Δομοκός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
KALIMNIK (συζήτηση | συνεισφορές)
Ετικέτα: επεξεργασία κώδικα 2017
Αναίρεση έκδοσης 7964134 από τον KALIMNIK (Συζήτηση) -κ/π
Ετικέτα: Αναίρεση
Γραμμή 27:
 
Στην τέως επαρχία Δομοκού υπάγονταν τα χωριά [[Άγιος Στέφανος Φθιώτιδας|Άγιος Στέφανος]] (πρώην Νεζερός), [[Περιβόλι Δομοκού|Περιβόλι]] (πρώην Δεριλί), [[Μακρυράχη Φθιώτιδας|Μακρυράχη]], [[Ομβριακή Φθιώτιδας|Ομβριακή]], [[Ξυνιάδα Φθιώτιδας|Ξυνιάδα]] και άλλα.
 
==== Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΔΟΜΟΚΟΥ ====
 
«Ο ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ 1897 – Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΔΟΜΟΚΟΥ»
 
Μὲ τὴν συνθήκη τοῦ Βερολίνου (16-06-1880) καὶ τὴν Πρεσβευτικὴ διάσκεψη τῆς Κωνσταντινούπολης τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1881, ποὺ συνῆλθε ὕστερα ἀπὸ διπλωματικὲς ἐπαφὲς τῶν Μεγάλων Δυνάμεων, καθορίστηκαν τὰ νέα Ἑλληνοτουρκικὰ σύνορα καὶ παραχωρήθηκε στὴν Ἑλλάδα ὁλόκληρη ἡ Θεσσαλία, μαζὶ καὶ ἡ Ἐπαρχία Δομοκοῦ καὶ ἕνα μόνο τμῆμα τῆς Ἄρτας. Ἡ ἀπελευθέρωση τῆς περιοχῆς Δομοκοῦ ἀπὸ τοὺς Τούρκους ἔγινε στὶς 8 Αὐγούστου 1881 μὲ πανηγυρικὴ εἴσοδο τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοῦ στὸν Δομοκὸ μέσα σὲ κλίμα ἐνθουσιασμοῦ, ἐθνικῆς ὑπερηφάνειας καὶ μὲ τέλεση δοξολογίας στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίας Παρασκευῆς ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Θαυμακοῦ Μισαήλ. Ἡ νέα συνοριακὴ γραμμὴ ἄρχιζε ἀπὸ τὸ στενὸ Καραλὴ Δερβᾶν μεταξὺ τῶν ἐκβολῶν τοῦ Πηνειοῦ καὶ τοῦ Πλαταμώνα, περνοῦσε ἀπὸ τὶς ἀκρώρειες τοῦ Ὀλύμπου, τὰ ὑψώματα τοῦ Ζάρκου καὶ τὶς κορυφὲς τοῦ Ζυγοῦ καὶ κατέληγε στὸ ποτάμι τῆς Ἄρτας.
Πολιτική, Οἰκονομικὴ καὶ Στρατιωτικὴ Κατάσταση
Στὶς 10 Δεκεμβρίου 1893 ὁ Χαρίλαος Τρικούπης ἀγορεύοντας στὴν Βουλὴ ἀνάμεσα στὰ ἄλλα εἶπε καὶ τὴν φράση: «…δυστυχῶς ἐπτωχεύσαμεν». Ἦταν μία ἀπὸ τὶς λίγες, ἴσως ἐλάχιστες, φορὲς ποὺ ἀπὸ τὸ βῆμα τῆς Βουλῆς ἕνας Ἕλληνας πολιτικὸς ἐκστόμιζε κάτι τόσο σημαντικὸ ποὺ ἀφ’ ἑνὸς τὸ ἐννοοῦσε καὶ ἀφ’ ἑτέρου εἶχε τόσο βαριὲς συνέπειες γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Λίγες μέρες μετὰ ἡ Βουλὴ ψήφισε τὸν Νόμο 2196/93 μὲ τὸν ὁποῖον κηρυσσόταν ἐπίσημα τὸ ἑλληνικὸ κράτος σὲ κατάσταση πτώχευσης ὡς πρὸς τὶς πληρωμές του στὸ ἐξωτερικό. Ὁ πόλεμος ποὺ ξέσπασε κατὰ τῆς κυβέρνησης καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ Τρικούπη ἦταν γενικὸς καὶ ὁλοκληρωτικός. Οἱ Γάλλοι καὶ οἱ Βρετανοὶ δανειστὲς πίεζαν τὶς κυβερνήσεις τους καὶ αὐτὲς μὲ τὴν σειρά τους τὴν ἑλληνική. Αὐτὸς ὅμως ποὺ εἶχε ξεπεράσει κάθε ὅριο ἦταν ὁ Kaiser Whilhelm ΙΙ. Ἦταν ἐπικεφαλὴς μίας λυσσαλέας καὶ βάναυσης ἐπίθεσης κατὰ τῆς Ἑλλάδας, ἐπειδὴ πίστευε ὅτι θὰ ἀποκόμιζε ὀφέλη ἀπὸ τὴν Τουρκία.
Τὶς ἀντιδράσεις του αὐτὲς δὲν περιόριζε οὔτε ἡ συγγένειά του μὲ τὸν θρόνο τῆς Ἑλλάδας. Στὸ ἐσωτερικὸ ἡ ἀντίδραση ἦταν ἐξίσου λυσσαλέα. Ὁ Δηλιγιάννης, λαϊκιστὴς χωρὶς ὅρια, εἶχε κυριολεκτικὰ ξεσπαθώσει. Οἱ προσπάθειες τοῦ Τρικούπη γιὰ νὰ περισωθεῖ ἡ οἰκονομία ἢ τέλος πάντων ὅ,τι εἶχε ἀπομείνει ἀπὸ αὐτήν, στρέφουν ἐναντίον του ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς κεφαλαιούχους καὶ τὶς λαϊκὲς τάξεις.
Τὰ Ἀνάκτορα ἄρχισαν νὰ χρησιμοποιοῦν τὶς διασυνδέσεις τους στὸν Στρατὸ προκειμένου νὰ ὑπάρξει καὶ ἐκεῖ δυσφορία. Ἡ συμμετοχὴ τοῦ διαδόχου Κωνσταντίνου σὲ συλλαλητήριο κατὰ τῆς κυβέρνησης θὰ ἀναγκάσει τὸν Τρικούπη, στὶς 12 Ἰανουαρίου 1895, νὰ ὑποβάλει τὴν παραίτησή του. Στὶς ἐκλογὲς τῆς 16ης Ἀπριλίου 1895 δὲ θὰ ἐκλεγεῖ γιὰ λίγες ψήφους, οὔτε βουλευτής. Τότε θὰ πεῖ τὸ περίφημο: «Ἀνθ’ ἡμῶν ὁ Γουλιμής». Ἦταν ἡ ἀρχὴ τῆς «ἐλεύθερης πτώσης» ποὺ εἶχε μπεῖ ἡ Ἑλλάδα.
