Ερωτευμένος Ορλάνδος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Kyrgesam (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 86:
 
===Άσματα 26-29===
'''Εικοστό έκτο άσμα'''
Την άλλη μέρα βγαίνουν από το κάστρο ο Ορλάνδος, ο Ακιλάντης, ο Γρίφωνας, ο Κιαρόν, ο Αδριανός και ο φοβιτσιάρης Τρουφαλδίνος, που έχουν να αντιμετωπίσουν τον Ρανάλδο, τη Μαρφίζα, τον Τορίνδο, τον Ιρόλδο, τον Πρασίλδο και τον Αστόλφο αντιστοίχως. Ο Τρουφαλδίνος εξουδετερώνει τον Αστόλφο, ο Τορίνδος δέχεται χτύπημα από τον Γρίφωνα και πέφτει από τη σέλα. Στο μεταξύ ο Βαγιάρδος, το άλογο που ίππευε ο Ορλάνδος, αλλά που στην πραγματικότητα ήταν του Ραλάνδου, αναγνωρίζοντας στον Ραλάνδο τον αληθινό αφέντη του, απέφευγε να τον πλησιάσει παρ' όλο που ο Ορλάνδος το σπιρούνιζε. Ο Ορλάνδος αποφασίζει τότε να επιτεθεί στην Μαρφίζα, ενώ ο Ρανάλδος κυνηγά τον Τρουφαλδίνο, που φεύγοντας φωνάζει για βοήθεια. Έρχεται τότε ο Γρίφωνας και δέχεται τέτοια χτυπιά από τον Ρανάλδο που πέφτει αναίσθητος κάτω. Ο Τρουφαλδίνος στο μεταξύ ήταν μισό μίλι μακριά, αλλά ο Ρανάλδος (που ίππευε τον Ραμπικάνο, το φτερωτό άλογο), τον φτάνει γρήγορα, αποφεύγοντας και τον Ακιλάντη που ερχόταν από το πλάι. Στο μεταξύ ο Ορλάνδος είδε τον Βρανδιμάρτη να ιππεύει τον Βριλιαδόρο, δηλαδή το δικό του άλογο και τον κάλεσε να ανταλλάξουν άλογά. Ενώ ο Βρανδιμάρτης με τον Βαγιάρδο επέστρεψε στο κάστρο, ο Ορλάνδος καβάλα στον Βριλιαδόρο, στάθηκε τώρα πιο αποφασιστικός απέναντι στη Μαρφίζα. Στο μεταξύ ο Ρανάλδος είχε αιχμαλωτίσει τον Τρουφαλδίνο και τον έφερνε μισοζώντανο, με το κεφάλι χάμω, δεμένο από την ουρά του αλόγου. Καθώς το κεφάλι του χτυπούσε στις πέτρες της ματωμένης από τη σφαγή πεδιάδας, ο Τρουφαλδίνος σύντομα ξεψύχησε. Ο Ρανάλδος πλησίασε τότε τον Ορλάνδο και τη Μαρφίζα που μάχονταν. Τότε ο Ορλάνδος (που δεν ήξερε ότι ο ιππότης με τον οποίον μαχόταν ήταν γυναίκα), ζήτησε συγγνώμη που θα διέκοπτε τη μονομαχία, λέγοντας ότι έπρεπε να ξεμπερδεύει πρώτα με τον άθλιο αυτόν. Ο Ραλάνδος δεν ήταν πρόθυμος να μονομαχήσει με τον εξάδερφό του και ο Ορλάνδος τον προκάλεσε αποκαλώντας τον δειλό. Ο Ρανάλδος θύμωσε και απαίτησε από τον Ορλάνδο το άλογό του πίσω. Θα ξεκινούσε μια τέτοια σύγκρουση που δεν είχε ξανασυμβεί έως τότε (μας λέει ο ποιητής).
