 (αριθμός)|15]] και [[ατομικό βάρος]] 30,97376 [[Ατομική μονάδα μάζας|amu]]. Είναι χημικό στοιχείο που βρίσκεται σε δυο κύριες [[αλλότροπα|αλλομορφές]], το λευκό φωσφόρο και τον ερυθρό φωσφόρο, αλλά εξαιτίας της μεγάλης του δραστικότητας, ο φωσφόρος δεν έχει βρεθεί ποτέ ως ελεύθερο χημικό στοιχείο στη [[Γη]]. Αντίθετα, ο φωσφόρος περιέχεται σε [[ορυκτό|ορυκτά]] και σχεδόν πάντα βρίσκεται στην ανώτερη [[αριθμός οξείδωσης|οξειδωτική βαθμίδα]] του, δηλαδή στην +5, σε [[ανόργανη ένωση|ανόργανα]] φωσφορικά [[πέτρωμα|πετρώματα]].
 
Όταν παράγεται στη στοιχειακή αλλομορφή του λευκού φωσφόρου εκπέμπει μια αχνή ανταύγεια κατά την έκθεσή του στο [[οξυγόνο]], από όπου προέρχεται και η ονομασία του, που προήλθε από την [[ελληνική μυθολογία]]. Στα [[ελληνική γλώσσα|ελληνικά]] «φωσφόρος» σημαίνει «αυτός που φέρει [[φως]]», και αναφέρεται στον [[αυγερινός|αυγερινό]], δηλαδή στον [[πλανήτης|πλανήτη]] [[Αφροδίτη (πλανήτης)|Αφροδίτη]] (κατ' άλλους στον [[Ερμής (πλανήτης)|Ερμή]]). Από τη λέξη φωσφόρος προέρχεται και ο όρος «[[φωσφορισμός]]», που σημαίνει την εκπομπή φωτός από ένα σώμα, μετά από το φωτισμό του για ένα [[χρόνος|χρονικό]] διάστημα, παρόλο που ενίοτε η λέξη αυτή αναφέρεται και σε περιπτώσεις της αυτοτελούς παραγωγής λάμψης. Ο φωσφορισμός από τον ίδιο το φωσφόρο συμβαίνει κατά την οξείδωση του λευκού φωσφόρου (αλλά όχι και του ερυθρού), μια διεργασία που έχει τον όρο «[[χημειοφωτισμός]]». Μαζί με το [[άζωτο]] (Ν), το [[αρσενικό]] (As), το [[αντιμόνιο]] (Sb) και το [[βισμούθιο]] (Bi), ο φωσφόρος ανήκει στην [[ομάδα του αζώτου]] η «πνικτογόνα», δηλαδή στην [[Ομάδα περιοδικού πίνακα|ομάδα]] 15 (πρώην V<sub>A</sub>) του [[Περιοδικό σύστημα|περιοδικού συστήματος]].
 
Ο φωσφόρος είναι απαραίτητο χημικό στοιχείο για τη [[ζωή]]. Η φωσφορική ομάδα είναι συστατικό του [[DNA]], του [[RNA]] και του [[ATP]], και επίσης των [[φωσφολιπίδια|φωσφολιπιδίων]], από τα οποία σχηματίζονται οι [[Κυτταρική μεμβράνη|κυτταρικές μεμβράνες]]. Δείχνοντας πόσο στενά συνδεδεμένος είναι ο φωσφόρος με τη ζωή, αυτό το χημικό στοιχείο απομονώθηκε για πρώτη φορά ανθρωπογενώς ως ελεύθερο χημικό στοιχείο από τα [[άνθρωπος|ανθρώπινα]] [[ούρα]] και η [[στάχτη]] [[οστό|οστών]] ήταν μια πρώιμη σημαντική πηγή φωσφόρου. Η χαμηλή [[Συγκέντρωση (χημεία)|συγκέντρωση]] φωσφορικών αποτελεί σημαντικό περιορισμό ανάπτυξης για κάποια υδάτινα [[οικοσύστημα|οικοσυστήματα]]. Σε [[οικονομία|οικονομική]] κλίμακα η μεγάλη πλειοψηφία των φωσφορούχων ενώσεων καταναλώνονται ως [[λίπασμα|λιπάσματα]]. Τα φωσφορούχα λιπάσματα χρειάζονται για να αναπληρώσουν το φωσφόρο που τα [[φυτά]] αφαιρούν από το [[έδαφος]]. Η ετήσια ζήτησή τους αυξάνει με διπλάσιο ρυθμό από την αντίστοιχη αύξηση του ανθρώπινου [[πληθυσμός|πληθυσμού]]<ref>Philpott, Tom (March–April 2013). "You Need Phosphorus to Live—and We're Running Out". ''Mother Jones''.</ref>. Άλλες εφαρμογές περιλαμβάνουν το ρόλο κάποιων [[οργανοφωσφορικές ενώσεις|οργανοφωσφορικών ενώσεων]] ως [[απορρυπαντικό|απορρυπαντικά]], [[εντομοκτόνο|εντομοκτόνα]] και [[Χημικό όπλο|αέρια νεύρων]]<ref>Herbert Diskowski, Thomas Hofmann "Phosphorus" in Ullmann's Encyclopedia of Industrial Chemistry 2005, Wiley-VCH, Weinheim. doi:10.1002/14356007.a19_505</ref>.
Γραμμή 63:
== Ετυμολογία και συγγενείς όροι ==
 
