Κουένκα (Ισπανία): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ διορθ. ορθογραφικού
Γραμμή 16:
| Σύνδεσμος = http://whc.unesco.org/en/list/781
}}
Η '''Κουένκα''' ([[ισπανικά]]: ''Cuenca'') είναι πόλη στην αυτόνομη κοινότητα [[Καστίλλη-Λα Μάντσα]], στην κεντρική [[Ισπανία]], και πρωτεύτουσαπρωτεύουσα της [[Κουένκα (επαρχία)|επαρχίας Κουένκα]]. Η πόλη το 2013 είχε 56.107 κατοίκους. Η πόλη βρίσκεται στο κεντρικό ιβηρικό οροπέδιο, στην άκρη ενός γκρεμού ο οποίος σχηματίζεται από τα φαράγγια των ποταμών [[Χούκαρ]] και Ουέκαρ, σε υψόμετρο περίπου 950. Το οχυρωμένο τμήμα της πόλης, κτισμένο από τους Μαυριτανούς ανακυρήχθηκεανακηρύχθηκε το 1996 [[Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς]] από την [[UNESCO]].
 
== Ιστορία ==
Όταν η [[Ιβηρική Χερσόνησος]] ήταν μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας υπήρξαν αρκετοί σημαντικοί οικισμοί στην επαρχία, όπως η [[Σεγόμπριγα]], η [[Ερκάβικα]] η Γκραν Βαλέρια. Ωστόσο, ο τόπος όπου βρίσκεται σήμερα η Κουένκα ήταν ακατοίκητος. Όταν οι Μουσουλμάνοι Άραβες κατέλαβαν την περιοχή το 714, σύντομα συνειδητοποίησε την αξία αυτής της στρατηγικής τοποθεσίας και έχτισαν ένα φρούριο (που ονομάζεται Κούνκα) ανάμεσα στα φαράγγια των ποταμών Χούκαρ και Ουέκαρ, και έφτιαξαν ένα τείχος μήκους 1χλμ1 χλμ. Η Κουένκα σύντομα έγινε γεωργική και κλωστοϋφαντουργική πόλη, απολαμβάνοντας την αυξανόμενη ευημερία.
 
