Σουμεριακή γλώσσα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 88:
== Κύρια γνωρίσματα της Σουμεριακής γλώσσας ==
 
Η σειρά των βασικών όρων μίας πρότασης στη Σουμεριακή γλώσσα είναι «υποκείμενο – αντικείμενο – ρήμα (μεταβατικό)» ή «υποκείμενο - ρήμα (αμετάβατο)». Μεταξύ αυτών των βασικών στοιχείων της πρότασης μπαίνουνεισάγονται και άλλοι όροι, αν και σπάνια μεταξύ του αντικειμένου και του ρήματος. Επιφωνήματα και σύνδεσμοι προηγούνται πάντοτε του υποκειμένου. Ορισμένες φορές κάποιος όρος μπορεί να προηγείται του υποκειμένου (βλ. Thomsen, σελ. 41).
 
Ως κύρια γνωρίσματα της Σουμεριακής γλώσσας θεωρούνται τα εξής:
 
α) Η '''συγκολλητικότητα''' (''agglutination''). H Σουμεριακή αναφέρεται συχνά ως [[Συγκολλητική γλώσσα|συγκολλητική γλώσσα]], σε αντίθεση με άλλες κατηγορίες γλωσσών π.χ. τις συγχωνευτικές (''fusional'') γλώσσες, όπως η Ελληνική. Στις συγκολλητικές γλώσσες, τα διάφορα μορφήματα ναι μεν ενώνονται, ωστόσο παραμένουν ξεχωριστά χωρίς να συγχωνεύονται. Έτσι οι διάφορες ρίζες στη Σουμεριακή παίρνουν διάφορα προσφύματα, σχηματίζοντας «προτάσεις - αλυσίδες» .
 
β) Η '''εργαστικότητα''' (''ergativity''). Σε αντίθεση με τις γλώσσες «ονομαστικής – αιτιατικής» ή αλλιώς «γλώσσες αιτιατικής», όπως είναι και η [[Ακκαδική γλώσσα]], η οποία έχει το σύστημα «ονομαστική – ρήμα» ή «ονομαστική – αιτιατική – ρήμα», η Σουμεριακή ανήκει στις λεγόμενες «εργαστικές – απόλυτες» γλώσσες (ή απλά εργαστικές γλώσσες). Σε αυτού του είδους τις γλώσσες, το υποκείμενο του μεταβατικού ρήματος είναι στην λεγόμενη «εργαστική» πτώση.
 
Βασικό χαρακτηριστικό αυτών των γλωσσών είναι ότι τόσο το υποκείμενο του αμετάβατου ρήματος, όσο και το αντικείμενο του μεταβατικού ρήματος είναι στην ίδια πτώση, την λεγόμενη απόλυτη (''absolutive''). Στη Σουμεριακή, όπως και σε κάποιες γλώσσες τέτοιου είδους, η εργαστική πτώση διακρίνεται με μία κατάληξη, ενώ η απόλυτη διακρίνεται από την απουσία κατάληξης.
 
Συνοψίζοντας, διακρίνουμε δύο κατηγορίες ονομάτων: α) αντικείμενο μεταβατικού και υποκείμενο αμετάβατου ρήματος, που συντάσσονται με πτώση «απόλυτη» (η οποία εκφράζεται στη Σουμεριακή με έλλειψη επιθήματος) και β) υποκείμενο μεταβατικού ρήματος, που συντάσσεται με εργαστική πτώση (συγκεκριμένα στη Σουμεριακή παίρνει την κατάληξη '''-e''').
Γραμμή 102:
Παράδειγμα δύο απλών προτάσεων που δίνει ο Hayes:
 
Α) '''lugal iĝin''', αναλυόμενο ως '''lugal(-) i-ĝin''' = ο βασιλιάς ('''lugal''') πήγε ('''ĝin''' = πάω. Το '''i-''' είναι ένα ρηματικό πρόθημα). Το lugal (βασιλιάς) στην πρόταση αυτή («ο βασιλιάς πήγε») ως υποκείμενο αμετάβατου ρήματος είναι στην απόλυτη πτώση, δηλαδή στη Σουμεριακή δεν παίρνει καμία κατάληξη (lugal).
 
Β) '''lugale e mundu''', αναλυόμενο ως '''lugal-e e mu-n-du(-)''' = ο βασιλιάς ('''lugal''') τον οίκο ('''e''') έφτιαξε ('''du''' = φτιάχνω). Το lugal σε αυτή την πρόταση («ο βασιλιάς τον οίκο έφτιαξε» ή «από τον βασιλιά ο οίκος φτιάχτηκε») ως υποκείμενο μεταβατικού ρήματος είναι στην εργαστική πτώση και λαμβάνει κατάληξη -e (lugale).
Εξάλλου το e = οίκος, δεν παίρνει καμιά κατάληξη ως αντικείμενο μεταβατικού ρήματος.
 