Ὁ Δηλιγιάννης ὡς πρωθυπουργός, φυσικά, δὲν κατάφερε ἀπολύτως τίποτα. Ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία βρισκόταν σὲ κρίση. Ὁ κόσμος δὲν ἐμπιστευόταν τοὺς πολιτικοὺς παρὰ μόνο γιὰ ρουσφέτια. Οἱ Ἔνοπλες Δυνάμεις ἦταν κυριολεκτικὰ «ἐν διαλύσει». Ἐπιπλέον ἐκείνη τὴν ἐποχὴ σημειώθηκε βαθὺ ρῆγμα στὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν ἀξιωματικῶν. Ὁ διάδοχος Κωνσταντῖνος εἶχε δημιουργήσει μία ὁμάδα «ἐκλεκτῶν» του ἀξιωματικῶν, μὲ τοὺς ὁποίους ἔκανε ὅ,τι ἤθελε στὸ στράτευμα.
Τὸ κλίμα αὐτὸ βοήθησε ἐξαιρετικὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς «Ἐθνικῆς Ἐταιρείας». Ἦταν μία ὀργάνωση ἀξιωματικῶν ποὺ ἱδρύθηκε στὴν Ἀθήνα στὶς 12 Νοεμβρίου τοῦ 1894. Τὴν μεγάλη της ἀκμὴ ἄρχισε νὰ τὴν γνωρίζει μετὰ τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1895, ὅταν τροποποιήθηκε τὸ καταστατικό της καὶ μέλη της μποροῦσαν νὰ εἶναι καὶ μὴ στρατιωτικοί. Σὲ αὐτὴ λοιπὸν τὴν τυπικὰ μυστικὴ ὀργάνωση, γιὰ τὴν ὁποία ὅμως γνώριζαν πολλὰ πολλοί, συμμετεῖχαν καὶ κάποια «ἠχηρὰ» ὀνόματα τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας. Ὅπως, γιὰ παράδειγμα, οἱ καθηγητὲς τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Ἀθήνας Σπυρίδων Λάμπρος, Νικόλαος Πολίτης, Γεώργιος Χατζηδάκις. Ἀκόμα ὁ Κωστὴς Παλαμᾶς, ὁ Γρηγόριος Ξενόπουλος, ὁ Ἀνδρέας Καρκαβίτσας, ὁ Γεώργιος Σουρῆς, ὁ Νικηφόρος Λύτρας. Ἀπὸ τοὺς ἀξιωματικοὺς ποὺ ἀνῆκαν κάποιοι θὰ γίνονταν γνωστοὶ στὸν αἰῶνα μας. Τέτοιοι ἦσαν ὁ Παῦλος Μελάς, ποὺ θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς ἱδρυτές της, ὁ Παναγιώτης Δαγκλὴς καὶ ὁ Λεωνίδας Παρασκευόπουλος.
Καὶ ἐνῶ ὅλα αὐτὰ συνέβαιναν στὴν Ἑλλάδα, ἡ Κρήτη βρισκόταν σὲ ἕνα ἀκόμη ἐπαναστατικὸ ἀναβρασμὸ λόγω τῶν συνεχῶν παραβιάσεων τῆς «Συνθήκης τῆς Χαλέπας» ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἡ ὁποία περιελάμβανε ὁρισμένες μεταρρυθμίσεις ὑπὲρ τῶν Ἑλλήνων τῆς Κρήτης. Ἡ Ἐθνικὴ Ἐταιρεία τὸ καλοκαίρι τοῦ 1876 ἔστελνε ἀντάρτες ἐκεῖ ἀλλὰ καὶ στὴν Μακεδονία, ἐνῶ ἑτοίμαζε νὰ στείλει καὶ στὴν Ἤπειρο. Ἡ κυβέρνηση προσπαθοῦσε νὰ ἀποφεύγει τὰ «μπλεξίματα» ἀλλὰ δὲν ἔκανε καὶ τίποτα τὸ οὐσιαστικὸ προκειμένου νὰ περιορίσει τὴν δράση τῆς «Ἐθνικῆς Ἑταιρείας». Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1897 τὰ γεγονότα πῆραν δραματικὴ τροπὴ στὴν Κρήτη. Τότε ἡ κυβέρνηση ἀποφάσισε νὰ στείλει ἑλληνικὰ στρατεύματα, ὄχι ἀντάρτες, στὸ νησί. Στὶς 11 τὸ βράδυ τῆς 3ης Φεβρουαρίου 1897 ἄρχισε ἡ ἀποβίβαση στὸ Κολυμπάρι τῶν Χανίων τῶν 1.417 ἀνδρῶν ποὺ ἀποτελοῦσαν τὸ Ἑλληνικὸ Ἐκστρατευτικὸ Σῶμα. Ἐπικεφαλὴς τους ἦταν ὁ Συνταγματάρχης Τιμολέων Βάσσος, σημειώνοντας ἐπιτυχίες σὲ μάχες ἐναντίον τῶν Τούρκων. Οἱ Μεγάλες Δυνάμεις ὅμως ἀπαγόρευσαν κάθε περαιτέρω ἐπιθετικὴ ἐνέργεια στὸν Βάσσο καὶ τοὺς ἄνδρες του.
Ἡ παρουσία ἑλληνικῶν δυνάμεων στὴν Κρήτη καθὼς καὶ οἱ συνεχεῖς εἰσβολὲς ἀτάκτων ὁμάδων τῆς «Ἐθνικῆς Ἑταιρείας» στὴν Μακεδονία, ποὺ τότε ἦταν τουρκικὸ ἔδαφος ἀποτέλεσαν καὶ τὴν ἀφορμὴ τῆς κήρυξης τοῦ πολέμου ἀπὸ τὴν Τουρκία. Μία κήρυξη ποὺ ἔγινε στὶς 5 Ἀπριλίου 1897.
