Καινή Διαθήκη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Διάσωση 1 πηγών και υποβολή 0 για αρχειοθέτηση.) #IABot (v2.0
Προσθήκη πηγών και μικρές διορθώσεις
Γραμμή 1:
{{πηγές|17|11|2017}}
{{πληροφορίες βιβλίου}}
{{Βιβλία της Καινής Διαθήκης}}
'''Καινή Διαθήκη''' ονομάζεται το δεύτερο μέρος της ιερής γραμματείας ή ιερών κειμένων των [[Χριστιανισμός|Χριστιανών]]. Η [[Παλαιά Διαθήκη|Παλαιά]] και η Καινή Διαθήκη αποτελούν την [[Αγία Γραφή]] των Χριστιανών· μάλιστα στην Καινή Διαθήκη περιλαμβάνονται περίπου 1.005 παραθέματα από την Παλαιά Διαθήκη<ref>William F. Beck, ''The New Testament in the Language of Today'', Revised ed., Concordia Publishing House, 1967, σελ. x.</ref>. Η Καινή Διαθήκη γράφτηκε από πολλούς συντάκτες μέσα σε μια χρονική περίοδο 50 περίπου ετών (Η Παλαιά και η Καινή σε περίπου 11 αίώνες<ref name=":0">{{Cite web|url=https://wol.jw.org/el/wol/d/r11/lp-g/1200000968|title=Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές — ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Σκοπιάς|website=wol.jw.org|accessdate=2019-12-04}}</ref>). Οι Χριστιανοί συγκέντρωσαν σταδιακά τα κείμενα αυτά σε ένα σώμα, μετά το θάνατο και την ανάσταση του [[Ιησούς Χριστός|Ιησού]], ώστε να ενισχυθεί το έργο της διάδοσης του μηνύματός του στον κόσμο. Επίσης, με το έργο αυτό θέλησαν να μεταδώσουν στις επόμενες γενιές χωρίς αλλοιώσεις, τις πληροφορίες για όσα είδαν και άκουσαν. Η πλειονότητα των βιβλίων της Καινής Διαθήκης γράφτηκαν εξ αρχής στα [[ελληνική γλώσσα|ελληνικά]].
 
Από ευαισθησία προς τους Εβραίους συγγραφείς της Ιουδαϊκής Βίβλου, κάποιοι επιλέγουν να χρησιμοποιούν τους όρους «Εβραϊκές Γραφές» ή «Εβραϊκή Βίβλος» και '''Χριστιανικές (Ελληνικές) Γραφές''' αντί της παραδοσιακής χριστιανικής ονοματοδοσίας «Παλαιά Διαθήκη» και «Καινή Διαθήκη» αντίστοιχα<ref>Για παράδειγμα, σε [http://www.wsu.edu/~brians/errors/bible.html σελίδα του Πανεπιστημίου της Πολιτείας Ουάσινγκτον], αναφέρεται: «Εκείνοι που είναι ευαισθητοποιημένοι σε σχέση με την Ιουδαϊκή προέλευση της [[Εβραϊκή Βίβλος|Εβραϊκής Βίβλου]] χρησιμοποιούν τους όρους «Εβραϊκές Γραφές» και «Χριστιανικές Γραφές» αντί των παραδοσιακών Χριστιανικών ονομασιών «Παλαιά Διαθήκη» και «Καινή Διαθήκη»».</ref>.Τρια υρια
Γραμμή 9 ⟶ 8 :
Η Καινή Διαθήκη αποτελείται από τέσσερα διαφορετικά είδη βιβλίων:
 
* Τα τέσσερα ''Ευαγγέλια'': δίνουν πληροφορίες για τη διδασκαλία του Ιησού και λίγες πληροφορίες για τη ζωή του, όσες ήταν απαραίτητες ώστε να γίνει πιο κατανοητό το μήνυμα της διδασκαλίας του. Πιστεύεται ότι έχουν γραφτεί από τέσσερις πιστούς χριστιανούς: ΤουςΔύο απο τους δώδεκα πρώτους αυτόπτες μάρτυρες της επίγειας ζωής του Ιησού, [[Απόστολος Ματθαίος|Ματθαίο]] και [[Ιωάννης ο Ευαγγελιστής|Ιωάννη]] και τους αυτήκοους μάρτυρες των μαθητών του, [[Ευαγγελιστής Μάρκος|Μάρκο]] και [[Ευαγγελιστής Λουκάς|Λουκά]]. Τα βιβλία αυτά καταγράφηκαν μεταξύ του 60 και του 110 μ.Χ..
 
