Γεωγραφία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→‎Ιστορία της Γεωγραφίας: ...Τα συγκεκριμένα στοιχεία δεν αφορούν την ιστορία της Γεωγραφίας,αλλά εστιάζουν περισσότερο στην μονομέρεια.(Πολιτισμική Γεωγραφία)
→‎Ιστορία της Γεωγραφίας: Τα συγκεκριμένα στοιχεία δεν αφορούν την ιστορία της Γεωγραφίας,αλλά εστιάζουν περισσότερο στην μονομέρεια.(Πολιτισμική Γεωγραφία)
Γραμμή 89:
 
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, Άραβες όπως οι [[:en:Muhammad_al-Idrisi|Idrisi]] (12ος αι.), [[:en:Ibn_Battuta|Ibn Battuta]] (14ος αι.) και [[:en:Ibn_Khaldun|Ιμπν Χαλντούν]] (14ος αι.) διατήρησαν τις ελληνικές και ρωμαϊκές τεχνικές και πάνω σε αυτές βασίστηκαν για να δημιουργήσουν δικές τους. Με την αποικιοκρατία (16ος αι.) το ενδιαφέρον για τη Γεωγραφία άρχισε να επαναπτύσσεται μέσω της αναζωπύρωσης του ενδιαφέροντος συστηματικής σπουδής νέων χώρων, εδαφών, τόπων, κοινωνιών, ανθρώπων και τοπίων.
 
'''Η Νεότερη Γεωγραφία'''
 
Γερμανοί διανοητές του 18<sup>ου</sup> και 19<sup>ου</sup> αιώνα βοήθησαν στην ανάδυση της Γεωγραφίας ως σύγχρονης επιστήμης του χώρου και του χρόνου. 
 
Ο [[Ιμμάνουελ Καντ|Immanuel Kant]] (1724-1804) μπορεί να θεωρηθεί ως ο πνευματικός πατέρας της (ανθρωπο)γεωγραφίας. Υπήρξε πανεπιστήμονας στα αρχαιοελληνικά και αναγεννησιακά πρότυπα. Ενίσχυσε τη συνομιλία γεωγραφίας-φιλοσοφίας όπως παλαιότερα έκανε ο Στράβων. Θεωρούσε ότι η γνώση εξαρτάται από την εμπειρία που αποκτάται μέσω των πέντε αισθήσεων (Αριστοτέλης) και ότι ο άνθρωπος δημιουργεί την πραγματικότητα, ο κόσμος αντιμετωπίζεται ως «σύνολο ανθρώπινης εμπειρίας». Δίδαξε γεωγραφία σε επίπεδο ανώτατης εκπαίδευσης. Αν και δεν είχε ταξιδέψει, οι περιγραφές του ήταν λεπτομερείς, αναλυτικές και εμπνευσμένες.
 
Ο [[:en:Carl_Ritter|Carl Ritter]] (1779-1859) καθιέρωσε τη διδασκαλία της γεωγραφίας στην ακαδημία (πανεπιστημιακή γεωγραφία). Δίδαξε εφαρμοσμένη (ανθρωπο)γεωγραφία προσαρμοσμένη στους στόχους της διοίκησης, της πολιτικής και διαχείρισης του χώρου. Μαζί με τον [[Αλεξάντερ φον Χούμπολτ|Alexander von Humboldt]] (1769-1859) επηρέασαν τις εξελίξεις στη γεωγραφία. Ο von Humboldt εξερεύνησε τη φύση (σε λατινική Αμερική και Ρωσία) και έγραψε για τη Φυσική Γεωγραφία. Η συστηματική γεωγραφία τους έθετε τον άνθρωπο μέσα στο φυσικό του περιβάλλον χωρίς σκληρό αιτιοκρατικό πρόταγμα και οδήγησε εμμέσως σε κριτική της αποικιοκρατίας.
 