Το όνομα «φωσφόρος» στην [[Αρχαία Ελλάδα]] είχε δοθεί στον [[πλανήτης|πλανήτη]] [[Αφροδίτη (πλανήτης)|Αφροδίτη]] και προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις «'''φῶς'''» και «'''φέρω'''», που στα νεότερα ελληνικά μεταφράζεται [[περίφραση|περιφραστικά]] «αυτός που φέρει φως», δηλαδή «(μετα)φορέας φωτός»<ref>Parkes & Mellor 1939, p. 717</ref>. Στην [[Αρχαιότητα|αρχαία εποχή]] δε γίνονταν διάκριση στον τονισμό και χρησιμοποιούνταν με όμοια σημασία και η λέξη «φώσφορος»<ref name="mellor-717">Parkes and Mellor, p. 717.</ref>. Στην [[Ελληνική Μυθολογία]] και παράδοση ο [[Αυγερινός]] είναι το «άστρο της αυγής» και ο Έσπερος ή Εσπερινός ή [[Αποσπερίτης]] ή Εωσφόρος είναι το «άστρο του δειλινού», αν και η τελευταία λέξη σταμάτησε να χρησιμοποιείται με αυτήν τη σημασία μετά την έλευση του [[Χριστιανισμός|Χριστιανισμού]], επειδή ταυτίστηκε με το [[διάβολος|διάβολο]].
 
Σύμφωνα με το ''Oxford English Dictionary'' η σωστή ονομασία για το χημικό στοιχείο είναι η [[λατινική γλώσσα|λατινική]] λέξη ''phosphorus''.
Γραμμή 71:
== Ιστορικό ==
 
Ανακαλύφθηκε το [[1669]] από τον [[αλχημεία|αλχημιστή]] [[Μπραντ]] που αναζητώντας την [[φιλοσοφική λίθος|φιλοσοφική λίθο]] έλαβε δια ξηράς [[απόσταξη|απόσταξης]] από υπολείμματα ούρων, μια ουσία η οποία παρουσίαζε την περίεργη ιδιότητα να εκπέμπει [[φως]] στο σκοτάδι. Εξ αυτής ακριβώς της ιδιότητας την ονόμασε (φως+φέρον) '''φωσφόρο'''.<br />
Αυτόν τον πρωτογενή τρόπο παρασκευής προσπάθησε να κρατήσει επτασφράγιστο μυστικό μέχρι που δεν άντεξε και ο ίδιος ο Μπραντ το εκμυστηρεύθηκε στον [[Κραφτ]] όπου και εκείνος με την σειρά του τελικά επέδειξε το "περίεργο" αυτό στοιχείο στην Αυλή του Βασιλέως της Αγγλίας Κάρολου τον Β΄ το [[1677]].<br />
Παράλληλα όμως και ο [[Κούνκελ]] εργαζόμενος ανεξάρτητα παρήγαγε ίδια ουσία το [[1676]], ενώ ο Άγγλος φυσικός και χημικός [[Ρόμπερτ Μπόιλ]] μελέτησε τη νέα αυτή φωτοβόλο ουσία την οποία και ονόμασε ''noctiluca''. Έτσι το σύνηθες πλέον όνομα που καθιερώθηκε τότε για το στοιχείο αυτό ήταν ο ''αγγλικός φωσφόρος'' ή ''φωσφόρος του Μπόιλ'' σε διάκριση από τον ''φωσφόρο της Μπολόνιας'' ή Βολωνίας που ήταν θειούχο [[βάριο]] με κάποιες άλλες προσμίξεις που εξέπεμπε όμως φως μόνο μετά από έκθεση στον Ήλιο.<br />
Ένα αιώνα αργότερα το [[1770]] ο [[Γκαν]] (Johan Gottlieb Gahn) ανακάλυψε ότι το κυριότερο στοιχείο των οστών είναι το φωσφορικό ασβέστιο και ο [[ Καρλ Βίλχελμ Σέελε|Σέελε]] (Carl Wilhelm Scheele) εξ αυτού καταφέρνει το [[1777]] να κατασκευάσει φωσφόρο από την τέφρα οστών. Το ίδιο δε έτος ο [[Λαβουαζιέ]] διαπιστώνει και την πραγματική φύση του φωσφόρου ως [[χημικό στοιχείο]] όπου και μελέτησε τις ιδιότητές του.
 
== Προέλευση ==
Γραμμή 120:
== Παράγωγα ==
 
Σπουδαιότερες [[Χημική ένωση|χημικές ενώσεις]] του Φωσφόρου είναι:
 
# Τα [[αλογονίδια του φωσφόρου]] (PX<sub>3</sub> και PX<sub>5</sub>, όπου X αλογόνο).
# Οι [[φωσφίνη|φωσφίνες]] (PR<sub>3</sub>, όπου R μονοσθενής οργανική ρίζα ή υδρογόνο).