Κωνσταντίνος Βολανάκης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Stylebender (συζήτηση | συνεισφορές)
Stylebender (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 2:
 
== Βιογραφία ==
Οι γονείς του Βολανάκη κατάγονταν από την Βολάνη, ένα μικρό χωριό της περιοχής του [[Ρέθυμνο|Ρεθύμνου]]. Σπούδασε στο Γυμνάσιο της [[Σύρος|Σύρου]], απ' όπου αποφοίτησε το [[1856]]. Την ίδια χρονιά, με παρότρυνση των μεγαλύτερων αδελφών του, πήγε στην [[Τεργέστη]] για να δουλέψει ως λογιστής κοντά στον μεγάλο οίκο εμπορίας ζαχάρεως Αφεντούλη. Ο Αφεντούλης, σύζυγος της αδελφής του Πολυξένης, εκτίμησε τις καλλιτεχνικές ικανότητες του νεαρού Βολανάκη από τα πάμπολλα σκαριφήματα με βάρκες, πλοία και λιμάνια που ο τελευταίος έφτιαχνε μέσα στις σελίδες των λογιστικών βιβλίων. Με έξοδα του Αφεντούλη στάλθηκε το 1860 στη [[Βαυαρία]] για να σπουδάσει ζωγραφική στην [[Ακαδημία του Μονάχου]], όπου φαίνεται να μαθήτευσε κοντά στον [[Καρλ φον Πιλότυ]] και τον [[Βίλχελμ φον Κάουλμπαχ]].<ref>''Πειραϊκόν Ημερολόγιον'', Αρχείο Πειραϊκών Σπουδών (1966) τόμ. 1, σελ. 66.</ref>.
 
Μετά την αποφοίτησή του από την Ακαδημία του [[Μόναχο|Μονάχου]], ο Βολανάκης εργάστηκε στο Μόναχο, την [[Βιέννη]] και την Τεργέστη. Το [[1883]] επέστρεψε στην [[Ελλάδα]] και εγκαταστάθηκε στον [[Πειραιάς|Πειραιά]]. Σε αυτό συνετέλεσε και η πίεση της γυναίκας του, «''η οποία δεν άντεχε τον κρύο χειμώνα του Μονάχου''». Όμως, ο [[Νικόλαος Γύζης]], νονός της κόρης του, τον απέτρεψε από το να γυρίσει στήν Αθήνα, λέγοντάς του ότι «''ἐκεῖ'' [''στὴν Ἀθήνα''] ''οἱ πίνακες ζωγραφικῆς πωλοῦνται ἐξευτελιστικῶς εἰς τὸν Κῆπο τῶν Τιτάνων''». Από την ίδια χρονιά και μέχρι το 1903 δίδαξε στην Σχολή των Ωραίων Τεχνών (μετέπειτα [[Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών]]) της [[Αθήνα]]ς, αρχικά το μάθημα της Στοιχειώδους Γραφής και αργότερα το μάθημα της Αγαλματογραφίας.