Ο [[:en:Friedrich_Ratzel|Friedrich Ratzel]] (1844-1904) θεωρείται ιδρυτής της Ανθρωπογεωγραφίας (1882 εκπονεί το έργο "Ανθρωπογεωγραφία"). Πρόκειται για μια συστηματική αιτιοκρατική προσέγγιση, οι κοινωνικές σχέσεις σαν φυσικές σχέσεις (διακυβερνώνται από τους ίδιους φυσικούς νόμους), όπου ο χώρος μέσα από το κλίμα (π.χ. εύκρατο/τροπικό), τη γεωμορφολογία (βουνά/πεδιάδες), τη θέση, κλπ, καθορίζει την ανάπτυξη πολιτισμών και χαρακτήρων. Ορίζει το κράτος ως ζωντανό οργανισμό που προσαρμόζεται στο γεωγραφικό περιβάλλον και στους νόμους του χώρου, ως «ένα οργανισμό που συνδέεται άμεσα με τη γη», φυσική οντότητα που απαιτεί ζωτικό χώρο (Lebensraum) για να αναπτυχθεί (οργανική θεώρηση του κράτους, ανεξάρτητο από έθνος ή κοινωνία). Επηρεάστηκε από την πολιτική γεωγραφία του Αριστοτέλη, που όμως δεν έφτασε σε τόσο βάθος αιτιοκρατίας, αφού προσέδιδε μέτρο και σοφία στην εδαφικότητα. Το 1891 με το δεύτερο τόμο ο Ratzel διαφοροποιεί τον ντετερμινισμό του.
 
Οι πρώτες προσεγγίσεις της ακαδημαϊκής Γεωγραφίας είναι οι εξής:
 
''<u>[[Περιβαλλοντική αιτιοκρατία|Περιβαλλοντικός Ντετερμινισμός]] ή Αιτιοκρατία (τέλη 19ου αι.)</u>''
 
Αναπτύχθηκε κυρίως στη Γερμανία. Το πρόταγμα ήταν ότι το φυσικό περιβάλλον και το κλίμα διαμορφώνουν την ανθρώπινη δραστηριότητα, τις σχέσεις και αντιδράσεις του ανθρώπου. Υπήρξε μονόπλευρη θεώρηση που αγνοούσε την αλληλεπίδραση κοινωνικών, φυσικών, πολιτικών, πολιτισμικών, τεχνολογικών παραγόντων και τη διεπιστημονικότητα. Σήμερα ο περιβαλλοντικός ντετερμινισμός έχει εκλείψει, αλλά επανεμφανίζεται με άλλους μανδύες (χωρικός ή τεχνολογικός). Πρωτοπόρος υπήρξε ο Γερμανός Γεωγράφος και θεωρητικός της γεωπολιτικής Friedrich Ratzel (1844-1904) και στη συνέχεια η Αμερικανίδα γεωγράφος [[:en:Ellen_Churchill_Semple|Ellen Churchill Semple]] (1863-1932), μαθήτρια του Ratzel, που επαναδιαμόρφωσε και έκανε δημοφιλείς τις ιδέες του, βασιζόμενη στη διαμάχη φύσης-ανατροφής (nature-nurture). Προσπάθησε να νομιμοποιήσει την κυριαρχία των αποικιοκρατών. Στη συνέχεια, έγινε προσπάθεια τεκμηρίωσης μέσω έρευνας από τον Αμερικανό Γεωγράφο Ellsworth Huntington (1876-1947) και από τις έρευνές του για την κλιματική αιτιοκρατία, την οικονομική ανάπτυξη και την οικονομική γεωγραφία, όπως και από τον Βρετανό γεωγράφο [[:en:Thomas_Griffith_Taylor|Thomas Griffith Taylor]] (1880-1963), του οποίου η εργασία προέβλεπε την μελλοντική κατανομή του λευκού πληθυσμού στον κόσμο με βάση κλιματολογικά στοιχεία, υψόμετρο, αποθέματα πρώτων υλών, κλπ.
 
