Ο Μεσσίας (Κλόπστοκ): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Άσμα 8
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Άσμα 9
Γραμμή 63:
Η σπείρα είχε πάει με τον Ιησού στο σπίτι του [[Άννας| Άννα]], πεθερού του Καϊάφα, που ήθελε να δει τον Ιησού. Αυτός ρώτησε τον Ιησού για την διδασκαλία του και αν ακολουθούσε τις διδασκαλίες του Μωυσή. Η απάντηση του ήταν ότι κάθε ημέρα ήταν φανερά στον Ναό και δίδασκε και ότι γι’ αυτό μπορούσαν να ερωτηθούν αυτοί που τον είχαν ακούσει. Την ώρα εκείνη μπήκε οργισμένος ο Φίλων με τη φρουρά για να οδηγήσει τον Ιησού στον Καϊάφα. Ο Ιωάννης, ο μαθητής του Ιησού, απελπίζεται όταν βλέπει να οδηγούν τον Ιησού στον Καϊάφα.
 
Ο Μεσσίας τώρα εμφανίζεται ενώπιον του Συνεδρίου. Την ίδια στιγμή ήρθε από το γειτονικό ανάκτορο με μικρή συνοδεία η ενάρετη γυναίκα του [[Πόντιος Πιλάτος|Ποντίου Πιλάτου]], Πορτία, θέλοντας να δει τον Ιησού. Ο Φίλων κατηγορούσε τον Ιησού ως επαναστάτη κατά του [[Τορά|Νόμου]] και ως βλάσφημο γιατί έλεγε ότι υπήρχε πριν τον Αβραάμ, εξισώνοντας τον εαυτό Του με τον Θεό. Αυτό επέσυρε την ποινή του θανάτου. Θα πέθαινε λοιπόν και δεν θα μπορούσε να επαναφερθεί στη ζωή, όπως έκανε με αυτούς που ανέστησε! Μόλις ο Φίλων ετοιμαζόταν να καταραστεί τον Μεσσία, χλόμιασε ξαφνικά χάνοντας τη μιλιά του, καθώς πάνω του έριξε βλέμμα τρομακτικό ο ΟββαδώνΟβαδδών, ο Άγγελος του Θανάτου. Ο Ιεχωβά όμως ανέβαλε τον θάνατο του βλάσφημου, ο οποίος έντρομος δεν μπορούσε να συνεχίσει, δίνοντας τον λόγο στον Καϊάφα. Η Πορτία βλέποντας με πόση γαλήνη και καρτερικότητα αντιδρούσε στις επιθέσεις του Φίλωνα ο Ιησούς, τον θαύμασε. Μάταια έστρεφε ωστόσο το βλέμμα της, να βρει κάποιον υποστηρικτή του ανάμεσα στους συνέδρους. Μόνος ένας φαινόταν να τον υποστηρίζει, κι εκείνος ήταν ειδωλολάτρης.
 