* Τις ''Πράξεις των αποστόλων'': Μετά από την ανάσταση και ανάληψη Του Ιησού, οι πιστοί ενώθηκαν και δημιούργησαν την «εκκλησία», ως οργανωμένη κοινωνία πιστών. Η πρώιμη ιστορία της εκκλησίας και των αποστόλων της περιγράφεται στο βιβλίο «Πράξεις των Αποστόλων» που έγραψε ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Το βιβλίο αυτό χωρίζεται σε δύο κύριες ενότητες:<ref name=":1">{{Cite web|url=http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Praxeis_Apostolwn/Praxeis_Apostolwn_Arxaio_Keimeno.htm|title=ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ- ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ|website=users.sch.gr|accessdate=2019-12-04}}</ref>
** Τις ''Πράξεις του Πέτρου''
** Τις ''Πράξεις του Παύλου''
Γραμμή 26 ⟶ 25 :
Τα βιβλία που γράφηκαν από συγγραφείς της πρώτης εκκλησίας και περιέχουν τη διδασκαλία περί πραγματοποίησης των υποσχέσεων του θεού, το θάνατο και την ανάσταση του Χριστού, ονομάστηκαν «Καινή Διαθήκη» σε αντιδιαστολή προς τα βιβλία της προηγούμενης περιόδου της οικονομίας του Θεού, της «Παλαιάς Διαθήκης».
 
Ο όρος «Καινή Διαθήκη» προς δήλωση του συνόλου των βιβλίων, που περιέχουν τη νέα οικονομία του Θεού, μαρτυρείται από τα τέλη του 2ου αιώνα και επικρατεί οριστικά από τις αρχές του 3ου αιώνα και μετά. Τα βιβλία που αποτέλεσαν την Καινή Διαθήκη είναι η τελική καταγραφή της προφορικά και γραπτά μεταδιδόμενης χριστιανικής παράδοσης. Αλλά και αυτά, την εποχή που γράφηκαν δεν αναγνωρίστηκαν αμέσως ως [[Αγία Γραφή|«Γραφή»]]. Εκείνο που τα επέβαλε στη συνείδηση των χριστιανών ήταν η αποστολική τους προέλευση και η συμφωνία τους προς την αλήθεια που είχε η εκκλησία ως ζωντανή παράδοση από τους «απ' αρχής αυτόπτας και υπηρέτας» του λόγου (Λουκ. 1, 2)<ref>{{Cite web|url=http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Kata_Loukan_Euaggelio/Kata_Loukan_Euaggelio_kef.1.html#Skopos_tou_Euaggeliou|title=ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1|website=users.sch.gr|accessdate=2019-12-04}}</ref>. Για πρώτη φορά περί τα μέσα του 2ου αιώνα μερικά χωρία από τα ευαγγέλια παρατίθενται ως «Γραφή».
 
Η Καινή Διαθήκη που αποτελείται από ένα σύνολο 27 βιβλίων, καθιερώθηκε με την τελική της μορφή στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα μ.Χ.
Γραμμή 34 ⟶ 33 :
* '''Τα τέσσερα Ευαγγέλια:'''
 
::1. ''[[Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον|κατά Ματθαίον]]'', 2. ''[[Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον|κατά Μάρκον]]'', 3. ''[[Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον|κατά Λουκάν]]'', 4. ''[[Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον|κατά Ιωάννην]]'' (<small>τα τρία πρώτα ονομάζονται και [[Συνοπτικά Ευαγγέλια|Συνοπτικά]], ενώ του Ιωάννη αποκαλείται και [[Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον|Πνευματικό Ευαγγέλιο]]</small>).
 