 
'''Εικοστό έβδομο άσμα'''
Η μονομαχία ήταν τρομερή, τα φοβερά χτυπήματα που έδινε ο ένας στον άλλον αντηχούσαν ως πέρα. Μήτε ο Ηρακλής, ο Αχιλλέας,ο Έκτορας ή ο Σαμψών δεν θα μπορούσαν να αντισταθούν σε αυτά. Μεταξύ τους αντάλλασσαν βαριές κουβέντες, που έτρεμε ο αέρας όταν τις εκστόμιζαν. Ο Ρανάλδος κατηγορούσε τον Ορλάνδο ότι το σπαθί του, την Ντουριντάνα,το είχε αποκτήσει κλέβοντάς το από τον Αλμόντη, τον γιο του ''Αγολάντη'' (Agolante), του Σαρακηνού βασιλιά, τον οποίο είχε. Τον κατηγορούσε επίσης για τον φόνο του ''Τρωιάνου'' (Troiano), του αδερφού του Αγολάντη, που τον σκότωσε κι αυτόν βαριά τραυματισμένο και ενώ του είχε κόψει μάλιστα το ένα χέρι. Ο Ορλάνδος κατηγορούσε τον Ραλάνδο επειδή σκότωσε προδοτικά τον Σαρακηνό βασιλιά ''Μαμβρίνο'' (Mambrino) και του έκλεψε το κράνος του. Και άλλα πολλά τέτοια έλεγαν. Μάχονταν σκληρά όλη μέρα και σταμάτησαν μόνο όταν τα αστέρια φάνηκαν στον ουρανό, αλλά και τότε ακόμα δεν έπαψαν να ανταλλάσσουν κατηγορίες. Αποφασίστηκε τελικά η μονομαχία να επαναληφθεί την επομένη μέρα. Στο κάστρο η Αγγελική μιλώντας με τον Ορλάνδο έμαθε ότι ο αντίπαλός του ήταν ο αγαπημένος της Ρανάλδος και άρχισε να τρέμει από την αγωνία και το άγχος της. Βρισκόταν σε δύσκολη θέση, καθώς ο Ορλάνδος έπρεπε να την υπερασπιστεί μονομαχώντας ενάντια σε αυτόν που εκείνη αγαπούσε. Είπε στον Ορλάνδο ότι ήθελε να παρακολουθήσει από κόντά τη μονομαχία, αλλά φοβόταν τη Μαρφίζα. Έστειλε τότε τον Σακριπάντη (πρόθυμο να κάνει τα πάντα γι' αυτήν) μέσα στη νύχτα στην Μαρφίζα, ζητώντας της την άδεια να παραβρεθεί στη μονομαχία την επομένη. Η Μαρφίζα συγκαστατέθηκε στο αίτημα. Το άλλο πρωί η Αγγελική, ποθώντας να δει από κοντά τον αγαπημένο της Ρανάλδο, ξυπνά τον Ορλάνδο, κάνοντάς τον με διάφορα γυναικεία τερτίπια να την αγκαλιάσει θερμά, προσποιούμενη ότι τον αγαπά πολύ, ζητώντας του όμως ταυτόχρονα να μην την ατιμάσει παρά τη θέλησή της. Ο Ορλάνδος ζητά συγνώμη με δάκρυα στα μάτια και της υπόσχεται να κάνει ό,τι του ζητήσει εκείνη. Το ξημέρωμα, ο Ορλάνδος βγαίνει από το κάστρο πάνοπλος συνοδευμένος από τους δικούς του συναγωνιστές και την Αγγελική, ενώ από την άλλη μεριά έρχεται ο Ρανάλδος με τη Μαρφίζα και τους δικούς του συμπολεμιστές. Αφού φύσηξαν οι δύο ιππότες τα κόρνα τους, η φοβερή μονομαχία άρχισε ξανά.