Ο Καϊάφας τώρα καλεί κάποιους ψευδομάρτυρες κατά του Ιησού. Πρώτα ένας τον κατηγόρησε για την επίθεση κατά των εμπόρων στο Ναό. Ένας άλλος ότι, ενώ ήθελε να έχει υπό την εξουσία του τον Ναό, μόλις τα πλήθη τον ανακήρυξαν βασιλιά των Ιουδαίων, αυτός έφυγε μακριά από αυτούς. Ένας Λεβίτης είπε ότι ο Ιησούς έλεγε ότι μπορεί να συγχωρεί τις αμαρτίες, σαν να ήταν Θεός, καθώς και ότι θεράπευε το Σάββατο. Κάποιος άλλος έλεγε ότι ο Ιησούς είπε να καταστρέψουν τον Ναό και αυτός θα τον ανεγείρει σε τρεις ημέρες. Ένας άλλος μαρτύρησε ότι σύχναζε με τελώνες και αμαρτωλούς. Ο Ιησούς παρέμεινε γαλήνιος στις κατηγορίες, πράγμα που εξόργισε τον Καϊάφα που του φώναξε, στο όνομα του Θεού του ζώντος, να απαντήσει αν είναι αυτός ο Χριστός, ο Υιός του Υψίστου.
Γραμμή 74:
Ξημερώνει η μέρα του θανάτου του Ιησού. Ο άγγελος Ελόα ψέλνει για τα πάθη και την θυσία του και όλοι οι άγγελοι ανταποκρίνονται με άσματα. Άλλες ήταν οι σκέψεις αυτών που συνέλαβαν τον Χριστό, σκέψεις που έκανε και ο Σατανάς. Το Συνέδριο κάνει ακόμα μια σύσκεψη, όπου ο Φίλων λέει να μην καθυστερούν, γιατί ο Ιησούς πρέπει να πεθάνει προτού τελειώσει η μέρα. Έτσι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι οδηγούν τον Μεσσία στον Πιλάτο, που θαυμάζει βλέποντας όλους αυτούς τους επίσημους Ιουδαίους να έχουν έρθει να κατηγορήσουν έναν μόνο άνδρα. Ο Καϊάφας κατηγορεί τον Ιησού τον Ιησού για προσβολή του Μωυσή και του Νόμου, καθώς και για το ότι έλεγε ότι ήταν βασιλιάς των Ιουδαίων, αμφισβητώντας την εξουσία του Καίσαρα, κάνοντας μάλιστα και θριαμβευτική είσοδο στην Ιερουσαλήμ. Ο Φίλων κάνει το ίδιο, κατηγορώντας τον Ιησού για ψευδοπροφήτη, ταραχοποιό και επαναστάτη, που ξεσήκωνε τα πλήθη για να αναγκάσει τους αρχιερείς να τον αναγορεύσουν βασιλιά. Ο Μεσσίας δεν δίνει την παραμικρή σημασία σε αυτούς, τους θυσιαστές του. Ο Πιλάτος παίρνει τον Ιησού στον [[Πραιτώριο]] για να τον ακούσει ιδιαιτέρως.
 
Στο μεταξύ, ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, βασανισμένος από τις τύψεις που παρέδωσε ένα αθώο και αμφιβάλλοντας τώρα για τα κίνητρά του, επιστρέφει τα τριάκοντα αργύρια της προδοσίας, βγαίνει από την πόλη και αυτοκτονεί με απαγχονισμό, κρεμασμένος από ένα δέντρο. Ο Ιθουριήλ, ο πρώην φύλακας άγγελός του, χαίρεται με την αυτοτιμωρία του και ο ΟββαδώνΟβαδδών, ο άγγελος του Θανάτου πάειπαίρνει την ψυχή του Ιούδα για να την οδηγήσει στην Κόλαση. Στο Πραιτώριο, ο Πιλάτος ρωτά τον Ιησού αν ήταν βασιλιάς. Αν είχα κάποιο βασίλειο στη γη, οι οπαδοί μου θα με είχαν υπερασπιστεί, ήταν η απάντηση. Ξαναρωτά ο Πιλάτος: Είσαι όμως βασιλιάς; Είμαι ο βασιλιάς των Ουρανών, απαντά ο Μεσσίας, που ήρθε στον κόσμο για να πει την αλήθεια. Τι είναι αλήθεια; τον ρωτά ο Πιλάτος και επανέρχεται στους ιερείς, λέγοντάς τους ότι δεν βρίσκει κάτι μεμπτό στον Ιησού. Αφού, ωστόσο, είναι Γαλιλαίος και κατηγορείται ως επαναστάτης, θα τον στείλει στον [[Ηρώδης Αντίπας|Ηρώδη Αντίπα]], που ηγεμόνευε στη Γαλιλαία. Έρχεται τώρα η Μαρία, βλέπει τον γιο της και τρέχει, πονεμένη, στην Πορτία, επειδή είχε ακουστά για την καλοσύνη της και την παρακαλεί να πει στον σύζυγό της να μην καταδικάσει έναν αθώο. Η Πορτία θαυμάζει που η μητέρα του Ιησού ήρθε σε αυτήν, πόσω μάλλον που ήθελε και η ίδια να παρέμβει μιλώντας στον Πιλάτο, επειδή είχε δει ένα προφητικό όνειρο για τον Ιησού. Διηγείται το όνειρό της στην Μαρία: είχε δει τον φιλόσοφο [[Σωκράτης|Σωκράτη]] να τις μιλά για τον Ιησού ως τον πιο έξοχο των ανθρώπων, αν δεν ήταν κάτι παραπάνω από άνθρωπος, καθώς και να της λέει πως θα τον έφερναν στον Πιλάτο για να τον δικάσει.
 