Στὴν Ἀθήνα, ἀλλὰ καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα, ὅλοι εἶχαν καταληφθεῖ ἀπὸ πολεμικὴ μανία. Στὶς 15 Μαρτίου 1897 ἀναχώρησε ὁ διάδοχος Κωνσταντῖνος γιὰ τὴν Λάρισα. Θὰ ἔμπαινε ἐπικεφαλὴς τοῦ στρατοῦ τῆς Θεσσαλίας. Ἀρχηγὸς τοῦ ἐπιτελείου του ἦταν ὁ Συνταγματάρχης τοῦ Πυροβολικοῦ Κωνσταντῖνος Σαπουντζάκης. Μαζί του, ὡς ἐπιτελεῖς, ἦταν ὁ Λοχαγὸς τοῦ Μηχανικοῦ Βίκτωρ Δούσμανης καὶ οἱ Ὑπολοχαγοί, ἐπίσης τοῦ Μηχανικοῦ, Ἰωάννης Μεταξᾶς καὶ Ξενοφῶν Στρατηγός. Στὸ προορισμὸ τοὺς ἔφθασαν δύο ἡμέρες ἀργότερα. Στὶς 19 τοῦ ἴδιου μήνα, ὁ Κωνσταντῖνος διέταξε τὴν ἀναπροσαρμογὴ τῆς διάταξης τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων ποὺ ἦταν ἁπλῶς παραταγμένες κατὰ μῆκος τῶν συνόρων. Αὐτὸ προκάλεσε ἐπιπλέον προβλήματα καθὼς δὲν ὑπῆρχε κανένα σχέδιο δράσης τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ. Δὲν προβλεπόταν καμία ἐπιθετικὴ ἐνέργεια ἀλλὰ μόνο στατικὴ ἄμυνα. Ὅμως ἔλειπαν ἐντελῶς τὰ ἀμυντικὰ ἔργα! Ἀκόμη δὲν ὑπῆρχαν ἐφεδρεῖες ποὺ θὰ ἐπέτρεπαν τὴν ἀποστολὴ ἐνισχύσεων στοὺς τομεῖς ποὺ παρουσίαζαν προβλήματα καὶ θὰ σχημάτιζαν τὴν 2η γραμμὴ ἄμυνας ἂν χρειαζόταν.
Ἀλλὰ αὐτὰ δὲν ἦταν καὶ τὰ μόνο προβλήματα τοῦ στρατοῦ. Ὅλοι οἱ ἀξιωματικοὶ ὑστεροῦσαν σημαντικὰ στὴν πρακτικὴ ἐκπαίδευση. Λίγοι εἶχαν μία ἀνεκτὴ ἕως καλὴ θεωρητικὴ κατάρτιση. Γυμνάσια δὲ γίνονταν ποτέ. Τὸ πεζικὸ ἦταν ἐφοδιασμένο μὲ τουφέκια Gras ὑποδ. 1874. Τὰ ὅπλα αὐτὰ ἦταν μᾶλλον ἀπαρχαιωμένα.
Ἐκεῖ ὅμως ὅπου ἡ κατάσταση ἦταν ἀπαράδεκτη ἦταν στὸν τομέα τῆς ἐκπαίδευσης. Οἱ στρατιῶτες δὲν γνώριζαν νὰ τὰ χρησιμοποιοῦν. Οἱ πυροβολητές, γιὰ παράδειγμα, ἔριξαν τὶς πρῶτες τους βολὲς κατὰ τὴν διάρκεια τῶν συγκρούσεων. Ἀσκήσεις ἑλιγμῶν δὲν εἶχαν γίνει ποτέ. Ἡ πειθαρχία πυρὸς ἦταν κάτι τὸ ἄγνωστο. Ἡ παθητικὴ ἄμυνα ἦταν αὐτὸ πού, ἐνστικτωδῶς καὶ ὄχι λόγω ἐκπαίδευσης, γνώριζαν οἱ στρατιῶτες. Αὐτὸ ὅμως πολὺ εὔκολα μετέτρεπε τοὺς ἑλιγμοὺς τῆς ὑποχώρησης σὲ φυγὴ καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔγινε τότε. Ὅταν καὶ ὅπου χρειάσθηκε νὰ γίνουν ὑποχωρητικοὶ ἑλιγμοί, πολὺ σύντομα αὐτοὶ μετατράπηκαν σὲ ἄτακτη φυγή.
Ἕνα ἄλλο τραγικὸ σημεῖο ἦταν ἡ κατάσταση σὲ στολὲς καὶ γενικὰ ὑλικὸ πολέμου. Ὅπως ἀναφέρεται μόνο στοὺς 22.000 ἐπιστράτους, ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν 85.000, δόθηκαν στολὲς καὶ πλήρη ἐφόδια. Οἱ ὑπόλοιποι πῆραν ἕνα πηλήκιο, ἕνα λινὸ χιτώνιο καὶ μία κουβέρτα! Τὰ ἄλογα γιὰ τὸ ἱππικὸ καὶ τὸ πυροβολικὸ ἦταν εἶδος μᾶλλον σπάνιο… Τὴν τελευταία στιγμὴ τὸ πυροβολικὸ κάλυψε τὶς ἀνάγκες του. Δὲν ἔγινε ὅμως καὶ τὸ ἴδιο μὲ τὸ ἱππικό. Πολλὲς ἴλες πῆγαν στὴν μάχη ὡς πεζοπόρα τμήματα. Ἡ ἴδια κατάσταση διάλυσης ἐπικρατοῦσε καὶ στὴν ἐπιμελητεία. Μεταφορικὰ ζῶα δὲν ὑπῆρχαν. Ὅσα ἐπιτάχθηκαν, μαζὶ μὲ τοὺς ὁδηγούς τους, τράπηκαν σὲ φυγὴ μετὰ τὶς πρῶτες ἀποτυχίες. Οἱ μεταφορὲς σὲ πυρομαχικὰ καὶ τρόφιμα ἦταν κάτι παραπάνω ἀπὸ προβληματικές. Τὰ δεύτερα μάλιστα σχεδὸν ποτὲ δὲν ἔφθαναν στὸν προορισμό τους. Ὅσο γιὰ τὶς μεταφορὲς τραυματιῶν αὐτές, μᾶλλον ἦσαν ἀχρείαστες. Οὕτως ἢ ἄλλως δὲν εἶχαν ποὺ νὰ τοὺς μεταφέρουν. Ὀργανωμένα νοσοκομεῖα ἢ ἔστω νοσοκομεῖα τῆς κακιᾶς ὥρας δὲν ὑπῆρχαν. Ὅσα ὀργανώθηκαν ἦταν ἀποτέλεσμα ἐθελοντικῆς καὶ μόνον προσφορᾶς. Τελικὰ αὐτὸ ποὺ ὀνομαζόταν στρατὸς δὲν ἦταν παρὰ ἕνα συνονθύλευμα ἐνθουσιασμένων ἀνθρώπων ποὺ πίστευαν ὅτι θὰ νικήσουν μὲ τραγούδια καὶ φωνές.
Οἱ δυνάμεις τῶν ἀντιπάλων
Ἡ μάχιμη δύναμη τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ ἔφθασε τὶς 73.142 ἄνδρες, ποὺ ἦταν κατανεμημένη σὲ δύο Ἀρχηγεῖα. Στὸ Α’ τῆς Θεσσαλίας καὶ τὸ Β’ τῆς Ἠπείρου. Τὸ Α’ Ἀρχηγεῖο τῆς Θεσσαλίας εἶχε δύναμη 41.735 ἄνδρες, ποὺ ἀποτελοῦσαν τὴν 1η καὶ τὴν 2η Μεραρχία. Τὶς μεραρχίες αὐτὲς ἀποτελοῦσαν 25 τάγματα πεζικοῦ, 7 τάγματα Εὐζώνων καὶ ἕνα τάγμα ἐθελοντῶν. Εἶχαν ἀκόμη 12 ἴλες ἱππικοῦ ἀπὸ τὶς ὁποῖες οἱ 4 ἦταν ἄνιππες, 8 πεδινὲς καὶ 8 ὀρεινὲς πυροβολαρχίες καὶ τέλος 2 διλοχίες μηχανικοῦ.