Γραμμή 133:
Οι διαφορές μεταξύ eme-gir και eme-sal δεν είναι στην [[Γλωσσική τυπολογία|τυπολογία]], αλλά κυρίως στην [[Φωνολογία|φωνολογία]] και το λεξιλόγιο π.χ. στην eme-gir το «τι» είναι ''ana'', ενώ στην eme-sal είναι ''ta''. Ως προς την φωνολογία, λέξεις της eme-gir με ''d'' λέγονται στην eme-sal με ''z''. Π.χ. το «πρόβατο» στην eme-gir είναι ''udu'', ενώ στην eme-sal είναι ''eze''. Αλλού είναι πιο δύσκολο να εξηγηθούν οι διαφορές. Π.χ. το ''en'' στην eme-gir, το οποίο σημαίνει «άρχοντας», «κύριος», στην eme-sal είναι ''umun''.
 
Αναφορές, σύμφωνα με τον Hayes, υπάρχουν στα κείμενα και για άλλες διαλέκτους π.χ. την '''eme–udul''' (γλώσσα των ποιμένων), την '''eme-malah''' (γλώσσα των ναυτικών), και την '''eme-gal''' («μεγάλη γλώσσα») ή την '''eme-sukud''' («υψηλή γλώσσα») χωρίς να είναι σαφείς οι διακρίσεις μεταξύ αυτών.
 
Όσον αφορά το '''Σουμεριακό λεξιλόγιο''', εκτός από τις λέξεις που θεωρούνται καθαρά σουμεριακές (που πιστεύεται πως είναι κυρίως οι μονοσύλλαβες) και τις λέξεις που είναι ξεκάθαρα δάνεια από την Ακκαδική, υπάρχουν διάφορες λέξεις της Σουμεριακής που εικάζεται ότι προήλθαν από την γλώσσα των προγενέστερων γηγενών κατοίκων (γλωσσικό υπόστρωμα, ''substratum'', της Σουμεριακής).
 
Κάποιοι φθάνουν στο σημείο να θεωρούν ότι όλα τα δισύλλαβα ονόματα της Σουμεριακής είναι δάνεια. Δάνειες θεωρούνται συνήθως διάφορες λέξεις που αφορούν την γεωργία και την κτηνοτροφία, πολλά επαγγέλματα (όπως οι λέξεις για τον ξυλουργό και τον βυρσοδέψη) ή και για τα βασικά μέταλλα και εργαλεία.
Γραμμή 143:
== Φωνολογία ==
 
Δεν είναι εύκολο να αποκατασταθεί το φωνολογικό σύστημα της Σουμεριακής. Δεν υπάρχουν γλώσσες της ιδίας οικογένειας για σύγκριση και όλα τα στοιχεία που διαθέτουμε για την Σουμεριακή φωνολογία τα συνάγουμε από το φωνολογικό σύστημα της Ακκαδικής. Π.χ. στα ακκαδικά δεν υπάρχει το φωνήεν ''o'' και βασιζόμενοι μόνο σε ακκαδικά στοιχεία αναγκαστικά θα βλέπουμε παντού το φωνήεν u, ακόμα και αν υπάρχουν περιπτώσεις όπου κάποιος μπορεί να υποθέσει βάσιμα ότι η προφορά της Σουμεριακής λέξης ήταν ''o''. Ως έναν βαθμό, περισσότερα γνωρίζουμε για τα γραμματικά παρά για τα λεξικά μορφήματα, καθώς τα πρώτα γράφονται ως επί το πλείστον συλλαβογραφικά, ενώ τα δεύτερα λογογραφικά. Δίχως τους δίγλωσσους καταλόγους (σουμεριακούς - ακκαδικούς) λέξεων δεν θα ήταν δυνατόν να βρεθεί η φωνητικά αξία ενός λογογράμματος. Έτσι, η Σουμεριακή μπορεί κάλλιστα να διέθετε ήχους που δεν είχε η Ακκαδική, των οποίων την ύπαρξη μπορούμε να συναγάγουμε εμμέσως. Λόγω όμως αυτής της δυσκολίας για έμμεσες αποδείξεις υπάρχουν διάφορες ανακατασκευές του φωνητικού συστήματος της Σουμεριακής.
 
===Φωνήεντα===
Γραμμή 155:
Τα σύμφωνα είναι τα εξής: '''b''', '''d''', '''dr''', '''g''', '''ĝ''', '''h''', '''k''', '''l''', '''m''', '''n''', '''p''', '''r''', '''s''', '''š''', '''t''', '''z.'''
 
Τα ζεύγη '''b''' – '''p''', '''d''' – '''t''' και '''g''' – '''k''', κατά τον Hayes, φαίνεται επιφανειακά να αποτελούν διαφορετικά σύμφωνα. Ενδεχομένως όμως η διαφορά τους να είναι διαφορά δάσυνσης (aspiration). Έτσι, τα ''p'', ''t'' και ''k'' μπορεί να ήταν τα στιγμιαία δασυνόμενα ''ph'', ''th'', ''kh'' (δηλ. τα ''φ'', ''θ'', και ''χ'' της αρχαιοελληνικής), ενώ τα ''b'', ''d'' και ''g'' μπορεί να είναι τα ψιλούμενα στιγμιαία, δηλ. τα ''π'', ''τ'' και ''κ''. Αυτό τουλάχιστον συνάγεται από την μεταγραφή των σουμεριακών λέξεων στα ακκαδικά. Π.χ. το '''barag''' (= εξέδρα θρόνου) στα ακκαδικά γίνεται '''parraku''', ενώ το '''gala''' (= είδος ιερέα) γίνεται '''kalu'''. Αντιστρόφως γίνεται με τα ακκαδικά δάνεια στην Σουμεριακή π.χ. το ακκαδικό '''tamharu''' (= μάχη) γίνεται στη Σουμεριακή '''damhara'''. Έτσι η μεταγραφή των σουμεριακών λέξεων είναι κάπως προβληματική.
 