Ο Ιησούς οδηγείται τώρα στον Ηρώδη. Πολλοί από τους δώδεκα μαθητές του Ιησού, όπως ο Πέτρος, ο Ιωάννης, ο Λεββαίος, ο Ναθανιήλ και πολλοί από τους [[Εβδομήκοντα Απόστολοι| εβδομήντα μαθητές]], καθώς και η [[Μαρία Μαγδαληνή]] ήταν ανάμεσα στο πλήθος έξω από το ανάκτορο του Ηρώδη. Μέσα ο Φαρισαίος Φίλων κατηγορούσε στον Ηρώδη τον Χριστό. Ο Ηρώδης ζητά τώρα από τον Ιησού να πραγματοποιήσει ένα θαύμα, ο Ιησούς όμως σιωπά. Ο Καϊάφας, με ένα κατηγορητήριο κατά του Μεσσία, παροργίζει ακόμα περισσότερο τον Ηρώδη, που τον εμπαίζει και τον ξαναστέλνει στον Πιλάτο. Το πλήθος από έξω τώρα αυξάνεται, καθώς προσέρχονταν πολλοί που είχαν συρρεύσει για την γιορτή του Πάσχα. Ο Φίλων στέλνει ανάμεσα στο πλήθος πολλούς δικούς του έμπιστους για να προδιαθέτουν τα πλήθη κατά του Ιησού. Στο μεταξύ ο Πιλάτος διατάζει να φέρουν έναν γνωστό ληστή και δολοφόνο, τον [[Βαραββάς|Βαρραβά]], για να τον παρουσιάσει μαζί με τον Ιησού στον λαό, ώστε να ζητήσουν αυτοί την απελευθέρωση του, προτιμώντας τον από τον Βαρραβά.
Γραμμή 90:
 
Ο Ελόα αποφασίζει να ανεβεί στον Θρόνο του Υψίστου για να βλέπει ενώπιος ενωπίω τον Ιεχωβά. Τον συνοδεύουν δύο άγγελοι του θανάτου που ο Θεός στέλνει κάτω στον Γολγοθά. Η Εύα νιώθει υπέρμετρη συγκίνηση. Μη μπορώντας να αντέξει άλλο τη θέα του θνήσκοντος Μεσσία, κοιτάζει την Μαρία, αντιλαμβανόμενη ότι είναι η μητέρα του Σωτήρα. Οι δύο άγγελοι του θανάτου, ντυμένοι με τους τρόμους του Ιεχωβά, έρχονται από την Ανατολή. Φτάνουν στον Γολγοθά και βλέπουν με πύρινα μάτια κατάματα τον Χριστό. Έπειτα πετούν επτά φορές γύρω από τον σταυρό. Ο Ιησούς σηκώνει το κεφάλι του και τους βλέπει. Μεγάλος πόνος πιάνει τους προπάτορες, ιδίως την Εύα, από την άφιξη των αγγέλων του θανάτου. Οι άγγελοι του θανάτου ανεβαίνουν στον ουρανό. Η θλίψη της Εύας ξεσπά σε μια προσευχή προς τον Ιησού, τον Σωτήρα και υιό της. Μόλις ο Λυτρωτής τής ρίχνει ένα ευσπλαχνικό βλέμμα, η μητέρα των ανθρώπων, Εύα, νιώθει άφατη γαλήνη.
 
===Ένατο άσμα (Η Σταύρωση και οι Μαθητές του Χριστού. Ο άγγελος Αββαδόνα)===
Ο Ελόα επιστρέφει από τον Ουρανό και και λέει στους προπάτορες ότι δεν του επετράπη από έναν άγγελο του θανάτου να πλησιάσει τον Θρόνο του Κριτή Θεού. Ο Ιησούς, με γερμένο κεφάλι πάνω στο στήθος, φαινόταν σαν να κοιμόταν. Διασκορπισμένοι γύρω από τον λόφο ήταν όλοι αυτοί που τον αγαπούσαν. Όμως, μόνο ο αγαπημένος μαθητής του, ο Ιωάννης και η μητέρα του Ιησού, Μαρία, ήταν κοντά στον σταυρό. Ο Πέτρος, ακόμα γεμάτος πόνο που είχε απαρνηθεί τρις τον Σωτήρα εγκαταλείποντάς τον στους σταυρωτές του, έβλεπε από ένα γειτονικό ύψωμα προς τον Γολγοθά και ο προστάτης άγγελός του, Ιθουριήλ, προσπαθούσε να τον παρηγορήσει. Τότε ο Πέτρος, που ένιωσε να συνέρχεται κάπως από την απελπισία του, αποφάσισε να γυρέψει τους φίλους του Σωτήρα για να βρει παρηγοριά από αυτούς. Κοίταξε προς την Ιερουσαλήμ, αλλά η πόλη ήταν μέσα στη σκοτεινιά.
 