Νὰ περάσουμε τώρα στὴν πλευρὰ τῶν Τούρκων. Ἀρχιστράτηγος ἦταν ὁ Ἐτὲμ Πασὰς καὶ Ἐπιτελάρχης ὁ Σεφκὲτ Πασάς. Τὸ Γενικὸ Στρατηγεῖο τους ἦταν στὴν Ἐλασσόνα. Ἡ δύναμή τους στὴν Θεσσαλία, ἦταν περίπου 62.000 πεζοί, 1.300 ἱππεῖς καὶ 204 πυροβόλα. Οἱ ἄνδρες τοῦ πεζικοῦ ἔφεραν κυρίως τουφέκια Martini, ἐνῶ μερικοὶ ἔφεδροι Mauser. Γιὰ τὸ ἱππικὸ ὑπῆρχαν ἀραβίδες Martini καὶ Winchester. Τὰ τουρκικὰ πυροβόλα ἦταν Krupp τῶν 87mm γιὰ τὶς πεδινὲς πυροβολαρχίες, τῶν 75mm γιὰ τὶς ἔφιππες, τῶν 69mm γιὰ τὶς ὀρεινές, ἐνῶ ὑπῆρχαν καὶ ὀβιδοβόλα τῶν 120mm. Ἡ παραπάνω δύναμη ἦταν ὀργανωμένη σὲ 99 τάγματα πεζικοῦ, 22 ἴλες πεζικοῦ, 45 πυροβολαρχίες ἀπὸ τὶς ὁποῖες οἱ 17 ἦταν ὀρεινὲς καὶ 3 λόχους μηχανικοῦ. Ὡς πρὸς τὴν ἐκπαίδευση ὁ τουρκικὸς στρατὸς ὑπερεῖχε σαφῶς τοῦ ἑλληνικοῦ. Τὴν ἐκπαίδευση, ὅπως καὶ τὴν ὀργάνωση καὶ τὸν ἐξοπλισμό, εἶχαν ἀναλάβει Γερμανοὶ ἀξιωματικοί. Ὁ von der Goltz εἶχε κάνει ἐξαιρετικὴ δουλειά.
Ὁ Ἑλληνικὸς στόλος δὲν χρειάστηκε νὰ ἐπέμβει καθόλου στὸν πόλεμο αὐτό, καὶ σαφῶς ὑπερτεροῦσε τοῦ Τουρκικοῦ. Εἶναι δὲ χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Τουρκικὸς στόλος δὲν ἔφυγε καθόλου ἀπὸ τὸν ναύσταθμο τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Οἱ πρῶτες ἁψιμαχίες ἄρχισαν στὶς 4 Ἀπριλίου, πρὶν διακοποῦν οἱ διπλωματικὲς σχέσεις Ἑλλάδας-Τουρκίας, στὴν Καλλιπεύκη (Νεζερὸ) τοῦ Τίρναβου. Τὴν ἑπομένη τὸ ἑλληνικὸ πεζικὸ κατέλαβε δύο τουρκικοὺς μεθοριακοὺς σταθμοὺς καὶ ἀπέκρουσε δύο τουρκικὲς ἀντεπιθέσεις. Στὶς 6 Ἀπριλίου στὸν τομέα τῆς Μελούνας 4 ἑλληνικοὶ λόχοι δέχθηκαν τὴν ἐπίθεση 13 τουρκικῶν ταγμάτων. Οἱ ὑπέρτερες δυνάμεις καὶ ἡ κακὴ θέση τοῦ πυροβολικοῦ ἀνάγκασαν τὶς ἑλληνικὲς δυνάμεις νὰ ὑποχωρήσουν. Ἡ κακὴ ἀντίληψη τῆς κατάστασης, ἡ ἀσυνεννοησία μεταξὺ τῶν τμημάτων, καὶ τὸ κακὸ ἠθικὸ τῶν ἀγωνιζόμενων τμημάτων ποὺ εἶχαν νὰ ἐφοδιασθοῦν μὲ τροφὴ καὶ νερὸ 24 ὧρες, μετατρέψανε τὴν ὑποχώρηση σὲ ἄτακτη φυγή. Πολύτιμο ἔδαφος ἐγκαταλείφθηκε χωρὶς οὐσιαστικὸ λόγο. Διορθωτικὲς κινήσεις ποὺ προσπάθησε νὰ κάνει ὁ Κωνσταντῖνος ὄχι μόνο δὲν εἶχαν κανένα ἀποτέλεσμα, ἀλλὰ καὶ ἐπέτειναν τὴν σύγχυση. Οἱ Συνταγματάρχες Νικόλαος Μακρῆς καὶ Χρῆστος Μαστραπάς, διοικητὲς τῆς 1ης Μεραρχίας καὶ τῆς 2ης Ταξιαρχίας ἀντίστοιχα, ἔκριναν ὅτι ἡ κατάσταση τῶν μονάδων τους ἦταν τέτοια ποὺ δὲν τοὺς ἐπέτρεπε νὰ προβάλουν ἐκεῖ ἀντίσταση. Ὁ Κωνσταντῖνος χωρὶς νὰ γνωρίζει τὴν κατάσταση καὶ χωρὶς νὰ στείλει ἀξιωματικὸ τοῦ Ἐπιτελείου γιὰ νὰ τὴν διαπιστώσει, ἐνέκρινε τὴν ὑποχώρηση. Ὅμως ἡ σύγχυση ποὺ ἐπικρατοῦσε στὶς ἐπικοινωνίες μεταξὺ τοῦ Κωνσταντίνου, τοῦ Μακρῆ καὶ τοῦ Μαστραπᾶ, ἦταν κάτι τὸ ἀσύλληπτο. Ἄλλες διαταγὲς δίδονταν καὶ ἄλλες ἐκτελοῦνταν. Κανένας δὲ φρόντιζε νὰ ἐνημερώσει κανέναν γιὰ τὶς κινήσεις ποὺ ἐπρόκειτο νὰ κάνει, ἔκανε ἢ εἶχε κάνει.
