Σουμεριακή γλώσσα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 37:
 
Από την αρχή της δεύτερης χιλιετίας οι [[Βαβυλώνιοι]] και οι [[Ασσύριοι]] διατήρησαν και χρησιμοποίησαν την Σουμεριακή με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιούνται σήμερα τα [[Λατινική γλώσσα|λατινικά]] και τα [[αρχαία ελληνική γλώσσα|αρχαία ελληνικά]] για [[τέχνη|καλλιτεχνικούς]], [[θρησκεία|θρησκευτικούς]] και ακαδημαϊκούς σκοπούς.
 
== Ιστορία της «ανακάλυψης» της Σουμεριακής γλώσσας ==
 
Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα τίποτα δεν ήταν γνωστό για τη Σουμεριακή γλώσσα. Η ίδια η ύπαρξη του αρχαίου λαού των Σουμερίων αγνοείτο πλήρως. Το 1852 ο Άγγλος [[Χένρι Ρόουλινσον]] (Henry Rawlinson), μελετητής των [[Σφηνοειδής γραφή|σφηνοειδών επιγραφών]], κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κάποιες επιγραφές της Μεσοποταμίας ήταν δίγλωσσες, γραμμένες όχι μόνο στη Σημιτική γλώσσα των αρχαίων Βαβυλωνίων, αλλά και σε μια δεύτερη, άγνωστη γλώσσα, που ο ίδιος την ονόμασε λανθασμένα «Ακκαδική».
 
Τον επόμενο χρόνο ο Ρόουλινσον ανακοίνωσε ότι υπήρχαν και μονόγλωσσες επιγραφές σε αυτήν την άγνωστη γλώσσα, η οποία κατ' αυτόν έμοιαζε στο σύστημά της με την Μογγολική ή την γλώσσα των Μαντσού, αν και έχοντας ένα εντελώς διαφορετικό λεξιλόγιο. Κατά τον Ρόουλινσον, ο λαός που την μιλούσε ήταν αυτός που έχτισε στη Μεσοποταμία τους ναούς και τις πόλεις που κατοικήθηκαν στη συνέχεια από τους Βαβυλωνίους. Ήδη από το 1850, o Ιρλανδός γλωσσολόγος [[Έντουαρντ Χινκς]] (Edward Hincks) είχε ανακοινώσει ότι η σφηνοειδής γραφή δεν ήταν κατάλληλη για την γραφή μιας σημιτικής γλώσσας και ότι έπρεπε να είχε αρχικά χρησιμοποιηθεί για άλλου είδους γλώσσα.
 
Το 1855 o Γάλλος Ασσυριολόγος [[Ζυλ Οππέρ]] (Jules Oppert) σε μελέτη του επιβεβαίωνε τα συμπεράσματα των Ρόουλινσον και Χινκς. O Οππέρ ανακοίνωσε το 1869 ότι η άγνωστη αυτή γλώσσα έπρεπε να αποκαλείται «Σουμεριακή». Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε από την ανάγνωση των επιγραφών που αναφέρονταν στον «βασιλιά του Ακκάδ και του Σουμέρ», θεωρώντας ορθά ότι το όνομα «Ακκάδ» αναφερόταν στους Σημίτες της αρχαίας Μεσοποταμίας. Το «Σουμέρ» πάλι ήταν για τους Ακκαδίους το όνομα της νότιας Μεσοποταμίας. Ο ίδιος ο Οππέρ θεωρούσε ότι η Σουμεριακή ήταν συγγενής της Τουρκικής, της Φινλανδικής και της Ουγγρικής γλώσσας. Ο όρος «Σουμεριακή» για την γλώσσα δεν επικράτησε αμέσως και ο λανθασμένος όρος «Ακκαδική» εξακολούθησε να χρησιμοποιείται για δεκαετίες.
 
