Ερωτευμένος Ορλάνδος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 83:
 
'''Εικοστό πέμπτο άσμα'''
Ο Ορλάνδος φύσηξε το κόρνο για τρίτη φορό και αυτό που συνέβη ήταν να έρθει προς το μέρος του ένας ωραίος άσπρος σκύλος. Ο Ορλάνδος έμεινε να απορεί κοιτώντας τον σκύλο. Γι' αυτό τα πέρασε όλα αυτά; Νόμιζε πως εξαπατήθηκε και έκανε να φύγει. Η νεαρή κοπέλα του εξήγησε τότε ότι αυτός ο σκύλος ανήκε στη μάγισσα Φάτα Μοργκάνα, η οποία διέθετε αναρίθμητα πλούτη κρυμμένα σε ένα νησί στη μέση μιας λίμνης και τα έδινε απλόχερα σε όποιον ιππότη το άξιζε. Η Μοργκάνα είχε και ένα ελάφι που πάντοτε έτρεχε μέσα στα δάση χωρίς να σταματά και το οποίο γινόταν να πιαστεί μόνο με τη βοήθεια αυτού του σκύλου. Αυτό θα τον βοηθούσε να πιάσει την έβδομη μέρα το ελάφι, αφού θα το είχε κυνηγήσει για έξι μέρες προηγουμένως. Τα κέρατά του είναι χρυσά και μεγαλώνουν έξι φορές τη μέρα, διακλαδίζονται και μπορούν να κάνουν κάποιον ζάπλουτο. Ο Ορλάνδος απαντά στην κοπέλα ότι δεν τον ενδιέφεραν τα πλούτη, αλλά μόνο η κυρά του, η Αγγελική. Έπειτα πήρε πισωκάπουλα την Λεοδίλλα και ξεκίνησε με το άλογο. Στο δρόμο συνάντησαν τον εραστή της Λεοδίλλας, τον Όδαυρο, που βλέποντάς την, απείλησε τον Ορλάνδο, λέγοντάς του να την αφήσει. Αυτός του την έδωσε αμέσως, ευχαριστημένος στην πραγματικότητα που την ξεφορτώθηκε, (πράγμα που έκανε τον άλλον να απορήσει) και με το μυαλό του στην Αγγελική ξεκίνησε για την Αλμπράκα. Όταν έφτασε στο κάστρο, η τριπλή μονομαχία είχε σταματήσει και είχε συμφωνηθεί να επαναληφθεί την επομένη, ενώ ο Αστόλφος, μη θέλοντας να υπερασπίζεται πια τον Τρουφαλδίνο, είχε περάσει με το μέρος του Ρανάλδου και της Μαρφίζας (που από υπερασπίστρια της Αγγελικής είχε γίνει η κύρια εχθρός της). Συναντήθηκε μάλιστα στην είσοδο του κάστρου καθώς έβγαινε με τον Ορλάνδο που έμπαινε. Η Αγγελική υποδέχτηκε τον υποδέχτηκεΟρλάνδο αγκαλιάζοντάς τον θερμά. Αφού τον έλουσε με τα ίδια της τα χέρια και του έβαλε να δειπνήσει, του ζήτησε με δάκρυα στα μάτια να γίνει υπερασπιστής της την επομένη εναντίον της Μαρφίζας και του Ρανάλδου. Του υποσχέθηκε πως αν το έκανε αυτό, θα γινόταν δική του για πάντα. Ο Ορλάνδος της το υποσχέθηκε, θεωρώνταςμιας μάλιστακαι που θεωρούσε τον εξάδερφό του τον Ρανάλδο ως συναγωνιστή του για την αγάπη της Αγγελικής. Όλη τη νύχτα δεν μπορούσε να κοιμηθεί και τρεις ώρες πριν ξημερώσει φόρεσε την πανοπλία του και το κράνος που ανήκε κάποτε στον''Αλμόντη''' (Almonte), γιο του βασιλιά των Σαρακηνών ''Αγολάντη'' (Agolante), πήρε στο χέρι του την Ντουριντάνα, το σπαθί του 9που κι αυτό κάποτε ανήκε στον Αλμόντη, όπως και το κόρνο του) και πήγε στους στάβλους, καβαλίκεψε τον Βαγιάρδο και σεργιάνιζε μέσα στο κάστρο περιμένοντας ανυπόμονα να ξημερώσει για να αντιμετωπίσει τον Ρανάλδο.