* 5. '''Οι πράξεις των Αποστόλων'''<ref name=":1" />
 
* '''Οι επιστολές του Απ. Παύλου:'''
 
::6. ''προς Ρωμαίους'', 7. ''προς Κορινθίους Α'', 8. ''προς Κορινθίους Β'', 9. ''προς Γαλατάς'', 10. ''προς Εφεσίους'', 11. ''προς Φιλιππησίους'', 12. ''προς Κολοσσαείς'', 13. ''προς Θεσσαλονικείς Α'', 14. ''προς Θεσσαλονικείς Β'', 15. ''προς Τιμόθεον Α'', 16. ''προς Τιμόθεον Β'', 17. ''προς Τίτον'', 18. ''προς Φιλήμονα'', 19. ''προς Εβραίους''<ref>{{Cite web|url=http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm|title=ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ - ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ|last=|first=|ημερομηνία=|website=users.sch.gr|publisher=|archiveurl=|archivedate=|accessdate=2019-12-04}}</ref>
 
* '''Οι Καθολικές επιστολές:'''
 
::20. ''Ιακώβου'', 21. ''Πέτρου Α'', 22. ''Πέτρου Β'', 23. ''Ιωάννου Α'', 24. ''Ιωάννου Β'', 25. ''Ιωάννου Γ'', 26. ''Ιούδα''<ref>{{Cite web|url=http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Katholikes_epistoles.htm|title=ΚΑΘΟΛΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ|website=users.sch.gr|accessdate=2019-12-04}}</ref>
 
και
 
* 27. '''[[Αποκάλυψη του Ιωάννη|Η Αποκάλυψη του Ιωάννη]]'''<ref>{{Cite web|url=http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Apokalupsis_Iwannou/Apokalupsis_Iwannou.htm|title=ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ|website=users.sch.gr|accessdate=2019-12-04}}</ref>
 
== Η διαμόρφωση του Κανόνα της Καινής Διαθήκης ==
Κατά τη διάρκεια του [[1ος αιώνας|1ου αιώνα]], ο κανόνας ιερών συγγραμμάτων της χριστιανικής εκκλησίας αποτελούνταν αποκλειστικά από τις εβραϊκές «Γραφές» ([[Παλαιά Διαθήκη]]), οι οποίες θεωρούνταν θεόπνευστες. ([[s:Προς Τιμόθεον Β'#3|2 Τιμ. 3:16]]· [[s:Πέτρου Β'#1|2 Πέτρ. 1:20]]) Τα συγγράμματα που αργότερα έγιναν γνωστά ως ''Καινή Διαθήκη'' χρησιμοποιούνταν σε τακτική βάση από τις εκκλησίες κατά τη [[λατρεία]], ως κριτήριο εκκλησιαστικής τάξης, για κατηχητική εκπαίδευση και για θεολογικούς σκοπούς. Αυτά τα νέα χριστιανικά συγγράμματα περιείχαν αναφορές σε άλλα χριστιανικά συγγράμματα της εποχής, χαρακτηρίζοντάς τα μάλιστα ως «Γραφές», σε σημείο ώστε μέχρι τα τέλη του δεύτερου αιώνα να αναφέρονται έτσι τα συγγράμματα της Καινής Διαθήκης<ref>«In 2 Peter 3:16 Paul’s epistles are actually called ‘Scriptures’, and a gospel is identified as ‘the Scripture’ in 1 Timothy 5:18. The use of ‘Scripture(s)’ to denote NT writings became increasingly common through the 2nd century and by the end of it was normal». (''New Dictionary of Biblical Theology, 2001)</ref>. Χριστιανικά έργα εκείνης της περιόδου όπως η ''Επιστολή Βαρνάβα'' και η ''Δεύτερη Επιστολή Κλήμεντος'' εισαγάγουν χωρία από αυτά τα χριστιανικά συγγράμματα με τον τρόπο που συνέβαινε ως τότε για τις εβραϊκές Γραφές: «Γέγραπται». Καθώς υπήρχε ακόμη διαθέσιμη η ζωντανή προφορική παράδοση των λόγων του Ιησού αλλά και η παρουσία των [[Απόστολοι|αποστόλων]], των μαθητών των αποστόλων και των [[Προφήτης|προφητών]] δεν υφίστατο καν η έννοια ενός κλειστού κανόνα αποδεκτών κειμένων<ref>«There is no sense, at this stage, of a Canon of Scripture, a closed list to which addition may not be made. This would appear to be due to two factors: the existence of an oral tradition and the presence of apostles, apostolic disciples, and prophets, who were the foci and the interpreters of the dominical traditions». (''New Bible Dictionary, 1982.</ref>. Μόνο κατά τη διάρκεια του [[2ος αιώνας|2ου αιώνα]] τα [[Ευαγγέλια]] και οι επιστολές του [[Απόστολος Παύλος|αποστόλου Παύλου]] αναβαθμίστηκαν στο επίπεδο του «κανόνα».<ref name="trobisch-2000">{{cite book|title=The First Edition of the New Testament|first=David|last=Trobisch|publisher=Oxford University Press|isbn=0-19-511240-7|year=2000|location=New York|pages=43–44}}</ref>
 