Στὴν Ἀθήνα πάντως ἐπικρατοῦσε ἐνθουσιασμὸς ὡς τὸ πρωὶ τῆς 7ης Ἀπριλίου, ὁπότε καὶ ἔφθασαν τὰ κακὰ μαντάτα. Οἱ συγκρούσεις συνεχίσθηκαν πάνω στὸ ἴδιο μοτίβο. Οἱ Ἕλληνες ἦταν σὲ πλήρη ἀδυναμία νὰ ἐπικοινωνήσουν μεταξύ τους καὶ οἱ Τοῦρκοι δὲν ἐκμεταλλεύονταν τὰ πλεονεκτήματα ποὺ τοὺς εἶχαν παραχωρήσει οἱ πρῶτοι. Στὶς 11 Ἀπριλίου ἔγινε μάχη στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀμπελώνα (Καζακλὰρ) καὶ ἀμέσως μετὰ ἄρχισε ἡ ὑποχώρηση πρὸς τὴν Λάρισα ποὺ δὲν ἄργησε νὰ γίνει ἄτακτη φυγή. Οἱ Τοῦρκοι θὰ μποῦν τελικὰ στὸν Τύρναβο στὶς 12 τοῦ μήνα καὶ τὴν ἑπομένη στὴν Λάρισα. Στὶς 12 ὁ Κωνσταντῖνος τηλεγραφοῦσε στὴν κυβέρνηση: «… ἡ κατάστασις τοῦ στρατεύματος ὑπὸ πάσαν ἄποψιν εἶναι τοιαύτη, ὥστε ἡ μὲν ἄμυνα ἐν Λαρίση ἀδύνατος, ἡ δὲ ὑποχώρησις πρὸς Φάρσαλον ἀμφίβολος…». Ὁ Δηλιγιάννης τὸ ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας τοῦ ἀπαντοῦσε: «Ἐὰν ὁ Ἀρχηγὸς τοῦ ἐν Θεσσαλία στρατοῦ κρίνη ὅτι ἡ κατάστασις τῶν στρατευμάτων εἶναι τοιαύτη, ὥστε δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μείνη ἐν Λαρίση, παρακαλεῖται νὰ ὑποχωρήση εἰς Φάρσαλον». Ἡ ὑποχώρηση πρὸς τὰ Φάρσαλα ἔγινε σὲ πλήρη διάλυση.
Ἔτσι ἄφησαν στὴν Λάρισα 1.400 τουφέκια Gras, πυρομαχικά, ἐφόδια καὶ τρόφιμα. Τὸ μόνο συντεταγμένο τμῆμα ἦταν ἡ 3η Ταξιαρχία τοῦ Συνταγματάρχη Κωνσταντίνου Σμολένσκη. Αὐτὸν διέταξε ὁ Κωνσταντῖνος νὰ πάει ἀπὸ τὰ Φάρσαλα στὸ Βελεστίνο προκειμένου νὰ μὴν καταληφθεῖ ὁ Βόλος καὶ νὰ κρατηθεῖ ἀνοικτὴ ἡ σιδηροδρομικὴ γραμμὴ Βόλος-Δομοκὸς-Λαμία. Ὁ Σμολένσκης παρέταξε τὶς δυνάμεις του στὰ ὑψώματα μπροστὰ ἀπὸ τὸ Βελεστίνο. Ἄντεξε τὶς τουρκικὲς ἐπιθέσεις ἀπὸ τὶς 15 ἕως τὶς 23 Ἀπριλίου, ὑπῆρξε δὲ αὐτὸς ὁ πλέον ἀξιόπιστος ἀξιωματικὸς τοῦ στρατοῦ τῆς Θεσσαλίας. Τελικὰ ὁ Σμολένκης ἐγκατέλειψε τὸ Βελεστίνο, στὶς 23 Ἀπριλίου, γιὰ τὸν Ἁλμυρὸ ὅπου ἔφθασε στὶς 25. Οἱ Τοῦρκοι μπῆκαν στὸν Βόλο στὶς 26 Ἀπριλίου.
Ἡ ἑπόμενη μάχη δόθηκε στὰ Φάρσαλα. Ἐκεῖ εἶχε συγκεντρωθεῖ ὅλος ὁ στρατὸς τῆς Θεσσαλίας ἢ ὅ,τι τελοσπάντων ὀνόμαζαν στρατό. Ἐν τῷ μεταξὺ ἀπὸ τὶς 15 Ἀπριλίου εἶχε παραιτηθεῖ ἡ κυβέρνηση Δηλιγιάννη καὶ εἶχε ἀναλάβει Πρωθυπουργὸς ὁ Δημήτριος Ράλλης. Στὰ Φάρσαλα λοιπὸν ἐνῶ ὑπῆρχαν 83 λόχοι καὶ 66 πυροβόλα κανένας δὲ φρόντισε νὰ δημιουργηθοῦν ὁρισμένα στοιχειώδη ἀμυντικὰ ἔργα. Ὁ Ἰ. Μεταξᾶς εἶχε ἐπεξεργασθεῖ ἕνα σχέδιο ποὺ ὁ Δούσμανης εἶχε κάνει δεκτό. Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ὅμως κανεὶς δὲν ἔκανε τίποτα, ἔστω καὶ νὰ μεσολάβησαν ἀρκετὲς ἡμέρες ὡς τὴν τουρκικὴ ἐπίθεση. Ἐπίθεση ποὺ ἐκδηλώθηκε στὶς 23 Ἀπριλίου. Καὶ ἐδῶ ἐπικράτησε χάος. Τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ πεζικοῦ καὶ τοῦ πυροβολικοῦ δὲν πῆραν μέρος στὴν μάχη. Ἁπλῶς, ὅταν ἄρχισαν νὰ ὑποχωροῦν οἱ προφυλακές, ὑποχώρησαν καὶ οἱ ὑπόλοιπες δυνάμεις. Ὁ Κωνσταντῖνος στὶς 24 Ἀπριλίου τηλεγράφησε στὸν Σμολένσκη: «Ὑποχωροῦμεν πρὸς Δομοκόν…». Παραδόξως αὐτὴ τὴν φορὰ ἡ ὑποχώρηση ἔγινε κανονικὰ καὶ μὲ τάξη.
Εἶχε φθάσει ἡ σειρὰ τοῦ Δομοκοῦ. Ἡ τοποθεσία προσφερόταν γιὰ ἄμυνα. Ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε ἀνακόψει ἀποτελεσματικὰ τὴν τουρκικὴ προέλαση. Ἐκτὸς τῶν ἄλλων εἶχε καὶ ἀρκετὸ χρόνο. Ἡ τουρκικὴ ἐπίθεση δὲν ἐκδηλώθηκε παρὰ στὶς 5 Μαΐου.
Μετὰ τὴν μάχη τῶν Φαρσάλων, οἱ περισσότεροι Ἕλληνες στρατιῶτες πέταξαν τοὺς σάκους τους μὲ τὶς ἀποσκευές τους, γιατὶ ἦταν μεγάλο τὸ βάρος καὶ ἐμπόδιζε στὴν πεζοπορία τους. Ἔτσι στὴν περιοχή μας ὅταν ἔφτασαν εἶχαν μόνον τὸν ὁπλισμό τους. Οἱ στρατιῶτες ἔμεναν ἐκτεθειμένοι στὸ κρύο καὶ στὴν βροχή, ποὺ ἦταν ἀδιάκοπη ἐκείνη τὴν ἐποχή.
Τὸ μέτωπο 25 χιλιομέτρων ἄρχιζε ἀπὸ τὸ χωριὸ Χαλαμπρέζι καὶ προχωροῦσε ἀνατολικὰ στὰ χωριὰ Ἀσλανάρ, Κάτω Ἀγόριανη, Βελεσιῶτες, Σκάρμιτσα, Πουρνάρι Τσατμά, Μαντασιὰ κλπ.