''<u>[[:en:Regional_geography|Περιφερειακή γεωγραφία]] και [http://geography.ruhosting.nl/geography/index.php?title=Possibilism ποσσιμπιλισμός] (πιθανοκρατία) (αρχές 20ου αι.)</u>''
 
Αναπτύχθηκε αρχικά στη Γαλλία και μετά στις ΗΠΑ. Το πρόταγμα ήταν ότι η διαμόρφωση της ανθρώπινης δραστηριότητας επηρεάζεται και ιστορικούς, πολιτισμικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς κ.α. παράγοντες. Η γεωγραφική αυτή προσέγγιση βασίζεται στο ότι κάθε ανθρώπινη κοινότητα ή περιφέρεια (region) είναι ιδιαίτερη και προσαρμόζεται με διαφορετικούς τρόπους στο τοπίο/ περιβάλλον (ιδιομορφία κάθε τόπου). Η σχέση ανθρώπου-περιβάλλοντος πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση και όχι βάσει γενικών αρχών. Η Περιφερειακή Γεωγραφία έκανε λόγο για την ανάγκη συγκροτημένης και ορθολογικής περιγραφής και ερμηνείας του διαφοροποιημένου χαρακτήρα της γης, του ιδιόμορφου και του μοναδικού (Hartshorne, 1955). Σύμφωνα με τους ποσιμπιλιστές δεν γίνεται να διαχωριστούν οι επιρροές που ασκεί ο άνθρωπος και οι πολιτισμοί του στο περιβάλλον από τις επιρροές του περιβάλλοντος στον άνθρωπο (δεδομένης της αλληλεπίδρασης). Σε κάθε περίπτωση, όμως, αναγνωρίζεται ο δυναμικός/ενεργητικός ρόλος του ανθρώπου που μπορεί να επιβληθεί -άλλοτε λιγότερο, άλλοτε περισσότερο- στο περιβάλλον του. Η Περιφερειακή Γεωγραφία και ειδικά η Πιθανοκρατία (μια πιο δυναμική προσέγγισή της) έθεσαν τις βάσεις για τις μετέπειτα γεωγραφικές προσεγγίσεις. Η Περιφερειακή Γεωγραφία δέχτηκε κριτική καθότι υπήρξε ιστοριογραφική προσέγγιση και περιγραφική με μέθοδο επαγωγική που όμως στερείται επιστημονικής θεωρίας, αφού δεν έκανε λόγο για αιτιότητες ή δομές που επηρεάζουν την ανθρώπινη επιλογή και δραστηριότητα. Σήμερα η Περιγραφική Γεωγραφία είναι χαρακτηριστικό χωρών, τόπων και ανθρώπων με μη επαρκώς ανεπτυγμένη γεωγραφική παράδοση/συνείδηση. Πρωτοπόροι οι Γάλλοι [[:en:Paul_Vidal_de_La_Blache|Paul Vidal de la Blache]] (1848-1918) και Jean Brunhes (1869-1930) και οι Αμερικάνοι [[:en:Carl_O._Sauer|Carl Sauer]] (1889-1975), [[:en:Isaiah_Bowman|Isaiah Bowman]] (1878-1950) και [[:en:Richard_Hartshorne|Richard Hartshorne]] (1899-1992).
 
Εδώ, κατά τον Κουρλιούρο (2013), έρχεται η ''πρώτη επιστημολογική τομή'' ήρθε με την ανάδυση της ποσοτικής επανάστασης και της θετικιστικής προσέγγισης, η οποία ήρθε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο που σηματοδότησε νέες κοινωνικές ανάγκες και προτεραιότητες.
 
'''H Σύγχρονη Γεωγραφία'''
 
<u>[[Ποσοτική Γεωγραφία|Ποσοτική Επανάσταση]] (Ποσοτική Γεωγραφία) και Λογικός Θετικισμός (μέσα 20ου αιώνα)</u>
 