 
===Άσματα 26-29===
'''Εικοστό έκτο άσμα''
Την άλλη μέρα βγαίνουν από το κάστρο ο Ορλάνδος, ο Ακιλάντης, ο Γρίφωνας, ο Κιαρόν, ο Αδριανός και ο φοβιτσιάρης Τρουφαλδίνος, που έχουν να αντιμετωπίσουν τον Ρανάλδο, τη Μαρφίζα, τον Τορίνδο, τον Ιρόλδο, τον Πρασίλδο και τον Αστόλφο αντιστοίχως. Ο Τρουφαλδίνος εξουδετερώνει τον Αστόλφο, ο Τορίνδος δέχεται χτύπημα από τον Γρίφωνα και πέφτει από τη σέλα. Στο μεταξύ ο Βαγιάρδος, το άλογο που ίππευε ο Ορλάνδος, αλλά που στην πραγματικότητα ήταν του Ραλάνδου, αναγνωρίζοντας στον Ραλάνδο τον αληθινό αφέντη του, απέφευγε να τον πλησιάσει παρ' όλο που ο Ορλάνδος το σπιρούνιζε. Ο Ορλάνδος αποφασίζει τότε να επιτεθεί στην Μαρφίζα, ενώ ο Ρανάλδος κυνηγά τον Τρουφαλδίνο, που φεύγοντας φωνάζει για βοήθεια. Έρχεται τότε ο Γρίφωνας και δέχεται τέτοια χτυπιά από τον Ρανάλδο που πέφτει αναίσθητος κάτω. Ο Τρουφαλδίνος στο μεταξύ ήταν μισό μίλι μακριά, αλλά ο Ρανάλδος (που ίππευε τον Ραμπικάνο, το φτερωτό άλογο), τον φτάνει γρήγορα, αποφεύγοντας και τον Ακιλάντη που ερχόταν από το πλάι. Στο μεταξύ ο Ορλάνδος είδε τον Βρανδιμάρτη να ιππεύει τον Βριλιαδόρο, δηλαδή το δικό του άλογο και τον κάλεσε να ανταλλάξουν άλογά. Ενώ ο Βρανδιμάρτης με τον Βαγιάρδο επέστρεψε στο κάστρο, ο Ορλάνδος καβάλα στον Βριλιαδόρο, στάθηκε τώρα πιο αποφασιστικός απέναντι στη Μαρφίζα. Στο μεταξύ ο Ρανάλδος είχε αιχμαλωτίσει τον Τρουφαλδίνο και τον έφερνε μισοζώντανο, με το κεφάλι χάμω, δεμένο από την ουρά του αλόγου. Καθώς το κεφάλι του χτυπούσε στις πέτρες της ματωμένης από τη σφαγή πεδιάδας, ο Τρουφαλδίνος σύντομα ξεψύχησε. Ο Ρανάλδος πλησίασε τότε τον Ορλάνδο και τη Μαρφίζα που μάχονταν. Τότε ο Ορλάνδος (που δεν ήξερε ότι ο ιππότης με τον οποίον μαχόταν ήταν γυναίκα), ζήτησε συγγνώμη που θα διέκοπτε τη μονομαχία, λέγοντας ότι έπρεπε να ξεμπερδεύει πρώτα με τον άθλιο αυτόν. Ο Ραλάνδος δεν ήταν πρόθυμος να μονομαχήσει με τον εξάδερφό του και ο Ορλάνδος τον προκάλεσε αποκαλώντας τον δειλό. Ο Ρανάλδος θύμωσε και απαίτησε από τον Ορλάνδο το άλογό του πίσω. Θα ξεκινούσε μια τέτοια σύγκρουση που δεν είχε ξανασυμβεί έως τότε (μας λέει ο ποιητής).