Η ακριβής αξία του '''ĝ''' δεν είναι γνωστή. Η ύπαρξή του συνάγεται από διάφορες προφορές που μπορεί να εμφανίζουν στα Ακκαδικά είτε ''m'' είτε ''n'' ή ''g'' ή ''ng''. Γενικά θεωρείται πως είναι ένα έρρινο ''n'' (προφέρεται συνήθως ως έρρινο '''ng''' όπως περίπου στη λέξη "Αγγλία" - γράφεται και ως '''ng''' ή '''ŋ''' ή '''ğ'''). Δεν υπήρχε στην Ακκαδική. π.χ. στο '''ĝu''' που σημαίνει «μου» (στο «δικό μου») το ακκαδικό αντίστοιχο είναι το '''mu''', και άρα μεταγράφεται στα λατινικά έτσι π.χ. lugal-mu = βασιλιά μου. Άλλοι το μεταγράφουν ως ''ŋu'' ή ''ğu'', αναλόγως. π.χ. το Σουμεριακό '''saĝa''' (= είδος ιερέα) εμφανίζεται στα ακκαδικά, που δεν διέθεταν το ''ĝ'', ως ''šangǔ''. Το '''ĝuruš''' (= δυνατός άντρας, νεαρός άντρας) φαίνεται ως ''nurišum'' σε ένα εβλαϊτικό κείμενο (από την Έβλα, πόλη της αρχαίας Συρίας - η εβλαϊτική είναι η παλαιότερη καταγεγραμμένη σημιτική γλώσσα). Από αυτό συνάγεται ότι η προφορά αυτού του ''ĝ'' ήταν διαφορετική των ''m'', ''n'', και ''g''.
 
Τα συριστικά '''z''', '''s''' και '''š''' θεωρούνται ότι προφέρονται όπως τα αντίστοιχα ακκαδικά (αν και για την προφορικά των συριστικών της αρχαίας Ακκαδικής, όπως γενικά της Σημιτικής, υπάρχουν πολλά ερωτηματικά).
Γραμμή 165:
Το σουμεριακό '''h''' αντιστοιχεί στο νεοελληνικό ''χ'' (υπερωϊκό), όχι στο αγγλικό h (που αντιστοιχεί στο δασύ πνεύμα της αρχαίας ελληνικής), χωρίς ωστόσο να αποκλείεται η ύπαρξη σουμεριακού δασέως πνεύματος (δασεία). Για να διακρίνεται από το αγγλικό h, γράφεται συνήθως με μία παύλα από κάτω.
 
Ένα άλλο φώνημα που πιθανώς υπάρχει στην Σουμεριακή (χωρίς ωστόσο να υπάρχει βεβαιότητα γι' αυτό) είναι το '''dr'''. Αυτό θεωρείται επιγλωττιδικό. Η ύπαρξή του βασίζεται κυρίως σε προφορές όπου εμφανίζεται να διαφέρει από τα d, t και r. Π.χ. το τελικό σύμφωνο του ρήματος '''kudr''' (κόβω), καμιά φορά φαίνεται ως ''d'' και άλλοτε ως ''r'', δηλ. άλλοτε ως kud και άλλοτε ως kur, αν και μπορεί να πρόκειται για διαφορετικά ρήματα. Η ύπαρξη του ''dr'' εικάζεται σε ένα πολύ μικρό αριθμό λέξεων. O Edzard φαίνεται πως δεν αποδέχεται την ύπαρξή του.
 
Κατά την Thomsen, μπορεί να συμβεί εναλλαγή μεταξύ των ''g'' και ''b'' σε ορισμένες λέξεις, ιδίως προ του ''u'', π.χ. '''buru''' / '''guru''' = κοράκι. Εναλλαγή μπορεί να γίνεται και μεταξύ ''l'' και ''r'' (π.χ. στα '''kibir''' / '''gibil''' = προσάναμμα). Τα ''m'' και ''n'' επίσης μπορούν να εναλλάσσονται στην τελική θέση μιας ρίζας (σελ. 44 και 46).
Γραμμή 181:
== Η δομή των προτάσεων στη Σουμεριακή γλώσσα ==
 
Η τυπική σουμεριακή πρόταση αποτελείται από μία σύνθετη σειρά προσφυμάτων, την '''«προσφυματική αλυσίδα»''' (chain), που αποτελείτεαποτελείται με τη σειρά της από μία ή περισσότερες '''«ονοματικές αλυσίδες»''' και μία '''«ρηματική αλυσίδα»''', η οποία πρέπει να είναι '''«παρεμφατική»''' (finite), δηλαδή να λειτουργεί ως το ρήμα της προτάσεως και όχι ως όνομα (μετοχή ή απαρέμφατο). Κάθε σουμεριακή πρόταση περιέχει πάντα ένα '''υποκείμενο''' ή '''δέκτη της ενέργειας''' (''patient''). Μπορεί επίσης να περιέχει (αν και δεν είναι υποχρεωτικό) και τον '''δράστη της ενέργειας''' (''agent'').
 