Στο μεταξύ ορισμένοι αμφισβητούσαν την ίδια την ύπαρξη ενός ξεχωριστού λαού των Σουμερίων, θωρώντας ότι οι Σουμεριακή χαλκεύτηκε από τους Σημίτες κατοίκους τής Μεσοποταμίας χρησιμεύοντας ως τεχνητή γλώσσα για απόκρυφα κείμενα [[Εσωτερισμός|εσωτερισμού]], ενώ ο Γερμανός ασσυριολόγος και εβραϊστής [[Φραντς Ντέλιτς]] (Frantz Delitzsch) κατέβαλλε μάταιες προσπάθειες να καταδείξει τις σημιτικές ρίζες της Σουμεριακής.
Από την δεκαετία του 1850 και μετά καταδείχθηκε ότι η Σουμεριακή όντως δεν ήταν Σημιτική γλώσσα, όπως η Ακκαδική και η Βαβυλωνιακή. Κατά τις ανασκεαφές στην πόλη της Νιππούρ ανακαλύφθηκαν πλήθος λεξιλογικά και γραμματολογικά κείμενα, πολύτιμα για την κατανόηση της Σουμεριακής. Στη Νιππούρ ανακαλύφθηκαν επίσης πολλά λογοτεχνικά κείμενα, πολύτιμα από την άποψη της ιστορίας της λογοτεχνίας και της θρησκείας.
 
Για την Σουμεριολογία μνημειώδες στάθηκε το έργο «Οι Επιγραφές του Σουμέρ και του Ακκάδ» (''Les Inscriptions de Sumer et Akkad'') του Φρανσουά Τυρό Ντανζέν ( François Thureau-Dangin) που εκδόθηκε το 1905. Το ίδιο, αν όχι περισσότερο, μνημειώδης ήταν η έκδοση του έργου του Γερμανού Ασσυριολόγου Άρνο Παίμπελ (Arno Poebel) «Στοιχεία της Σουμεριακής Γραμματικής» (Grundzüge der sumerischen Grammatik) το 1923.
 
== Σύστημα γραφής και μεταγραφής (στα λατινικά) της Σουμεριακής Γλώσσας ==
 
Το [[Σύστημα γραφής|σύστημα γραφής]] της Σουμεριακής γλώσσας, όπως άλλωστε και της Ακκαδικής, είναι η λεγόμενη [[Σφηνοειδής γραφή|σφηνοειδής γραφή]]. Τα γραπτά σημεία, που ακολουθούσαν κατεύθυνση από τα αριστερά προς τα δεξιά, εντυπώνονταν συνήθως πάνω σε μαλακές πήλινες δέλτους, ειδικές για την γραφή, με τη βοήθεια ειδικών καλάμων. Δεν είναι βέβαιο αν η γραφή αυτή αποτελούσε εφεύρεση των ίδιων των Σουμερίων ἠ αν την κληροδότησαν από ακόμη παλαιότερους πληθυσμούς. Ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο «σφηνοειδής» ήταν ο Άγγλος εβραιολόγος και Οριενταλιστής του 17ου αιώνα Τόμας Χάιντ (Thomas Hyde). Ονόμασε την γραφή σφηνοειδή επειδή τα γραπτά σημεία έμοιαζαν να αποτελούνταν από σύνολα μικρών σφηνών, εκτεινομένων προς πάσαν κατεύθυνση.
 