Καθώς η εκκλησία θεωρούσε ότι ήταν ο «νέος Ισραήλ», παρέμενε προσκολλημένη στον κανόνα βιβλίων που χρησιμοποιούνταν από τους [[Ιουδαϊσμός|Ιουδαίους]], με μια νέα όμως αντίληψη περί αυτού. Η Παλαιά Διαθήκη μπορούσε να θεωρηθεί χριστιανική μόνο εφόσον ήταν κατανοητό ότι έδινε μαρτυρία στο σύνολό της για τον [[Ιησούς Χριστός|Ιησού Χριστό]]<ref>Βλέπε το έργο ''Διάλογος προς Τρύφωνα'' του [[Ιουστίνος ο Μάρτυρας|Ιουστίνου Μάρτυρα]] (περ. [[165]]). Αυτή η ιδέα φαίνεται και στο έργο ''Περί Πάσχα'' του [[Μελίτων Σάρδεων|Μελίτωνα Σάρδεων]] (περ. [[170]]), όπου αναφέρεται για παράδειγμα: «Καὶ γὰρ ὁ Νόμος Λόγος ἐγένετο καὶ ὁ παλαιὸς καινός͵ συνεξελθὼν ἐκ Σιὼν καὶ Ἰερουσαλήμ καὶ ἡ ἐντολὴ χάρις͵ καὶ ὁ τύπος ἀλήθεια».</ref>.
 
Δεν μπορεί να λεχθεί με σαφήνεια πότε ακριβώς άρχισε η μακρόχρονη και αδιάκοπη διαμόρφωση του κανόνα της Καινής Διαθήκης καθώς η Iστορία ουσιαστικά σιωπά για αυτή τη σπουδαιότατη εξέλιξη της πρώιμης χριστιανικής εκκλησίας<ref>''The Canon of the New Testament'', Bruce M. Metzger, 1987, Oxford University Press, σελ. 1-7.</ref>. Αντί να αποτελεί αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου διατάγματος από ένα άτομο ή μια σύνοδο κατά την έναρξη της χριστιανικής εποχής, η συλλογή των βιβλίων της Καινής Διαθήκης έλαβε χώρα σταδιακά και επηρεάστηκε από διάφορους παράγοντες εντός και εκτός της εκκλησίας. Οι πρώτες ενδείξεις εμφανίζονται στο πρώτο μισό του δεύτερου αιώνα και εντατικοποιούνται ως τα μέσα του ίδιου αιώνα, καθώς αυξανόταν σημαντικά ο όγκος της χριστιανικής [[φιλολογία]]ς που κυκλοφορούσε μεταξύ των εκκλησιών. Πρώτος που χρησιμοποιεί τον όρο «καινή» διαθήκη φέρεται να είναι ο επίσκοπος [[Ειρηναίος της Λυών]] (Λουγδούνου) στις αρχές του [[3ος αιώνας|3ου αιώνα]], αν και δεν αντιμετωπίζει όλα τα «κανονικά» συγγράμματα της Καινής Διαθήκης με τον ίδιο τρόπο. Παρ' όλα αυτά, τα όρια του κανόνα είχαν ουσιαστικά παγιωθεί ως το έτος [[200]]<ref>«The boundaries of the New Testament canon had been fixed in preliminary way around the year 200». (''A Short History of Christian Doctrine'', Bernhard Lohse, 1985, Fortress Press, σελ. 28)</ref>. Βέβαια, η κανονικότητα κάποιων από τις Καθολικές Επιστολές και το βιβλίο της [[Αποκάλυψη του Ιωάννη|Αποκάλυψης]] παρέμεινε ζήτημα αντιλογίας για κάποιο διάστημα. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του [[4ος αιώνας|4ου αιώνα]], ο κανόνας της Καινής Διαθήκης καθορίστηκε τελειωτικά και επακριβώς σε μια σειρά [[Σύνοδος (εκκλησιαστική)|εκκλησιαστικών συνόδων]].<ref name="trobisch-2012">{{cite encyclopedia|title=The New Testament in Light of Book Publishing in Antiquitiy|editor2-last=Newman|url=http://trobisch.com/david/wb/media/articles/2012%20NT%20BookPublishing.pdf|year=2012|pages=161–170|volume=69|series=Resources for Biblical Study|editor2-first=Judith H.|editor1-first=John S.|author-last=Trobisch|editor1-last=Kloppenberg|location=Atlanta, GA|publisher=Society of Biblical Literature|encyclopedia=Editing the Bible: Assessing the Task Past and Present|author-link=David Trobisch|author-first=David|isbn=978-1-58983-648-8}}</ref>
 
