Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 42:
 
=== Από τη δημιουργία ανεξάρτητου ρουμανικού κράτους μέχρι τη δημιουργία Πατριαρχείου (1925) ===
Ο εκλεγμένος από τις εθνοσυνελεύσεις της Βλαχίας και της Μολδαβίας κοινός Ηγεμόνας [[Αλέξανδρος Ιωάννης Α΄ Κούζας|Αλέξανδρος Κούζα]] προέβη σε κρατικοποίηση της μοναστηριακής περιουσίας της χώρας, ενώ αποζημίωσε τα απαλλοτριωθέντα κτήματα και δάση που είχαν δωριθεί σε μονές του Αγίου Όρους, τη Μονή Σινά και τα Πατριαρχεία με το ποσό των 82.000.000 γροσίων που στη συνέχεια ανέβηκε στα 150.000.000 γρόσια. Τελικά τα ελληνικά ιδρύματα δεν αποζημιώθηκαν παρά τις δικαστικές διεκδικήσεις. Ο Μητροπολίτης Μολδαβίας και όσοι κληρικοί διαμαρτυρήθηκαν τους επιβλήθηκε περιορισμός. Η επιδείνωση των σχέσεων με το Οικουμενικό Πατριαρχείο κλιμάκωσε τα μέτρα που έλαβε ο ΚουζάςΚούζα και αφαίρεσε τη διεύθυνση των ιερατικών σχολών από την αρμοδιότητα της Ρουμανικής Εκκλησίας, έκλεισε τα τυπογραφεία της, απαγόρευσε τη χρήση της ελληνικής γλώσσας στους ρουμανικούς ναούς (εκτός των Ελληνικών κοινοτήτων), έπαυσε τους έλληνες ηγούμενους από τις μονές και δήμευσε τις περιουσίες τους. Κατάργησε τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, εισήγαγε το θεσμό του πολιτικού γάμου και υπήγαγε το διαζύγιο στα πολιτικά δικαστήρια.
Στα 1864 ψηφίστηκε από την Εθνοσυνέλευση ''Οργανικό διάταγμα για τη λειτουργία μιας κεντρικής ανώτατης αρχής της Συνόδου''. Βασικά χαρακτηριστικά της νέας διοίκησης της Ρουμανικής Εκκλησίας ήταν η διοικητική ανεξαρτησία της από κάθε ξένη αρχή, η διοίκησή της από μια Γενική Σύνοδο απαρτιζόμενη από κληρικούς (Μητροπολίτες) και λαϊκούς (καθηγητές εκκλησιαστικών σεμιναρίων και κοσμήτορες Θεολογικών Σχολών Ιασίου και Βουκουρεστίου), αλλά και τον υπουργό των Εκκλησιαστικών, με συμβουλευτική ψήφο. Η Σύνοδος είχε νομοθετική, δικαστική και διοικητική εξουσία σε θέματα πνευματικά και θρησκευτικά. Οι αποφάσεις της Συνόδου ήταν εκτελεστές μόνο μετά από έγκριση του ηγεμόνος. Αποκορύφωμα των πολιτειοκρατικών αντιλήψεων του Αλέξανδρου Κούζα ήταν ένας άλλος νόμος που προώθησε σχετικά με την εκλογή των Μητροπολιτών οι οποίοι θα διορίζονταν από τον ηγεμόνα με πρόταση του υπουργού των Εκκλησιαστικών και ύστερα από σύσκεψη του υπουργικού συμβουλίου.<ref>[[#Τρίτος|Τρίτος]], σελίδες 61–65.</ref>
 
Σε όλες αυτές τις πρωτοβουλίες αντέδρασε το [[Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως|Οικουμενικό Πατριαρχείο]] και ο ρουμανικός κλήρος και η προσπάθεια του δεύτερου ονομάστηκε ''αγών υπέρ της κανονικότητος'' (''Lupta pentru canonicitate'').<ref>[[#Τρίτος|Τρίτος]], σελίδες 65–66.</ref>
Στα 1866 ο διάδοχος του ΚουζάΚούζα, Κάρολος Χοετζόλλερν, απέστειλε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για έγκριση νέο σχέδιο νόμου που αφορούσε τα της Εκκλησίας για έγκριση και τελικά ψηφίσθηκε στα 1872. Αυτός προέβλεπε τη διοίκηση της Εκκλησίας από Σύνοδο συγκροτούμενη από Αρχιερείς και την σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες επίλυση των όποιων εκκλησιαστικών ζητημάτων. Το μόνο αρνητικό του ήταν η πρόβλεψη για προηγούμενη έγκριση από την κυβέρνηση κάθε επικοινωνίας της Ρουμανικής Εκκλησίας με άλλες εκκλησίες.<ref>[[#Τρίτος|Τρίτος]], σελίδες 67–68.</ref>
 
Το 1882 η Ρουμανική Εκκλησία προέβη σε καθαγιασμό του αγίου μύρου προβάλλοντας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο θέσεις περί ''αυτοκεφαλίας'' έναντί του. Το 1885 υποβλήθηκε σχετικό αίτημα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο το οποίο τον Απρίλιο του 1885 εξέδωσε Συνοδικό Τόμο ανακήρυξης τους αυτοκεφάλου. Σε ανταπόδοση ο Ρουμάνος βασιλιάς Κάρολος Α' απέδωσε στον [[Οικουμενικό πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως|Οικουμενικό Πατριάρχη]] τον σταυρό των ανωτέρων Ταξιαρχών του στέμματος της Ρουμανίας. Σε ένδειξη σεβασμού προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η αυτοκέφαλη Ρουμανική Εκκλησία θα ελάμβανε το άγιο μύρο από αυτό.<ref>[[#Τρίτος|Τρίτος]], σελίδες 68–72.</ref>