Μια '''ονοματική αλυσίδα''' συνίσταται από μία '''ονοματική ρίζα''' και διάφορα '''επιθήματα''' που δηλώνουν το κτητικό, τον αριθμό και την πτώση.
Γραμμή 199:
Επίσης, στο πτωτικό σύστημα, δοτική έχουν μόνο τα «έμψυχα», ενώ τοπική, αφαιρετική και τοπική-τελική υπάρχει μόνο για τα «άψυχα». Επίσης το πρόσφυμα '''-ene''' του πληθυντικού αριθμού χρησιμοποιείται μόνο για τα «έμψυχα».
 
Στη Σουμεριακή ένα κύριο όνομα συνοδευόμενο από το '''nitah''' (= (άρρην) υποδηλώνει το (φυσικό) αρσενικό γένος. Αντίθετα, αν ακολουθείται από το '''munus''' (= (θήλυ, θηλυκό) υποδηλώνει το (φυσικό) θηλυκό γένος. Τα ονόματα μπορούν επίσης να συνοδεύονται από το '''dumu''' (= γιός ή κόρη), το '''dumu nitah''' (= γιος) και το dumu munus (= κόρη). Επίσης, όπως προσθέτει ο Hayes, η λέξη '''ur''' (= «άντρας, ήρωας») όταν ακολουθείται από όνομα θεότητας, σημαίνει «άντρας του ...», «πολεμιστής του ...».
 
==== Παραγωγή Ονομάτων ====
Γραμμή 205:
Στη Σουμεριακή γλώσσα τα ρήματα μπορεί να χρησιμεύουν και ως ουσιαστικά (βλ. Thomsen σελ. 48 και 55-57). Νέα ουσιαστικά επίσης μπορεί να προκύψουν από συνδυασμό περισσότερων ουσιαστικών, π.χ. '''an-ša''' «μέσο του ουρανού, μεσουράνημα», από τα '''an''' (= ουρανός), και '''ša''' (= ψυχή), από συνδυασμό ουσιαστικού και ρήματος, π.χ. '''di-kud(r)''' «δικαστής», από το '''di''' (= δίκη – απόφαση) και το '''kud(r)''' (= κόβω ή βάζω φόρο) ή και περισσότερων ονομάτων και ενός ρήματος π.χ. '''gaba-šu-ĝar''' = «αντίπαλος», από τις λέξεις '''gaba''' (= στήθος), '''šu''' (= χέρι) και '''ĝar''' (= τοποθετώ).
 
Συνηθισμένα είναι τα σύνθετα ονόματα με τα '''nu''', '''nam''' και '''nig'''. Το nu (+ ουσιαστικό) υποδηλώνει τα επαγγέλματα. (Τοτο nu ίσως είναι τύπος του '''lu''' = άνθρωπος) π.χ. '''nu-eš''' = ιερέας ('''eš''' = το ιερό του ναού) και συνδυάζεται μόνο με ουσιαστικό. Το '''nam''' επίσης είναι παραγωγικότατο συνθετικό. Σε συνδυασμό με ένα ουσιαστικό δηλώνει την αφηρημένη έννοια αυτού, π.χ. '''nam-ursaĝ''' = «ηρωισμός» ('''ursaĝ''' = ήρωας), '''nam-lugal''' = η βασιλεία ('''lugal''' = βασιλιάς, το οποίο είναι και αυτό σύνθετο, εκ του '''lu''' = άνθρωπος και '''gal''' = μεγάλος). Σε συνδυασμό με ρήμα, το nam υποδηλώνει επίσης το αντίστοιχο αφηρημένο όνομα π.χ. '''nam-ti(l)''' = «ζωή» (από τα '''ti''' ή '''til''' = ζω). Τέλος, το '''nig''' υποδηλώνει το «πράγμα», το «κάτι». π.χ. '''nig-gu''' ('''gu''' = «τρώω», «γεύομαι») = «φαγητό», «γεύμα». Ομοίως το '''nig-dug''' = «κάτι γλυκό» ('''dug''' = γλυκός).
 
==== Αριθμοί ====
 
Τα '''«έμψυχα»''' στη Σουμεριακή γλώσσα σχηματίζουν τον '''πληθυντικό''' με την κατάληξη '''-ene''', π.χ. '''diĝir-ene''' = «οι θεοί» (το -ene προστίθεται μετά το επίθετο που προσδιορίζει το ουσιαστικό ή μετά το κτητικό π.χ. '''diĝir gal-gal-ene''' = οι μεγάλοι θεοί).
 
Κατά τον Edzard (σελ. 45) με το -ene δεν συντάσσονται, πλην της τοπικής και της αφαιρετικής (που αφορούν μόνο άψυχα), ούτε η απόλυτη και η ομοιωτική πτώση (Edzard, σελ. 45).
 