Πρώτος ο [[Μέγας Αθανάσιος|Μ. Αθανάσιος]] χρησιμοποιεί τον όρο ''κανών'' προς δήλωση του σώματος των βιβλίων της Αγίας Γραφής ή κατ' άλλους, για να δηλώσει τα έγκυρα βιβλία της Αγίας Γραφής σε αντίθεση με τα ''«απόκρυφα»'' ή ''«ακανόνιστα»''<ref>Ο [[Μπρους Μέτζγκερ]] (Bruce M. Metzger) ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πρίνσετον, μέλος του συμβουλίου της [[Αμερικανική Βιβλική Εταιρία|Αμερικανικής Βιβλικής Εταιρίας]] (American Bible Society) και συνεκδότης του κειμένου της Καινής Διαθήκης των [[Ενωμένες Βιβλικές Εταιρίες|Ενωμένων Βιβλικών Εταιριών]] (United Bible Societies), αναφέρει:
Γραμμή 762 ⟶ 761 :
Η γλώσσα του Ιησού και των πρώτων Αποστόλων δεν ήταν η ελληνική. Το ευαγγέλιο κηρύχθηκε αρχικά στην αραμαϊκή χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ελληνική γλώσσα δεν ήταν αρκετά γνωστή στο Ισραήλ κατά την εποχή του Ιησού. Στα Ιεροσόλυμα λειτουργούσαν τουλάχιστον πέντε συναγωγές Ελληνιστών Ιουδαίων, οι οποίοι, πρέπει να χρησιμοποιούσαν το ίδιο καλά την αραμαϊκή και την ελληνική. Πάντως το ευαγγέλιο κηρύχθηκε επί Ισραηλινού εδάφους στην αραμαϊκή, και σε αυτήν καταγράφτηκαν τα πρώτα "Λόγια του Ιησού" και οι πρώτες περί αυτού διηγήσεις. Όμως πολύ σύντομα, με την έξοδο των πρώτων ιεραποστόλων από το Ισραηλινό έδαφος, παρουσιάστηκε η ανάγκη ώστε το κήρυγμα της νέας θρησκείας να γίνεται στην ελληνική και λόγια του Ιησού ή παραδόσεις που είχαν γραφτεί στην αραμαϊκή, να μεταφρασθούν στην ελληνική.
 
Οι ελληνιστές Ιουδαίοι ιεραπόστολοι και ειδικά εκείνοι που είχαν ως κέντρο την Αντιόχεια, φαίνεται ότι υπήρξαν οι πρωτοπόροι προς την κατεύθυνση αυτή και η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης στην ελληνική από τους "εβδομήκοντα" αποτέλεσε γι' αυτούς σημαντική κληρονομιά. Τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης είναι είτε από την αρχή είτε τουλάχιστον στην παρούσα μορφή τους, γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, επειδή άσχετα προς την αρχική καταγωγή του ιστορικού υλικού ή των αρχικών γραπτών πηγών, τα κείμενα αυτά προέρχονται όλα από Εκκλησίες που χρησιμοποιούσαν τα ελληνικά ως μέσο επικοινωνίας. Μάλιστα, αν εξαιρεθούν ελάχιστα χωρία, στα βιβλία της Καινής Διαθήκης, χρησιμοποιείται παντού και η ελληνική Παλαιά Διαθήκη των "εβδομήκοντα". Κατ' αυτό τον τρόπο, είναι φανερό πως η Καινή Διαθήκη αποτελεί μέρος της ελληνικής γραμματολογίας.<ref name=":0" />
 
=== Το είδος της ελληνικής που χρησιμοποιήθηκε ===
Γραμμή 768 ⟶ 767 :
Η ελληνική γλώσσα που συναντούμε στα κείμενα της Καινής Διαθήκης δεν είναι η κλασική αττική γλώσσα. Επειδή μάλιστα επικρατούν πολλές ασυνήθιστες και άγνωστες στην αρχαία ελληνική λέξεις και εκφράσεις, πριν από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα πίστευαν ότι πρόκειται για μια ιδιαίτερη «ιερή» γλώσσα, που την ονόμαζαν «βιβλική ελληνική».
 
