Βενέδικτος Ιεροσολύμων: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 12:
Τη 23η Δεκεμβρίου 1918 έπανελθών μετά τοΰ Μακαριωτάτου εις Ιεροσόλυμα επανέλαβε την έν τοις Πατριαρχικοϊς Γραφείοις ύπηρεσίαν αύτοϋ, άναπληρών άμα και χρέη διακόνου των Πατριαρχείων<ref name="ΝέαΣιών"/>.
 
Τη 9η Σεπτεμβρίου 1921 ένεκρίθη Συνοδική άποφάσει άπελθεΐν είς Αθήνας έπι συμπληρώσει των σπουδών αύτοΰ έν τω Έθνικω Πανεπιστήμιω, ένθα έσπούδασε τά Νομικά και έν έτει 1925 έτυχε διπλώματος τής Νομικής και τών Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών. Ωσαύτως διήκουσε μαθήματα Θεολογίας έν τω Πανεπιστήμιω Αθηνών<ref name="ΝέαΣιών"/>.
 
Έν έτει 1927 απεστάλη ώς άντιπρόσωπος τοΰ Πατριαρχείου εις τό έν Λωζάννη συνελθόν Παγχριστιανικόν Συνέδριον "Πίστεως και Τάξεως"<ref name="ΝέαΣιών"/>.
Επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα το [[1925]] και τον Οκτώβριο του [[1929]] χειροτονήθηκε [[Πρεσβύτερος]], έλαβε το οφίκιο του [[Αρχιμανδρίτης|Αρχιμανδρίτη]] και διορίστηκε Έξαρχος του Παναγίου Τάφου στην Αθήνα. Έμεινε στη θέση αυτή ως το [[1946]].
 
Τον Φεβρουάριον τοΰ 1929 διωρίσθη είς την έν Αθήναις Έξαρχίαν έξαρχος τοΰ Παναγίου Τάφου<ref name="ΝέαΣιών"/>.
Κατά την περίοδο [[1946]]-[[1951]] ήταν μέλος της Ιεράς Συνόδου του πατριαρχείου Ιεροσολύμων. Το [[1951]] χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος Τιβεριάδος. Στις [[29 Ιανουαρίου]] [[1957]] εξελέγη Πατριάρχης Ιεροσολύμων.
 
Επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα το [[1925]] και τονΤον Οκτώβριο του [[1929]] χειροτονήθηκε [[Πρεσβύτερος]], έλαβε το οφίκιο του [[Αρχιμανδρίτης|Αρχιμανδρίτη]]<ref name="ΝέαΣιών"/>, και διορίστηκε Έξαρχος του Παναγίου Τάφου στην Αθήνα. Έμεινε στη θέση αυτή ως το [[1946]].
 
Κατά την περίοδο [[1946]]-[[1951]] ήταν μέλος της Ιεράς Συνόδου του πατριαρχείου Ιεροσολύμων.
 
Κατά την περίοδο [[1946]]-[[1951]] ήταν μέλος της Ιεράς Συνόδου του πατριαρχείου Ιεροσολύμων. Το [[1951]] χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος Τιβεριάδος. Στις [[29 Ιανουαρίου]] [[1957]] εξελέγη Πατριάρχης Ιεροσολύμων.
 
Κατά τα πρώτα έτη της Πατριαρχίας του εκδόθηκε νόμος της [[Ιορδανία|Ιορδανικής]] κυβέρνησης (27/1-7-1958), ο οποίος κατοχυρώνει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Αγιοταφιτικής Αδελφότητας στα προσκυνήματα των Αγίων Τόπων. Τον Ιανουάριο του [[1964]] συναντήθηκε στα Ιεροσόλυμα με τον [[Πάπας|Πάπα]] [[Πάπας Παύλος ΣΤ΄|Παύλο ΣΤ']]. Έλαβε μέρος σε διεθνή εκκλησιαστικά συνέδρια και επισκέφθηκε πολλές χώρες και Αυτοκέφαλες Εκκλησίες για την αντιμετώπιση ζητημάτων της Αγιοταφιτικής Αδελφότητας. Διακρίθηκε για τα άριστα διοικητικά του προσόντα και τη μεγάλη του διορατικότητα στην αντιμετώπιση σοβαρών εκκλησιαστικών, πολιτικών και ποιμαντικών προβλημάτων του πατριαρχείου και της Αγιοταφιτικής Αδελφότητας. Η επίλυση των μεγάλων προβλημάτων (στελέχωση και οικονομικό) αποτέλεσαν το κύριο μέλημα του, στη διάρκεια δε της πατριαρχίας του επιλύθηκαν πολλά προβλήματα (κατοχύρωση των προσκυνημάτων, εκλογή Πατριάρχη, στελέχωση της Αγιοταφιτικής Αδελφότητας, μισθοδοσία των μελών της και του εφημεριακού κλήρου, λειτουργία τυπογραφείου κ.ά.). Υπήρξε από τους πιο αποτελεσματικούς Πατριάρχες του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων.