Ο Μεσσίας (Κλόπστοκ): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 3:
 
Τα τρία πρώτα άσματα δημοσιεύθηκαν το 1748 στις ''Bremer Beiträge'' ("Συμβολές της Βρέμης"). Μετά από ένα χρόνο το έργο είχε γνωρίσει τεράστια επιτυχία και το αναγνωστικό κοινό περίμενε ανυπόμονο τη συνέχεια. Τα επόμενα δύο άσματα παρουσιάστηκαν το 1750, και άλλα πέντε το 1755. Σε αυτά τα δέκα πρώτα άσματα οφείλεται περισσότερο η φήμη του έργου. Στα υπόλοιπα δέκα (τα πέντε εξ αυτών δημοσιεύτηκαν το 1768 και τα υπόλοιπα πέντε το 1773) η φαντασία του ποιητή φαίνεται πως έβαινε μειούμενη και το αποτέλεσμα ήταν μάλλον απογοητευτικό. Παρ' όλα αυτά, ''Ο Μεσσίας'', με τη ρηξικέλευθη μορφή και υπόθεσή του εγκαινίασε μια νέα περίοδο στη γερμανική λογοτεχνία, την λεγόμενη εποχή της Ευαισθησίας (''Empfindsamkeit'').
 
==Περίληψη ανά άσμα==
===Πρώτο άσμα (Ενέργειες των αγγέλων)===
Λίγο μετά την υποδοχή του στα Ιεροσόλυμα από τα πλήθη, ανίδεα στην πραγματικότητα για την αποστολή του, ο Μεσσίας απομακρύνεται ακολουθούμενος από τον μαθητή του, Ιωάννη. Το βράδυ ανεβαίνει μόνος του στο Όρος των Ελαιών, όπου προσεύχεται στον Πατέρα Του, μεσιτεύοντας και ζητώντας συγχώρεση για τους αμαρτωλούς. Στην προσευχή λέει ότι πλησιάζει η ώρα που θα δώσει το ίδιο του το αίμα για την απολύτρωση των ανθρώπων και την αποκατάσταση της θεϊκής εικόνας του ανθρώπου. Στέλνει τον προστάτη άγγελό του, Γαβριήλ, στον Ουρανό, για να φέρει στον Θεό την προσευχή του.
 
Ο Γαβριήλ, πετά ανάμεσα στους ήλιους των Ουρανών, διερχόμενος από μια φωτεινή οδό, από την οποίον κάποτε κατέβαινε ένα αιθέριο ρεύμα μέχρι την Εδέμ. Οι άγγελοι ψέλνουν στους Ουρανούς. Ο Ελόα, ο πιο υψηλός ανάμεσα στους αγγέλους, που ο Θεός τον είχε δημιουργήσει πρώτον από όλους τους άλλους και τον είχε πάντα κοντά του στην υπηρεσία του, έρχεται να προϋπαντήσει τον Γαβριήλ. Αφού τον αγκαλιάζει, τον οδηγεί στον Θρόνο του Θεού, μπροστά στο θυσιαστήριο του Μεσσία, που είναι ψηλό σαν βουνό. Το μεγαλείο του Θεού κρυβόταν σε ζόφο από τα μάτια των αγγέλων, όταν ξάφνου ένα φως γέμισε τους Ουρανούς. Ο Γαβριήλ απαγγέλει την προσευχή του Μεσσία ενώπιον του Θεού. Όλοι αναμένουν σιωπηλοί την απάντηση.
 
Ο Θεός με έναν κεραυνό ανοίγει τα Άγια των Αγίων του Ουρανού. Το Σεράφ Ελόα και το Χερούβ Ουρίμ συνομιλούν για το τι βλέπουν στα Άγια των Αγίων: την φοβερή Δευτέρα Παρουσία του Κριτή και την επικείμενη σταύρωσή του. Επτά φορές ήχησε ο κεραυνός. Τώρα ομιλεί ο Θεός. Λέει ότι Αυτός είναι Αγάπη. Αφού η ώρα έφτασε και πλησιάζει η Λύτρωση των ανθρώπων, θέλει να εορταστεί ένα δεύτερο Σάββατο, γι’ αυτό επιθυμεί να έλθουν οι ψυχές των προπατόρων, Αδάμ και Εύας, στον ήλιο, από όπου να γίνουν μάρτυρες της Λύτρωσης. Ο Γαβριήλ λαμβάνει από τον Θεό εντολές για τον Άγγελο του ηλίου και για τον Άγγελο της γης σχετικά με τα θαύματα που θα συμβούν κατά τον θάνατο του Υιού Του. Οι άγγελοι του θρόνου του Θεού σκορπίζονται για τον εορτασμό του δεύτερου Σαββάτου σε όλο τον Ουρανό.
 
Ο Γαβριήλ κατεβαίνει στη γη. Βρίσκει τον Μεσσία να κοιμάται, ωστόσο του μιλά (καθώς αυτός μπορεί να ακούσει και στον ύπνο του) και του λέει πως εξετέλεσε την αποστολή του και έχει να κάνει κάποια πράγματα ακόμα. Από εκεί πηγαίνει προς τον φύλακα-Άγγελο της γης, που ο τόπος διαμονής του βρίσκεται στο μέσον της γης, σε ένα μικρόν ήλιο, που θερμαίνει και ζωοποιεί τη γη από μέσα. Φτάνει εκεί μέσω ενός ανοίγματος στον βόρειο πόλο και βρίσκει τον άγγελο της γης στον ήλιο του, μαζί με τις ψυχές των πολύ μικρών παιδιών, που εδώ προετοιμάζονται για τους Ουρανούς. Εν συνεχχεία ο Γαβριήλ υψώνεται στον ήλιο και βρίσκει εκεί τους προπάτορες, Αδάμ και Εύα, πλάι στον Ουριήλ, τον άγγελο του ηλίου.
===Δεύτερο άσμα (Ενέργειες των δαιμόνων)===
Οι ψυχές των Προπατόρων, Αδάμ και Εύας, βλέπουν το πρωί τον Μεσσία να ξυπνά και τον χαιρετούν με έναν άγιο άσμα, όπου εξυμνούν την Θεομήτορα και την Βηθλεέμ ως τη νέα Εδέμ. Ο Ιησούς μαθαίνει από τον Ραφαήλ, τον φύλακα άγγελο του Ιωάννη, πως αυτός ο μαθητής προσπαθεί να φροντίσει κάτω στα μνήματα κοντά στο όρος των Ελαιών έναν δαιμονισμένο, τον Σαμμά. Ο Ιησούς κατεβαίνει και βρίσκει τον Σαμμά, που ο Σατανάς είχε μπει μέσα του προκαλώντας του τέτοια απελπισία που ήθελε να αυτοκτονήσει πέφτοντας από ένα γκρεμό. Ο Ιησούς εξορκίζει τον δαίμονα, ρωτώντας τον ποιος είναι. Ο Σατανάς, μέσα από τον Σαμμά, απευθύνεται στον Ιησού, λέγοντάς του ότι είναι ο Σατανάς, ο άρχοντας του κόσμου αυτού και η ανώτατη θεότητα όλων των αδούλωτων πνευμάτων. Αποκαλεί τον Μεσσία έναν ονειροπαρμένο θνητό. Ο Μεσσίας δεν απαντά στον Σατανά, όμως τον αναγκάζει να εγκαταλείψει τον Σαμμά, που γιατρεμένος πέφτει στα πόδια του Ιησού.
 
Ενώ ο Ιησούς μένει ανάμεσα στα μνήματα με τον Ιωάννη, ο Σατανάς επιστρέφει στην Κόλαση, όπου ο κήρυκας της Κόλασης, Ζοφιήλ, συγκαλεί τη συνέλευση των δαιμόνων. Αυτοί έρχονται με βιασύνη, και ανάμεσά τους οι μεγαλύτεροι, ο Αδραμελέχ, ο Μολώχ, ο Βελίαλ και ο Μαγώγ και άλλα μυριάδες μυριάδων. Ο Σατανάς τους λέει ότι μπορεί να έχασαν τον Ουρανό, αλλά πρέπει να κρατήσουν υπό την εξουσία τους την γη και τους ανθρώπους. Έπειτα ψέγει τους δαίμονες, ρωτώντας τους γιατί φεύγουν μπρος από τον Ιησού και τον ονομάζουν γιο του Θεού. Τους λέει για τις φαντασιώσεις των Ιουδαίων για έναν Μεσσία και τους διηγείται ό,τι γνωρίζει για τον Ιησού από τότε που ο Γαβριήλ επισκέφθηκε τη Μαρία. Τους λέει ότι ενώ περίμενε με τρόμο τη γέννησή του, αυτός δεν ήταν παρά ένα αβοήθητο μωρό, παρόλο που οι άγγελοι έψελναν γι’ αυτόν. Τους λέει πώς αυτός ο ίδιος προκάλεσε τον Ηρώδη να διατάξει την σφαγή των νηπίων και γενικά τους διηγείται όλη την ιστορία του Ιησού, αυτού του επι γης Θεού, λέγοντάς τους ότι δεν μπορεί να είναι ο φοβερός Υιός του Θεού που τους είχε ρίξει από τους Ουρανούς. Τελειώνει λέγοντας, ας δούμε αν μπορεί να σώσει τον εαυτό του, αυτός που έσωσε τόσους άλλους! Πρέπει να πεθάνει, λέει. Αυτή είναι η απόφασή μου!
 
Ένας από τους εκπεσόντες αγγέλους, ο Αβδιήλ Αββαδόνα, που ακόμα θυμόταν με νοσταλγία την προπτωτική του κατάσταση, φέρνει αντίρρηση στα λόγια του Σατανά. Έχει δει ο ίδιος την δύναμη του Ιησού. Ο Σατανάς από την οργή του δεν είναι σε θέση να του απαντήσει. Αυτό το κάνει ο Αδραμελέχ, επικρίνοντας με δριμύτητα τον Αββαδόνα για δειλία, του λέει μάλιστα να φύγει και να παρακαλέσει τον Παντοδύναμο να του παραχωρήσει κάποιαν άθλια διαμονή, γεμάτη πόνο και θλίψη, μέσα στο κενό. Έπειτα επιδοκιμάζει την απόφαση του Σατανά, ότι αυτός ο Σωτήρας Ιησούς, που αψηφά την εξουσία τους, πρέπει να πεθάνει. Αυτό κάνει και όλη η συνέλευση της Κόλασης. Ο Σατανάς και ο Αδραμελέχ επιστρέφουν στη γη, για να εκτελέσουν την απόφαση που πήραν. Ο Αββαδόνα τους ακολουθεί από μακριά. Βλέπει κοντά στις πύλες της Κόλασης τον Αβδιήλ, έναν καλό άγγελο, παλιό του φίλο από τους Ουρανούς. Γεμάτος νοσταλγία τον φωνάζει από μακριά, όμως ο Αβδιήλ δεν του δίνει σημασία.
 
Ο Αββαδόνα προχωρά προς την είσοδο του κόσμου και εκεί θρηνεί την χαμένη του ευτυχία, χάνοντας κάθε ελπίδα ότι μπορεί να βρει την χάρη από το Θεό. Μετά από κάποιες μάταιες παρακλήσεις προς τον Θεό να εκμηδενίσει την ύπαρξή του και μια εξίσου μάταιη προσπάθειά του να κατακαεί στον ήλιο, φτάνει στη γη, την οποία χαιρετά ως έναν ευτυχισμένο κόσμο, συγκρίνοντάς τον με την δική του άθλια κατάσταση. Αντιθέτως, καθώς ο Σατάν και ο Αδραμελέχ σιμώνουν στη γη, ο Αδραμελέχ μιλά μέσα σε σε έκρηξη θυμού, γεμάτος κακία και αποφασισμένος να καταστρέψει όχι μόνον αυτήν, αλλά και τα άστρα και όλη τη δημιουργία του Θεού και κυρίως Εκείνον που λέει ότι είναι ο Μεσσίας, ο Υιός του Θεού. Μακάρι να είναι, για να τον καταστρέψει, λέει. Έπειτα, αυτός και ο Σατανάς κατεβαίνουν στο Όρος των Ελαιών.
 
==Εκδόσεις==