Από τότε όμως που νέοι πάπυροι της ελληνιστικής εποχής βρέθηκαν στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα και οι ερευνητές μελέτησαν τη γλώσσα των κειμένων αυτών που προέρχονταν από την καθημερινή ζωή (ιδιωτικές επιστολές, συμφωνητικά κ.ά), διαπιστώθηκε ότι η γλώσσα της Καινής Διαθήκης είναι η «κοινή» ελληνιστική, η γλώσσα δηλαδή των ελληνιστικών χρόνων που αποτελεί τη φυσιολογική εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής και της οποίας συνέχεια είναι η νέα ελληνική.<ref name=":2">{{Cite book|title=Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας|first=Γεώργιος|last=Μπαμπινιώτης|isbn=|year=2002|location=Αθήνα|page=114}}</ref><ref>{{Cite book|title=Σύντομος Ιστορία τής Ελληνικής Γλώσσης|first=Γ.Ν.|last=Χατζιδάκις|isbn=|year=1915|location=Αθήνα|page=60|quote=}}</ref>
 
Κάποια γενικά χαρακτηριστικά της κοινής ελληνιστικής είναι:
Γραμμή 780 ⟶ 779 :
* Η πρόσληψη και ενσωμάτωση στοιχείων από άλλες γλώσσες (εβραϊκές λέξεις, σημιτικές εκφράσεις, λατινικές λέξεις)
 
Την ελληνιστική κοινή είχε διαδώσει ο Μ. Αλέξανδρος και οι διάδοχοι του στα πέρατα της «οικουμένης». Σ' αυτήν είχε ήδη μεταφραστεί και η Παλαιά Διαθήκη. Η «κοινή» ήταν μια γλώσσα απλή, καθαρά ελληνική, και επιπλέον είχε την δυνατότητα να εκφράσει αφηρημένες έννοιες και να δημιουργήσει νέες και σύνθετες λέξεις και παρά το σημιτικό υπόβαθρο των ιερών κειμένων ή των συγγραφέων τους, υπάρχουν στην Καινή Διαθήκη ελληνικές λέξεις προς έκφραση οποιασδήποτε έννοιας..<ref name=":2" />
 
== Η ιστορία του κειμένου της Καινής Διαθήκης ==
 
Είναι αλήθεια πως το γραπτό μήνυμα που διασώθηκε από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, εξαφανίστηκε στην αρχική του μορφή. Δεν έχουμε στη διάθεση μας ούτε ένα απλό σπάραγμα παπύρου, της γραφικής ύλης των πρώτων αιώνων, που να περιέχει κείμενο της Καινής Διαθήκης όπως βγήκε από το χέρι του αρχικού συγγραφέα. Αν και κάποια από αυτά μας οδηγούν αρκετά κοντά στη συγγραφή των αυθεντικών, ό,τι υπάρχει σήμερα είναι αντίγραφα των πρωτοτύπων.<ref name=":3">{{Cite web|url=http://www.christianity-science.gr/material/2008_03_13.htm|title=Η βιβλιογραφική αξιοπιστία της Καινής Διαθήκης|website=www.christianity-science.gr|accessdate=2019-12-04}}</ref>
 
Αυτό οφείλεται σε χιλιάδες αντιγραφείς, που από γενιά σε γενιά διέσωσαν και μετέδωσαν τα κείμενα αυτά. Βεβαίως, κι αυτοί υπόκεινταν στο ανθρώπινο λάθος. Είτε δεν διάβασαν σωστά κάποιες λέξεις, είτε εσφαλμένα αντέγραψαν άλλες, μετέθεσαν ολόκληρες προτάσεις, παρέλειψαν ολόκληρες φράσεις καθώς ήταν δυνατό από κάποια φυσική φθορά στο κείμενο του υποδείγματος να είχαν σβηστεί λίγα ή πολλά γράμματα και αυτά να παραλείπονται στο αντίγραφο, διάφορες προσθήκες παρουσιάζονταν και γενικά έκαναν όλα τα λάθη που η μελέτη της παλαιογραφίας και της κριτικής κειμένων έχει εντοπίσει σε κάθε ανθρώπινη προσπάθεια αντιγραφής.<ref name=":3" />
 