Ο Πέτρος παρατήρησε ότι κάποιοι ξένοι, από αυτούς που προσέρχονταν στην πόλη για την εορτή, ήταν λυπημένοι για τον Ιησού. Ένας από αυτούς, ένας Αιθίοπας ντυμένος με πλούσια ενδυμασία, αυτός που θα βάπτιζε αργότερα ο Φίλιππος, αναρωτιόταν τι έφταιξε ο Ιησούς και τον σταύρωσαν. Ο Σαμμά, αυτόν που θεράπευσε ο Ιησούς στα μνήματα, του είπε ότι σκοτώνουν αυτόν που θεράπευσε τόσους αρρώστους, τυφλούς και χωλούς. Κι εμένα τον ίδιο με γλίτωσε από τον δαίμονα, είπε. Του παίρνουν τη ζωή γιατί ανέστησε νεκρούς, πρόσθεσε. Βλέποντας τον Πέτρο, άρχισε συνομιλία μαζί του. Ο Πέτρος βρίσκει μετά τον Λεββαίο, που από τον πόνο και τα δάκρυα δεν μπορούσε να του μιλήσει. Βρίσκει μετά τον αδερφό του, Ανδρέα. Τα δυο αδέρφια αγκαλιάστηκαν και μετά χώρισαν ξανά. Ο Πέτρος βρίσκει τον Ιωσήφ από Αριμαθαίας και τον Νικόδημο. Του λένε ότι ήταν καιρό κρυφοί μαθητές του Ιησού, μα τώρα έχουν αποφασίσει να τον αναγνωρίσουν, μπροστά σε όλους τους Ιουδαίους.
 
Ο Πέτρος κατευθύνθηκε ξανά προς τον Γολγοθά. Βλέπει κοντά στο σταυρό τον Ιωάννη και την μητέρα του Ιησού να στέκονται πλάι-πλάι σιωπηλοί και πονεμένοι. Έπειτα βλέπει και άλλους πιστούς και μαθητές του Χριστού, ανάμεσά τους τη Μαρία Μαγδαληνή, την [[Μαρία του Κλωπά]] και την Μαρία (ή Σαλώμη), γυναίκα του Ζεβεδαίου, πατέρα του Ιωάννη και Ιακώβου. Δίπλα στο σταυρό πετούσαν οι ψυχές των Πατριαρχών, Αβραάμ, Ισαάκ και Μωυσή και συνομιλούσαν. Ο Αβραάμ προσευχόταν στον Λυτρωτή Μεσσία. Ο Ισαάκ παρατήρησε ότι ένα Χερουβείμ έφερνε ενώπιον του εσταυρωμένου ευσεβείς ψυχές ειδωλολατρών από κάθε μεριά της γης που είχαν πεθάνει πρόσφατα και μετά τους μιλούσε για τον Μεσσία. Ο Σαλήμ, φύλακας άγγελος του Ιωάννη και ο Σελίθ, φύλακας άγγελος της Παναγίας, παρακάλεσαν τον Μεσσία να ρίξει ένα βλέμμα στη μητέρα του και τον Ιωάννη. Ο Σωτήρας κοιτάζει την Μαρία: ιδού ο υιός σου, της λέει για τον Ιωάννη. Και βλέποντας τον Ιωάννη: ιδού η μητέρα σου, του λέει για την Μαρία.
Η γη σείεται ξανά για τα πάθη του Μεσσία. Η δόνηση φτάνει σε μια σπηλιά, όπου είχε βρει καταφύγιο ο Αββαδόνα, όταν είχε φύγει από την Γεθσημανή. Ο Αββαδόνα αναρωτιέται για την τύχη του Μεσσία, που τον είδε να προσεύχεται με τόση αγωνία στον κήπο. Θέλει να πάι να τον γυρέψει. Σκέφτεται ότι αφού ο Σατανάς μπορεί να πάρει όψη αγγέλου του Θεού, ίσως μπορεί να το κάνει και αυτός. Βγαίνει από τη σπηλιά και απορεί για το σκότος που επικρατεί επί της γης. Σκέφτεται: άρα μπορεί να πεθάνει Αυτός, ο καλός Μεσσίας; Τελικά παίρνει την μορφή του καλού αγγέλου που είχε πριν την πτώση του. Φεύγει από την Ιερουσαλήμ και πετά προς το μέρος όπου το σκότος του φαινόταν περισσότερο. Πλησιάζοντας, ακούει τις κραυγές του Σατανά και του Αδραμελέχ από τη Νεκρά Θάλασσα, αλλά δεν σταματά την πορεία του.
 
