Ο Μεσσίας (Κλόπστοκ): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Άσμα 10
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Άσματα 11, 12 και 13
Γραμμή 1:
{{Πρότυπο:Πληροφορίες βιβλίου}}
'''Ο Μεσσίας''' ([[γερμανικά]] ''Der Messias'') είναι επικό - θρησκευτικό ποίημα του [[Φρίντριχ Κλόπστοκ]] με θέμα το απολυτρωτικό έργο του Ιησού Χριστού, του Μεσσία. Θεωρείται ως το σημαντικότερο λογοτεχνικό έργο του Γερμανικού [[Πιετισμός|Πιετισμού]]. Το έργο είναι γραμμένο σε [[δακτυλικό εξάμετρο]] και οι στίχοι του φτάνουν στους 19.458 (συγκριτικά, η Οδύσσεια περιέχει 12.310 στίχους). Διαιρείται σε 20 άσματα (Gesängen), τα οποία δημοσιεύθηκαν σταδιακά από τον ποιητή.
 
Τα τρία πρώτα άσματα του ''Μεσσία'' δημοσιεύθηκαν το 1748 στις ''Bremer Beiträge'' ("Συμβολές της Βρέμης"). Μετά από ένα χρόνο το έργο είχε γνωρίσει τεράστια επιτυχία και το αναγνωστικό κοινό περίμενε ανυπόμονο τη συνέχεια. Τα επόμενα δύο άσματα παρουσιάστηκαν το 1750, και άλλα πέντε το 1755. Σε αυτά τα δέκα πρώτα άσματα οφείλεται περισσότερο η φήμη του έργου. Στα υπόλοιπα δέκα (τα πέντε εξ αυτών δημοσιεύτηκαν το 1768 και τα υπόλοιπα πέντε το 1773) η φαντασία του ποιητή φαίνεται πως έβαινε μειούμενη και το αποτέλεσμα ήταν μάλλον απογοητευτικό. Παρ' όλα αυτά, ''Ο Μεσσίας'', με τη ρηξικέλευθη μορφή και υπόθεσή του εγκαινίασε μια νέα περίοδο στη γερμανική λογοτεχνία, την λεγόμενη εποχή της Ευαισθησίας (''Empfindsamkeit'').
Γραμμή 110:
 
Ο άγγελος Ελόα ανήγγειλε τότε από το πτερύγιο του Ναού ότι ο Άγγελος του Θανάτου έφτασε στη γη. Αυτός κατέβηκε πρώτα στο όρος Σινά και προσκυνώντας προς τον Γολγοθά, ζήτησε συγχώρεση από τον Μεσσία για την αποστολή που είχε να εκπληρώσει. Έπειτα σηκώθηκε, τρομερός, αναγγέλλοντας το πρόσταγμα του Εκδικητή Θεού: ότι ο άπειρος θυμός του απαιτούσε τον θάνατο του Θεανθρώπου Μεσσία ως εξιλασμό για τις αμαρτίες των ανθρώπων. Είχε έρθει αυτή η στιγμή. Ο Ιησούς σήκωσε το βλέμμα του στον Ουρανό και φώναξε με δυνατή φωνή: ο Θεός μου, ο Θεός μου, γιατί με εγκατέλειψες; Έπειτα είπε: διψώ, και του έδωσαν και ήπιε. Πατέρα, στα χέρια σου παραδίδω το πνεύμα μου, ξαναείπε ο Ιησούς. Έπειτα φώναξε: Τετέλεσται. Έγειρε τότε το κεφάλι και πέθανε.
 