Χαρακτηριστικό φαινόμενο της Σουμεριακής είναι ο '''αναδιπλασιασμός''' καταρχήν του '''άψυχου''', (αλλά πολλές φορές και του '''έμψυχου''') ονόματος, για να δηλωθεί ο '''πληθυντικός'''. Ο αναδιπλασιασμός του ονόματος, κατά την Thomsen δήλωνε αρχικά μάλλον το «απαξάπαν», το «όλα τα» ή το «καθ' ολοκληρίαν» π.χ. '''kur-kur''' = «άπασες οι (ξένες) χώρες» (ή «άπαντα τα βουνά», αναλόγως με τα συμφραζόμενα). Σε μεταγενέστερη περίοδο σήμαινε απλώς τον πληθυντικό, πχπ.χ. '''kur-kur''' = «οι (ξένες) χώρες» (ή «τα βουνά»).
 
O Hayes (όπως και η Thomsen) προσθέτει έναν αναδιπλασιασμό με την έννοια της έμφασης ή του υπερθετικού, π.χ. '''diĝir -gal-gal''' = ο πιο μεγάλος θεός, και '''[diĝir -gal-gal]-ene''' (= οι πιο μεγάλοι θεοί). Ο Edzard ωστόσο αρνείται ότι ο παραπάνω σχηματισμός αποτελεί υπερθετικό βαθμό και επομένως '''diĝir-gal-gal-ene''' σημαίνει απλώς «οι μεγάλοι θεοί».
 
Επίσης, το '''hi-a''', που αρχικά σήμαινε «αναμεμιγμένα», «διάφορα», όπως π.χ. '''udu hi-a''' = «διάφορα (hi-a) πρόβατα (udu)», σε κείμενα ύστερης εποχής υποδηλώνει τον πληθυντικό αριθμό, δηλ. '''udu -hi-a''' = «πολλά πρόβατα» (βλ. Thomsen σελ 62).
 
Επίσης το '''-meš''' (από το -me-eš ( -me = «είμαι» + ένα πρόσφυμα πληθυντικού), που είχε ως αρχική του σημασία «αυτοί είναι οι…οι ...», χρησιμοποιείται και αυτό σε κείμενα ύστερης εποχής για να δηλώσει τον πληθυντικό. (βλ. Thomsen, σελ. 63).
 
Τέλος, δεν υπάρχει δυικός αριθμός στη Σουμεριακή.
Γραμμή 239:
* '''Αφαιρετική'''
 
Η αφαιρετική (ή αφαιρετική - οργανική) σχηματίζεται με το επίθημα '''-ta''' (= από, υπό). Ορισμένες φορές το πρόσφυμα αυτό γράφεται ως '''–da''', (πράγμα που δημιουργεί σύγχυση μεταξύ της αφαιρετικής και της συνοδευτικής πτώσης. Σημαίνει την κίνηση από κάπου, αλλά χρησιμοποιείται και για κάθε πράξη που εκπορεύεται ή έχει την αρχή της από κάπου (και με χρονική έννοια). Επίσης σημαίνει το μέσο ή το όργανο μέσω του οποίου γίνεται κάτι. Χρησιμοποιείται μόνο με <u> άψυχα</u> (π.χ. '''e-ta''' = από το σπίτι, οίκοθεν).
 
Για να λεχθεί και για <u>έμψυχα</u> χρησιμοποιείται η έκφραση: '''ki-x-ak-ta''', αναλυόμενο σε '''ki''' (= γη, τόπος, μέρος)-'''x'''-(= όνομα)-'''ak'''(= του)-'''ta'''(= από) = από το μέρος του τάδε x. Το '''-ak''' είναι η κατάληξη της γενικής, μπορεί κάποιες φορές να παραλείπεται, ολικά ή εν μέρει (βλ. '''Γενική''').
Γραμμή 259:
H δοτική δηλώνει το πρόσωπο για το οποίο (ή προς το οποίο) γίνεται η πράξη και χρησιμοποιείται μόνο για <u>έμψυχα</u>. Δοτική λαμβάνουν τα περισσότερα ρήματα, εκτός από εκείνα που δηλώνουν πράξη που δεν μπορεί να γίνει προς έμψυχο.
 
Η κατάληξη της δοτικής είναι '''-r/(a)'''. Κατά τον Edzard ο κανόνας (με εξαιρέσεις) ήταν, πιθανώς, '''-r''' μετά από φωνήεν. Αυτό(αυτό συμβαίνει ιδίως μετά το ''-ani'', (= « -του, -της»), καθώς και το πρόσφυμα ''-ene'' του πληθυντικού, (βλ. και Thomsen σελ. 97), ενώ είναι '''-ra''' μετά από σύμφωνο.
 
Σε παλαιότερα κείμενα το πρόσφυμα παραλείπεταιτης δοτικής συχνά παραλείπεται εντελώς μετά από φωνήεν, ενώ εμφανίζεται μόνο μετά από σύμφωνο. To ότι το '''-r/(a)''' στη γραφή άλλοτε γράφεται και άλλοτε όχι δεν σημαίνει και ότι δεν προφερόταν. Δεν είναι σαφές γιατί γίνεται αυτό στη γραφή, διότι αυτό το '''r''' της δοτικής δεν μπορεί να παραλείπεται, όπως π.χ. συμβαίνει με άλλα παραλειπτά (amissable) σύμφωνα.
 