Καθαρά σφηνοειδής είναι η γραφή μόνο στις όψιμες δέλτους. Στα αρχαιότερα κείμενα, επειδή τα σημεία δεν εντυπώνονταν αλλά σχεδιάζονταν, η σφηνοειδής μορφή δεν είναι τόσο έντονη. Η σφηνοειδής χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο για τα σουμεριακά, αλλά και για πολλές διαφορετικές γλώσσες, όπως τα ακκαδικά, τα ουγκαριτικά, τα χουρριτικά, τα χεττιτικά, τα ελαμιτικά και τα περσικά, είτε ήταν συγγενικές είτε όχι. Το σύστημα γραφής της σφηνοειδούς δεν είχε ακριβή αντιστοιχία με τον πραγματικό προφορικό λόγο, καθώς ήταν σχεδιασμένο για την αναπαραγωγή του γραπτού λόγου ως τέτοιου, και όχι για την αποτύπωση του προφορικού λόγου. Καθώς δεν αντικατοπτρίζει απόλυτα την προφορά, δεν βοηθά στην ανακατασκευή του συστήματος της γλώσσας και δεν διευκρινίζει πολλά ζητήματα της γραμματικής και του συντακτικού. Έως ένα σημείο, ωστόσο, το σύστημα βοηθά την απομνημόνευση του γραφέα και του αναγνώστη.
[[Αρχείο:Cuneiform sumer dingir.svg|thumb|100px|left|Λογόγραμμα για τη λέξη dingir (θεός) και an (ουρανός) - Ως συλλαβόγραμμα προφέρεται an]]
Η Σουμεριακή, όπως αναφέρεται από τον John L. Hayes στο έργο του ''A Manual of Sumerian Grammar and Texts'' (2000), γραφόταν με έναν συνδυασμό «λογογραφικών» και «συλλαβικών» σημείων. Ένα λογογραφικό σημείο ('''«λογόγραμμα»''') αντιπροσωπεύει μιαν ολόκληρη λέξη, π.χ. τρεις «σφήνες» σε σχεδόν τριγωνική διάταξη σχηματίζουν ένα σημείο, το οποίο αντιπροσωπεύει την λέξη '''utu''' (ήλιος), ενώ τέσσερεις «σφήνες», οι δύο σταυρωτές και οι άλλες δύο χιαστί, είναι το σημείο για την λέξη '''diĝir''' ή '''dingir''' (θεός).
 
Τα σημεία αυτά ήταν αρχικώς εικονογραφικά ('''«πικτογραφήματα»''') π.χ. το σημείο του ηλίου ήταν ένας ανατέλλων ήλιος πίσω από ένα λόφο, ενώ αυτό για τον θεό ήταν ένα άστρο. Άλλα σημεία είναι πιο αφηρημένα, άλλα δεν γνωρίζουμε τι μπορεί να εικονογραφούσαν. Ένα σημείο μπορεί να έχει περισσότερες από μία «λογογραφικές αξίες» π.χ το σημείο για τον θεό αντιπροσωπεύει και το σημείο για τον ουρανό (που λέγεται στα σουμεριακά an). Εν τέλει μόνον από τα συμφραζόμενα και το γενικότερο νόημα μπορεί να προσδιοριστεί η έννοια του «σημείου» («λογογράμματος»).
 
Αντιθέτως, ένα συλλαβικό σημείο ('''«συλλαβόγραμμα»''') αντιπροσωπεύει μια σειρά ήχων, π.χ. ο Hayes αναφέρει το σημείο για την συλλαβή ga. Αυτή η συλλαβή μπορεί να είναι τμήμα διαφόρων μορφημάτων ή λέξεων όπως π.χ. ένα πρόσφυμα ρήματος ή ένα μέρος της κατάληξης της γενικής των ονομάτων κ.λπ. δηλ. δεν στέκεται ως αντιπροσωπευτικό μιας ολόκληρης λέξης, αλλά μόνον ως σύμβολο της συλλαβής ga. Άλλα τέτοια «συλλαβογράμματα» αντιπροσωπεύουν απλά φωνήεντα, όπως a και i, άλλα συλλαβές τύπου «σύμφωνο – φωνήεν» (Σ-Φ), όπως ba και mu, αλλά και για συλλαβές «σύμφωνο – φωνήεν – σύμφωνο»(Σ-Φ-Σ), όπως τα tug και gal.
 
Όταν ειδικότερα πρόκειται για μορφήματα γραμματικής φύσεως, η Σουμεριακή δεν χρησιμοποιεί συνήθως σημεία Σ-Φ-Σ. Αντιθέτως χρησιμοποιεί, κατά σύμβαση, δύο σημεία Σ-Φ και Φ-Σ, αντί για ένα Σ-Φ-Σ. π.χ. για να πει nir γράφει ni-ir. Αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει ένα μακρύ i. Είναι απλώς μια ορθογραφική σύμβαση που μειώνει τον πιθανό αριθμό των συλλαβών Σ-Φ-Σ, που θα έπρεπε να είναι τεράστιος, στο σύστημα της σφηνοειδούς, για να περιλάβει όλες τις περιπτώσεις συλλαβών τέτοιου είδους.
 