Αναπτύχθηκε σε ΗΠΑ, Αγγλία και Γερμανία. Το βασικό πρόταγμα είναι η παρατήρηση, συλλογή στοιχείων/δεδομένων, η μέτρηση, η στατιστική μέθοδος και εν γένει η ανάγκη μοντελοποίησης της πραγματικότητας. Η Γεωγραφία πρέπει να στοχεύει σε μοντέλα και νόμους (Schaefer, 1953). Βασίζεται στο δόγμα ότι «τα στοιχεία ή γεγονότα μιλούν από μόνα τους» και στα μοντέλα εξήγησης της πραγματικότητας βάσει ποσοτικών διακυμάνσεων και όχι θεωρητικών εννοιών. Ο θετικισμός προτάσσει την ερμηνεία βάσει εμπειρικών δεδομένων και αιτίου-αποτελέσματος (cause and effect) και τις υποθέσεις εργασίας που καταλήγουν σε νόμους (καθολικής ισχύος) και γενικεύσεις που προσεγγίζουν την αλήθεια. Ο λογικός θετικισμός αφορά παρατηρήσεις μεμονωμένων γεγονότων, εμπειρικές γενικεύσεις και επαληθευσιμότητα των προτάσεων μέσω επαγωγικού συλλογισμού. Οι χωρικές συσχετίσεις, η ποσοτική γεωγραφική ανάλυση και η "μαθηματικοποίηση" του κόσμου που βασίζεται σε μοντέλα και γενικούς νόμους βρίσκει σήμερα εφαρμογή μέσω των GIS (μεταξύ άλλων). Πριν την πειραματική απόδειξη της θεωρίας πρέπει να υπάρχει τρόπος να επαληθευτούν οι ισχυρισμοί.
 
'''Επικρίθηκε''' ως μονοδιάστατη προσέγγιση της γεωγραφίας και του χώρου, χαρακτηριζόμενη από εγκλωβισμό στις έννοιες της κίνησης και της απόστασης, από ομοιόμορφη λογική στα άτομα-καταναλωτές και στους τόπους, από απογυμνωμενες τις πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές του διαστάσεις, από σύγχυση μεθόδου και τεχνικής, από αδυναμία του επαγωγισμού να θεμελιώσει καθολικούς νόμους αφού η εμπειρική επαλήθευση, σε αξιοσημείωτο βαθμό, εξαρτάται από τις διαθέσεις του ερευνητή. Πρωτοπόροι οι [[:en:Fred_K._Schaefer|Fred Kurt Schaefer]] (1904-1953) (περίφημο το Schaefer vs. Hartshorne debate), ο [[:en:Peter_Haggett|Peter Haggett]] (1933-σημερα) και [[:en:August_Lösch|August Losch]] (1906–1945).
 
Η ''επόμενη επιστημολογική τομή'' έρχεται με την ανάδυση των μετα-θετικιστικών προσεγγίσεων και της Κριτικής Γεωγραφίας. 
 
<u>Μπηχεβιορισμός (Συμπεριφορισμός)</u>
 
Αργότερα, τη δεκαετία του 1960, ο μπηχεβιορισμός σήμανε στροφή προς τις μεθοδολογίες ανάλυσης συμπεριφοράς, όπου ο χώρος και οι κοινωνικο-οικονομικές, πολιτικές, κ.α., συνθήκες που τον χαρακτηρίζουν, παίζουν σημαντικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων και στην εκδήλωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
 
'''Επικρίθηκε''' διότι υπάρχει άγνοια των εξωτερικών διαδικασιών και της επίδρασης των εξωγενών παραγόντων. Επίσης, οι περιοχές εξετάζονται σε απομόνωση και όχι σε αλληλεξάρτηση μεταξύ τους. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται δεν ανταποκρίνονται πάντα στην πολυσύνθετη πραγματικότητα.
 