Στὴν περιοχὴ γύρω ἀπὸ τὸ χωριὸ τάχθηκαν πολλὰ τάγματα στὴν θέση Χάνι, στὸ Μύλο, Κακάρα κλπ.
Γύρω στὶς 9 π.μ. τῆς 5/5/1897 φάνηκαν δύο ἐχθρικὲς φάλαγγες ποὺ βάδιζαν ἀπὸ Φάρσαλα πρὸς Δομοκό. Ἡ μεγαλύτερη φάλαγγα ἀκολούθησε τὸν δρόμο Φάρσαλα – Δομοκὸ καὶ στράφηκε κατὰ τῶν θέσεών μας.
Γύρω στὶς 3 μ.μ. ὅλες οἱ προφυλακές μας τοῦ κεντρικοῦ μετώπου ὑποχώρησαν. Μία φάλαγγα προχώρησε πρὸς τὴν Κακκάρα μὲ σκοπὸ νὰ διασπάσει τὴν ἀμυντικὴ γραμμή. Συγχρόνως μία ἄλλη φάλαγγα, ἀφοῦ ἔκαψε τὰ χωριὰ Βαρδαλὴ καὶ Γιακαρόμπα, προχώρησε στὸ τότε χωριὸ Κουσλόμπα.
Οἱ Τοῦρκοι κατέλαβαν τὴν Πετρομαγούλα καὶ τὸν λόφο Ἅγιος Γεώργιος καὶ τὸ χωριὸ Κουσλόμπα. Ἀπὸ τὸν λόφο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ ἀπὸ τὰ χαρακώματα ποὺ βρίσκονταν ἀριστερά τοῦ δρόμου Φαρσάλων – Δομοκοῦ, ὁ ἐχθρὸς πρόσβαλε τὶς θέσεις μας μπροστὰ στοὺς Μύλους καὶ τὶς θέσεις στὴν Περιστεριά.
Ἡ Λεγεῶνα Φιλελλήνων καὶ Γαριβαλδινῶν ἢ ἀλλιῶς Τάγμα τῶν Ἐρυθροχιτώνων (λόγω τῶν κόκκινων στολῶν) ἔλαβε μέρος στὴν μάχη Δομοκού, μὲ ἐπικεφαλὴς τὸν στρατηγὸ Ριτσιότι Γαριβάλδη.
Ἐκεῖ διακρίθηκε τὸ Τάγμα καὶ κατάφερε μετὰ ἀπὸ πολύωρες μάχες νὰ ἀναχαιτίσει τοὺς Τούρκους, ἀναγκάζοντάς τους ἔτσι σὲ προσωρινὴ ὑποχώρηση τὸ ἀπόγευμα τῆς 5ης Μαΐου. Τὸ τίμημα ὅμως ἦταν βαρὺ γιὰ τοὺς γενναίους ἐθελοντές, ἀφοῦ ὑπέστησαν βαριὲς ἀπώλειες καὶ ἀνάμεσα στὰ πολλὰ θύματα ἦταν καὶ ὁ βουλευτὴς Ἀντόνιο Φράττι (1847-1897), ποὺ τραυματίστηκε στὴν μάχη καὶ ὑπέκυψε λίγο ἀργότερα στὰ τραύματά του.
Στὴν μάχη τοῦ Δομοκοῦ πολέμησαν συνολικὰ 3.060 ξένοι, ἐκ τῶν ὁποίων 2.786 Ἰταλοί. Ἡ ἀπώλεια τῶν θέσεων στὸ δεξιὸ τμῆμα τοῦ μετώπου βάρυνε πολὺ στὴν ἀπόφαση τοῦ Ἀρχηγοῦ Διαδόχου Κωνσταντίνου γιὰ ὑποχώρηση τῶν Ἑλληνικῶν Δυνάμεων ἀπὸ τὸν Δομοκό. Τὸ πῦρ ἔπαυσε στὶς 8.30 μ.μ. Ἡ ἔλλειψη ἐπαρκῶν δυνάμεων ἦταν πλέον ἐμφανής, καθὼς ἡ Κυβέρνηση ὡς μὴ ὄφειλε κράτησε στὸν Ἁλμυρὸ ἐκτὸς μάχης τὴν 3η Ταξιαρχία τοῦ Σμολένσκη, ἀποδυναμώνοντας τὸ μέτωπο.
Παρὰ δὲ καὶ τὴν προσωρινὴ ἀναχαίτιση τοῦ ἐχθροῦ στὸ ἀριστερὸ μέτωπο ἀπὸ τοὺς ἐθελοντὲς Γαριβαλδινούς, Φιλέλληνες καὶ τὸ ἀπόσπασμα τοῦ Τερτίπη, ἡ ἐπικράτηση τῶν Ὀθωμανῶν ἦταν πλήρης.
Τὰ στρατεύματα λοιπὸν μὲ ἀπόφαση τοῦ Κωνσταντίνου ὑποχώρησαν πρὸς Δερβὲν Φούρκα (σημερινὸ Καλαμάκι) στὶς ὑπώρειες τῆς Ὄρθρυος.
