Ποινικά Δικαστήρια: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ I went shopping
μ άλλαξε εκδότη
Γραμμή 6:
Η ύπαρξη ποινικών δικαστηρίων αποτελεί [[δημοκρατία|δημοκρατική]] κατάκτηση των τελευταίων αιώνων και θεμελιώδες [[ατομικό δικαίωμα]] του κάθε κατηγορουμένου. Παλαιότερα οι ποινές επιβάλλονταν από τον απόλυτο [[μοναρχία|μονάρχη]] χωρίς δίκη, κατά βούλησιν. Σήμερα ισχύει η αρχή ''nulla poena sine processu'', δεν μπορεί να επιβληθεί δηλαδή καμία ποινή χωρίς να προηγηθεί [[δίκαιη δίκη]] από ανεξάρτητο δικαστήριο, στο οποίο ο κατηγορούμενος θα έχει τη δυνατότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
 
Σύμφωνα με την αρχή της "ενιαίας δικαιοδοσίας", η οποία ισχύει σε πολλά κράτη (και στην Ελλάδα), τα ποινικά δικαστήρια δε συγκροτούνται από ειδικούς ποινικούς [[δικαστής|δικαστές]], αλλά από τους ίδιους δικαστές που συγκροτούν και τα [[Πολιτικά Δικαστήρια]], προκειμένου να αποφευχθεί η σκλήρυνση και η επαγγελματική διαστροφή των δικαστών<ref>Νικόλαος Ανδρουλάκης, ''Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης'', 3η Έκδ., ΑντΔίκαιο & Οικονομία - Π. Ν. Σάκκουλας 2007, σελ. 137</ref>. Υπάρχει ο φόβος ότι, αν ένας δικαστής δικάζει εγκλήματα επί πολλά χρόνια καθημερινά, στο τέλος θα αντιμετωπίζει κάθε υπόθεση σαν ρουτίνα και θα ρέπει προς γενικεύσεις, ενώ ο νόμος απαιτεί η κάθε υπόθεση να δικάζεται ως ξεχωριστό γεγονός και η τιμωρία του δράστη να είναι ανάλογη με την προσωπικότητά του.
 
Τα πιο απλά εγκλήματα ([[πταίσμα|πταίσματα]] και ελαφρά [[πλημμέλημα|πλημμελήματα]]) δικάζονται από μονομελή δικαστήρια, ώστε να επιτυγχάνεται ταχεία απόδοση δικαιοσύνης. Τα βαρύτερα όμως (βαρύτερα [[πλημμέλημα|πλημμελήματα]] και [[κακούργημα|κακουργήματα]]) δικάζονται από πολυμελή δικαστήρια, ώστε να εξασφαλίζεται σε βάθος διαλεύκανση της υπόθεσης και ορθότερη απονομή δικαιοσύνης. Τα ποινικά δικαστήρια συγκροτούνται στην πλειοψηφία τους αποκλειστικά από τακτικούς δικαστές, εκτός από αυτά που δικάζουν τα σοβαρότερα εγκλήματα, τα κακουργήματα, τα οποία συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές και [[ένορκος|ενόρκους]] (Μικτά Ορκωτά).Οι ένορκοι παρουσιάζουν το πλεονέκτημα ότι γι' αυτούς η συγκεκριμένη δίκη είναι ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο γεγονός, οπότε την αντιμετωπίζουν ενδεχομένως με μεγαλύτερη προσοχή και περίσκεψη από τους τακτικούς δικαστές. Επίσης η καταδίκη του κατηγορουμένου από ενόρκους (λαϊκούς δικαστές) τού δείχνει ότι η πράξη του δεν αποδοκιμάζεται μόνο από τακτικούς δικαστές, από ανθρώπους δηλαδή που ''"έχουν ως επάγγελμά τους την αποδοκιμασία και την τιμώρηση"'', αλλά και από απλούς καθημερινούς συνανθρώπους του σαν κι αυτόν<ref>Νικόλαος Ανδρουλάκης, ''Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης'', 3η Έκδ., ΑντΔίκαιο & Οικονομία - Π. Ν. Σάκκουλας 2007, σελ. 132</ref>.
 
Ειδικά για την ποινική δίκη η [[Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου]] κατοχυρώνει στο άρθρο 2 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου το δικαίωμα του κατηγορουμένου σε [[ένδικα μέσα]], το δικαίωμά του δηλαδή να ζητήσει επανάκριση της υπόθεσης από ανώτερο δικαστήριο. Όλες οι αποφάσεις των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων προσβάλλονται με ένδικα μέσα.