===Ενδέκατο άσμα (Ανάσταση των κεκοιμημένων)===
Ενώ το σώμα του είναι στο σταυρό, η μεγαλόπρεπη θεϊκή υπόσταση του Μεσσία πετά τώρα από τον Γολγοθά γοργά στα Άγια των Αγίων του Ναού. Η γη σείεται κάτω του και το παραπέτασμα του Ναού σχίζεται στα δύο. Ο Γαβριήλ λέει στους αγίους να αναζητήσει ο καθένας τους τον τάφο του. Αφού συνομίλησε με τον Ιεχωβά στα Άγια των Αγίων, ο Μεσσίας φεύγει από το Ναό για να αναστήσει τους κεκοιμημένους. Εγείρονται εκ νεκρών οι προπάτορες Αδάμ και Εύα και όλοι οι πατριάρχες, προφήτες και πολλά άλλα πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης, φέροντας αναστημένο, αιθέριο σώμα. Στον Γολγοθά οι φρουροί σπάνε τα κόκαλα των κνημών από τους σταυρωμένους εκατέρωθεν του Χριστού ληστές, για να πεθάνουν ούτως ώστε να μη μείνουν τα σώματά τους κρεμασμένα στο σταυρό κατά την ημέρα του Πάσχα. Επειδή ο Ιησούς είχε ήδη πεθάνει, δεν του σπάνε τις κνήμες, αλλά ένας στρατιώτης λογχίζει την πλευρά του από όπου στάζει αίμα και νερό. Ο άγγελος Αβδιήλ, ο φίλος του Αββαδόνα όταν εκείνος ήταν άγγελος του Θεού, παίρνει την ψυχή του μετανοημένου ληστή και την μεταφέρει στον Παράδεισο, όπως του υποσχέθηκε ο Ιησούς. Στο δρόμο του δείχνει τους νεκρούς που ανασταίνονται μέσα στους τάφους τους.
 
===Δωδέκατο άσμα (Αποκαθήλωση και ταφή του Χριστού. Σύναξη των αποστόλων)===
Ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας ζητά από τον Πιλάτο άδεια για να θάψει το σώμα του Ιησού. Μαζί με τον Νικόδημο αποκαθηλώνουν, φροντίζουν και θάβουν το σώμα, ενώ οι χοροί των αγγέλων και των αναστημένων αγίων ψάλλουν. Οι έντεκα μαθητές του Χριστού μαζί με κάποιους από τους εβδομήντα άλλους μαθητές, η Παναγία, η Μαρία η Μαγδαληνή και οι άλλες ευσεβείς γυναίκες συγκεντρώνονται στην οικία του Ιωάννη, προσπαθώντας να παρηγορηθούν. Αναρωτιούνται αν η πρόρρηση του Ιησού για την ανάστασή του θα πραγματοποιηθεί. Έρχονται και ο Ιωσήφ με τον Νικόδημο, φέρνοντας τον ακάνθινο στέφανο του Ιησού. Η αδερφή του Λαζάρου, Μαρία, πεθαίνει και ο Λάζαρος, ο Λεββαίος, ο Ναθανιήλ και η Μάρθα, η αδερφή της παρίστανται στον θάνατό της. Ο Λάζαρος επιστρέφει στη σύναξη και παρά το πένθος του προσπαθεί να τους ενθαρρύνει. Ο Σαλήμ, ο φύλακας άγγελος του Ιωάννη και ο Σελίθ, φύλακας άγγελος της Παναγίας, συνομιλούν για τον πόνο που νιώθουν οι πιστοί του Χριστού, μη όντας σίγουροι για την ανάσταση του Σωτήρα, κάτι που, αν και πολύ ανθρώπινο, ως αγγέλους τους εκπλήττει, αφού γνωρίζουν τα μυστήρια του Θεού. Ο Σαλήμ του στέλνει ένα καθησυχαστικό όνειρο στον αποκοιμισμένο Ιωάννη για να τον εμψυχώσει.
 