Γύρω από το 12ο αιώνα οι Χριστιανοί, που ζούσαν στη βόρεια Ισπανία κατά τη διάρκεια της μουσουλμανικής παρουσίας, άρχισε να ανακαταλαμβάνουν σιγά-σιγά την Ιβηρική χερσόνησο. Η Καστίλλη κατέλαβε δυτικές και κεντρικές περιοχές της Ισπανίας, ενώ η Αραγωνία επεκτάθηκε κατά μήκος της περιοχής της Μεσογείου. Το Μουσουλμανικό Βασίλειο, [[Αλ-Ανταλούς]], άρχισε να σπάει σε μικρές επαρχίες (Reinos de Taifas) υπό χριστιανική πίεση, και η Κουένκα έγινε μέρος του Taifa του [[Τολέδο]]. Το 1076 πολιορκήθηκε από τον [[Σάντσο Ραμίρεθ της Αραγωνίας]], αλλά δεν μπόρεσε να κατακτήσει τη πόλη. Το 1080, ο βασιλιάς Γιαχιά αλ-Καντίρ του Τολέδο έχασε τη Ταΐφα του, και ο βεζίρης του υπέγραψε στην Κουένκα μια συνθήκη με τον [[Αλφόνσο ΣΤ΄ της Καστίλλης και Λεόν]] και με την οποία του παραχώρησε μερικά φρούρια με αντάλλαγμα την παροχή στρατιωτικής βοήθειας.
Γραμμή 25:
Μετά την ήττα του Αλφόνσο στη [[μάχη του Σαγράχας]] (1086), η Κουένκα καταλήφθηκε από τον βασιλιά της Σεβίλλης, Αλ-Μουταμίντ ιμπν Αμπάντ. Ωστόσο, όταν τα εδάφη του δέχθηκαν επίθεση από τους [[Αλμοραβίδες]], έστειλε τη νύφη του Ζάιντα στον Αλφόνσο, προσφέροντάς του την Κουένκα, σε αντάλλαγμα για τη στρατιωτική βοήθεια. Τα πρώτα χριστιανικά στρατεύματα εισήλθαν στην πόλη το 1093. Ωστόσο, οι Αλμοραβίδες την κατέλαβε το 1108. Ο κυβερνήτη τους στην πόλη ανακήρυξε τον εαυτό του ανεξάρτητο το 1144, ακολουθούμενος από το σύνολο της Μούρθια το επόμενο έτος. Το 1147 ο Μοχάμεντ ιμν Μαρντανίς εξελέγη βασιλιάς της Κουένκα, Μούρθια και Βαλένθια. Έπρεπε να υπερασπιστεί τα εδάφη του από την εισβολή των [[Αλμοχάδες|Αλμοχάντ]] μέχρι το θάνατό του το 1172. Ο 17χρονος [[Αλφόνσο Η΄ της Καστίλλης]] προσπάθησε να καταλάβει την πόλη, αλλά μετά από πέντε μήνες πολιορκίας αναγκάστηκε να υποχωρήσει μετά την άφιξη των στρατευμάτων που αποστάλθηκαν από τον χαλίφη των Αλμοχάδων Αμπού Γιουσούφ Γιακούμπ. Ο Αλφόνσο υπέγραψε εφταετή εκεχειρία, αλλά. όταν το 1176 στρατός από την Κουένκα κατέλαβε κάποια χριστιανική εδάφη στο [[Ουέτε]] και το [[Ουκλές]], ο Αλφόνσο παρενέβη επικεφαλής ενός συνασπισμού που περιλαμβάνει επίσης το [[Φερδινάρδος Β΄ της Λεόν|Φερδινάρδο Β΄ της Λεόν]], το [[Αλφόνσος Β΄ της Αραγωνίας|Αλφόνσο Β΄ της Αραγωνίας]] και τις στρατιωτικές διαταγές του Καλατράβα, Σαντιάγο και Μόντεγαούδιο, η Κουένκα πολιορκήθηκε για μήνες, αρχής γενομένης τα θεοφάνια του 1177. Ο διοικητής της πόλης, Αμπού Μπακρ, ζήτησε και πάλι την υποστήριξη του Γιακούμπ Γιουσούφ, αλλά ο τελευταίος ήταν στην Αφρική και δεν απέστειλε καμία βοήθεια. Μετά από μια αποτυχημένη έξοδο της Κουένκα ενάντια στο χριστιανικό στρατόπεδο στις 27 Ιουλίου, η πολιορκημένη πόλη καταλήφθηκε από τα στρατεύματα του Αλφόσνο στις 21 Σεπτεμβρίου 1177, ενώ η μουσουλμανική φρουρά κατέφυγαν στην ακρόπολη. Η τελευταία επέσε τον Οκτώβριο, θέτοντας τέλος στην αραβική κυριαρχία στην Κουένκα.
 
Κατά τη διάρκεια των επόμενων αιώνων, η Κουένκα απολαμβάνεαπολάμβανε την ευημερία, χάρη στην κλωστοϋφαντουργία και στην κτηνοτροφία. Ο καθεδρικός ναός άρχισε να χτίζεται εκείνη την εποχή, σε Αγγλονορμανδικό ρυθμό, με πολλούς Γάλλους εργάτες, αφού η γυναίκα του Αλφόνσο Η΄, Ελεονώρα των Πλανταγενέτων, ήταν Γαλλίδα. Είναι ο πρώτος γοτθικός καθεδρικός ναός στην Ισπανία.
 
Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, η βιομηχανία κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων παρήκμασε, ειδικά όταν ο [[Κάρολος Δ΄ της Ισπανίας|Κάρλος Δ΄]] απαγόρευσε τη δραστηριότητα αυτή στην Κουένκα, προκειμένου να αποφευχθεί ο ανταγωνισμός με τη Βασιλική Ταπητουργική Εταιρία, και η οικονομία της Κουένκα συρρικνώθηκε, με αποτέλεσμα δραματική μείωση του πληθυσμού (5.000 κάτοικοι). Κατά τη διάρκεια του πολέμου της ανεξαρτησίας εναντίον των στρατευμάτων του Ναπολέοντα, η πόλη υπέστη μεγάλες καταστροφές. Η πόλη αναπτύχθηκε ξανά μόνο με την άφιξη των σιδηροδρόμων τον 19ο αιώνα, μαζί με τη βιομηχανία ξυλείας, και ο πληθυσμός αυξήθηκε σε 10.000 κατοίκους.