[http://geography.ruhosting.nl/geography/index.php?title=Humanistic_geography <u>Ουμανιστική Γεωγραφία</u>]
 
Αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1970. Είναι μια προσέγγιση με έμφαση στο άτομο, στην υποκειμενικότητα, στην ποικιλία και ετερογένεια, στην πολυπλοκότητα των εσωτερικών διαδικασιών και στην ελευθερία επιλογής. Επηρεάστηκε μεν από τον μπηχεβιορισμό, αλλά αναζήτησε κάποια βαθύτερα αίτια που πηγάζουν στο εσωτερικό του ατόμου και δημιουργούν μια πολυσύνθετη πραγματικότητα. Η προσέγγιση είναι από το «μερικό» στο γενικό». Για τον ουμανισμό, ο κόσμος αντιμετωπίζεται ως ‘σύνολο ανθρώπινης εμπειρίας’, ορίζεται και εξαρτάται από τον Άνθρωπο  (ο χώρος ως τόπος, η αίσθηση του «ανήκειν», κλπ). Το πνεύμα του ουμανισμού, μέσα σε λίγες λέξεις του επιδραστικού Γάλλου φιλοσόφου [[Ζαν-Πωλ Σαρτρ|Sartre]]: "δεν υπάρχει ανθρώπινη πράξη που να μην αποκαλύπτει" (Sartre, 1943:568). Απαρτίζεται από διαφορετικές φιλοσοφίες:
 
- [[Γνωσιολογία|Επιστημολογία]] (η υποκειμενική γνώση του κόσμου των εννοιών)
 
- [[Οντολογία]] (η άποψη για το τι υπάρχει)
 
- [[Φαινομενολογία]] (τα φαινόμενα ως οντότητες)
 
- [[Υπαρξισμός]] (ελευθερία δράσης)
 
- [[Ιδεαλισμός]] (εξέταση δίχως θεωρία)
 
Διερεύνησε το ρόλο της φαντασίας (Lowenthal, 1961) και τις γεωγραφίες του νου (Lowenthal & Bowden, 1976), τις αξίες και τις ιδέες (Buttimer, 1969, 1972), τις περιβαλλοντικές σημασίες (Tuan, 1971) και τις αντιλήψεις, νοοτροπίες, σημασίες και αξίες που συνδέονται με τον χώρο και τον τόπο (Tuan, 1974, 1977, Relph, 1976).
 
'''Επικρίθηκε''' λόγω της υπερβολικής έμφασης στο άτομο, στην πολυπλοκότητα των εσωτερικών του διαδικασιών και στην ελευθερία επιλογής. Αρκετές φορές αυτή η έμφαση συνεπάγεται αγνοίας εξωτερικών συνθηκών, διαδικασιών, φαινομένων και εξωγενών παραγόντων που επηρεάζουν την ατομική αντίληψη και συμπεριφορά.
 
[http://geography.ruhosting.nl/geography/index.php?title=Structuralism <u>Στρουκτουραλιστική Γεωγραφία</u>]
 
Αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1970 παράλληλα με τον ουμανισμό. Σύμφωνα με τον στρουκτουραλισμό η ανθρώπινη πραγματικότητα διαμορφώνεται από ευρύτερες δομές (structures) και κρυμμένους γενεσιουργούς μηχανισμούς που καθορίζουν την εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας και διαμορφώνουν την ανθρώπινη κουλτούρα. Προήλθε από τις δομο-λειτουργικές προσεγγίσεις που αναγνώρισαν την επίδραση κοινωνικο-οικονομικών παραγόντων και τη ρευστότητα της σχέσης τους με τον άνθρωπο. Πρόκειται για μια πολιτική προσέγγιση από το «μερικό» στο γενικό».
 
Οι ποικίλες δομές που θεωρείται πως υπάρχουν πίσω από τα φαινόμενα (κοινωνική τάξη, φύλο, εισόδημα) και οι τρόποι συνδυασμού τους παραγκωνίζουν το ρόλο του ανθρώπινου παράγοντα και λειτουργούν ανεξάρτητα από την ανθρώπινη γνώση, αντίληψη, εμπειρία, συναίσθημα, σκέψη, κλπ. Η πραγματικότητα αντιμετωπίζεται ως δομημένη και διαστρωματωμένη (π.χ. άνθρωποι της ίδιας τάξης θα ανταποκριθούν με τον ίδιο τρόπο). Δίδεται μεγάλη έμφαση στην επίδραση εξωγενών δομών, διαδικασιών και φαινομένων που έχουν άμεση επιρροή στον άνθρωπο και στις σχέσεις ανθρώπου και χώρου, εμμένοντας στον παράγοντα της κοινωνικής τάξης.
 