Ἡ Μάχη στὴν περιοχὴ τοῦ Δερβὲν Φούρκα καὶ Δραχμάναγα τὴν 6η Μαΐου 1897
Στὴν περιοχὴ αὐτὴ ἔγινε μάχη μεταξὺ τῆς 1ης Ἑλληνικῆς Ταξιαρχίας καὶ τῆς 1ης καὶ 6ης Τουρκικῆς Ταξιαρχίας τὴν 6η Μαΐου 1897 μὲ τὶς παρακάτω συνθῆκες. Μετὰ τὴν ὑποχώρηση τῆς Ἑλληνικῆς Στρατιᾶς ἀπὸ τὸ πεδίο τῆς μάχης τοῦ Δομοκοῦ, ἡ Ἑλληνικὴ στρατιὰ συμπτυσσόμενη πρὸς νότο εἶχε ἐντολὴ νὰ καταλάβει ἀμυντικὰ τὴν τοποθεσία Δερβὲν Φούρκα καὶ Ἀβδουραχμᾶν Ἀγὰ (στὸ σημερινὸ 16ο χλμ. Λαμίας-Δομοκοῦ καὶ Ἁγία Αἰκατερίνη-Δραχμάναγα). Ἡ πρώτη μεραρχία τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοῦ θὰ τοποθετοῦνταν ἀνατολικὰ τοῦ δρόμου Δομοκοῦ-Λαμίας καὶ ἡ 2η μεραρχία Δυτικά. Ἡ κίνηση τῶν διαφόρων σωμάτων ἀπὸ τὸν Δομοκὸ ἄρχισε στὶς 2.30΄ τῆς 6ης Μαΐου καὶ κατὰ τὶς 7.00΄ τὸ πρωὶ ἄλλα σώματα ἦταν στὰ βόρεια τοῦ στενοῦ καὶ ἄλλα μόλις ἄρχισαν νὰ μπαίνουν σ’ αὐτά. Ἡ ὑποχωρητικὴ αὐτὴ κίνηση ὅμως δὲν καλύφθηκε ὅπως ἔπρεπε ἀπὸ ἰσχυρὴ ὀπισθοφυλακὴ καὶ κάποια τμήματα τοῦ στρατοῦ κατασκήνωναν πρὶν τὴν εἴσοδο ἁπλῶς γιὰ νὰ ἀναπαυθοῦν ἀντὶ νὰ καταλάβουν τὶς θέσεις ἀπὸ τὶς ὁποῖες θὰ ἀμυνόταν. Ὑπῆρξαν πάντως ἀσθενεῖς περιπολίες τοῦ ἱππικοῦ μας ἐκτὸς τῆς βόρειας εἰσόδου τῆς στενωποῦ, οἱ ὁποῖες καὶ κατὰ τὴν 11η πρωινὴ ὥρα τῆς 6ης Μαΐου, ἀνήγγειλαν τὴν ἐμφάνιση δύο Τουρκικῶν ταγμάτων μὲ περιπολίες ἱππικοῦ ποὺ κινοῦνταν πρὸς τὴν περιοχή. Οἱ Τοῦρκοι ἔκαναν τὴν ἐμφάνισή της στὴν περιοχὴ τοῦ ὀροπεδίου Ξυνιάδας καὶ ἔτσι ἔφτασαν στὸ ὕψος τῶν σημερινῶν Μεταλλείων. Ἀμέσως μόλις πῆρε τὴν πληροφορία ὁ Διοικητὴς τῆς μεραρχίας διέταξε τοὺς δύο Ταξιάρχους νὰ καταλάβουν ἀμυντικὰ τὰ δύο ὑψώματα ἑκατέρωθεν τοῦ στενοῦ Ἀβδουραχμᾶν Ἀγὰ (Δραχμάναγα-σημερινὴ Ἁγία Αἰκατερίνη). Ἡ πρώτη ταξιαρχία θὰ καταλάμβανε τὴν δεξιὰ πλευρὰ πρὸς τὸ σημερινὸ Καλαμάκι καὶ ἡ δεύτερη τὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τῆς Ἀντινίτσας. Ἡ διαταγὴ ἐκτελέστηκε κατὰ γράμμα ἀπὸ τὴν 1η ταξιαρχία καὶ τὸν συνταγματάρχη Δημόπουλο, δὲν ἐκτελέστηκε ὅμως ἀπὸ τὸν διοικητὴ τῆς 2ης συνταγματάρχη Μαστραπά, ὁ ὁποῖος ἂν καὶ διέθετε ὁλόκληρο τὸ 5ο σύνταγμα πεζικοῦ σὲ ἐφεδρεία ἕτοιμο νὰ παρέμβη, δὲν ἐπενέβη μὲ τὴν πρέπουσα δραστηριότητα μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μάχεται μόνη ἡ 1η ταξιαρχία. Ἐναντίον της τέθηκε ἡ 6η Τουρκικὴ μεραρχία ὑποστηριζόμενη ἀπὸ δύο πεδινὲς πυροβολαρχίες. Ἡ μάχη κράτησε ὡς τὶς 8 τὸ βράδυ. Τὸ πεζικό μας ἀκόμη καὶ χωρὶς τὴν ὑποστήριξη τοῦ πυροβολικοῦ, πέτυχε νὰ διατηρήσει τὶς θέσεις του. Χωρὶς ὑποστήριξη ὅμως καταλήφθηκαν τὰ ὑψώματα τῆς Ἀντινίτσας καὶ μπροστὰ στὸν κίνδυνο νὰ ἀποκοποῦν ἀπὸ τὴν Λαμία, ὁ μέραρχος ὑποστράτηγος Μακρὴς καὶ κατὰ τὴν 9η βραδινὴ ὥρα ἀναγκάστηκε νὰ διατάξει σύμπτυξη πρὸς τὸ ἐσωτερικό τῆς στενωποῦ καὶ στὴν συνέχεια πορεία πρὸς Λαμία ὅπου καὶ στὴν θέση Ταράτσα, 4 χιλιόμετρα βόρεια τῆς πόλης συνεχίστηκε ὁ ἀγώνας τὴν ἑπόμενη μέρα. Τὸ πρωὶ τῆς 7ης Μαΐου ὁ Χακὶ πασὰς πῆρε τὴν ἀκόλουθη ἀπάντηση ἀπὸ τὸ Γενικὸ Στρατηγεῖο, σὲ ἀναφορὰ ποὺ εἶχε στείλει τὴν προηγούμενη μέρα: «Ὁ Δομοκὸς καὶ ἡ Δερβὲν-Φούρκα εὑρίσκονται ἤδη εἰς χείρας ἡμῶν, ἡ ἀνακωχὴ δὲν θὰ βραδύνει πολὺ κατὰ τὰ φαινόμενα, ὡς ἐκ τούτου ἀνάγκη νὰ προελάσητε μέχρι Λαμίας πρὸ τῆς συνομολογήσεως ταύτης». Τὴν ἴδια μέρα τὸ πρωί, ἡ ἐμπροσθοφυλακὴ τοῦ Ἐτὲμ Πασᾶ, συνοδευομένη ἀπὸ ἀτάκτους Τουρκαλβανοὺς πλιατσικολόγους, ἔφθασε στὰ ἀντερείσματα τῆς Παλιοκούλιας. Καμηλόβρυσης καὶ Ταράτσας ἔξω ἀπὸ τὴν Λαμία. Ἀκολουθοῦν μάχες στὴν Καμηλόβρυση καὶ τὴν Ταράτσα, ὅπου οἱ Τοῦρκοι τελικὰ στρατοπεδεύουν. Οἱ Ἕλληνες θὰ προσπαθήσουν νὰ ὀργανώσουν πρόχειρη ἀντίσταση στὶς Θερμοπύλες καὶ στὰ Δύο Βουνά. Ὁ Σμολένσκης ἔφτασε ἀπὸ τὸν Ἁλμυρὸ καὶ διατάχτηκε νὰ κρατήσει τὸ πέρασμα στὶς Θερμοπύλες. Δὲν χρειάστηκε ὅμως νὰ πολεμήσουν, ἀφοῦ ὁ Σουλτάνος Ἀβδοὺλ Χαμὶτ διέταξε ἀνακωχὴ στὶς 7 Μαΐου μετὰ ἀπὸ προτροπὴ τοῦ Τσάρου τῆς Ρωσίας Νικολάου Β', συγγενῆ ἀπὸ τὴν μητέρα του μὲ τὸν βασιλιὰ Γεώργιο Β' τῆς Ἑλλάδας. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ τότε Νομάρχης Φθιωτιδοφωκίδος Κωνσταντῖνος Ἔσλιν, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν λοχαγὸ Γεώργιο Χατζηανέστη, μὲ μία ἅμαξα καὶ λευκὴ σημαία, πέρασε μέσα ἀπὸ τὶς ὀθωμανικὲς γραμμὲς καὶ μέσα σὲ πυκνοὺς πυροβολισμοὺς ἔφτασε στὸ στρατηγεῖο τοῦ Ὀθωμανοῦ ἀρχηγοῦ τῆς ἐμπροσθοφυλακῆς Σεϊφουλὰχ πασά. Ἐκεῖ τοῦ ἐπέδωσε ἀνεπίσημο τηλεγράφημα γιὰ ἀνακωχὴ διασπείροντας τὴν φήμη ὅτι ἔληξε ὁ πόλεμος. Αὐτὸ κατεύνασε τὰ πνεύματα καὶ ἔδωσε τὸν χρόνο ὥστε νὰ φτάσει τὸ ἐπίσημο μήνυμα. Τὸ σχετικὸ πρωτόκολλο ὑπογράφτηκε στὸ χωριὸ Ταράτσα τῆς Λαμίας στὶς 8 Μαΐου 1897, μὲ τοὺς Ὀθωμανοὺς νὰ ἔχουν ἀνακαταλάβει ὅλη τὴν Θεσσαλία.