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του σουμεριακού συλλαβισμού είναι η επανάληψη του τελικού συμφώνου ενός λογογράμματος από το πρώτο σύμφωνο του ακολουθούντος συλλαβογράμματος, χωρίς να σημαίνει ότι έχουμε περίπτωση διπλού συμφώνου. Ο Edzard δίνει το ακόλουθο παράδειγμα (σελ. 10): η φράση «στην Ουρ» (Urim-a - το a είναι κατάληξη τοπικής πτώσης) δεν γράφεται Urim-a, αλλά Urim-ma, χωρίς αυτό να σημαίνει παρέκταση του m. Απλώς πρόκειται ξανά για ορθογραφική «σύμβαση».
 
Κατά τον Hayes επίσης το όλο σύστημα είναι εν μέρει «μορφογραφηματικό». Κάποια γραμματικά μορφήματα απαιτείται να έχουν βραχύτερη και μακρύτερη μορφή, που θα έπρεπε κανονικά να αντικατοπρίζεται και στη γραφή. Το σύστημα γραφής εν τούτοις προβλέπει την μακρύτερη μορφή και εκεί που η γραμματική απαιτεί την βραχύτερη π.χ. η δοτική, κατά την γραμματική, έχει κατάληξη –ra μετά από σύμφωνα και –r μετά από φωνήεντα, αλλά και στις δύο περιπτώσεις η γραφή έχει '''–ra'''. Αυτό γίνεται για λόγους οικονομίας.
 
Το σύστημα περιπλέκεται περισσότερο γιατί πολλά σημεία έχουν πάνω από μία συλλαβικές αξίες. Πολλά έχουν και λογογραφική και συλλαβική αξία μαζί π.χ. το σημείο για το diĝir (θεός) που αναφέρθηκε, αναγνωσμένο ως συλλαβή an σημαίνει τόσο «ουρανός», όσο και γενικώς την συλλαβή an σε άλλα συμφραζόμενα. Η σωστή προφορά ενός σημείου προκύπτει έτσι από τα συμφραζόμενα, πράγμα που δεν είναι πάντοτε σαφές. Γενικός κανόνας είναι ότι τα «λεξικά μορφήματα» (αυτά που αντιπροσωπεύουν ολόκληρες λέξεις) γράφονται «λογογραφικώς» και τα «γραμματικά μορφήματα» (αυτά που αντιπροσωπεύουν γραμματικά προσφύματα) γράφονται συλλαβικώς, χωρίς ωστόσο αυτό να ισχύει πάντοτε.
 
Ορισμένα «συλλαβογράμματα» χρησιμεύουν ως '''«φωνητικοί δείκτες»''', δηλαδή χρησιμεύουν στο να αποδίδουν σε μεμονωμένα σημεία (ή και μια ομάδα σημείων) μια ορισμένη φωνητική αξία. Στην μεταγραφή, τόσο οι «φωνητικοί δείκτες», όσο και οι συλλαβές στις οποίες αποδίδουν την συγκεκριμένη φωνητική αξία, γράφονται με κεφαλαία λατινικά γράμματα, π.χ. ο φωνητικός δείκτης (PI) δίδει στα σημεία GIŠ.TUG την προφορά ĝeštug που σημαίνει «αυτί».
 