 
'''Εικοστό όγδοο άσμα'''
Ο ποιητής αρχίζει με αναφορά στη δύναμη του έρωτα, που έχει προκαλέσει τέτοια φοβερή διαμάχη μεταξύ των δύο εξαδερφών, του Ορλάνδου και του Ρανάλδου. Το σκηνικό τώρα είναι το ίδιο με της προηγουμένης ημέρας. Οι δύο ιππότες ανταλλάσσουν ξανά βαριές κουβέντες. Ο ένας αμφισβητεί την τιμιότητα και τους άθλους του άλλου. Μετά από αυτό αρχίζουν ξανά να μονομαχούν έως ότου ο Ορλάνδος δίνει ένα τέτοιο χτύπημα στο κράνος του Ραλάνδου που τον πετά στο χώμα αφήνοντάς τον λιπόθυμο, ενώ το αίμα κυλά από το στόμα και τη μύτη του. Ο Ρανάλδος συνέρχεται και προσπαθεί να επιτεθεί στον Ορλάνδο, που στρέφεται καταπάνω του κραδαίνοντας το ξίφος του. Όλοι φοβήθηκαν τότε πως είχε έρθει το τέλος του Ρανάλδου. Τότε επενέβη η Αγγελική, η οποία έπιασε το χέρι του Ορλάνδου χαμογελαστή και του είπε ότι τώρα είχε να εκτελέσει μια επείγουσα αποστολή: να πάει στο βασίλειο της Οργκάνιας και να καταστρέψει τον μαγικό κήπο της Φαλερίνας, της σφατερίστριας βασίλισσας, τον οποίον φυλούσε ένας φοβερός δράκος από τον οποίον υπέφερε όλο το βασίλειο. Ο Ορλάνδος υπακούοντας στα λόγια της κάλπασε με τον Βριλιαδόρο για τη νέα του αποστολή, ενώ ο Ρανάλδος, που είχε συνέρθει, μάταια έψαχνε να τον βρει για να συνεχίσει τον αγώνα. Η Αγγελική ήθελε να του μιλήσει και να φροντίσει τις πληγές του, αλλά ο Ρανάλδος, που την μισούσε ακόμα, έφυγε για τη σκηνή του. Η Αγγελική επέστρεψε στο κάστρο της, όπου έκλαιγε ασταμάτητα επειδή ο έρωτάς της για τον Ρανάλδο δεν είχε ανταπόκριση. Το σχέδιο της Αγγελικής ήταν να στείλει τον Ορλάνδο σε μια τέτοια επικίνδυνη απόστολή που σίγουρα θα εξοντωνόταν. Πώς όμως θα κέρδιζε την εύνοια του Ρανάλδου; Σκέφτηκε να του επιστρέψει το άτι του, τον Βαγιάρδο. Έστειλε τότε έφιππη μια κοπέλα που κρατούσε από τα ηνία τον Βαγιάρδο και έφερε μήνυμα στον Ρανάλδο ότι η Αγγελική του δίνει πίσω το άλογό του. Ο σκληρόκαρδος Ρανάλδος αψήφησε το μήνυμα και δεν πήρε τον Βαγιάρδο, όταν έμαθε ποια ήταν η αποστολέας. Ο Αστόλφος ωστόσο ακολούθησε την κοπέλα προτού επιστρέψει στο κάστρο και της πήρε τον Βαγιάρδο με επιχείρημα ότι αυτός είχε φέρει το άλογο σε αυτή τη χώρα. Στο μεταξύ ο Ορλάνδος συνάντησε σε μια μαρμαρένια γέφυρα έναν ιππότη και είδε απέναντι μια γυναίκα να κρέμεται από τα μαλλιά από ένα πεύκο και να ουρλιάζει. Ο Ορλάνδος θέλησε να την σώσει, αλλά ο ιππότης του απαγόρευσε τη διάβαση του ποταμού, λέγοντας ότι αυτή η αχρεία γυναίκα ήταν υπεύθυνη για τον θάνατο επτά ιπποτών.
 
'''Εικοστό ένατο άσμα'''
Ο ιππότης, που λεγόταν ''Ουλδάρνος'' (Uldarno) διηγείται στον Ορλάνδο ότι η πανούργα αυτή κοπέλα ονομαζόταν ''Οριγίλλη'' (Origille), γεννημένη στην [[Βακτρία]]. Αυτός ο ίδιος ήταν ερωτευμένος μαζί της. Ένας άλλος ιππότης, ο ''Λοκρίνος'' (Locrino), την είχε ερωτευτεί. Αυτή τους εξαπατούσε και τους δύο, δίνοντάς τους ελπίδες και κάνοντάς τους να πλαντάζουν από πόθο. Η προδοτική Οριγίλλη πρότεινε στον Ουλδάρνο ένα κόλπο για να βρεθούν μαζί: ο πατέρας της, θέλοντας να εκδικηθεί τον θάνατο του γιου του ''Κορβίνου'' (Corbino), του αδερφού της Οριγίλλης, από έναν πιο έμπειρο ιππότη τον ''Ορίγγο'' (Oringo), είχε βρει κάποιον άλλον ιππότη για να σκοτώσει τον Ορίγγο. Ο Ουλδάρνος έπρεπε να προσποιηθεί ότι είναι ο Ορίγγος, να μονομαχήσει με τον ιππότη που είχε προσλάβει ο πατέρας της και να αφεθεί να αιχμαλωτιστεί από αυτόν. Η Οριγίλλη τότε θα βρει τρόπο να περάσει χρόνο μαζί του και μετά θα τον βοηθήσει να δραπετεύσει. Αυτά τα ψεύδη του είπε και αυτός, γεμάτος έρωτα γι' αυτήν, την πίστεψε και αποδέχτηκε όλους τους κινδύνους για χάρη της. Άλλαξε ενδυμασία για να μοιάζει με αυτή του Ορίγγου και έφυγε. Η Οριγίλλη όμως έπαιξε το ίδιο παιχνίδι και με τον Λοκρίνο. Σε αυτόν είπε ότι έπρεπε να εκδικηθεί το θάνατο του αδερφού της, σκοτώνοντας τον Ορίγγο! Έτσι τους έβαλε να αντιμετωπίσουν ο ένας τον άλλον. Η Οριγίλλη είχε βάλει μάλιστα τον Λοκρίνο να φέρει τα εμβλήματα του ''Αριόντη'' (Arionte), ενός άλλου ιππότη που επίσης την αγαπούσε και είχε μάλιστα συμφωνήσει με τον πατέρα της να την πάρει γυναίκα του υπό τον όρο να του φέρει νεκρό ή ζωντανό τον φονιά του γιου του, τον Ορίγγο! Ο πραγματικός αυτός Αριόντης βρήκε τότε τον Ουλδάρνο, που είχε μεταμφιεστεί σε Ορίγγο, ο οποίος αφέθηκε να πιαστεί αιχμάλωτος σύμφωνα με το σχέδιο της Οριγίλλης. Στο μεταξύ ο Λοκρίνος, μεταμφιεσμένος σε Αριόντη, συνάντησε τον πραγματικό Ορίγγο και στη μεταξύ τους μάχη και οι δύο τραυματίστηκαν βαριά. Εν τέλει ο αληθινός Ορίγγος συνελήφθη. Ο πατέρας της Οριγίλλης χάρηκε βλέποντας τον Λοκρίνο (ήξερε ότι ήταν αυτός και όχι ο Αριόντης) να του φέρνει τον Ορίγγο και του υποσχέθηκε να του δώσει την Οριγίλλη γυναίκα του. Στο μεταξύ όμως ο Αριόντης έφερε και τον δικό του αιχμάλωτο, δηλαδή τον Ουλδάρνο, τον ψεύτικο Ορίγγο. Οι τέσσερεις ιππότες κόντεψαν τότε να έρθουν στα χέρια, καθώς μάλιστα υπήρχε και αυστηρός νόμος που απαγόρευε ιππότες να φερουν εμβλήματα άλλων ιπποτών. Η απόφαση του βασιλιά της χώρας ήταν ότι όλοι έπρεπε να πεθάνουν, αλλά η Οριγίλλη θα έπρεπε να υποφέρει περισσότερο, γι' αυτό ήταν κρεμασμένη εκεί. Ο Ουλδάρνος την τάιζε και είχε σκοτώσει επτά ιππότες που είχαν προσπαθήσει να την σώσουν. Ακόμα όμως κι αν ο ίδιος σκοτωνόταν, οι άλλοι τρεις ιππότες θα έπαιρναν, ένας - ένας, τη θέση του. Η Οριγίλλη στο μεταξύ ικέτευε τον Ορλάνδο να της σώσει τη ζωή. Ο Ορλάνδος μονομάχησε και σκότωσε τον Ουλδάρνο. Το ίδιο έκανε και με τους άλλους τρεις ιππότες. Έπειτα ξεκρέμασε την Οριγίλλη, την κατέβασε απαλά και την πήρε πισωκάπουλα στο άλογό του. Ήταν τόσο όμορφη, που ο Ορλάνδος ξέχασε σχεδόν την Αγγελική. Η Οριγίλλη ωστόσο εξαπατώντας τον Ορλάνδο τον έκανε να κατεβεί από το άλογο για να δει, δήθεν, τις πύλες του Άδη και του Παραδείσου (στην πραγματικότητα ήταν ο τάφος του [[Νίνος|Νίνου]], του βασιλιά της [[Νινευή|Νινευής]]). Η Οριγίλλη τότε βρήκε ευκαιρία και κάλπασε μόνη της μακριά, αφήνοντας τον Ορλάνδο να περιπλανιέται πεζός στην ερημιά, Σε αυτό το σημείο ο ποιητής αφήνει τον Ορλάνδο στην Ανατολή και επιστρέφει στη χώρα των Φράγκων για να διηγηθεί τα κατορθώματα ενός νέου ιππότη, του ''Ρογήρου'' ή ''Ρουτζέρο'' (Rugiero), του μυθικού ιδρυτή του [[Οίκος των Έστε|Οίκου των Έστε]].
 
==Δεύτερο Βιβλίο==
===Άσματα 1-5===