 
'''Εικοστό έβδομο άσμα'''
Η μονομαχία ήταν τρομερή, τα φοβερά χτυπήματα που έδινε ο ένας στον άλλον αντηχούσαν ως πέρα. Μήτε ο Ηρακλής, ο Αχιλλέας,ο Έκτορας ή ο Σαμψών δεν θα μπορούσαν να αντισταθούν σε αυτά. Μεταξύ τους αντάλλασσαν βαριές κουβέντες, που έτρεμε ο αέρας όταν τις εκστόμιζαν. Ο Ρανάλδος κατηγορούσε τον Ορλάνδο ότι το σπαθί του, την Ντουριντάνα,το είχε αποκτήσει κλέβοντάς το από τον Αλμόντη, τον γιο του ''Αγολάντη'' (Agolante), του Σαρακηνού βασιλιά, τον οποίο είχε. Τον κατηγορούσε επίσης για τον φόνο του ''Τρωιάνου'' (Troiano), του αδερφού του Αγολάντη, που τον σκότωσε κι αυτόν βαριά τραυματισμένο και ενώ του είχε κόψει μάλιστα το ένα χέρι. Ο Ορλάνδος κατηγορούσε τον Ραλάνδο επειδή σκότωσε προδοτικά τον Σαρακηνό βασιλιά ''Μαμβρίνο'' (Mambrino) και του έκλεψε το κράνος του. Και άλλα πολλά τέτοια έλεγαν. Μάχονταν σκληρά όλη μέρα και σταμάτησαν μόνο όταν τα αστέρια φάνηκαν στον ουρανό, αλλά και τότε ακόμα δεν έπαψαν να ανταλλάσσουν κατηγορίες. Αποφασίστηκε τελικά η μονομαχία να επαναληφθεί την επομένη μέρα. Στο κάστρο η Αγγελική μιλώντας με τον Ορλάνδο έμαθε ότι ο αντίπαλός του ήταν ο αγαπημένος της Ρανάλδος και άρχισε να τρέμει από την αγωνία και το άγχος της. Βρισκόταν σε δύσκολη θέση, καθώς ο Ορλάνδος έπρεπε να την υπερασπιστεί μονομαχώντας ενάντια σε αυτόν που εκείνη αγαπούσε. Είπε στον Ορλάνδο ότι ήθελε να παρακολουθήσει από κόντά τη μονομαχία, αλλά φοβόταν τη Μαρφίζα. Έστειλε τότε τον Σακριπάντη (πρόθυμο να κάνει τα πάντα γι' αυτήν) μέσα στη νύχτα στην Μαρφίζα, ζητώντας της την άδεια να παραβρεθεί στη μονομαχία την επομένη. Η Μαρφίζα συγκαστατέθηκε στο αίτημα. Το άλλο πρωί η Αγγελική, ποθώντας να δει από κοντά τον αγαπημένο της Ρανάλδο, ξυπνά τον Ορλάνδο, κάνοντάς τον με διάφορα γυναικεία τερτίπια να την αγκαλιάσει θερμά, προσποιούμενη ότι τον αγαπά πολύ, ζητώντας του όμως ταυτόχρονα να μην την ατιμάσει παρά τη θέλησή της. Ο Ορλάνδος ζητά συγνώμη με δάκρυα στα μάτια και της υπόσχεται να κάνει ό,τι του ζητήσει εκείνη. Το ξημέρωμα, ο Ορλάνδος βγαίνει από το κάστρο πάνοπλος συνοδευμένος από τους δικούς του συναγωνιστές και την Αγγελική, ενώ από την άλλη μεριά έρχεται ο Ρανάλδος με τη Μαρφίζα και τους δικούς του συμπολεμιστές. Αφού φύσηξαν οι δύο ιππότες τα κόρνα τους, η φοβερή μονομαχία άρχισε ξανά.