Ορισμένα σημεία («προσδιοριστικά») είναι υποδηλωτικά της γενικής «σημασιολογικής τάξεως» στην οποία ανήκει το όνομα που έπεται (ή ορισμένες φορές, που προηγείται), π.χ. σχεδόν μπροστά από όλα τα θεϊκά ονόματα (και ορισμένες φορές σε ονόματα βασιλέων) υπάρχει το αστρόσχημο σημείο diĝir («θεός») που προειδοποιεί ότι το όνομα που ακολουθεί είναι ένα όνομα θεού. Τα προσδιοριστικά σημεία κατά πάσαν πιθανότητα δεν προφέρονταν, αλλά απλώς ήταν στοιχεία του συστήματος γραφής. Τα σημεία αυτά («πικτογράμματα») ανάλογα με τα συμφραζόμενα λειτουργούσαν και ως «λογογραφικά» ή συλλαβικά στοιχεία. Στην μεταγραφή γράφονται με πεζά λατινά στοιχεία, τα οποία προηγούνται του ονόματος που προσδιορίζουν σε πάνω αριστερή θέση, π.χ. <sup>d</sup>Innana είναι η θεά Ινάννα (το d πάνω αριστερά είναι για το diĝir = θεός).
Άλλα προσδιορίστικα σημεία εκτός από το '''diĝir''' (ή '''an''') = θεός, είναι τα '''ki''' = χώρα (το οποίο έπεται του ονόματος που προσδιορίζει), '''íd''' = ποταμός, '''ĝiš''' = δέντρο, ξύλο (χρησιμοποιείται και για διάφορα εργαλεία), '''urudu''' = χαλκός, μέταλλο, '''dug''' = δοχείο, '''ku''' = ψάρι, '''mušen''' = πουλί, '''lu''' = άνθρωπος, πρόσωπο, '''sar''' = λαχανικό, '''u''' = φυτό, '''gi''' = καλάμι, '''na''' = λίθος, '''tug''' = ρούχο, '''kuš''' = δέρμα, '''še''' = σιτηρά, '''zid''' = αλεύρι.
 
Επειδή διαφορετικά σφηνοειδή σημεία (φαίνεται να) έχουν την ίδια προφορά, στην μεταγραφή τους στην λατινική συνοδεύονται συνήθως από αριθμούς ως διακριτικά, π.χ. υπάρχουν τουλάχιστον πέντε διαφορετικά σημεία που προφέρονταν ως u. Για να ξέρουμε σε ποιο σφηνόγραμμα αντιστοιχούν στην λατινική τους μεταγραφή, τα προσδιορίζουμε ως '''u''', '''u<sub>2</sub>''', '''u<sub>3</sub>''', '''u<sub>4</sub>''' και '''u<sub>5</sub>''', ανάλογα με το πόσες φορές (την συχνότητα με την οποία) εμφανίζονται στις δέλτους. Οι αριθμοί δηλαδή δεν υποδηλώνουν διαφορά στην προφορά. Επειδή μάλιστα πρώτα αποκρυπτογραφήθηκε η Ακκαδική (και εν συνεχεία η Σουμεριακή), η αριθμητική αξία αναφέρεται στη συχνότητα που εμφανίζονται τα σφηνογράμματα στα κείμενα της Ακκαδικής. Έτσι ένα σημείο, π.χ. το '''bi<sub>2</sub>''' που στα Ακκαδική είναι δεύτερο στην συχνότητα, στα σουμεριακά κείμενα μπορεί να είναι κοινότερο, εν τούτοις όμως δεν θα γραφεί bi, αλλά, όπως και για τα ακκαδικά, bi<sub>2</sub>. Τούτο γίνεται χάριν ευκολίας, για να μην χρησιμοποιούνται διάφορα συστήματα μεταγραφής, και για την αποφυγή σύγχυσης, καθώς τα ίδια σφηνοειδή σύμβολα χρησιμοποιούνταν για διάφορες γλώσσες. Έτσι το πρωταρχικό σύστημα κατάταξης (της Ακκαδικής) χρησιμοποιείται και στην Σουμεριακή.
 