Σε κάθε περίπτωση πραγματοποιείται αναζήτηση του βαθύτερου αιτίου με συγκεκριμένους τρόπους και ανάλυση σε βάθος. Το «βάθος» θεωρείται πως εξηγεί την «επιφάνεια» μέσω των κρυμμένων γενεσιουργών μηχανισμών που είναι οργανωμένοι και προκαλούν τα γεγονότα της επιφάνειας και τις πολιτισμικές πρακτικές των ανθρώπινων υποκειμένων. Η θεωρία αυτή, λοιπόν, επιχειρεί να κατανοήσει την ανισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη μέσω προσδιορισμού και διερεύνησης των βαθύτερων αιτίων/ δομών και αιτιολογικών διαδικασιών, δηλαδή επικεντρώνεται στους «μηχανισμούς» και όχι στον άνθρωπο.
 
'''Επικρίθηκε''' διότι ο «κόσμος των κρυφών μηχανισμών» δεν μπορεί να παρατηρηθεί, μπορεί μόνο να εκφραστεί βάσει θεωρίας. Η εν λόγω θεωρία αποδίδει υπερβολική έμφαση στις δομές, στους κρυφούς μηχανισμούς, στις διαδικασίες και στα φαινόμενα που λαμβάνουν χώρα σε μικρο- ή μακρο-επίπεδο και έχουν άμεση επίδραση στη διαμόρφωση της πραγματικότητας προσδιορίζοντας τις σχέσεις ανθρώπου-χώρου. Γίνεται χρήση υπερβολικής θεωρίας που δεν αφήνει περιθώριο υποκειμενισμού και σχετικότητας και δεν λαμβάνεται επαρκώς υπόψιν η ύπαρξη ανθρώπινης επιλογής και ουσιαστικής επιρροής του ανθρώπινου παράγοντα στη δομή, ούτε η διαφορετικότητα (πολιτισμική, ιστορική, γεωγραφική, φυσική), η ετερογένεια και η ιδιαιτερότητα ανθρώπων και τόπων (λ.χ. η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν καθορίζεται πάντα από την τάξη, ούτε ο χώρος από τη δομή) τα οποία αποδίδονται σε άλλους παράγοντες.
 
 
 
Η έλλειψη νεότερης και σύγχρονης γεωγραφικής παράδοσης στην Ελλάδα οφείλεται σε αρκετούς παράγοντες μεταξύ των οποίων είναι η έλλειψη αποικιοκρατικής παράδοσης (π.χ. Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία) αλλά και η πρωτοκαθεδρία άλλων επιστημών που επισκιάζουν ή/και απορροφούν τη Γεωγραφία για δικό τους όφελος απομυζώντας την αυτοδύναμή της υπόσταση και το γνωσιακό της κεφάλαιο, από επιστήμονες μη γεωγράφους που διδάσκουν Γεωγραφία σε δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση (πρόκειται για την πλειοψηφία των διδασκόντων), από σχεδόν απόλυτη απουσία Γεωγράφων σε θέσεις ευθύνης (π.χ. ανώτερα διοικητικά στελέχη), κ.α.
 
H εξέλιξη των ιδεών στη Γεωγραφία, συνεχίζεται... όλες οι προσεγγίσεις μαζί συνθέτουν το παζλ της κατανόησης της πολυσύνθετης πραγματικότητας, καθότι ''για να κατανοήσουμε τη Γεωγραφία είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε την Κοινωνία (Massey, 2001)'' και μαζί της τις χωρο-κοινωνικές και πολιτισμικές αντιθέσεις και προ(σ)κλήσεις, τη σημασία του τοπικού σε σχέση με το παγκόσμιο (και αντίστροφα), τις διαστάσεις και τους τρόπους παραγωγής του χώρου σε σχέση με το χρόνο και τη δυναμική του χώρου και του χρόνου.
 
== Κλάδοι της γεωγραφίας ==