===Δέκατο τρίτο άσμα (Η Ανάσταση του Χριστού)===
Ενώ ο Ελόα έχει ανέβει στους Ουρανούς, ο Γαβριήλ συγκέντρωσε τους αγγέλους και τους αναστηθέντες αγίους γύρω από τον τάφο του Σωτήρα. Οι συγκεντρωμένοι άγιοι έψελναν ύμνους, εξωτερικεύοντας τι αισθάνονταν περιμένοντας την Ανάσταση του Μεσσία. Στο μεταξύ ο Ρωμαίος αρχηγός της φρουράς αμφέβαλε για όλα όσα είχε ακούσει περί του Ιησού, ως Υιού αυτού του Θεού που οι Ιουδαίοι τον λένε Ιεχωβά. Ήταν θεός ενός κατώτερου λαού. Γιατί να τον προτιμήσει κανείς αντί για τον Δία; Αναμφίβολα βέβαια ο Ιησούς ήταν ένας ευσεβής και ενάρετος άνθρωπος. Και μήπως ο ίδιος, αν και Ρωμαίος, δεν ήταν το ίδιο ξένος και για τον Δία; Ίσως μάλιστα ο Ιεχωβά, ο Θεός των θεών, να του ήταν λιγότερο ξένος. Ποια δύναμη άραγε με παρακινεί να αρνηθώ τον Δία; σκεφτόταν. Ας με κάψει ο Δίας, αν είναι μεγαλύτερος από τον Θεό των θεών, με τον κεραυνό του! Ή ας φανεί ο Ιεχωβά μπροστά μου, αν το αξίζω! Σιγά-σιγά ο Ρωμαίος προχωρούσε προς τη στενή οδό της πίστης στον Χριστό.
Ο Άγγελος του Θανάτου, Οβαδδών, έφυγε τότε από τον Τάφο και πέταξε στη Νεκρά Θάλασσα, όπου έδωσε στον Σατανά και τον Αδραμελέχ τη διαταγή του Μεσσία που επρόκειτο σε λίγο να αναστηθεί: μπορούσαν να διαλέξουν να πάνε κατευθείαν στην Κόλαση ή στον Τάφο του, ώστε να πέσουν να τον προσκυνήσουν όταν αναστηθεί και να ταπεινωθούν μπροστά Του. Μόνο έτσι, θα μπορούσαν να μείνουν λίγο ακόμα στη γη. Ενώ αυτοί δίσταζαν να απαντήσουν, ο Αββαδόνα, πλησίασε λυπημένος και παρακάλεσε τον άγγελο αν μπορούσε να παρευρεθεί και αυτός στην Ανάσταση του Μεσσία, για να τον δει στον θρίαμβό του. Αυτή η παράκληση του Αββαδόνα εξόργισε τον Σατανά, αλλά ο Οββαδών τον διέκοψε. Στράφηκε έπειτα προς τον Αββαδόνα και του είπε ότι δεν είχε καμιά διαταγή γι’ αυτόν. Ίσως να μην είχε αποφασιστεί η μοίρα του. Αλλά πώς θα παρίστατο ανάμεσα στους ευλογημένους; Ο Αββαδόνα είπε, όχι ως ευλογημένος βέβαια, αλλά επιθυμούσε να δει διακαώς τον καλό Σωτήρα. Αυτό έκανε τον Αδραμελέχ να τον χλευάσει ως τον πιο ποταπό και δειλό από τους αγγέλους. Ο Αδραμελέχ τελικά διάλεξε να πάει στην Κόλαση και ο Σατανάς να ακολουθήσει τον Οβαδδών στον τάφο του Μεσσία. Οι δυο τους έφευγαν, ενώ ο Αββαδόνα δεν είχε αποφασίσει τι να κάνει. Τότε ο Αδραμελέχ μετάνιωσε και θέλησε να ακολουθήσει τον Οβαδδώνα. Αυτός του το απαγόρεψε σθεναρά και όχι μόνο αυτό, αλλά τυφλώνοντάς τον, τον έστειλε κατευθείαν στα βάθη της Κόλασης, όπως το είχε αποφασίσει και ο ίδιος.
 
Οι άγγελοι και οι άγιοι κατάλαβαν ότι ερχόταν ο Ιεχωβά, από ένα κεραυνό. Κατέβηκε τότε από τον Ουρανό και ο Ελόα αναγγέλλοντας τον ερχομό του: Έφτασε η ώρα! Την αυγή ο Μεσσίας θα σηκωθεί από τον τάφο του! Ακούστε Τον που έρχεται! Άνεμος έπνευσε τότε και η γη σειότανε. Τα όρη έτρεμαν. Τα δέντρα έγερναν. Τα νερά του Ιορδάνη στρέφονταν προς τα πίσω. Οι άγγελοι έψελναν. Ο Θεός κατέβαινε στον Τάφο. Η Εύα υμνούσε τον Μεσσία. Ο Γαβριήλ υψώθηκε τότε στον ουρανό για να συναντήσει τον Μεσσία. Οι παρευρισκόμενοι άγιοι αισθάνονταν την ίδια χαρά που θα είχαν όλα τα πλήθη των δικαίων κατά τη Δευτέρα Παρουσία. Ο Γαβριήλ τότε αστραπιαία κατέβηκε από τον ουρανό στον Τάφο. Ο Τάφος σείστηκε. Οι Ρωμαίοι φρουροί έπεσαν κατάχαμα, το ίδιο και ο παρευρισκόμενος Σατανάς, όταν από το άνοιγμα του Τάφου, καθώς ο άγγελος είχε κυλήσει την πέτρα, εμφανίστηκε ορθός ο αναστημένος Μεσσίας. Στην αρχή άκρα και τρομαχτική σιωπή επικράτησε δίπλα στον Τάφο. Σύντομα όμως όλοι ξέσπασαν σε θριαμβευτικούς, ενθουσιώδεις ύμνους, δοξάζοντας τον Μεσσία.
 