Παρόλο που υπάρχουν πολλά σημεία που μπορεί να προφέρονται το ίδιο, τόσο τα λεξικά όσο και τα γραμματικά μορφήματα τείνουν να γράφονται με έναν μόνο τρόπο. π.χ. ενώ υπάρχουν διάφορα σημεία με προφορά e, η λέξη για το σπίτι e γράφεται μόνο με το σημείο '''e<sub>2<sub/>''' και όχι με άλλα σημεία (το e<sub>2</sub> σημείο αρχικά εικονογραφούσε τμήμα μιας οικίας). Άλλο σύστημα είναι να χρησιμοποιούνται διάφοροι «τόνοι» (βαρεία και οξεία) αντί για αριθμούς π.χ. '''ú''', '''ù'''. Και εδώ οι «τόνοι» δεν έχουν καμία σχέση με την προφορά, απλά χρησιμεύουν (τουλάχιστον στην Ευρώπη) πιο εύκολα ως διακριτικά. Το σύστημα με τους «τόνους» είναι το πιο παλιό, αυτό με τους αριθμούς διαδόθηκε πρόσφατα, μαζί με την ευκολία που πρόσφερε η χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών.
 
Για τα δισύλλαβα, όταν υπάρχουν περισσότερα του ενός σύμβολα που αποτυπώνουν την ίδια φωνητική αξία, η χρήση των γραμμάτων προτιμάται, π.χ. '''kala''', '''kala<sub>2</sub>''', '''kala<sub>3</sub>'''. Ορισμένες φορές το ίδιο σύμβολο μπορεί να διαβάζεται με δύο πιθανούς τρόπους. π.χ. λέγεται πως το σημείο '''zar''' διαβάζεται και ως '''bul'''. Αυτό υποδεικνύεται με την υποσημείωση '''x''' (εν προκειμένω ως '''bul<sub>x</sub>'''). Τα προσδιοριστικά γράφονται ως [[Εκθέτης|εκθέτες]] π.χ. το προσδιοριστικό για το diĝir γράφεται, όπως ειπώθηκε <sup>d</sup>Ištar (= θεά Ιστάρ).
 
Συνήθως στη μεταγραφή στα λατινικά τα σημεία που σχηματίζουν μια λέξη ενώνονται με παύλες (αν και δεν είναι εύκολο να ορίσεις τι είναι μια «λέξη» στα Σουμεριακά). Τα προσδιοριστικά δεν έχουν ποτέ παύλες. Τέλος, σε περιπτώσεις που οι ειδικοί δεν είναι σίγουροι για την προφορά ενός σφηνογράμματος (ή και μιας λέξης), οι αβέβαιες αυτές αναγνώσεις γράφονται σε κεφαλαία (συνήθως αυτό αντιπροσωπεύει την πιο κοινή προφορά αυτού του σφηνογράμματος). Αν, μεταγενέστερα, κάποιος είναι πιο σίγουρος για την προφορά, μπορεί να την γράψει με μικρά. Ό,τι όμως θεωρεί ένας Σουμεριολόγος δεν βρίσκει πάντοτε σύμφωνο έναν άλλον, όπως παρατηρεί ο Hayes.
 
== Κύρια γνωρίσματα της Σουμεριακής γλώσσας ==
 
Η σειρά των βασικών όρων τηςμίας πρότασης στη Σουμεριακή γλώσσα είναι «υποκείμενο – αντικείμενο – ρήμα (μεταβατικό)» ή «υποκείμενο - ρήμα (αμετάβατο)». Μεταξύ αυτών των βασικών στοιχείων της πρότασης μπαίνουν και άλλοι όροι, αν και σπάνια μεταξύ του αντικειμένου και του ρήματος. Επιφωνήματα και σύνδεσμοι προηγούνται πάντοτε του υποκειμένου. Ορισμένες φορές κάποιος όρος μπορεί να προηγείται του υποκειμένου (βλ. Thomsen, σελ. 41).
 