Ο Αββαδόνα φτάνει τώρα στον Γολγοθά. Στην αρχή αμφιβάλλει, αλλά τελικά καταλαβαίνει ότι ο σταυρωμένος στο μέσον είναι ο Μεσσίας. Φτάνει κοντά στον κύκλο των αγγέλων και των ψυχών που περιβάλλουν τον σταυρό του Λυτρωτή. Δεν αντέχει να βλέπει το θέαμα του Ιησού στον σταυρό και θέλει να φύγει. Επιστρέφει όμως και βλέπει τον Ιωάννη και μετά τον Χριστό στον σταυρό. Συναισθήματα τον κατακλύζουν. Πώς είναι δυνατόν ο Μεσσίας να σταυρωθεί και να πεθάνει; Ας έπαιρνε ο Θεός να αφανίσει τον ίδιον αυτόν, τον Αββαδόνα, που το άξιζε, ως αποστάτης άγγελος που ήταν. Όχι τον γλυκύ Ιησού. Για ακόμα μια φορά ο Αββαδόνα εύχεται να μπορούσε να αφανιστεί για να μην βασανίζεται άλλο. Ο Αββαδόνα σηκώνει το βλέμμα του στον Ιησού που φαίνεται να ξεψυχά. Με δυσκολία συγκρατεί τη φωτεινή του όψη. Βλέπει δίπλα στον σταυρό την φοβερή λάμψη του παλιού του φίλου, του αγγέλου Αβδιήλ. Προσπαθώντας με κόπο να μην τον αναγνωρίσει, πλησιάζει τον Αβδιήλ και τον ρωτά για τον Μεσσία. Αββαδόνα! ήταν η αντίδρασή του Αβδιήλ. Τότε όλη η σύναξη των αγγέλων και των ψυχών είδαν τον Αββαδόνα να παίρνει την αμαυρή όψη του αποστάτη αγγέλου. Γεμάτος τρόμο τότε ο Αββαδόνα έφυγε μακριά τους.
 
Τώρα πλησίαζε τρέμοντας μια ψυχή πολύ πιο μαύρη από του Αββαδόνα. Πώς είναι δυνατόν να είναι εδώ; έλεγαν μόλις την είδαν μεταξύ τους οι ευλογημένες ψυχές και οι άγγελοι. Παρατήρησαν όμως μετά τον άγγελο του Θανάτου, Οβαδδών, να τον συνοδεύει. Ήταν το φάντασμα του προδότη Ιούδα, που ο Οβαδδών το έφερνε τώρα κοντά στον σταυρό, δείχνοντάς του τον Λυτρωτή που πέθαινε για χάρη της ανθρωπότητας. Ο Οβαδδών γρήγορα πήρε την ψυχή του Ιούδα από εκεί. Του έδειξε τους Ουρανούς και μετά τον λόφο της Σιών, από όπου ο Μεσσίας στη Δευτέρα Παρουσία θα κρίνει με τους μαθητές του τον κόσμο. Ήσουν κι εσύ μαθητής του, προδότη! του λέει. Έπειτα ο άγγελος του Θανάτου οδήγησε την ψυχή του Ιούδα στην πύλη της Κόλασης. Εκεί, με το πύρινο ξίφος του έσπρωξε τον Ιούδα στην άβυσσο και τον αιώνιο θάνατο, που για να τον αποφύγουν οι καλές ψυχές πέθαινε τώρα ο Μεσσίας. Αφού έριξε τον Ιούδα στην Κόλαση ο Οβαδδών επέστρεψε ευθύς στον Γολγοθά.
 
==Εκδόσεις==