Ευαγγελικά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 9:
Αυτή ήταν μια ιδιαίτερα τολμηρή κίνηση του Πάλλη καθώς "''εἰς τὴν καθομιλουμένην ἑλληνικὴν γλῶσσαν ἡ ἑλληνικὴ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπηγόρευσε πᾶσαν μετάφρασιν ἢ παράφρασιν τοῦ πρωτοτύπου ἑλληνικοῦ κειμένου τῆς Κ. Διαθήκης καὶ αὐτοῦ τοῦ ἑλληνικοῦ κειμένου τῆς Π. Διαθήκης''" κατά τους πρόσφατους αιώνες. Ήδη στις αρχές του 18ου αιώνα η ορθόδοξη ελληνική Εκκλησία είχε απαγορεύσει αυστηρά μέσω πατριαρχικών και συνοδικών αποφάσεων με την ποινή του [[Αφορισμός|αφορισμού]] την αγορά, την κατοχή ή την ανάγνωση μεταφράσεων της Αγίας Γραφής στην καθoμιλουμένη και με την ποινή του [[Ανάθεμα|αναθέματος]] την μετάφρασή της σε απλούστερη γλώσσα.<ref>''Ιερός Σύνδεσμός'', Αρ. 22, 30 Νοεμβρίου 1901· Ζήκου Δ. Ρώση, ''Σύστημα Δογματικής της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας'', 1903, σ. 475-480.</ref>
 
Όταν έφτασε και στην Αθήνα αυτή η απόδοση των Ευαγγελίων πέρασε εντελώς απαρατήρητη. Τα πράγματα όμως πήραν άλλη τροπή όταν η εφημερίδα [[Ακρόπολις (εφημερίδα)|Ακρόπολις]] αποφάσισε τον Οκτώβριο του 1901 να το δημοσιεύει σε συνέχειες, υπό τον τίτλο «Τὸ ἔργον τῆς Βασιλίσσης ἡ Ἀκρόπολις τὸ συνεχίζει». Ο ιδρυτής και διευθυντής της εφημερίδας [[ΒλάσηςΒλάσδης Γαβριηλίδης]], φυσιογνωμία προοδευτική, έκρινε ότι «θεάρεστον ἔργον εἶναι» να φθάσει σε κάθε ελληνικό σπίτι και να «γίνει ἀπολύτως ἀντιληπτόν» από κάθε [[Ορθόδοξη Εκκλησία|Ορθόδοξο]] Έλληνα το Ευαγγέλιο. Όπως διαπιστώθηκε αργότερα, ο Γαβριηλίδης ενήργησε έχοντας τη σύμφωνη γνώμη τού τότε [[Αρχιεπίσκοπος Αθηνών|Αρχιεπισκόπου Αθηνών]] [[Προκόπιος Οικονομίδης|Προκοπίου]] για τη δημοσίευση του Ευαγγελίου και τη συγκατάθεση του κοσμήτορα της [[Θεολογική Σχολή|Θεολογικής Σχολής]] του [[Πανεπιστήμιο Αθηνών|Πανεπιστημίου Αθηνών]], καθηγητή [[Εμμανουήλ Ζολώτας|Εμμανουήλ Ζολώτα]].
 
Εκείνοι που αντέδρασαν σε αυτό το έργο ήταν οι φοιτητές «τοῦ Ἀθήνησιν», αλλά και καθηγητές. Μπορεί να γίνει όμως κατανοητή η αντίδραση αυτή έχοντας κατά νου την επικράτηση εκείνη την εποχή των «γλωσσαμυντόρων» (υποστηρικτών της συνεχούς και στενά συνδεδεμένης πορείας της νέας γλώσσης ως προς την αρχαία), μερικοί εκ των οποίων ήταν υποστηρικτές του άκρατου εθνικισμού, πράγμα που για το κατεστημένο σήμαινε ότι η βάση και η ουσία του ελληνικού έθνους ήταν η [[αρχαιολατρία]]. Έκφραση αυτής της κατάστασης αποτελούσε η αρχαΐζουσα [[Καθαρεύουσα|«καθαρεύουσα» γλώσσα]]. Η απόκλιση από τη χρήση της θεωρούνταν εθνικό έγκλημα και όποιος την υπονόμευε προδότης, ανεξάρτητα από το αξίωμα, την κοινωνική ή πολιτική θέση που μπορεί να κατείχε. Στα πρωτοσέλιδα διαφόρων εφημερίδων οι [[Δημοτικισμός|δημοτικιστές]] παρουσιάζονταν ως [[Αθεϊσμός|άθεοι]], προδότες και [[Σλάβοι]], λόγω της ρωσικής καταγωγής της βασίλισσας.