* '''Τοπική'''
 
Η τοπική δηλώνει καταρχήν τον τόπο (το «πού») και χρησιμοποιείται μόνο για <u>άψυχα</u>. Σε νεότερα σουμεριακά κείμενα ωστόσο η τοπική αντικαθιστά την δοτική. Σχηματίζεται με το επίθημα '''-a'''. π.χ. '''an-ki-a''' = «στον ουρανό (και) στη γη». Η τοπική δηλώνει επίσης τον χρόνο, π.χ. '''ud-ba''' (< ''ud-bi-a'') = «εκείνη την μέρα», «όταν». Επίσης δηλώνει την «θέση» ή «κατάσταση» ή την «ικανότητα». π.χ. '''limmu-bi-nam.ir-nam.ĝeme-a-ba-a-gi''' ( = «αυτοί οι τέσσερεις επέστρεψαν στη θέση τους ως σκλάβοι και σκλάβες»). Αυτό αναλύεται ως εξής: «αυτοί ('''bi''') οι τέσσερεις ('''limmu''') επέστρεψαν ('''gi''') στη ('''a''') θέση ή κατάστασή ('''nam.''') τους ('''ba''') ως σκλάβοι ('''ir''') και σκλάβες ('''ĝeme''')».
 
Επίσης δηλώνει την «κατάσταση» ή την «ικανότητα». π.χ. '''limmu-bi-nam.ir-nam.ĝeme-a-ba-a-gi''' = «αυτοί ('''bi''') οι τέσσερεις ('''limmu''') επέστρεψαν ('''gi''') στη ('''a''') θέση/ κατάστασή ('''nam.''') τους ('''ba''') ως σκλάβοι ('''ir''') και σκλάβες ('''ĝeme''')».
 
Επίσης χρησιμοποιείται σε επιρρηματικές φράσεις όπως π.χ. '''he-ĝal-la''' = «εν αφθονία», «αφθόνως» (βλ. Thomsen, σελ. 98-99).
 
Στην «προσφυματική σειράαλυσίδα» του παρεμφατικού ρήματος, η τοπική δηλώνεται (συσχετιστικά) κυρίως με το πρόθημα '''–ni-''' που αντιστοιχεί με την τοπική-τελική, και την τελική πτώση. Σύμφωνα όμως με τον Hayes, για την τοπική πτώση δεν υπάρχει συσχετιστικό – παραπεμπτικό επίθημα (τουλάχιστον στην νεότερη περίοδο της Τρίτης Δυναστείας της Ουρ).
 
Για την χρησιμοποίηση του '''–ta''' της αφαιρετικής στην τοπική, βλ. ανωτέρω ('''Aφαιρετική''').
Γραμμή 277 ⟶ 275 :
* '''Τοπική – Τελική'''
 
Η τοπική - τελική (ή τοπική του σκοπού ή κατευθυντική) παραπέμπει σε κατεύθυνση ή προσέγγιση και δηλώνεται με το επίθημα '''-e''', όπως και η εργαστική, πράγμα που δημιουργεί κάποιο μπέρδεμα (ο Foxvog θεωρεί ότι το πρόσφυμα είναι το ένα και το αυτό με της εργαστικής). Χρησιμοποιείται μόνο για τα <u>άψυχα</u> και μόνο κατ' εξαίρεση για τα έμψυχα (στα οποία χρησιμοποιείται η δοτική) και συντάσσεται με ορισμένα μόνο ρήματα, κυρίως σύνθετα (π.χ. με το '''ki… aĝ''' = «αγαπώ», το '''gu…degu...de''' = «καλώ, μιλώ σε» και το '''ĝiš…tukuĝiš...tuku''' = «ακούω».
 
Τα <u>ρήματα</u> που παίρνουν (συσχετιστικά) τοπική-τελική πτώση μπορεί να έχουν το πτωτικό πρόθημα '''-ni-''', που πιθανώς υποδηλώνει τόπο – σκοπό. Επίσης το πρόθημα '''-bi''' και η προσφυματική αλυσίδα '''ba-ni''' απαντούν ως συσχετιστικά προθήματα επίσης.
Γραμμή 285 ⟶ 283 :
* '''Τελική'''
 
Η τελική έχει την έννοια του «προς το», «προς χάρη του»), αλλά και του «μέχρι» ή ακόμα και τού «ως προς το, αναφορικά με το…». Βασικό επίθημα της τελικής είναι το '''–še''', π.χ. το '''an-še''' = προς τον ουρανό. Χρησιμοποιείται τόσο για <u>άψυχα</u>, όσο και για <u>άψυχα</u>. Το '''–še''' μέσα στην <u>ονοματική</u> σειράσαλυσίδα εμφανίζεται ως '''-ši-''', ενώ στο τέλος της πρότασης μπορεί να έχει τη μορφή απλώς '''-š''', μετά από φωνήεν.
 