ΚύριαΩς κύρια γνωρίσματα της Σουμεριακής γλώσσας θεωρούνται τα εξής:
 
α) Η '''συγκολλητικότητα''' (''agglutination''). H Σουμεριακή αναφέρεται συχνά ως [[Συγκολλητική γλώσσα|συγκολλητική γλώσσα]], σε αντίθεση με άλλες κατηγορίες γλωσσών π.χ. τις συγχωνευτικές (fusional) γλώσσες, όπως η Ελληνική. Στις συγκολλητικές γλώσσες, τα διάφορα μορφήματα ναι μεν ενώνονται, ωστόσο παραμένουν ξεχωριστά χωρίς να συγχωνεύονται. Έτσι οι διάφορες ρίζες στη Σουμεριακή παίρνουν διάφορα προσφύματα, σχηματίζοντας «προτάσεις - αλυσίδες» .
Γραμμή 75 ⟶ 123 :
== Διάλεκτοι και Λεξιλόγιο ==
 
Η Σουμεριακή γλώσσα στα σουμερικάσουμεριακά ονομάζεται συνήθως '''eme-gir''' ή '''eme-gi''' ή '''eme-ku''' (το δεύτερο συνθετικό είναι αβέβαιο). Το πρώτο συνθετικό '''eme''' στα σουμεριακά σημαίνει γλώσσα. Το '''gir''' (ή '''gi''' ή '''ku''') αρχικά θεωρήθηκε ότι σημαίνει Σουμέριος, αλλά μάλλον σημαίνει «ευγενής», επομένως κάποιοι συνάγουν ότι eme-gir είναι η ευγενής, η καθαρή διάλεκτος. Η eme-gir θεωρείται γενικά ως η βασική διάλεκτος της ΣουμερικήςΣουμεριακής.
 
Πέραν της eme-gir υπάρχει η λεγόμενη '''eme-sal'''. Η λέξη '''sal''' στα σουμεριακά σημαίνει «εκλεπτυσμένος» - επίσης σημαίνει και «γυναίκα».
Γραμμή 101 ⟶ 149 :
Για όσους τους θεωρούν τους Σουμέριους επήλυδες, ως τόποι καταγωγής τους έχουν προταθεί οι Ινδίες, η Μικρά Ασία, η περιοχή της Κασπίας ή ακόμη ο μακρινός Βορράς και η Ανατολή.
 
Συγκρίσεις έχουν γίνει με τις περισσότερες εν ζωή γλώσσες: με τις [[Ουραλικές γλώσσες]], τις [[Αλταϊκές γλώσσες]], τις [[Σημιτικές γλώσσες]], τις [[Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες]], την [[Ιαπωνική γλώσσα]], την [[Κορεατική γλώσσα]], την [[Βασκική γλώσσα]], τις [[Κατηγορία:Γλώσσες του Καυκάσου|Γλώσσες του Καυκάσου]], τις [[Δραβιδικές γλώσσες]], τις [[Αυστρονησιακές γλώσσες]], την [[Ταϊλανδική γλώσσα]], με τις [[Γλώσσες Μπαντού]], καθώς και τις [[Σινοθιβετικές γλώσσες]] και την Γενισεϊκή γλώσσα. Δεν έχει αποδειχθεί, ωστόσο, η γενετική σύνδεση της Σουμεριακής με κάποια από αυτές.
 
Οι συγκρίσεις που γίνονται με Ινδοευρωπαϊκές και τις Σημιτικές γλώσσες αφορούν κυρίως τα γλωσσικά δάνεια. Τελευταία, ο Γκόρντον Γουιτάκερ (''Gordon Whittaker'') υποστηρίζει την θεωρία για την ύπαρξη μιας προ-Σουμεριακής Ινδοευρωπαϊκής γλώσσας στη νότιο Μεσοποταμία, την οποία ονομάζει Ευφρατική (''Euphratean''). Γενικά, ως Πρωτο-Ευφρατική γλώσσα 9(''Proto-Euphratean language'') ονομάζεται από τους Σουμεριολόγους η γλώσσα του Σουμεριακού υποστρώματος.
 
Τέλος, υπάρχει και η θεωρία της «Νοστρατικής» (''Nostratic'') μακρο-οικογένειας γλωσσών με υποτιθέμενα μέλη την Πρωτο-Ινδοευρωπαϊκή, την Πρωτο-Σημιτική, την Πρωτο-Δραβιδική, την Πρωτο-Ουραλική, την Πρωτο-Αλταϊκή και πιθανώς και την Πρωτο-Σουμεριακή.