Οἱ ἀπώλειες γιὰ τὴν ἑλληνικὴ πλευρὰ ἦταν 672 νεκροί. 2.383 τραυματίες καὶ 252 αἰχμάλωτοι καὶ γιὰ τὴν τουρκικὴ 1.111 νεκροί. 3.238 τραυματίες καὶ 15 αἰχμάλωτοι.
Βασικότερες αἰτίες γιὰ τὴν ἐθνικὴ ντροπὴ τοῦ 1897 ἦταν ἡ ἔλλειψη διορατικότητας ἀπὸ τὴν πολιτικὴ τάξη καὶ τὸ ἀπαράσκευο τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ. Ἡ κυβέρνηση Δηλιγιάννη, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὸ οἰκονομικὸ πρόβλημα τῆς χώρας, εἶχε περικόψει τὶς στρατιωτικὲς δαπάνες, ἐνῶ ὁ κομματισμὸς βασίλευε στὸν στρατό, μὲ τὴν προαγωγὴ στὶς ἀνώτερες θέσεις ἀνίκανων ἀξιωματικῶν.
Τὸ ὁριστικὸ τέλος τοῦ ἑλληνοτουρκικοῦ πολέμου γράφτηκε στὶς 22 Νοεμβρίου 1897 στὴν Κωνσταντινούπολη, μὲ καταρρακωμένο τὸ γόητρο τῆς χώρας καὶ τὴν ὑπερηφάνεια τῶν Ἑλλήνων, μὲ τὴν ὑπογραφὴ τῆς Συνθήκης ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο Ζαΐμη καθώς, ὑπὸ τὸ βάρος τῆς τεράστιας ἥττας, ὁ Θεόδωρος Δηλιγιάννης εἶχε παραιτηθεῖ. Μὲ τὴν συμφωνία, ποὺ ἐπεξεργάστηκαν οἱ Μεγάλες Δυνάμεις, οἱ ἐδαφικὲς ἀπώλειες γιὰ τὴν Ἑλλάδα ἦταν μικρές, ἀφοῦ ἐπανέκτησε τὴν Θεσσαλία, τὴν ὁποία εἶχε χάσει στὸ πεδίο τῆς μάχης. Ὅμως ἡ Ἑλλάδα μὲ τὰ τόσα οἰκονομικὰ προβλήματα καὶ μετὰ τὸ «δυστυχῶς ἐπτωχεύσαμεν!» τοῦ Τρικούπη, ὑποχρεώθηκε νὰ καταβάλει μία ὑπέρογκη ἀποζημίωση, ὕψους τεσσάρων ἑκατομμυρίων τουρκικῶν Λιρῶν, ὡς πολεμικὴ ἀποκατάσταση στὴν Τουρκία. Ἡ Ἑλληνικὴ κυβέρνηση γιὰ νὰ πληρώσει τὸ ποσὸ αὐτὸ ὑποχρεώθηκε νὰ παραχωρήσει στὴν Ἐπιτροπὴ τοῦ Διεθνοῦς Οἰκονομικοῦ Ἐλέγχου ὅλες τὶς θεωρούμενες ἐπαρκεῖς προσόδους γιὰ ἀποζημίωση. Γιὰ τὴν ἐξόφληση τοῦ δημόσιου χρέους ἐκχωρήθηκαν στὸ ΔΟΕ τὰ μονοπώλια ἅλατος, πετρελαίου, σπίρτων, παιγνιόχαρτων, τσιγαρόχαρτου, ναξίας σμυρίδας. ὁ φόρος κατανάλωσης καπνοῦ, τὰ τέλη χαρτοσήμου καὶ οἱ δασμοὶ τοῦ τελωνείου Πειραιῶς, κάτι ποὺ θὰ διατηροῦνταν μέχρι τὴν εἴσοδο τῆς χώρας μας στὴν ΕΟΚ, τὸ 1981. Ἡ Ἐθνικὴ Τράπεζα ἀναλαμβάνει νὰ ὁλοκληρώσει τὴν ὑπόθεση τοῦ δανείου ποὺ ἀνέρχεται στὰ 150 ἑκατ. γαλλικὰ χρυσὰ φράγκα μὲ δύο τράπεζες γαλλικὲς ὡς κύριους δανειστές, ἡ τράπεζα Rotheschild καὶ ἡ Parisbas. Ἡ συνθηκολόγηση αὐτὴ θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηριστεῖ ὡς ἄκρως ταπεινωτικὴ γιὰ τοὺς Ἕλληνες καὶ τὸ Ἑλληνικὸ ἔθνος, ἀφοῦ ἔχασαν προσωρινὰ μέχρι τὸ 1909 ὁρισμένες ἀπὸ τὶς ἐλευθερίες γιὰ τὶς ὁποῖες ἀγωνίστηκαν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821. Τὸ θετικὸ γιὰ τὶς ἐθνικὲς διεκδικήσεις ἦταν ἡ ἀποχώρηση τῶν Ὀθωμανῶν ἀπὸ τὴν Κρήτη, ἡ ὁποία ἀπέκτησε τὴν αὐτονομία της τὸ 1898, πρῶτο στάδιο γιὰ τὴν ἐνσωμάτωσή της στὴν Ἑλλάδα τὸ 1913. Ἡ ἐθνικὴ ὀργὴ θὰ ἁπαλυνθεῖ αὐτὸν τὸν καιρὸ καὶ ἡ φτωχὴ Ἑλλάδα γρήγορα θὰ σηκώσει κεφάλι 15 χρόνια ἀργότερα ὅταν θὰ γραφτεῖ τὸ ἔπος τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων τοῦ 1912-1913.
 
 
==Υπηρεσίες και υποδομές==
Ανακτήθηκε από "https://el.wikipedia.org/wiki/Δομοκός"