Η τελική πτώση χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει την <u>αιτία</u> και ως εκ τούτου στο σχηματισμό ερωτηματικών εκφράσεων και επιρρημάτων (βλ. Thomsen, σελ.101-103 και Edzard, σελ. 42-43.)
Γραμμή 300 ⟶ 298 :
Η Σουμεριακή έχει και έναν άλλο ιδιάζοντα τύπο γενικής. Ένα παράδειγμα από τον Hayes: '''Enlil-a(k)-e-ani''' = (κατά λέξη) «του Ενλιλ ο ναός του» = ο ναός του Ενλίλ. Αυτού η είδους η γενική χρησιμοποιείτο συνήθως σε στερεότυπες εκφράσεις.
 
==== Επίθετα ====
 
Τα επίθετα είναι ρίζες που προσδιορίζουν ουσιαστικά, π.χ. '''gal''' = «μεγάλος». Ο κανόνας είναι τα επίθετα να προέρχονται από ρήματα. Μερικά επίθετα ωστόσο (όπως τα '''gal''' = μεγάλος, '''tur''' = μικρός και '''mah''' = μέγας) δεν προέρχονται από ρήματα. Μορφολογικά τα επίθετα δεν διαφέρουν από τα ουσιαστικά και τα ρήματα. Έπονται του ουσιαστικού, και τα σχετικά επιθήματα έπονται του επιθέτου. πχ '''e-gal''' = «ο μεγάλος οίκος», '''uru-kug-ga-ni''' = «η ιερή του πόλη» ('''uru''' = πόλη, '''kug''' = ιερός, άγιος, '''-ani''' = του).
 
Το '''kug''' (= άγιος), προηγείται, κατ' εξαίρεση, των «θεϊκών» ονομάτων, π.χ. '''kug <sup>d</sup>Innana''' = αγία Ιννάνα.
 
Κάποια επίθετα (μερικά πάντοτε, ενώ άλλα ευκαιριακά) λαμβάνουν το πρόσφυμα '''–a''', π.χ. '''ur.saĝ.kalag-ga''' «ο ανδρείος (= kalag ήρωας (= ur.saĝ)». Το πρόσφυμα αυτό θεωρείται ότι συγκεκριμενοποιεί το ουσιαστικό, ελλείψει άρθρου.
 
Μερικά επίθετα χρησιμοποιούνται και ως ρήματα, π.χ. '''dug''' (= «ηδύς, γλυκός» και «γλυκαίνω»), '''daĝal''' (= «πλατύς» και «πλαταίνω, κάνω ευρύ, πλατύ»).
 
Τα επίθετα μπορεί να αναδιπλασιάζονται, όπως τα ουσιαστικά. Τα συνηθέστερα αναδιπλασιασμένα επίθετα είναι τα '''gal''' («μεγάλος»), '''kal''' (πολύτιμος, «καλός»), '''dirig''' (= «πλεονάζον, υπερβολικός»). Τα '''mah''' (= «μεγάλος, εξέχων») και '''nun''' (= «ηγεμονικός, πριγκιπικός») <u> δεν </u> αναδιπλασιάζονται. Κάποια σαν το '''bar''' (= «λευκός, αστραφτερός») και το '''di''' (= «μικρός») εμφανίζονται πάντα σε διπλή μορφή, ήτοι '''bar-bar''' (προφέρεται '''babbar''') και '''di-di''' αντίστοιχα (βλ. Thomsen, σελ. 65).
Ο συνδυασμός ουσιαστικών και επιθέτων, άπαξ και δημιουργηθεί, είναι «αδιαπέραστος» από προσφύματα, τα οποία πρέπει να ακολουθούν. Εξαίρεση γίνεται, κατά τον Edzard (βλ. σελ 47) για το '''dedli''' = «τα συγκεκριμένα» (πληθ.) π.χ. '''bad-dedli-gal-gal''' = «τα συγκεκριμένα μεγάλα κάστρα» ('''bad''' = κάστρο, τείχος, οχυρό). Το '''dedli''' είναι αναδιπλασιασμός του '''deli''' = μόνος, μοναδικός (βλ. Edzard, σελ. 62).
 
==== Επιρρήματα ====
 
Από τα '''επίθετα''' δημιουργούνται '''επιρρηματικοί τύποι''' με τα προσφύματα '''-eš''', '''-bi''' (το οποίο σημαίνει και «του» για τα άψυχα) ή και με τα δύο μαζί. π.χ. '''da-re-eš''' = «για πάντα, αιωνίως» από το '''dari''' = αιώνιος, '''gal-le-eš''' και '''gal-bi''' = «μεγάλως», από το '''gal''' = μεγάλος, '''gibil-bi''' (κυρ. = το νέο του) και '''gibil-bi-še''' = «εκ νέου, με νέο τρόπο», από το '''gibil''' = νέος. Το '''-še''' προκύπτει από το '''-eš''' και πιθανώς το πρόσφυμα να είναι '''-eš(e)'''. Το -še αυτό διακρίνεται από το -še της τελικής πτώσης, αν και πιθανολογείται η κοινή καταγωγή τους (βλ. Edzard, σελ. 42).
 
