Παρασίτωση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Gts-tg (συζήτηση | συνεισφορές)
μ πρότυπο: έλλειψη πηγών
μ Εσωτερικός σύνδεσμος
 
Γραμμή 2:
Ο ελληνικός και διεθνής όρος '''παρασίτωση''' (parasitosis) χρησιμοποιείται ως ιατρικός όρος, δια του οποίου και χαρακτηρίζεται έτσι, η [[λοίμωξη]] που οφείλεται σε [[παράσιτο (βιολογία)|παράσιτο]], και που μπορεί είτε να εκδηλώνεται με κλινικά συμπτώματα, οπότε και προσδιορίζεται ανάλογα η ''παρασιτική νόσος'', είτε να μην εκδηλώνεται και να παραμένει κλινικά αφανής, όπου σε τέτοιες περιπτώσεις χαρακτηρίζεται ''λανθάνουσα παρασίτωση''.
 
Κυριότερες παρασιτώσεις είναι οι λεγόμενες ''[[Ελμινθίαση|ελμινθιάσεις]]'', που μπορεί να οφείλονται σε [[νηματώδεις]], τριματώδεις ή κεστώδεις σκώληκες, οι ''μυιάσεις'' και οι ''μυκητιάσεις''. Οι παρασιτώσεις που οφείλονται σε προνύμφες παρασίτων, οι λεγόμενες ''προνυμφικές παρασιτώσεις'' που βρίσκονται στο στάδιο της επώασης, είναι γεγονός πως δεν καθίσταται δυνατή η ανίχνευσή τους με τα συνήθη διαγνωστικά μέσα όπως π.χ. στη μικροβιολογική εξέταση κοπράνων σε αναζήτηση ωών.
 
*Οι παρασιτώσεις που προκαλούνται από παράσιτα που δεν εισδύουν στο εσωτερικό του οργανισμού, δηλαδή από εξωπαράσιτα ονομάζονται κατ΄ επέκταση ''εξωπαρασιτώσεις''.