Κάποιοι τον πλησίασαν περισσότερο. Ο Αβραάμ μέσα σε μεγάλη έκσταση, αινούσε την ανάσταση του Κυρίου με λόγια που δεν θα μπορούσαν να πουν μήτε οι άγγελοι. Ο Μεσσίας κοιτούσε με αγάπη τον γενάρχη Αβραάμ. Ένα Σεραφείμ πέρασε τότε κρατώντας μια ψυχή ενός ειδωλολάτρη, η οποία ρώτησε τον Αβραάμ ποιος άρα ήταν αυτός ο φοβερός που στεκόταν εμπρός τους. Ο Κριτής! ήταν η απάντηση του Αβραάμ. Άρα είναι ο Μίνως! απάντησε ο ειδωλολάτρης. Γιατί με κοιτά όμως έτσι; Ω, στο όνομα του Δία, μη με στείλεις στον Κωκυτό και τον Φλεγέθωνα, μεγάλε Κριτή. Δεν υπάρχει ούτε Δίας ούτε Φλεγέθων ούτε Κωκυτός, είπε ο Ιησούς. Αλλά το διάταγμα προφέρθηκε! Και διάταξε τον άγγελο να πάει την ψυχή του ειδωλολάτρη στην Κόλαση. Ο Μεσσίας είπε τότε προς όσους ήταν μάρτυρες της Αναστάσεώς του ότι θα τους ξαναδεί στο Θαβώρ. Και εξαφανίστηκε από μπροστά τους. Τότε έφυγαν όλοι για το Θαβώρ, εκτός από τον Γαβριήλ, τον φύλακα άγγελο του τάφου. Ο Σατανάς βλέποντας τον Μεσσία να βγαίνει από τον τάφο, είχε πέσει στο χώμα και κυλιότανε στη σκόνη. Ο Γαβριήλ κινήθηκε καταπάνω του, ορμητικός σαν θύελλα, διατάζοντάς τον να φύγει αμέσως για την Κόλαση, για να τυραννιέται εκεί κάνοντας νέα μάταια σχέδια κατά του Παντοδύναμου. Ο Σατανάς έφυγε και στάθηκε πάνω σε ένα βράχο, από όπου με ένα βλέμμα του ο Γαβριήλ τον έστειλε κατευθείαν μέσα στην άβυσσο.
 
Κάποιοι Ρωμαίοι της φρουράς του τάφου μόλις συνήλθαν το πρωί πρόλαβαν τα νέα στο Συνέδριο των αρχιερέων, που είχε συγκληθεί εσπευσμένα. Η γη σείστηκε, η πέτρα κουνήθηκε και δεν υπάρχει πια μέσα κανένα σώμα. Ο τάφος ήταν άδειος, είπαν στους αποσβολωμένους συνέδρους. Ο αρχηγός της φρουράς επιβεβαίωσε τα λόγια τους μόλις ήρθε. Ο Άγγελος του Θανάτου, Εφώδ Οβαδδών, στάθηκε τότε πάνω από τον Φίλωνα, που γελώντας υστερικά ρώτησε τον αρχηγό της φρουράς πώς έγινε αυτό το πράγμα. Όταν αυτός του είπε ότι ορκίζεται στο όνομα, όχι του Δία, αλλά του Ιεχωβά, πως ό,τι είπε ήταν αλήθεια, ο Φίλων άρπαξε το σπαθί του Ρωμαίου και το έμπηξε στο ίδιο του του στήθος, αυτοκτονώντας. Ο Οβαδδών τότε άρπαξε την ψυχή του και την έριξε στην Γέεννα του πυρός, στην Κόλαση.
 
==Εκδόσεις==