Σημειώνεται ότι επιρρηματικές εκφράσεις προκύπτουν και από '''ρήματα''' με την προσθήκη στο ρηματικό θέμα του προσφύματος '''-a''' συν το '''-bi''' π.χ. '''ul-la-bi''' «γρήγορα» ('''ul''' = σπεύδω, βιάζομαι). Πολλές φορές επιρρηματικοί σχηματισμοί προκύπτουν και από '''ουσιαστικά''' π.χ. '''teš-bi''' = «όλοι μαζί, αρμονικά» ('''teš''' = ενότητα), '''ud-de-es''' < '''ud- eš(e)''' = «σαν στο φως της μέρας» ('''ud''' = ημέρα, ήλιος).
==== Αριθμητικά ====
 
Τα αριθμητικά (βλ. Thomsen, σελ. 82 και Edzard, σελ. 61-66) έχουν ως εξής:
'''1: aš, diš (ge), dili''' (ή '''deli''', '''duli'''). Το '''dili''' σημαίνει «μοναδικός, μόνος». Το '''diš''' ίσως ήταν το κανονικό αριθμητικό (για λογαριασμό: 1-2-3 κ.λπ. κατά τον Edzard).
'''2: min'''
'''3: eš'''
'''4: limmu'''
'''5: ia'''
'''6: aš''' (πιθανώς από τα ia και aš, 5+1). Ίσως να προφερόταν yaš διακρινόμενο από το aš = ένα.
'''7: umun, imin''' (πιθανώς από τα ia και min, 5+2).
'''8: ussu''', (πιθανώς, κατά Thomsen, από τα ia και eš, 5+3, αν και ο Edzard αμφιβάλλει).
'''9: ilimmu''' (πιθανώς από τα ia + limmu, 5+4)
'''10: u''' (γράφεται ως ha, hu, a και u, U. Πιθανή προφορά hau και εν τέλει hō, hū).
Από τα ένδεκα ως τα δεκαεννέα δεν υπάρχουν λεξικογραφικά στοιχεία και δεν ξέρουμε τις ακριβείς ονομασίες.
 
'''20: niš (ή neš)'''
'''30: ušu'''
'''40: nimin, nīn''' (πιθανώς από το '''niš min''' = δύο είκοσι)
'''50: ninnū''' (πιθανώς από το '''niš min u''' = δύο είκοσι και δέκα, σε σύμπτυξη)
'''60: ĝiš, ĝeš ή ĝeš(d)'''
'''120 = ĝeš-min''' = «δύο εξήντα» (ερώτημα: πώς διακρινόταν το 120 από το 62, ĝeš-min και αυτό;).
'''600 = ĝeš(d)u''' = «δέκα εξήντα» (ερώτημα: πώς διακρινόταν το 600 από το 70, ĝeš(d)u και αυτό;).
'''1.200 = ĝeš(d)u-min''' = «δύο εξακόσια».
'''3.600 = šar'''. Το šar σημαίνει και «κύκλος», «μυριάδα».
'''36.000: šaru''' (= «δέκα šar»)
'''72.000: šar- niš''' (= «είκοσι šar»)
'''216.000: šarĝeš(d)''' = εξήντα šar (αλλιώς '''šargal''' (κατἀ Halloran λέγεται και '''šardiš''', '''šarĝeš''').
 
Στην <u>Εμεσάλ</u> υπήρχαν κάπως διαφορετικές λέξεις, π.χ. οι πρώτοι τρεις αριθμοί είναι '''did''', '''imam''' και '''ammuš'''.
 
Τα αριθμητικά ακολουθούν το ουσιαστικό που προσδιορίζουν, όπως όλα τα επίθετα (σε οικονομικά - λογιστικά κείμενα προηγούνται των ουσιαστικών, για λόγους πρακτικούς) και <u>δεν</u> λαμβάνουν ποτέ την κατάληξη –ene του πληθυντικού. Όταν δεν προσδιορίζουν ουσιαστικό παίρνουν κτητικό πρόσφυμα. π.χ. '''min-na-ne-ne''' < '''min-anene''' = «οι δυο τους» (κυριολεκτικά = το δύο τους).
 
Αν και (σύμφωνα με τον Edzard, σελ. 66-67) τα απόλυτα αριθμητικά χρησιμοποιούνται και ως τακτικά, τακτικά αριθμητικά σχηματίζονται επίσης με την γενική '''(-ak)''' + το εγκλιτικό συνδετικό ('''am '''), π.χ. '''min-ak-am''' > '''min-(na-)kam''' «δεύτερος, -η, -ο». Ο Edzard λέει ότι μετέπειτα προσετέθη και μια δεύτερη κατάληξη γενικής, ούτως ώστε το σχετικό πρόσφυμα έγινε πρακτικά '''(a)kama(k)''' π.χ. '''umun-kam-ma''' = ο έβδομος.
 
Τέλος, για να πούμε το «άπαξ, δις, τρις, τετράκις» κ.λπ θέτουμε πριν τον αντίστοιχο αριθμό την λέξη '''a-ra''' (βλ. Thomsen, σελ. 70).
 
== Το πρόβλημα της καταγωγής της Σουμεριακής γλώσσας ==