Βουτυρικό οξύ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Διάσωση 1 πηγών και υποβολή 0 για αρχειοθέτηση.) #IABot (v2.0
Vichos (συζήτηση | συνεισφορές)
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 100:
}}
 
Το '''βουτανικό οξύ''' ή '''βουτυρικό οξύ''' ([[αγγλική γλώσσα|αγγλικά]] ''butanoic acid'' ή ''butyric acid'') είναι [[οργανική ένωση|οργανική]] [[χημική ένωση]], που περιέχει [[άνθρακας|άνθρακα]], [[υδρογόνο]] και [[οξυγόνο]], με [[χημικός τύπος|μοριακό τύπο]] '''[[C4H8O2|C<sub>4</sub>H<sub>8</sub>O<sub>2</sub>]]''', αν και συνηθέστερα παριστάνεται με τον ημισυντακτικό τύπο '''CH<sub>3</sub>CH<sub>2</sub>CH<sub>2</sub>COOH'''. Η [[εμπειρική ονομασία]] («βουτυρικό οξύ») προέρχεται από την [[ελληνική γλώσσα|ελληνική λέξη]] «[[βούτυρο]]». Για την αγγλόφωνη συστηματική ονομασία χρησιμοποιήθηκε η [[συντομογραφία]] '''BTA''' (από το '''Β'''u'''Τ'''anoic '''A'''cid)<ref name=caslab>"Butanoic Acid". http://www.caslab.com. ALS Environmental. Retrieved 2014-06-13.</ref>. Πιο συγκεκριμένα, το βουτανικό οξύ είναι ένα [[καρβοξυλικά οξέα|καρβοξυλικό οξύ]]. [[άλας|Άλατα]], [[εστέρες]] και άλλα παράγωγα του βουτανικού οξέος χρησιμοποιούν το επίθετο «βουτανικός» για την παραγωγή της συστηματικής ονομασίας τους. Το βουτανικό οξύ έχει βρεθεί στο [[γάλα]], ιδιαίτερα στο [[κατσίκι|κατσικίσιο]], στο [[πρόβατο|πρόβειο]] και στο [[βουβάλι|βουβαλίσιο]]. Έχει βρεθεί ακόμη στο [[βούτυρο]], στην [[παρμεζάνα]], στο [[γαστρικό υγρό]] και, ως ένα προϊόν της [[αναερόβια ζύμωση|αναερόβιας ζύμωσης]], στα κόπρανα και στον [[ιδρώτας|ιδρώτα]]. Έχει δυσάρεστη [[όσφρηση|οσμή]] και ξυνή [[γεύση]], που αφήνει όμως μια γλυκύτητα ως μεταγεύση. Μπορεί να ανιχνευθεί από τα [[θηλαστικά]] που έχουν καλή όσφρηση (όπως για παράδειγμα ο [[σκύλος]]) από τη συγκέντρωση των 10 [[ppm|ppb]], ενώ οι άνθρωποι μπορούν να το ανιχνεύσουν σε συγκεντρώσεις πάνω από 10 ppm.
 
Το βουτανικό οξύ είναι παρόν στον ανθρώπινο [[εμετός|εμετό]], και προκαλεί το κύριο μέρος της χαρακτηριστικής του οσμής<ref>What Is Butyric Acid? (with pictures). Wisegeek.org (2014-03-19). Retrieved on 2014-03-31.</ref><ref>HMDB: Showing metabocard for Butyric acid (HMDB00039). Hmdb.ca. Retrieved on 2014-03-31.</ref><ref>Butyric acid. New World Encyclopedia. Retrieved on 2014-03-31..</ref>.
Γραμμή 106:
Το βουτανικό οξύ παρατηρήθηκε για πρώτη φορά (σε μη καθαρή μορφή) το [[1814]] από το [[Γαλλία|γάλλο]] χημικό [[Μισέλ Ευγτζέν Χεβρώλ]] (''Michel Eugène Chevreul''). Ως το [[1818]] το είχε καθαρίσει και επιτυχημένα χαρακτηρίσει<ref>Ατυχώς όμως ο Χεβρώλ δεν δημοσίευσε την αρχική του έρευνα στο βουτανικό οξύ. Αντί γι' αυτό αποθήκευσε τα ευρήματά του σε μορφή χειρογράφων μαζί με το/τη γραμματέα της Ακαδημίας Επιστημών του Παρισιού, στη Γαλλία. Αυτό οδήγησε σε προβλήματα, γιατί ο Χενρί Μπρακοννότ (''Henri Braconnot''), ένας άλλος γάλλος χημικός, επίσης ερευνούσε τη χημική σύνθεση του βουτυρου ισχυρίστηκε ότι αυτός βρήκε την ένωση που ήταν υπεύθυνη για την οσμή του (Chevreul (1815) "Lettre de M. Chevreul à MM. les rédacteurs des Annales de chimie" (Letter from Mr. Chevreul to the editors of the Annals of Chemistry), Annales de chimie, vol. 94, pages 73–79; in a footnote spanning pages 75–76). Μέχρι το [[1817]] ο Χεβρώλ δημοσίευσε κάποια από τα ευρήματά του πάνω στις ιδιότητες του βουτανικού οξέος: Chevreul (1817) "Extrait d'une lettre de M. Chevreul à MM. les Rédacteurs du Journal de Pharmacie" (Extract of a letter from Mr. Chevreul to the editors of the Journal of Pharmacy), Journal de Pharmacie et des sciences accessoires, vol. 3, pages 79–81. However, it was not until 1823 that he presented the properties of butyric acid in detail: E. Chevreul, Recherches chimiques sur les corps gras d'origine animale [Chemical researches on fatty substances of animal origin] (Paris, France: F.G. Levrault, 1823), pages 115–133.</ref>.
 
Το βουτανικό οξύ είναι ένα [[λιπαρό οξύ]]. [[Εστέρες]] του βρίσκονται τόσο σε [[ζώα|ζωικά]] [[λίπη]], όσο και σε [[φυτά|φυτικά]] [[έλαια]]. Το [[τριγλυκερίδια|τριγλυκερίδιο]] του βουτανικού οξέος (δηλαδή ο τριεστέρας του βουτανικού οξέος με [[γλυκερίνη]]) περιέχεται σε ποσοστό 3%-4% στο βούτυρο. Όταν χαλάσει το βούτυρο, το βουτανικό οξύ ελευθερώνεται (με [[υδρόλυση]]), από το τριγλυκερίδιό του, δίνοντας τη χαρακτηριστική δυσάρεστη οσμή του χαλασμένου βουτύρου. Είναι ένα σημαντικό μέλος της υποομάδας των «μικρής αλυσίδας λιπαρών οξέων», το πρώτο μέλος της οποίας είναι το [[προπανικό οξύ]]. Είναι ένα ελαιώδες υγρό που διαλύεται εύκολα στο [[νερό]] (H<sub>2</sub>O), στην [[αιθανόλη]] (EtOH) και στον [[διαιθυλαιθέρας|διαιθυλαιθέρα]] (Et<sub>2</sub>O). Μπορεί να διαχωριστεί από ένα υδατικό διάλυμά του με χρήση [[χλωριούχο ασβέστιο|χλωριούχου ασβεστίου]] (CaCl<sub>2</sub>), οπότε καταβυθίζεται το δυσδυάλυτο [[βουτανικό ασβέστιο]] [(PrCOO)<sub>2</sub>Ca]:
<div style='text-align: center;'>
<math>\mathrm{2PrCOOH + CaCl_2 \xrightarrow{} (PrCOO)_2Ca \downarrow + 2HCl} </math>