Υπήρχαν επίσης πολλοί άλλοι αντιγραφείς που αναλάμβαναν να βελτιώσουν την ατελή γραμματική μερικών συγγραφέων της Καινής Διαθήκης, να προσθέσουν επεξηγήσεις όταν κάτι φαινόταν πως απαιτούσε αποσαφήνιση ή να εισαγάγουν κάποιες αλλαγές έτσι ώστε νά κερδίσουν κάποια μάχη που δινόταν στα χρόνια τους. Πολλοί αντιγραφείς εμπιστεύονταν, περιστασιακά, περισσότερο τη μνήμη τους παρά την όραση τους, γράφοντας αυτό που θυμόντουσαν και όχι αυτό που έβλεπαν μπροστά τους. Παρόλο λοιπόν που οι αντιγραφείς αυτοί πίστευαν πως τα κείμενα που αντέγραφαν ήταν ο λόγος του Θεού, μας κληροδότησαν ένα πλήθος από παραλλαγές και παραφθορές του κειμένου της Καινής Διαθήκης.<ref name=":3" />
 
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, τον μεγάλο μόχθο για την έρευνα, σύγκριση και αποκατάσταση των αρχαίων χειρογράφων ώστε να φτάσουμε όσο είναι ανθρώπινα δυνατό στο αρχικό κείμενο των ευαγγελιστών και επιστολογράφων, ανέλαβαν ερευνητές, που η ειδικότητα τους είναι γνωστή ως ''"Κριτική του κειμένου"''. Οι ερευνητές αυτοί, κατά τη διάρκεια του έργου τους, έπρεπε να μελετήσουν μαρτυρίες χιλιάδων χειρογράφων από τον δεύτερο ως τον δέκατο πέμπτο αιώνα, να αξιολογήσουν το υλικό, να ταχθούν υπέρ ή ενάντια αυτής ή της άλλης λέξης, υπέρ της μιας ή της άλλης φράσης, υπέρ της κρίσης μιας περικοπής ως αυθεντικής ή ως μεταγενέστερης προσθήκης.<ref name=":3" />
 
Το σημερινό κείμενο της Καινής Διαθήκης, είναι προϊόν όλων αυτών των συντονισμένων προσπαθειών από αναγνωρισμένους και αξιοσέβαστους ειδικούς στον κλάδο τους. Παρά το γεγονός ότι και μετά την επικράτηση του χριστιανισμού, επιδρομές διαφόρων λαών εξαφάνισαν τα βιβλικά χειρόγραφα από αρκετές περιοχές της χριστιανοσύνης, σώθηκαν μέχρι σήμερα πάνω από 2.500 ελληνικά χειρόγραφα που περιέχουν είτε πλήρη, είτε αποσπάσματα του κειμένου. Ο συνολικός αριθμός παραλλαγών, θελητών και αθέλητων, των ιερών κειμένων, κυμαίνεται γύρω στις 200.000, στο μεγαλύτερο μέρος τους όμως πρόκειται για παραλλαγές ασήμαντες όσον αφορά το νόημα και την ουσία του κειμένου. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο τεράστιος αριθμός χειρογράφων και παραθέσεων χωρίων από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, μας επιτρέπει να έχουμε ένα κείμενο κατά πολύ ανώτερο απέναντι στις περισσότερες σχεδόν νεώτερες φιλολογικές συνθέσεις.<ref name=":3" />
 
Το κείμενο της 27ης έκδ. ''"Nestle-Aland"'' και 4ης έκδ. της ''"Greek New Testament"'', θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα οικουμενικά αποδεκτό κείμενο, αφού απ' αυτό διδάσκονται οι φοιτητές την ερμηνεία στα Πανεπιστήμια του κόσμου και απ' αυτό γίνονται οι μεταφράσεις στις διάφορες γλώσσες και διαλέκτους.<ref>{{Cite web|url=https://www.biblestudytools.com/sblg/|title=Read the SBL Greek New Testament Free Online|website=Bible Study Tools|accessdate=2019-12-04}}</ref>
 
=== Το κείμενο της Κ.Δ. που βρέθηκε σε χειρόγραφα μέχρι και του 3ου αιώνα ===
Γραμμή 1.059 ⟶ 1.058 :
[[Κατηγορία:Καινή Διαθήκη| ]]
[[Κατηγορία:Χριστιανική ορολογία]]
[[Κατηγορία:Αγία Γραφή]]
[[Κατηγορία:Θρησκεία]]